σκόπελος: Difference between revisions

m
Text replacement - "E.''Ion'' " to "E.''Ion''"
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2, $3")
m (Text replacement - "E.''Ion'' " to "E.''Ion''")
 
(24 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=skopelos
|Transliteration C=skopelos
|Beta Code=sko/pelos
|Beta Code=sko/pelos
|Definition=ὁ, prop. <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[lookoutplace]]: hence [[peak]], [[headland]], [[promontory]], Hom., esp. in <span class="bibl">Od., 12.73</span>, <span class="bibl">80</span>,<span class="bibl">430</span>, al.; <b class="b3">προβλὴς σ</b>. <span class="bibl">Il.2.396</span>; φάραγγος σ. ἐν ἄκροις <span class="bibl">A.<span class="title">Pr.</span>143</span> (lyr.); σ. πέτρας <span class="bibl">E.<span class="title">Ion</span> 274</span>; <b class="b3">Θηβᾶν σ</b>., of the Theban acropolis, <span class="bibl">Pi. <span class="title">Fr.</span>196</span>; <b class="b3">ἐμοὶ</b> (sc. <b class="b3">Κρεούσης</b>) <b class="b3"> σ</b>., of the Athenian, <span class="bibl">E.<span class="title">Ion</span> 871</span> (anap.), cf. <span class="bibl">1434</span>,<span class="bibl">1578</span>; σ. νιφόεντα Μίμαντος <span class="bibl">Ar.<span class="title">Nu.</span>273</span> (anap.). </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b2">watch-tower</b>, PLips.70.2 (ii A.D.), etc.</span>
|Definition=ὁ, prop.<br><span class="bld">A</span> [[lookoutplace]]: hence [[peak]], [[headland]], [[promontory]], Hom., especially in Od., 12.73, 80,430, al.; <b class="b3">προβλὴς σ.</b> Il.2.396; φάραγγος σ. ἐν ἄκροις [[Aeschylus|A.]]''[[Prometheus Vinctus|Pr.]]''143 (lyr.); σ. πέτρας [[Euripides|E.]]''[[Ion]]''274; <b class="b3">Θηβᾶν σ.</b>, of the Theban acropolis, Pi. ''Fr.''196; [[ἐμοὶ]] (''[[sc.]]'' [[Κρεούσης]]) <b class="b3"> σ.</b>, of the Athenian, [[Euripides|E.]]''[[Ion]]''871 (anap.), cf. 1434,1578; σ. νιφόεντα Μίμαντος Ar.''Nu.''273 (anap.).<br><span class="bld">II</span> [[watch-tower]], PLips.70.2 (ii A.D.), etc.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0903.png Seite 903]] ὁ, eigtl. jeder Ort. von dem aus man spähend um sich schauen kann ([[σκοπέω]]). Warte; – gew. ein hoher, einzeln stehender [[Felsen]]im od. am Meere, eine Klippe, ein ins Meer vorspringendes Vorgebirge, Hom. [[προβλής]], Il. 2, 396; vgl. bes. Od. 12, 73. 80. 220. 430; übh. eine Bergspitze, scopulus, σκοπέλοις ἐν ἄκροις, Aesch. Prom. 142; [[σκόπελον]] ᾕμαξαν πέτρας, Eur. Ion 274, u. öfter; Ar. Nubb. 274; sp. D., wie Ap. Rh. 4, 640.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0903.png Seite 903]] ὁ, eigtl. jeder Ort. von dem aus man spähend um sich schauen kann ([[σκοπέω]]). Warte; – gew. ein hoher, einzeln stehender [[Felsen]]im od. am Meere, eine Klippe, ein ins Meer vorspringendes Vorgebirge, Hom. [[προβλής]], Il. 2, 396; vgl. bes. Od. 12, 73. 80. 220. 430; übh. eine Bergspitze, scopulus, σκοπέλοις ἐν ἄκροις, Aesch. Prom. 142; [[σκόπελον]] ᾕμαξαν πέτρας, Eur. Ion 274, u. öfter; Ar. Nubb. 274; sp. D., wie Ap. Rh. 4, 640.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>1</b> [[rocher élevé]], [[cime de rocher]];<br /><b>2</b> <i>particul.</i> écueil en mer <i>ou</i> sur le bord de la mer.<br />'''Étymologie:''' R. [[σκέπτομαι]] ; cf. <i>lat.</i> [[specula]], [[speculum]].
