παμπησία: Difference between revisions
Μοχθεῖν ἀνάγκη τοὺς θέλοντας εὐτυχεῖν → Laboret is, beatam qui vitam cupit → Sich abarbeiten muss, wer glücklich leben will
m (LSJ1 replacement) |
|||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=pampisia | |Transliteration C=pampisia | ||
|Beta Code=pamphsi/a | |Beta Code=pamphsi/a | ||
|Definition=ἡ, ([[πέπαμαι]]) [[entire possession]], [[full property]], A. ''Th.''817, E.''Ion''1305, Ar.''Ec.''868. | |Definition=ἡ, ([[πέπαμαι]]) [[entire possession]], [[full property]], A. ''Th.''817, [[Euripides|E.]]''[[Ion]]''1305, Ar.''Ec.''868. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 09:34, 25 October 2024
English (LSJ)
ἡ, (πέπαμαι) entire possession, full property, A. Th.817, E.Ion1305, Ar.Ec.868.
German (Pape)
[Seite 454] ἡ, ganzer Besitz, Gesammtbesitz; διέλαχον κτημάτων παμπησίαν, Aesch. Spt. 799; Eur. Ion 1305; αἴρεσθε τὴν παμπησίαν, Ar. Eccl. 868.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
possession entière, pleine propriété.
Étymologie: πᾶν, πάομαι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παμπησία -ας, ἡ [πᾶς,* πάομαι] gehele bezit:. διέλαχον... κτημάτων παμπησίαν zij verdeelden hun hele bezit Aeschl. Sept. 817.
Russian (Dvoretsky)
παμπησία: ἡ полное обладание (κτημάτων Aesch.): ἥδε σοὶ π. Eur. вот что принадлежит целиком тебе.
Greek Monolingual
παμπησία, ἡ (Α)
πλήρης ιδιοκτησία, ολοσχερής κτήση («διέλαχον κτημάτων παμπησίαν», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + -πησία (< πέπαμαι «κατέχω, εξουσιάζω»), κατά τα θηλ. σε -ησία (πρβλ. παρρησία, πανοικησία), μέσω αμάρτυρου πάν-πητος].
Greek Monotonic
παμπησία: ἡ (πάομαι), ολοσχερής κτήση, ολοκληρωτική κατοχή, σε Αισχύλ., Ευρ.
Greek (Liddell-Scott)
παμπησία: ἡ, (πέπᾱμαι) ὀλοσχερὴς κτῆσις, σύμπασα ἡ περιουσία, Αἰσχύλ. Θήβ. 817, Εὐρ. Ἴων 1305, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 868.
Middle Liddell
παμ-πησία, ἡ, πάομαι
entire possession, the full property, Aesch., Eur.