θνητός: Difference between revisions

m
Text replacement - "E.''Ion'' " to "E.''Ion''"
(T22)
m (Text replacement - "E.''Ion'' " to "E.''Ion''")
 
(38 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=thnitos
|Transliteration C=thnitos
|Beta Code=qnhto/s
|Beta Code=qnhto/s
|Definition=ή, όν, also ός, όν <span class="bibl">E.<span class="title">Ion</span>973</span>,<span class="bibl"><span class="title">IA</span>901</span>, <span class="bibl">1396</span>: Dor. θνᾱτός (v. infr.): Aeol. θνᾶτος <span class="bibl">Sapph.<span class="title">Supp.</span>13.7</span>: (θνῄσκω):—<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">liable to death, mortal</b>, opp. <b class="b3">ἀθάνατος</b>, freq. in Hom., <span class="bibl">Od.5.213</span>, al.; θ. ἄνδρες <span class="bibl">Hes. <span class="title">Th.</span>967</span>; οὐδὲν . . θνητὸν ἐόν <span class="bibl">Hdt.8.98</span>; ζῷα πάντα θ. καὶ φυτά <span class="bibl">Pl.<span class="title">Sph.</span> 265c</span>: as Subst., <b class="b3">θνητοί</b> <b class="b2">mortals</b>, <span class="bibl">Od.19.593</span>, etc.; <b class="b3">θνηταί</b> <b class="b2">mortal women</b>, <span class="bibl">5.213</span>; <b class="b3">πάντων τῶν θ</b>. of all <b class="b2">mortal creatures</b>, <span class="bibl">Hdt.1.216</span>, <span class="bibl">2.68</span>; <b class="b3">εἴ τις φθόγγος</b> (<b class="b3">φθόγγον</b> cod., but θ. is only used of living persons) εἰσακούεται θνητῶν παρ' Ἅιδῃ <span class="bibl">E.<span class="title">HF</span>491</span>: Comp., ἐν θνητῷ ὄντες, ἔτι θνητοτέρους ἑαυτοὺς ποιοῦντες <span class="bibl">Porph.<span class="title">Abst.</span>4.20</span>: Sup., θνητότατος πάντων <span class="bibl">Plot.5.1.1</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> of things, <b class="b2">befitting mortals, human</b>, ἔργματα <span class="bibl">E.<span class="title">Ba.</span> 1069</span>; θνατὰ θνατοῖσι πρέπει <span class="bibl">Pi.<span class="title">I.</span>5(4).16</span>; θνατὰ χρὴ τὸν θνατὸν . . φρονεῖν <span class="bibl">Epich.[263]</span>, cf. <span class="bibl">S.<span class="title">Tr.</span>473</span>; τὸ δαιμόνιον μεταξύ ἐστι θεοῦ τε καὶ θνητοῦ <span class="bibl">Pl.<span class="title">Smp.</span>202e</span>.</span>
|Definition=θνητή, θνητόν, also [[θνητός]], θνητόν [[Euripides|E.]]''[[Ion]]''973,''IA''901, 1396: Dor. [[θνατός]] (v. infr.): Aeol. [[θνᾶτος]] Sapph.''Supp.''13.7: ([[θνῄσκω]]):—<br><span class="bld">A</span> [[liable to death]], [[mortal]], opp. [[ἀθάνατος]], freq. in Hom., Od.5.213, al.; θνητοὶ ἄνδρες Hes. ''Th.''967; οὐδὲν… θνητὸν ἐόν [[Herodotus|Hdt.]]8.98; ζῷα πάντα θνητὰ καὶ φυτά Pl.''Sph.'' 265c: as [[substantive]], [[θνητοί]] = [[mortals]], Od.19.593, etc.; [[θνηταί]] = [[mortal women]], 5.213; [[πάντων τῶν θνητῶν]] = [[of all mortal creatures]], [[Herodotus|Hdt.]]1.216, 2.68; εἴ τις [[φθόγγος]] (φθόγγον cod., but θ. is only used of living persons) εἰσακούεται θνητῶν παρ' Ἅιδῃ E.''HF''491: Comp., ἐν θνητῷ ὄντες, ἔτι θνητοτέρους ἑαυτοὺς ποιοῦντες Porph.''Abst.''4.20: Sup., θνητότατος πάντων Plot.5.1.1.<br><span class="bld">2</span> of things, [[befitting mortals]], [[human]], [[ἔργμα|ἔργματα]] E.''Ba.'' 1069; θνατὰ θνατοῖσι πρέπει Pi.''I.''5(4).16; θνατὰ χρὴ τὸν θνατὸν… [[φρονεῖν]] Epich.[263], cf. S.''Tr.''473; τὸ [[δαιμόνιον]] μεταξύ ἐστι θεοῦ τε καὶ θνητοῦ [[Plato|Pl.]]''[[Symposium|Smp.]]'' 202e.