}}
{{elnl
|elnltext=σκόπελος -ου, ὁ [σκοπός] [[kaap]], [[klip]], [[bergtop]].
}}
{{elru
|elrutext='''σκόπελος:''' ὁ [[скала]], [[утес]] (Σκύλλης σ. Hom.): σ. πέτρας Eur. скалистая гора.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''σκόπελος''': ὁ, [[ἴσως]] ἐξ ἀρχῆς ὡς τὸ [[σκοπιά]], [[τόπος]] [[κατάλληλος]] [[ὅπως]] παρατηρῇ τις ἐξ [[αὐτοῦ]]· [[ὅθεν]], [[ὑψηλός]] [[βράχος]] ἢ [[κορυφή]], ἀπόκρημνον [[μέρος]] πρὸς τὴν θάλασσαν, [[ἀκρωτήριον]], Λατ. scopulus, Ὅμηρ., [[μάλιστα]] ἐν τῇ Ὀδ., [[οἷον]] Μ. 73, 83, 430, κτλ.· προβλὴς σκ., Ἰλ. Β. 396· φάραγγος σκ. ἐν ἄκροις Αἰσχύλ. Πρ. 142· σκ. πέτρας Εὐρ. Ἴων. 274· Θηβᾶν σκ., ἡ τῶν Θηβῶν [[ἀκρόπολις]], Πινδ. Ἀποσπ. 209· Ἀθάνας σκ., ἡ τῶν Ἀθηνῶν, Εὐρ. Ἴων 1434, πρβλ. 871, 1578· σκ. νιφόοντα Μίμαντος Ἀριστοφ. Νεφ. 273, Ἡσύχ.
|lstext='''σκόπελος''': ὁ, [[ἴσως]] ἐξ ἀρχῆς ὡς τὸ [[σκοπιά]], [[τόπος]] [[κατάλληλος]] [[ὅπως]] παρατηρῇ τις ἐξ [[αὐτοῦ]]· [[ὅθεν]], [[ὑψηλός]] [[βράχος]] ἢ [[κορυφή]], ἀπόκρημνον [[μέρος]] πρὸς τὴν θάλασσαν, [[ἀκρωτήριον]], Λατ. scopulus, Ὅμηρ., [[μάλιστα]] ἐν τῇ Ὀδ., [[οἷον]] Μ. 73, 83, 430, κτλ.· προβλὴς σκ., Ἰλ. Β. 396· φάραγγος σκ. ἐν ἄκροις Αἰσχύλ. Πρ. 142· σκ. πέτρας Εὐρ. Ἴων. 274· Θηβᾶν σκ., ἡ τῶν Θηβῶν [[ἀκρόπολις]], Πινδ. Ἀποσπ. 209· Ἀθάνας σκ., ἡ τῶν Ἀθηνῶν, Εὐρ. Ἴων 1434, πρβλ. 871, 1578· σκ. νιφόοντα Μίμαντος Ἀριστοφ. Νεφ. 273, Ἡσύχ.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>1</b> rocher élevé, cime de rocher;<br /><b>2</b> <i>particul.</i> écueil en mer <i>ou</i> sur le bord de la mer.<br />'''Étymologie:''' R. [[σκέπτομαι]] ; cf. <i>lat.</i> specula, speculum.
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 23: Line 29:
}}
}}
{{Slater
{{Slater
|sltr=[[σκόπελος]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[rock]] [[ἤτοι]] καὶ ἐγὼ ς[κόπ]ελον ναίων διαγινώσκομαι (a [[chorus]] of Keans speaks) Πα. . 21. ]ιόν τε [[σκόπελον]] γείτονα πρύτανιν Δ. 3. 1. λιπαρᾶν τε Θηβᾶν μέγαν [[σκόπελον]] fr. 196.
