διαπρέπω: Difference between revisions

m
Text replacement - "E.''Alc.''" to "E.''Alc.''"
(1a)
m (Text replacement - "E.''Alc.''" to "E.''Alc.''")
 
(20 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=diaprepo
|Transliteration C=diaprepo
|Beta Code=diapre/pw
|Beta Code=diapre/pw
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">appear prominent</b> or <b class="b2">conspicuous, strike the eye</b>, h.Merc.351, <span class="bibl">Pi.<span class="title">O.</span>1.2</span>; διαπρέπον κακόν <span class="bibl">A.<span class="title">Pers.</span>1007</span>(lyr.). </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> <b class="b2">to be eminent</b>, ἔν τινι <span class="title">AP</span>9.513 (Crin.); ἐπί τινι <span class="bibl">Luc.<span class="title">Salt.</span>9</span>, cf. <span class="bibl">D.C. 68.6</span>; <b class="b3">κάλλει, ὥρας ἀκμῇ</b>, Plu.2.771e, <span class="bibl">D.C.42.34</span>: c. gen., δ. πάντων ἀψυχία <span class="bibl">E.<span class="title">Alc.</span>642</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">3</span> <b class="b2">to be suitable</b>, κτητικὴ λεχθεῖσα ἂν διαπρέψειεν <span class="bibl">Pl.<span class="title">Sph.</span>219c</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> c. acc. rei, <b class="b2">adorn</b>, <span class="bibl">E.<span class="title">Fr.</span>185</span>.</span>
|Definition=<span class="bld">A</span> [[appear prominent]] or [[appear conspicuous]], [[strike the eye]], h.Merc.351, Pi.''O.''1.2; διαπρέπον κακόν [[Aeschylus|A.]]''[[The Persians|Pers.]]''1007(lyr.).<br><span class="bld">2</span> to [[be eminent]], ἔν τινι ''AP''9.513 (Crin.); ἐπί τινι Luc.''Salt.''9, cf. D.C. 68.6; <b class="b3">κάλλει, ὥρας ἀκμῇ</b>, Plu.2.771e, D.C.42.34: c. gen., δ. πάντων ἀψυχία [[Euripides|E.]]''[[Alcestis|Alc.]]''642.<br><span class="bld">3</span> to [[be suitable]], κτητικὴ λεχθεῖσα ἂν διαπρέψειεν Pl.''Sph.''219c.<br><span class="bld">II</span> c. acc. rei, [[adorn]], E.''Fr.''185.
}}
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[brillar extraordinariamente]], de donde [[destacarse]] ἴχνια πάντα διέπρεπεν ἐν κονίῃσιν <i>h.Merc</i>.351, χρυσὸς ... διαπρέπει Pi.<i>O</i>.1.2, cf. Luc.<i>Tim</i>.41, τί τὸ ἐπὶ πάσαις ἀρεταῖς διαπρέπον οἷον φῶς; Plot.1.6.5, cf. Arr.<i>Epict</i>.1.2.22, Hsch.<br /><b class="num"></b>fig. ἔθετ' ἄελπτον κακὸν διαπρέπον A.<i>Pers</i>.1007.<br /><b class="num">2</b> [[destacar]], [[distinguirse por]] c. dat. instrum. γυναικομίμῳ διαπρέπεις μορφώματι E.<i>Fr</i>.185.3, μεγέθει σώματος καὶ τῇ ... ἀλκῇ I.<i>AI</i> 17.278, κάλλει Plu.2.771e, cf. Hld.8.17.2, σωφροσύνῃ καὶ φιλανδρίᾳ <i>IArykanda</i> 51.6 (II d.C.?), ἀξιώματι καὶ λόγων ἀρετῇ <i>Studies Hall</i> 41 (Enoanda II d.C.), τῇ τῆς ὥρας ἀκμῇ D.C.42.34.4, c. prep. y dat. δράμασιν ἐν πολλοῖσι <i>AP</i> 9.513 (Crin.), ἐν τῇ πρὸς Πομπήιον φιλίᾳ διαπρέπων Str.14.1.42, διέπρεπον δὲ ἐν αὐτοῖς οἱ τοῦ Νείλου βόες Ach.Tat.2.15.3, ἐν τῇ ὀρχηστικῇ Luc.