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1213.png Seite 1213]] (adj. verb. zu [[θνήσκω]]), <b class="b2">sterblich</b>, bei Hom. u. Hes. gew. Ggstz von [[ἀθάνατος]], Beiwort der Menschen; auch allein, substantivisch, der Sterbliche, der Mensch; eben so die Tragg., von denen Eur. auch θνητὸς οὖσα verbindet, Ion 973, wie I. A. 901; φρονοῦσα θνητά, was den Sterblichen ziemt, Soph. Tr. 473; ἔργματ' οὐχὶ θνητά, nicht das Werk eines Menschen, Eur. Bacch. 1022; Ggstz von [[θεῖος]] Plat. Phaedr. 80 a, von [[θεός]] Conv. 202 a; auch übh. ζῶα πάντα θνητὰ καὶ φυτά, Soph. 265 c, wie Her. sagt πάντων τῶν [[ἡμεῖς]] [[ἴδμεν]] θνητῶν ἐξ ἐλαχίστου μέγιστον, vom Krokodil, 2, 68, und vom Pferde πάντων τῶν θνητῶν τὸ τάχιστον 1, 216; also übh. = lebendes Wesen, das dem Tode verfallen muß.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1213.png Seite 1213]] (adj. verb. zu [[θνήσκω]]), [[sterblich]], bei Hom. u. Hes. gew. <span class="ggns">Gegensatz</span> von [[ἀθάνατος]], Beiwort der Menschen; auch allein, substantivisch, der Sterbliche, der Mensch; eben so die Tragg., von denen Eur. auch θνητὸς οὖσα verbindet, Ion 973, wie I. A. 901; φρονοῦσα θνητά, was den Sterblichen ziemt, Soph. Tr. 473; ἔργματ' οὐχὶ θνητά, nicht das Werk eines Menschen, Eur. Bacch. 1022; <span class="ggns">Gegensatz</span> von [[θεῖος]] Plat. Phaedr. 80 a, von [[θεός]] Conv. 202 a; auch übh. ζῶα πάντα θνητὰ καὶ φυτά, Soph. 265 c, wie Her. sagt πάντων τῶν [[ἡμεῖς]] [[ἴδμεν]] θνητῶν ἐξ ἐλαχίστου μέγιστον, vom Krokodil, 2, 68, und vom Pferde πάντων τῶν θνητῶν τὸ τάχιστον 1, 216; also übh. = lebendes Wesen, das dem Tode verfallen muß.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> [[mortel]], [[sujet à la mort]] ; οἱ θνητοί OD les mortels ; πάντα τὰ θνητά HDT toutes les créatures mortelles;<br /><b>2</b> [[qui convient aux mortels]], [[de mortel]], [[d'homme]].<br />'''Étymologie:''' [[θνῄσκω]].
}}
{{elru
|elrutext='''θνητός:''' дор. θνᾱτός 3, [[редко]]<br /><b class="num">1</b> [[смертный]], [[подверженный]], т. е. [[подвластный смерти]] ([[γένος]] Plat.): οἱ θνητοί [[смертные]], т. е. (живые) [[люди]]; τὰ θνητά Her. живые существа, животные;<br /><b class="num">2</b> [[смертный]], [[свойственный смертным]], [[человеческий]] (ἔργματα Eur.; [[φλυαρία]] Plat.; [[δυσχέρεια]] Arst.): θνατὰ θνατοῖσι πρέπει Pind. смертное смертным и приличествует; θνητὰ φρονεῖν Eur. думать о смертных (земных) делах.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''θνητός''': -ή, -όν, [[ὡσαύτως]], ός, όν, Εὐρ. ἐν Ἴωνι 973, Ι. Α. 901, 1396: Δωρ. θνατός· ([[θνήσκω]]): - ὑποκείμενος εἰς θάνατον, ἀντίθετον τῷ [[ἀθάνατος]], συχνὸν παρ’ Ὁμ., κλ.· θν. ἄνδρες Ἡσ. Θ. 967· οὐδέν... θνητὸν ἐὸν Ἡρόδ. 8. 98· ζῷα πάντα θν. καὶ φυτὰ Πλάτ. ἐν Σοφιστ. 265C: -ἀκολούθως ὡς οὐσιαστ., θνητοί, ὡς τὸ βροτοί, Ὀδ. Τ. 593, Τραγ.· θνηταί, = γυναῖκες, Ε. 213· πάντων τῶν θνητῶν τὸ τάχιστον Ἡρόδ. 1. 216, 2. 68. - Τὴν λέξιν δυνάμεθα νὰ μεταχειρισθῶμεν μόνον ἐπὶ ἀνθρώπων ἔτι ζώντων, ἐπομένως παρ’ Εὐρ. ἐν Ἡρ. Μαιν. 491, εἴ τις φθόγγον εἰσακούσεται θνητῶν παρ’ Ἅιδῃ, τὸ θνητῶν πιθανῶς [[συναπτέον]] τῷ φθόγγον, οὐχὶ τῷ τις. 3) ἐπὶ πραγμάτων, ἁρμόζων εἰς θνητούς, [[ἀνθρώπινος]], ἔργματα Εὐρ. Βάκχ. 1069· θνατὰ θνατοῖσι πρέπει Πίνδ. Ι. 5 (4). 20· θνατὰ χρὴ τὸν θνατόν… φρονεῖν Ἐπίχ. παρ’ Ἀριστ. ἐν Ρητορ. 2. 21, 6, πρβλ. Σοφ. Τρ. 473, Ἀποσπ. 515, κτλ.· δῆλον ὅτι ἡ μὲν ψυχὴ τῷ θείῳ, τὸ δὲ [[σῶμα]] τῷ θνητῷ (δηλ. ἔοικε) Πλάτ. Φαίδ. 80Α.