|sltr=[[σκόπελος]] [[rock]] [[ἤτοι]] καὶ ἐγὼ ς[κόπ]ελον ναίων διαγινώσκομαι (a [[chorus]] of Keans speaks) Πα. . 21. ]ιόν τε [[σκόπελον]] γείτονα πρύτανιν Δ. 3. 1. λιπαρᾶν τε Θηβᾶν μέγαν [[σκόπελον]] fr. 196.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> [[ψηλός]] απομονωμένος [[βράχος]] [[μέσα]] στη [[θάλασσα]], [[ιδίως]] [[βράχος]] που εξέχει από την [[επιφάνεια]] της θάλασσας και [[είναι]] [[επικίνδυνος]] για τη [[ναυσιπλοΐα]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> σοβαρό ή και ανυπέρβλητο [[εμπόδιο]] (α. «η [[κυβέρνηση]] κατόρθωσε να παρακάμψει τον σκόπελο της γραφειοκρατίας» β. «τὸ τῆς ἀσεβείας κῡμα προσέκρουσεν τῷ σκοπέλῳ τῆς καθαιρέσεως», Νεστ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[κοραλλιογενής]] [[σκόπελος]]»<br /><b>γεωλ.</b> μικρό χαμηλό [[νησί]], [[συνήθως]] αμμώδες, το οποίο βρίσκεται [[πάνω]] σε μια κοραλλιογενή υφαλική [[τράπεζα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[κάθε]] [[ψηλός]] [[βράχος]] ή [[κάθε]] απόκρημνο ύψωμα που βρίσκεται [[προς]] την [[πλευρά]] της θάλασσας, όπως [[κορυφή]] ή [[πλαγιά]] βουνού, [[ακρωτήριο]] ή και [[ακρόπολη]] (α. «τοιγὰρ θανοῡσαι [[σκόπελον]] ἥμαξαν πέτρας», <b>Ευρ.</b><br />β. «Θηβᾱν [[σκόπελος]]», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[τόπος]] [[κατάλληλος]] για να παρατηρεί [[κανείς]] από αυτόν, [[σκοπιά]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[αντιξοότητα]], [[κακοτυχία]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «σκοπέλου [[τέλος]]» — [[ειδικός]] [[φόρος]] για τη [[συντήρηση]] τών πύργων παρατήρησης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. έχει σχηματιστεί από το [[σκοπός]] «επιβλέπων, [[παρατηρητής]]» (<b>βλ. λ.</b> [[σκέπτομαι]]) με [[επίθημα]] -<i>ελος</i> (<b>πρβλ.</b> [[νέφος]]: <i>νεφ</i>-<i>έλη</i>). Η λ. είχε τη σημ. του υψώματος, του βράχου απ' όπου μπορούσε [[κάποιος]] να κατοπτεύει (<b>πρβλ.</b> [[σκοπιά]])].
|mltxt=ο, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> [[ψηλός]] απομονωμένος [[βράχος]] [[μέσα]] στη [[θάλασσα]], [[ιδίως]] [[βράχος]] που εξέχει από την [[επιφάνεια]] της θάλασσας και [[είναι]] [[επικίνδυνος]] για τη [[ναυσιπλοΐα]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> σοβαρό ή και ανυπέρβλητο [[εμπόδιο]] (α. «η [[κυβέρνηση]] κατόρθωσε να παρακάμψει τον σκόπελο της γραφειοκρατίας» β. «τὸ τῆς ἀσεβείας κῡμα προσέκρουσεν τῷ σκοπέλῳ τῆς καθαιρέσεως», Νεστ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[κοραλλιογενής]] [[σκόπελος]]»<br /><b>γεωλ.</b> μικρό χαμηλό [[νησί]], [[συνήθως]] αμμώδες, το οποίο βρίσκεται [[πάνω]] σε μια κοραλλιογενή υφαλική [[τράπεζα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[κάθε]] [[ψηλός]] [[βράχος]] ή [[κάθε]] απόκρημνο ύψωμα που βρίσκεται [[προς]] την [[πλευρά]] της θάλασσας, όπως [[κορυφή]] ή [[πλαγιά]] βουνού, [[ακρωτήριο]] ή και [[ακρόπολη]] (α. «τοιγὰρ θανοῦσαι [[σκόπελον]] ἥμαξαν πέτρας», <b>Ευρ.</b><br />β. «Θηβᾱν [[σκόπελος]]», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[τόπος]] [[κατάλληλος]] για να παρατηρεί [[κανείς]] από αυτόν, [[σκοπιά]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[αντιξοότητα]], [[κακοτυχία]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «σκοπέλου [[τέλος]]» — [[ειδικός]] [[φόρος]] για τη [[συντήρηση]] τών πύργων παρατήρησης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. έχει σχηματιστεί από το [[σκοπός]] «επιβλέπων, [[παρατηρητής]]» (<b>βλ. λ.</b> [[σκέπτομαι]]) με [[επίθημα]] -<i>ελος</i> (<b>πρβλ.</b> [[νέφος]]: <i>νεφ</i>-<i>έλη</i>). Η λ. είχε τη σημ. του υψώματος, του βράχου απ' όπου μπορούσε [[κάποιος]] να κατοπτεύει (<b>πρβλ.</b> [[σκοπιά]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σκόπελος:''' ὁ ([[σκοπέω]]), [[τόπος]] που είναι [[κατάλληλος]] για να παρατηρεί [[κάποιος]] απ' αυτόν, [[παρατηρητήριο]], ψηλός [[βράχος]] ή [[κορυφή]], [[κορφοβούνι]], [[ακρωτήριο]] ή υπερυψωμένος και [[απόκρημνος]] [[παραθαλάσσιος]] [[τόπος]], [[σκόπελος]], Λατ. [[scopulus]], σε Όμηρ. κ.λπ.
