3,276,932
edits
(2) |
|||
(25 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=erevna | |Transliteration C=erevna | ||
|Beta Code=e)/reuna | |Beta Code=e)/reuna | ||
|Definition=ης, ἡ, < | |Definition=ης, ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[inquiry]], [[search]], <b class="b3">ἔ. τινός</b> [[search]] for.., [[Sophocles|S.]]''[[Oedipus Tyrannus|OT]]''566, cf. ''Ichn.''92; <b class="b3">οὐδ' ᾖξας εἰς ἔ. ἐξευρεῖν γονάς</b>; [[Euripides|E.]]''[[Ion]]''328; ἔ. ποιεῖσθαι τῶν οἰκιῶν Arist.''Oec.''1351b34, cf. ''PTeb.''38.19 (ii B. C.); v. [[ἔραυνα]].<br><span class="bld">II</span> [[exploratory operation]], Herod.Med. ap. Orib.50.46.2. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1026.png Seite 1026]] ἡ, das Nachspüren, Forschen, die Forschung, Untersuchung, ἀλλ' οὐκ ἔρευναν τοῦ θανόντος ἔσχετε Soph. O. R. 566, ihr stelltet keine Untersuchung über den Todten an? οὐδ' ᾐξας εἰς ἔρευναν ἐξευρεῖν γονάς; Eur. Ion 328; ἔρευναν ποιεῖσθαι τῶν οἰκιῶν Arist. Oec. 2, 30; S;p. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1026.png Seite 1026]] ἡ, das Nachspüren, Forschen, die Forschung, Untersuchung, ἀλλ' οὐκ ἔρευναν τοῦ θανόντος ἔσχετε Soph. O. R. 566, ihr stelltet keine Untersuchung über den Todten an? οὐδ' ᾐξας εἰς ἔρευναν ἐξευρεῖν γονάς; Eur. Ion 328; ἔρευναν ποιεῖσθαι τῶν οἰκιῶν Arist. Oec. 2, 30; S;p. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ης (ἡ) :<br />[[recherche]], [[perquisition]].<br />'''Étymologie:''' cf. [[ἔρομαι]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἔρευνα:''' ἡ<br /><b class="num">1</b> [[поиски]] ([[ζήτησις]] καὶ ἔ. Plut.): οὐδ᾽ ᾖξας εἰς ἔρευναν ἐξευρεῖν γονάς; Eur. и ты не предпринял поисков, чтобы найти (своих) родителей?;<br /><b class="num">2</b> [[разыскивание]], [[расследование]]: ἔρευνάν τινος ἔχειν Soph. производить расследование насчет чего-л.;<br /><b class="num">3</b> [[обыск]] (ἔρευναν ποιεῖσθαι τῶν οἰκιῶν Arst.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἔρευνα''': -ης, -ἡ, ὡς καὶ νῦν, [[ζήτησις]], [[ἀναζήτησις]], ἐρ. ἔχειν τινός, ἐρευνᾶν, ἀναζητεῖν, Σοφ. Ο. Τ. 566· οὐδ’ ᾖξας εἰς ἔρευναν ἐξευρεῖν γονάς; Εὐρ. Ἴων 328· ἔρευναν ποιεῖσθαι τῶν οἰκιῶν Ἀριστ. Οἰκ. 2. 31. | |lstext='''ἔρευνα''': -ης, -ἡ, ὡς καὶ νῦν, [[ζήτησις]], [[ἀναζήτησις]], ἐρ. ἔχειν τινός, ἐρευνᾶν, ἀναζητεῖν, Σοφ. Ο. Τ. 566· οὐδ’ ᾖξας εἰς ἔρευναν ἐξευρεῖν γονάς; Εὐρ. Ἴων 328· ἔρευναν ποιεῖσθαι τῶν οἰκιῶν Ἀριστ. Οἰκ. 2. 31. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (AM [[ἔρευνα]])<br /><b>1.</b> η [[ενέργεια]] του [[ερευνώ]], [[ανίχνευση]], [[ζήτηση]], [[αναζήτηση]], [[ψάξιμο]]<br /><b>2.