|lstext='''θνητός''': -ή, -όν, [[ὡσαύτως]], ός, όν, Εὐρ. ἐν Ἴωνι 973, Ι. Α. 901, 1396: Δωρ. θνατός· ([[θνήσκω]]): - ὑποκείμενος εἰς θάνατον, ἀντίθετον τῷ [[ἀθάνατος]], συχνὸν παρ’ Ὁμ., κλ.· θν. ἄνδρες Ἡσ. Θ. 967· οὐδέν... θνητὸν ἐὸν Ἡρόδ. 8. 98· ζῷα πάντα θν. καὶ φυτὰ Πλάτ. ἐν Σοφιστ. 265C: -ἀκολούθως ὡς οὐσιαστ., θνητοί, ὡς τὸ βροτοί, Ὀδ. Τ. 593, Τραγ.· θνηταί, = γυναῖκες, Ε. 213· πάντων τῶν θνητῶν τὸ τάχιστον Ἡρόδ. 1. 216, 2. 68. - Τὴν λέξιν δυνάμεθα νὰ μεταχειρισθῶμεν μόνον ἐπὶ ἀνθρώπων ἔτι ζώντων, ἐπομένως παρ’ Εὐρ. ἐν Ἡρ. Μαιν. 491, εἴ τις φθόγγον εἰσακούσεται θνητῶν παρ’ Ἅιδῃ, τὸ θνητῶν πιθανῶς [[συναπτέον]] τῷ φθόγγον, οὐχὶ τῷ τις. 3) ἐπὶ πραγμάτων, ἁρμόζων εἰς θνητούς, [[ἀνθρώπινος]], ἔργματα Εὐρ. Βάκχ. 1069· θνατὰ θνατοῖσι πρέπει Πίνδ. Ι. 5 (4). 20· θνατὰ χρὴ τὸν θνατόν… φρονεῖν Ἐπίχ. παρ’ Ἀριστ. ἐν Ρητορ. 2. 21, 6, πρβλ. Σοφ. Τρ. 473, Ἀποσπ. 515, κτλ.· δῆλον ὅτι ἡ μὲν ψυχὴ τῷ θείῳ, τὸ δὲ [[σῶμα]] τῷ θνητῷ (δηλ. ἔοικε) Πλάτ. Φαίδ. 80Α.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> mortel, sujet à la mort ; [[οἱ]] θνητοί OD les mortels ; πάντα τὰ θνητά HDT toutes les créatures mortelles;<br /><b>2</b> qui convient aux mortels, de mortel, d’homme.<br />'''Étymologie:''' [[θνῄσκω]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 26: Line 29:
}}
}}
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=([[θορυβάζω]]) ([[θόρυβος]], [[which]] [[see]]); to [[trouble]], [[disturb]] (i. e. [[τυρβάζω]], [[which]] [[see]]); [[passive]] [[present]] 2nd [[person]] [[singular]] θορυβάζῃ in L T Tr WH [[after]] manuscripts א B C L etc. (Not [[found]] [[elsewhere]] ([[Sophocles]]' Lexicon, [[under]] the [[word]], quotes Eusebius of [[Alexandria]] (Migne, Patr. Graec. vol. 86:1), p. 444c.).)  
|txtha=([[θορυβάζω]]) ([[θόρυβος]], [[which]] [[see]]); to [[trouble]], [[disturb]] (i. e. [[τυρβάζω]], [[which]] [[see]]); [[passive]] [[present]] 2nd [[person]] [[singular]] θορυβάζῃ in L T Tr WH [[after]] manuscripts א B C L etc. (Not [[found]] [[elsewhere]] ([[Sophocles]]' Lexicon, [[under]] the [[word]], quotes Eusebius of [[Alexandria]] (Migne, Patr. Graec. vol. 86:1), p. 444c.).)