|lsmtext='''σκόπελος:''' ὁ ([[σκοπέω]]), [[τόπος]] που είναι [[κατάλληλος]] για να παρατηρεί [[κάποιος]] απ' αυτόν, [[παρατηρητήριο]], ψηλός [[βράχος]] ή [[κορυφή]], [[κορφοβούνι]], [[ακρωτήριο]] ή υπερυψωμένος και [[απόκρημνος]] [[παραθαλάσσιος]] [[τόπος]], [[σκόπελος]], Λατ. [[scopulus]], σε Όμηρ. κ.λπ.
}}
{{elnl
|elnltext=σκόπελος -ου, ὁ [σκοπός] kaap, klip, bergtop.
}}
{{elru
|elrutext='''σκόπελος:''' ὁ скала, утес (Σκύλλης σ. Hom.): σ. πέτρας Eur. скалистая гора.
}}
}}
{{etym
{{etym
|etymtx=Grammatical information: m.<br />Meaning: <b class="b2">cliff, rock, mountain-peak</b> (mostly ep. poet. Β 396), <b class="b2">watch-tower</b> (pap.), <b class="b3">-ον</b> n. <b class="b2">earth wall, hill</b> (LXX).<br />Derivatives: <b class="b3">σκοπελ-ίζω</b> <b class="b2">to set up a watch-tower</b> with <b class="b3">-ισμός</b> m. (Ulp. in Dig.).<br />Origin: XX [etym. unknown]<br />Etymology: The prob. later meaning <b class="b2">watch-tower</b> originated clearly through the association with <b class="b3">σκοπ-ός</b>, <b class="b3">-ιά</b>, <b class="b3">-έω</b>, but also in the sense of [[clif]], [[rock]] one has since antiquity connected the word with <b class="b3">σκοπός</b>, <b class="b3">-έω</b> and interpreted as "look out", an etymolog, which because of its good achoring in the Greek vocabulary seems to earn preference above the connection with IE <b class="b2">*skep-</b> [[cut]] (Solmsen Wortforsch. 210 f.; cf. [[σκέπαρνος]] [but se s.v.] and <b class="b3">κόπτω</b>). Cf. also Chantraine Form. 244 w. lit. -- An agreeing Illyr. <b class="b2">*skapela-</b> [[cliff]] Krahe PBBeitr. 69, 486 ff. wants to find in the river-name [[Schefflenz]] (OHG [[Scaflenza]] from <b class="b2">*Scapi-lantia</b>); cf. on this Porzig Gliederung 150 f. Lat. LW [loanword] [[scopulus]]. -- An IE root <b class="b2">*skep-</b> [[cut]] seems not to exist. That a word for [[cliff]], [[rock]] developed from <b class="b2">watch-tower</b> may be possible in reality but is linguistically not very probable.
