κατάκτησις: Difference between revisions

m
no edit summary
(7)
 
mNo edit summary
 
(19 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kataktisis
|Transliteration C=kataktisis
|Beta Code=kata/kthsis
|Beta Code=kata/kthsis
|Definition=εως, ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">acquisition</b>, <b class="b3">πραγμάτων, Χώρας, γῆς</b>, <span class="bibl">Plb.4.77.2</span>, <span class="bibl">Str.8.3.33</span>, <span class="bibl">Plu.<span class="title">Caes.</span>22</span>; αὐτονομίας <span class="bibl">D.S.17.74</span>; δυνάμεως ῥητορικῆς Phld.<span class="title">Rh.</span>2.261 S.</span>
|Definition=κατακτήσεως, ἡ, [[acquisition]], πραγμάτων, χώρας, γῆς, Plb.4.77.2, Str.8.3.33, Plu.''Caes.''22; αὐτονομίας [[Diodorus Siculus|D.S.]]17.74; δυνάμεως ῥητορικῆς Phld.''Rh.''2.261 S.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1357.png Seite 1357]] ἡ, das [[Erwerben]], [[Erlangen]]; πραγμάτων, der [[Herrschaft]], Pol. 4, 77, 2; γῆς Plut. Caes. 22; a. Sp.
}}
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br />[[acquisition]], [[conquête]].<br />'''Étymologie:''' [[κατακτάομαι]].
}}
{{elru
|elrutext='''κατάκτησις:''' εως ἡ [[приобретение]], [[овладевание]] (πραγμάτων Polyb.; γῆς Plut.).
}}
{{elnl
|elnltext=κατάκτησις -εως, ἡ [κατακτάομαι] [[verwerving]], [[verovering]].
}}
{{grml
|mltxt=η (AM [[κατάκτησις]]) [[κατακτῶμαι]]<br /><b>1.</b> η [[απόκτηση]], η [[κυριότητα]], η [[επιτυχία]] [[μετά]] από αρκετές και δύσκολες προσπάθειες (α. «η [[κατάκτηση]] του πλούτου» β. «η [[κατάκτηση]] του διαστήματος» γ. «δυνάμεως ῥητορικῆς [[κατάκτησις]]», Φιλόδ.)<br /><b>2.</b> η [[επιβολή]] δύναμης με βίαιο τρόπο, η [[καθυπόταξη]] πραγμάτων, ανθρώπων, χωρών με βίαια [[μέσα]] («ἐθνῶν μεγάλων ἐπὶ κατακτήσει γῆς [[ἄρτι]] τὸν Ῥῆνον διαβεβηκότων», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> η κατακτημένη [[χώρα]] («η Αγγλία είχε πολλές κατακτήσεις»)<br /><b>2.</b> [[επίτευγμα]] («οι κατακτήσεις της επιστήμης και της τεχνολογίας [[είναι]] [[σήμερα]] αμέτρητες»)<br /><b>3.</b> η [[προσέλκυση]] του ενδιαφέροντος ενός ατόμου<br /><b>4.</b> ερωτική [[επιτυχία]] («στα [[νιάτα]] του είχε πολλές κατακτήσεις»).
}}
{{ls
|lstext='''κατάκτησις''': -εως, ἡ, τελεία [[κτῆσις]], τὸ λαμβάνειν, ὑποτάσσειν τι εἰς κατοχήν, κ. πραγμάτων, τῆς χώρας, τῶν [[πέλας]], γῆς, δυναστείας Πολύβ. 4. 77, 2, Στράβ. 357, κτλ.
}}
{{trml
|trtx====[[conquest]]===
Albanian: pushtim; Arabic: فَتْح, اِسْتِيلَاء, تَسْخِير, إِخْضَاع, اِحْتِلال, اِنْتِصَار; Armenian: նվաճում; Azerbaijani: istila, fəth; Belarusian: заваёва, заваяванне, здабыццё; Bengali: বিজয়; Bulgarian: завоевание, завоюване; Catalan: conquesta, conquista; Chinese Mandarin: [[戰勝]], [[战胜]], [[征服]]; Czech: dobytí; Danish: erobring; Dutch: [[verovering]]; Esperanto: konkero; Estonian: vallutus; Finnish: voitto, valloitus; French: [[conquête]]; Galician: conquista; Georgian: დაპყრობა; German: [[Eroberung]]; Greek: [[άλωση]], [[κατάκτηση]]; Ancient Greek: [[αἵρεσις]], [[ἅλωσις]], [[δῄωσις]], [[ἔγκτασις]], [[ἔγκτησις]], [[ἐκπόρθησις]], [[ἐπικράτησις]], [[καταγώνισις]], [[κατάκτησις]], [[καταμάχησις]], [[πόρθησις]], [[χείρωμα]]; Hebrew: כִּבּוּשׁ; Hindi: विजय, फ़तह, जयन, पराजय; Hungarian: hódítás; Irish: concas; Italian: [[conquista]], [[soggiogamento]]; Japanese: 征服; Korean: 정복; Latvian: uzvara, iekarošana; Lithuanian: užkariavimas; Macedonian: освојување; Maori: raupatu; Norman: contchête; Norwegian Bokmål: erobring; Pashto: فتح, استيلا; Persian: استیلا, فتح, تسخیر; Polish: podbój; Portuguese: [[conquista]]; Romanian: cucerire; Russian: [[завоевание]]; Scottish Gaelic: ceannsachadh; Serbo-Croatian Cyrillic: осваја̄ње; Roman: osvájānje; Slovak: dobytie; Slovene: osvojitev; Spanish: [[conquista]]; Swedish: erövring; Tajik: истило, фатҳ; Tocharian B: yūkalñe; Turkish: fetih, istila; Turkmen: basyp; Ukrainian: завоювання, здобуття; Urdu: فتح; Uzbek: istilo, fath, bosib; Vietnamese: sự chinh phục; Volapük: konker; Welsh: concwest, concwestau
}}
}}