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (ΑΜ [[θνητός]], -ή, -όν, Α αιολ. και δωρ. τ. [[θνατός]])<br /><b>1.</b> αυτός που υπόκειται στον θάνατο, αντίθ. του [[αθάνατος]]<br /><b>2.</b> (<b>το αρσ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οι θνητοί</i><br />οι άνθρωποι, η [[ανθρωπότητα]], το ανθρώπινο [[γένος]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[νεκρός]], πεθαμένος<br /><b>2.</b> δολοφονημένος<br /><b>3.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[θνητός]]<br />ο [[υπήκοος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[βραχύβιος]] («ἐν θνητῷ ὄντες μᾶλλον θνητοτέρους ἑαυτοὺς ποιοῦσιν», Πορφ.)<br /><b>2.</b> (για πράγματα) αυτός που ταιριάζει στους θνητούς, αυτός που αρμόζει στους θνητούς, [[ανθρώπινος]] («θνατὰ θνατοῖσι [[πρέπει]]», <b>Πίνδ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>θνητά</i><br />με τρόπο που αρμόζει στους θνητούς, ανθρώπινα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[θάνατος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''θνητός:''' -ή, -όν και -ός, -όν, Δωρ. [[θνατός]] ([[θνῄσκω]])· [[επιρρεπής]] στο θάνατο, [[θνητός]] [[άνθρωπος]], σε Όμηρ., κ.λπ.·<br /><b class="num">1.</b> ως ουσ., <i>θνητοί</i>, οι άνθρωποι, σε Ομήρ. Οδ., Τραγ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για πράγματα, αυτό που ταιριάζει, προσιδιάζει στους ανθρώπους, [[ανθρώπινος]], σε Πίνδ., Ευρ., κ.λπ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[θνητός]], ή, όν [[θνήσκω]]<br /><b class="num">1.</b> [[liable]] to [[death]], [[mortal]], Hom., etc.:—as [[substantive]], θνητοί mortals, Od., Trag.<br /><b class="num">2.</b> of things, [[befitting]] mortals, [[human]], Pind., Eur., etc.
}}
{{Chinese
|sngr='''原文音譯''':qnhtÒj 特尼拖士<br />'''詞類次數''':形容詞(6)<br />'''原文字根''':死(著) 相當於: ([[אֱנׄושׁ]]&#x200E;)<br />'''字義溯源''':該死的,必死的,不免一死的,人類的;源自([[θνῄσκω]])*=死)。每一個人都有一個必死的身體( 羅6:12)<br />'''出現次數''':總共(6);羅(2);林前(2);林後(2)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 必死的(6) 羅6:12; 羅8:11; 林前15:53; 林前15:54; 林後4:11; 林後5:4
}}
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[mortal]], [[connected with mortals]], [[liable to death]], [[subject to death]]
}}
{{trml
|trtx====[[mortal]]===
Armenian: մահկանացու; Asturian: mortal; Bashkir: бәндә; Belarusian: смяротны; Bulgarian: смъртен; Catalan: mortal; Cherokee: ᏴᏫ; Chinese Mandarin: 不免一死, 必死的; Czech: smrtelný; Danish: dødelig; Dutch: [[sterfelijk]]; Finnish: kuolevainen; French: [[mortel]]; Galician: mortal; German: [[sterblich]]; Greek: [[θνητός]]; Ancient Greek: [[βροτός]], [[θνητός]], [[φώς]]; Hebrew: בֶּן תְּמוּתָה‎; Hungarian: halálos; Icelandic: dauðlegur; Irish: básmhar, so-mharaithe; Italian: [[mortale]]; Japanese: 死すべき, 必滅の; Kyrgyz: өлүмдүү; Latin: [[mortalis]]; Latvian: mirstīgs; Middle English: dedly; Occitan: mortau; Old English: dēadlīċ; Persian: میرا‎, مردنی‎; Polish: śmiertelny; Portuguese: [[mortal]]; Romanian: muritor, mortal, pieritor; Russian: [[смертный]]; Serbo-Croatian: smrtan, zemnik; Slovene: smrten; Spanish: [[mortal]]; Swedish: dödlig; Tagalog: palana; Turkish: ölümlü, fani; Ukrainian: смертний; Vietnamese: có chết; Volapük: deadöfik; Yiddish: שטערבליך‎
}}
}}