</b> [[επιμελής]] [[εξέταση]], [[προσπάθεια]] για [[ανεύρεση]] ή [[διευκρίνηση]] αμφισβητούμενων πραγμάτων ή καταστάσεων<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[λεπτομερής]] [[μελέτη]], προσεκτική [[σπουδή]] που αποβλέπει στη [[διευκρίνηση]] θεωριών, την [[επίλυση]] προβλημάτων, την [[ερμηνεία]] φαινομένων ή καταστάσεων (α. «ἐρευνα τών Αγίων Γραφών» β. «επιστημονική [[έρευνα]]» γ. «[[έρευνα]] της οικονομικής καταστάσεως»)<br /><b>2.</b> <b>στρ.</b> η [[εξερεύνηση]] του εδάφους με [[ανίχνευση]] [[προς]] [[αναζήτηση]] του εχθρού σε ορισμένη [[περιοχή]], [[κατόπτευση]] τών δυνάμεων και τών θέσεων του κ.λπ.<br /><b>3.</b> <b>γεωλ.</b> το [[σύνολο]] τών γεωλογικών [[μελετών]] και [[εργασιών]] που αποβλέπουν στην [[ανεύρεση]] και [[αξιοποίηση]] κοιτασμάτων πετρελαίου<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «σωματική [[έρευνα]]» <br />β) «[[έρευνα]] κατ’ οίκον» — οι έρευνες που διενεργούνται από την [[αστυνομία]] σε ύποπτα άτομα για [[ανακάλυψη]] όπλων ή κλοπιμαίων<br /><b>μσν.</b><br />[[επιμέλεια]], [[φροντίδα]], [[επιστασία]]<br /><b>αρχ.</b><br />εξερευνητική, εξεταστική [[εργασία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ερευνώ]], [[υποχωρητικός]] [[σχηματισμός]] ( | |mltxt=η (AM [[ἔρευνα]])<br /><b>1.</b> η [[ενέργεια]] του [[ερευνώ]], [[ανίχνευση]], [[ζήτηση]], [[αναζήτηση]], [[ψάξιμο]]<br /><b>2.</b> [[επιμελής]] [[εξέταση]], [[προσπάθεια]] για [[ανεύρεση]] ή [[διευκρίνηση]] αμφισβητούμενων πραγμάτων ή καταστάσεων<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[λεπτομερής]] [[μελέτη]], προσεκτική [[σπουδή]] που αποβλέπει στη [[διευκρίνηση]] θεωριών, την [[επίλυση]] προβλημάτων, την [[ερμηνεία]] φαινομένων ή καταστάσεων (α. «ἐρευνα τών Αγίων Γραφών» β. «επιστημονική [[έρευνα]]» γ. «[[έρευνα]] της οικονομικής καταστάσεως»)<br /><b>2.</b> <b>στρ.</b> η [[εξερεύνηση]] του εδάφους με [[ανίχνευση]] [[προς]] [[αναζήτηση]] του εχθρού σε ορισμένη [[περιοχή]], [[κατόπτευση]] τών δυνάμεων και τών θέσεων του κ.λπ.<br /><b>3.</b> <b>γεωλ.</b> το [[σύνολο]] τών γεωλογικών [[μελετών]] και [[εργασιών]] που αποβλέπουν στην [[ανεύρεση]] και [[αξιοποίηση]] κοιτασμάτων πετρελαίου<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «σωματική [[έρευνα]]» <br />β) «[[έρευνα]] κατ’ οίκον» — οι έρευνες που διενεργούνται από την [[αστυνομία]] σε ύποπτα άτομα για [[ανακάλυψη]] όπλων ή κλοπιμαίων<br /><b>μσν.</b><br />[[επιμέλεια]], [[φροντίδα]], [[επιστασία]]<br /><b>αρχ.</b><br />εξερευνητική, εξεταστική [[εργασία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ερευνώ]], [[υποχωρητικός]] [[σχηματισμός]] ([[πρβλ]]. [[δίαιτα]] <span style="color: red;"><</span> <i>διαιτώμαι</i>)]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἔρευνα:''' -ης, ἡ ([[ἔρομαι]]), [[έρευνα]], [[ανίχνευση]], [[αναζήτηση]]· <i>ἔρ. ἔχειν τινός</i>, [[διενεργώ]] [[έρευνα]] για κάποιον, τον [[αναζητώ]], σε Σοφ.