<i>Salt</i>.9, ἐν ὄχλοις Vett.Val.18.3, ἐπὶ τε δικαιότητι καὶ ἐπ' ἀνδρείᾳ D.C.68.6.2, c. part. διὰ τὸ καὶ αὐτὸς ... κατορθῶν διαπρέπειν I.<i>AI</i> 19.209<br /><b class="num"></b>[[distinguirse de]] c. gen. compar. πάντων διαπρέπεις ἀψυχίᾳ E.<i>Alc</i>.642, εἰ διαπρέπει τῶν ἄλλων ἀστέρων Hld.3.6.3, abs. λόφος διαπρέπων Plu.<i>Pyrrh</i>.11.<br /><b class="num">3</b> [[convenir]], [[ser apropiado]] c. part. τέχνη ... κτητικὴ λεχθεῖσα ἂν διαπρέψειεν convendría que se la llamara arte adquisitiva</i> Pl.<i>Sph</i>.219c.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0598.png Seite 598]] hervorstechen, sichtbar sein, <b class="b2">sich auszeichnen</b>. Aus Homer rechnet man hierher Iliad. 12, 104 ὁ δ' ἔπρεπε καὶ διὰ πάντων. – H. h. Merc. 551; χρυσὸς διαπρέπει νυκτὶ πλούτου Pind. Ol. 1, 2, in der Nacht; oft absol.; sonst τινί, durch etwas, ἀψυχίᾳ, Eur. Alc. 642; ἐπί τινι, Luc. Salt. 9 u. Sp.; δράμασιν ἐν πολλοῖσι Crinag. (IX, 513). Bei Plat. Gorg. 485 e aus Eur., φύσιν ψυχῆς γενναίαν διαπρέπεις μορφώματι, scheint es transit »ausschmücken«, wenn die Leseartrichtig.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0598.png Seite 598]] hervorstechen, sichtbar sein, [[sich auszeichnen]]. Aus Homer rechnet man hierher Iliad. 12, 104 ὁ δ' ἔπρεπε καὶ διὰ πάντων. – H. h. Merc. 551; χρυσὸς διαπρέπει νυκτὶ πλούτου Pind. Ol. 1, 2, in der Nacht; oft absol.; sonst τινί, durch etwas, ἀψυχίᾳ, Eur. Alc. 642; ἐπί τινι, Luc. Salt. 9 u. Sp.; δράμασιν ἐν πολλοῖσι Crinag. (IX, 513). Bei Plat. Gorg. 485 e aus Eur., φύσιν ψυχῆς γενναίαν διαπρέπεις μορφώματι, scheint es transit »ausschmücken«, wenn die Leseartrichtig.
}}
{{bailly
|btext=<i>seul. prés.</i><br /><b>1</b> <i>intr.</i> se faire remarquer, briller : τινί, ἐπί τινι, ἔν τινι se distinguer par qch, en qch ; δ. τινός τινι l'emporter sur qqn par qch;<br /><b>2</b> <i>tr.</i> travestir.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[πρέπω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''διαπρέπω''': φαίνομαι [[ἔξοχος]] ἢ [[ἐπιφανής]], [[ἐπίσημος]], [[προσβάλλω]] τὴν ὅρασιν, κινῶ εἰς θαυμασμόν, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 351, Πίνδ. Ο. 1. 3· διαπρέπον κακὸν ([[ἔνθα]] ὁ Δινδ. [[χάριν]] τοῦ μέτρου διορθοῖ ζαπρέπον, ἴδε ἐν λ. ζά), Αἰσχύλ. Πέρσ. 1006. 2) [[ἐξέχω]] ὑπέρ τινα· [[μετὰ]] γεν., δ. πάντων ἀψυχίᾳ Εὐρ. Ἀλκ. 642· [[ὡσαύτως]] ἔν ἢ ἐπί τινι Ἀνθ. Π. 9. 513, Λουκ. Ὀρχ. 9. ΙΙ. μετ’ αἰτιατ. πράγμ., διακοσμῶ, Εὐρ. παρὰ Πλάτ. Γοργ. 485Ε.
|elnltext=δια-πρέπω uitblinken:; χρυσός... διαπρέπει goud blinkt boven alles uit Pind. O. 1.2; met gen. comp. en dat.:; πάντων διαπρέπεις ἀψυχίᾳ jij blinkt uit boven allen in lafheid Eur. Alc. 642; met ἐν:. ἐν τῇ ὀρχηστικῇ δ. in het dansen uitblinken Luc. 45.9. passend zijn:. τέχνη... κτητικὴ λεχθεῖσα ἂν διαπρέψειεν het zou passend zijn als het verwervingskunst genoemd werd Plat. Sph. 219c.