|etymtx=Grammatical information: m.<br />Meaning: [[cliff]], [[rock]], [[mountain-peak]] (mostly ep. poet. Β 396), [[watch-tower]] (pap.), <b class="b3">-ον</b> n. [[earth wall]], [[hill]] (LXX).<br />Derivatives: <b class="b3">σκοπελ-ίζω</b> [[to set up a watch-tower]] with <b class="b3">-ισμός</b> m. (Ulp. in Dig.).<br />Origin: XX [etym. unknown]<br />Etymology: The prob. later meaning [[watch-tower]] originated clearly through the association with <b class="b3">σκοπ-ός</b>, <b class="b3">-ιά</b>, <b class="b3">-έω</b>, but also in the sense of [[clif]], [[rock]] one has since antiquity connected the word with [[σκοπός]], <b class="b3">-έω</b> and interpreted as "look out", an etymolog, which because of its good achoring in the Greek vocabulary seems to earn preference above the connection with IE <b class="b2">*skep-</b> [[cut]] (Solmsen Wortforsch. 210 f.; cf. [[σκέπαρνος]] [but se s.v.] and [[κόπτω]]). Cf. also Chantraine Form. 244 w. lit. -- An agreeing Illyr. <b class="b2">*skapela-</b> [[cliff]] Krahe PBBeitr. 69, 486 ff. wants to find in the river-name [[Schefflenz]] (OHG [[Scaflenza]] from <b class="b2">*Scapi-lantia</b>); cf. on this Porzig Gliederung 150 f. Lat. LW [loanword] [[scopulus]]. -- An IE root <b class="b2">*skep-</b> [[cut]] seems not to exist. That a word for [[cliff]], [[rock]] developed from [[watch-tower]] may be possible in reality but is linguistically not very probable.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
Line 44: Line 44:
}}
}}
{{FriskDe
{{FriskDe
|ftr='''σκόπελος''': {skópelos}<br />'''Grammar''': m.<br />'''Meaning''': [[Klippe]], [[Fels]], [[Bergspitze]] (vorw. ep. poet. seit Β 396), [[Warte]], [[Wartturm]] (Pap.), -ον n. [[Erdwall]], [[Hügel]] (LXX).<br />'''Derivative''': Davon [[σκοπελίζω]] [[eine Warte einrichten]] mit -ισμός m. (Ulp. in ''Dig''.).<br />'''Etymology''' : Die mutmaßlich spätere Bed. [[Warte]], [[Wartturm]] wurde offenbar durch die Assoziation mit [[σκοπός]], -ιά, -έω veranlaßt, aber auch im. Sinn von [[Klippe]], [[Fels]] hat man seit dem Altertum das Wort mit [[σκοπός]], -έω verbunden und als "Warte" gedeutet, eine Etymologie, die wegen ihrer guten Verankerung im griech. Wortschatz vor der Anknüpfung an idg. ''sqep''- [[schneiden]] (Solmsen Wortforsch. 210 f.; vgl. [[σκέπαρνος]] und [[κόπτω]]) den Vorzug zu verdienen scheint. Vgl. noch Chantraine Form. 244 m. Lit. — Ein entsprechendes illyr. *''skapela''- [[Klippe]] will Krahe PBBeitr. 69, 486 ff. im Flußnamen ''Schefflenz'' (ahd. ''Scaflenza'' aus *''Scapi''-''lantia'') erkennen; vgl. dazu Porzig Gliederung 150 f. Lat. LW ''scopulus''.<br />'''Page''' 2,737
|ftr='''σκόπελος''': {skópelos}<br />'''Grammar''': m.<br />'''Meaning''': [[Klippe]], [[Fels]], [[Bergspitze]] (vorw. ep. poet. seit Β 396), [[Warte]], [[Wartturm]] (Pap.), -ον n. [[Erdwall]], [[Hügel]] (LXX).<br />'''Derivative''': Davon [[σκοπελίζω]] [[eine Warte einrichten]] mit -ισμός m. (Ulp. in ''Dig''.).<br />'''Etymology''': Die mutmaßlich spätere Bed. [[Warte]], [[Wartturm]] wurde offenbar durch die Assoziation mit [[σκοπός]], -ιά, -έω veranlaßt, aber auch im. Sinn von [[Klippe]], [[Fels]] hat man seit dem Altertum das Wort mit [[σκοπός]], -έω verbunden und als "Warte" gedeutet, eine Etymologie, die wegen ihrer guten Verankerung im griech. Wortschatz vor der Anknüpfung an idg. ''sqep''- [[schneiden]] (Solmsen Wortforsch. 210 f.; vgl. [[σκέπαρνος]] und [[κόπτω]]) den Vorzug zu verdienen scheint. Vgl. noch Chantraine Form. 244 m. Lit. — Ein entsprechendes illyr. *''skapela''- [[Klippe]] will Krahe PBBeitr. 69, 486 ff. im Flußnamen ''Schefflenz'' (ahd. ''Scaflenza'' aus *''Scapi''-''lantia'') erkennen; vgl. dazu Porzig Gliederung 150 f. Lat. LW ''scopulus''.<br />'''Page''' 2,737
}}
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[crag]], [[steep rock]]
}}
{{mantoulidis
|mantxt=(=[[τόπος]] γιά [[σκοπιά]], ψηλός καί [[ἀπόκρημνος]] [[βράχος]], [[ἀκρωτήρι]]). Πιθανόν ἀπό τό [[σκοπέω]] -ῶ, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
}}
}}