· <i>ᾄσσειν εἰς ἔρευναν</i>, σε Ευρ. | |lsmtext='''ἔρευνα:''' -ης, ἡ ([[ἔρομαι]]), [[έρευνα]], [[ανίχνευση]], [[αναζήτηση]]· <i>ἔρ. ἔχειν τινός</i>, [[διενεργώ]] [[έρευνα]] για κάποιον, τον [[αναζητώ]], σε Σοφ.· <i>ᾄσσειν εἰς ἔρευναν</i>, σε Ευρ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{mdlsj | ||
| | |mdlsjtxt=[[ἔρευνα]], ης, ἡ, [[ἔρομαι]]<br />[[inquiry]], [[search]], ἔρ. ἔχειν τινός to make [[search]] for one, Soph.; ᾄσσειν εἰς ἔρευναν Eur. | ||
}} | |||
{{WoodhouseReversedUncategorized | |||
|woodrun=[[examination]] | |||
}} | |||
{{mantoulidis | |||
|mantxt=(=[[ἀναζήτηση]]). Ἀπό τό [[ἐρέω]] -ῶ (=[[ἐρωτῶ]]) συνώνυμο μέ τά ρήματα: [[ἐρεείνω]], [[ἔρομαι]], [[ἐρωτῶ]]. Παράγωγα τοῦ [[ἔρευνα]]: [[ἐρευνάω]] -ῶ, [[ἐρευνητέον]], [[διερευνητέον]], [[ἐρευνητήρ]], [[ἐρευνητής]], [[ἐρευνητικός]], [[ἐρευνήτρια]], [[διερεύνησις]], [[ἐξερεύνησις]], [[ἀδιερεύνητος]], [[ἀνερεύνητος]], [[ἀνεξερεύνητος]]. | |||
}} | |||
{{trml | |||
|trtx====[[search]]=== | |||
Afrikaans: soektog, soektogte; Arabic: طَلَب, بَحْث; Armenian: որոնում, խուզարկություն; Azerbaijani: axtarış; Belarusian: пошук, вобыск; Bulgarian: тъ́рсене; Catalan: cerca; Central Sierra Miwok: ˀaký·l-; Chinese Mandarin: 搜索; Czech: hledání; Danish: eftersøgning; Dutch: [[speurtocht]], [[zoektocht]]; Esperanto: serĉo; Estonian: otsimine, otsing; Finnish: etsintä, haku, etsiminen, hakeminen, penkominen; French: [[recherche]]; Galician: busca, procura; Georgian: ძებნა; German: [[Suche]]; Greek: [[αναζήτηση]]; Ancient Greek: [[ἔρευνα]], [[ἐκζήτησις]], [[ζήτησις]], [[ἀναζήτησις]], [[διαζήτησις]], [[ἀναψηλάφησις]], [[ἀνάτασις]]; Hebrew: חיפוש \ חִפּוּשׂ; Hindi: खोज, जाँच, तलाश, जुस्तजू; Hungarian: keresés; Icelandic: leit; Ido: sercho; Irish: cuardach; Italian: [[ricerca]], [[cerca]]; Japanese: 検索, 捜索; Javanese: upaya; Kazakh: ізденіс; Korean: 검색(檢索), 수색(搜索), 찾기; Latin: [[scrutinium]]; Lithuanian: paieška; Luxembourgish: Sich; Macedonian: трагање; Maori: kimihanga, rapunga; Mizo: zawn, zawnna; Nepali: खोजी गर्नु; Norwegian Bokmål: leting, søk, søken; Nynorsk: søk; Persian: جستجو; Polish: poszukiwanie, przeszukiwanie; Portuguese: [[busca]]; Russian: [[поиск]], [[обыск]], [[розыск]]; Scottish Gaelic: sireadh; Serbo-Croatian Cyrillic: потрага; Roman: potraga; Slovak: hľadanie; Slovene: iskanje; Sorbian Lower Sorbian: pytanje; Spanish: [[búsqueda]]; Swedish: sökning, sökande; Telugu: వెతుకు; Thai: ค้นหา; Turkish: arama; Ukrainian: пошук, обшук; Zazaki: geniyayış | |||
}} | }} |