}}
}}
{{bailly
{{elru
|btext=<i>seul. prés.</i><br /><b>1</b> <i>intr.</i> se faire remarquer, briller : τινί, [[ἐπί]] τινι, ἔν τινι se distinguer par qch, en qch ; δ. τινός τινι l’emporter sur qqn par qch;<br /><b>2</b> <i>tr.</i> travestir.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[πρέπω]].
|elrutext='''διαπρέπω:'''<br /><b class="num">1</b> [[выдаваться]], [[выделяться]], [[быть заметным]] (νυκτί Pind.; τινί Plut., ἐπί τινι Luc. и ἔν τινι HH, Anth.): ἐγνώσθη τῷ λόφῳ διαπρέποντι Plut. он был узнан по своеобразному гребню шлема; πάντων δ. τινί Eur. превосходить всех в чем-л. или чем-л.;<br /><b class="num">2</b> [[украшать]] (φύσιν ψυχῆς μειρακιώδει μορφώματι Eur. ap. Plat.).
}}
}}
{{Slater
{{Slater
|sltr=[[διαπρέπω]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[shine]] [[out]] ὁ δὲ χρυσὸς αἰθόμενον [[πῦρ]] [[ἅτε]] διαπρέπει νυκτὶ μεγάνορος [[ἔξοχα]] πλούτου (O. 1.2)
|sltr=[[διαπρέπω]] [[shine]] [[out]] ὁ δὲ χρυσὸς αἰθόμενον [[πῦρ]] [[ἅτε]] διαπρέπει νυκτὶ μεγάνορος [[ἔξοχα]] πλούτου (O. 1.2)
}}
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[brillar extraordinariamente]], de donde [[destacarse]] ἴχνια πάντα διέπρεπεν ἐν κονίῃσιν <i>h.Merc</i>.351, χρυσὸς ... διαπρέπει Pi.<i>O</i>.1.2, cf. Luc.<i>Tim</i>.41, τί τὸ ἐπὶ πάσαις ἀρεταῖς διαπρέπον οἷον φῶς; Plot.1.6.5, cf. Arr.<i>Epict</i>.1.2.22, Hsch.<br /><b class="num">•</b>fig. ἔθετ' ἄελπτον κακὸν διαπρέπον A.<i>Pers</i>.1007.<br /><b class="num">2</b> [[destacar]], [[distinguirse por]] c. dat. instrum. γυναικομίμῳ διαπρέπεις μορφώματι E.<i>Fr</i>.185.3, μεγέθει σώματος καὶ τῇ ... ἀλκῇ I.<i>AI</i> 17.278, κάλλει Plu.2.771e, cf. Hld.8.17.2, σωφροσύνῃ καὶ φιλανδρίᾳ <i>IArykanda</i> 51.6 (II d.C.?), ἀξιώματι καὶ λόγων ἀρετῇ <i>Studies Hall</i> 41 (Enoanda II d.C.), τῇ τῆς ὥρας ἀκμῇ D.C.42.34.4, c. prep. y dat. δράμασιν ἐν πολλοῖσι <i>AP</i> 9.513 (Crin.), ἐν τῇ πρὸς Πομπήιον φιλίᾳ διαπρέπων Str.14.1.42, διέπρεπον δὲ ἐν αὐτοῖς οἱ τοῦ Νείλου βόες Ach.Tat.2.15.3, ἐν τῇ ὀρχηστικῇ Luc.<i>Salt</i>.9, ἐν ὄχλοις Vett.Val.18.3, ἐπὶ τε δικαιότητι καὶ ἐπ' ἀνδρείᾳ D.C.68.6.2, c. part. διὰ τὸ καὶ αὐτὸς ... κατορθῶν διαπρέπειν I.<i>AI</i> 19.209<br /><b class="num">•</b>[[distinguirse de]] c. gen. compar. πάντων διαπρέπεις ἀψυχίᾳ E.<i>Alc</i>.642, εἰ διαπρέπει τῶν ἄλλων ἀστέρων Hld.3.6.3, abs. λόφος διαπρέπων Plu.<i>Pyrrh</i>.11.<br /><b class="num">3</b> [[convenir]], [[ser apropiado]] c. part. τέχνη ... κτητικὴ λεχθεῖσα ἂν διαπρέψειεν convendría que se la llamara arte adquisitiva</i> Pl.<i>Sph</i>.219c.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 31: Line 34:
|lsmtext='''διαπρέπω:''' μέλ. <i>-ψω</i>,<br /><b class="num">1.</b> [[ξεχωρίζω]], διακρίνομαι, [[εξέχω]], [[διαπρέπω]], «[[χτυπώ]] στο [[μάτι]]» (είμαι δηλ. [[ευδιάκριτος]], [[καταφανής]], [[χαρακτηριστικός]]), σε Ομηρ. Ύμν.· διαπρέπον [[κακόν]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> είμαι πιο [[επιφανής]] από άλλους, [[αριστεύω]], με γεν., σε Ευρ.
|lsmtext='''διαπρέπω:''' μέλ. <i>-ψω</i>,<br /><b class="num">1.</b> [[ξεχωρίζω]], διακρίνομαι, [[εξέχω]], [[διαπρέπω]], «[[χτυπώ]] στο [[μάτι]]» (είμαι δηλ. [[ευδιάκριτος]], [[καταφανής]], [[χαρακτηριστικός]]), σε Ομηρ. Ύμν.· διαπρέπον [[κακόν]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> είμαι πιο [[επιφανής]] από άλλους, [[αριστεύω]], με γεν., σε Ευρ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''διαπρέπω:'''<br /><b class="num">1)</b> выдаваться, выделяться, быть заметным (νυκτί Pind.; τινί Plut., ἐπί τινι Luc. и ἔν τινι HH, Anth.): ἐγνώσθη τῷ λόφῳ διαπρέποντι Plut. он был узнан по своеобразному гребню шлема; πάντων δ. τινί Eur. превосходить всех в чем-л. или чем-л.;<br /><b class="num">2)</b> украшать (φύσιν ψυχῆς μειρακιώδει μορφώματι Eur. ap. Plat.).
|lstext='''διαπρέπω''': φαίνομαι [[ἔξοχος]] ἢ [[ἐπιφανής]], [[ἐπίσημος]], [[προσβάλλω]] τὴν ὅρασιν, κινῶ εἰς θαυμασμόν, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 351, Πίνδ. Ο. 1. 3· διαπρέπον κακὸν ([[ἔνθα]] ὁ Δινδ. [[χάριν]] τοῦ μέτρου διορθοῖ ζαπρέπον, ἴδε ἐν λ. ζά), Αἰσχύλ. Πέρσ. 1006. 2) [[ἐξέχω]] ὑπέρ τινα· μετὰ γεν., δ. πάντων ἀψυχίᾳ Εὐρ. Ἀλκ. 642· [[ὡσαύτως]] ἔν ἢ ἐπί τινι Ἀνθ. Π. 9. 513, Λουκ. Ὀρχ. 9. ΙΙ. μετ’ αἰτιατ. πράγμ., διακοσμῶ, Εὐρ. παρὰ Πλάτ. Γοργ. 485Ε.
}}
{{elnl
|elnltext=δια-πρέπω uitblinken:; χρυσός... διαπρέπει goud blinkt boven alles uit Pind. O. 1.2; met gen. comp. en dat.:; πάντων διαπρέπεις ἀψυχίᾳ jij blinkt uit boven allen in lafheid Eur. Alc. 642; met ἐν:. ἐν τῇ ὀρχηστικῇ δ. in het dansen uitblinken Luc. 45.9. passend zijn:. τέχνη... κτητικὴ λεχθεῖσα ἂν διαπρέψειεν het zou passend zijn als het verwervingskunst genoemd werd Plat. Sph. 219c.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. ψω<br /><b class="num">1.</b> to [[appear]] [[prominent]] or [[conspicuous]], to [[strike]] the eye, Hhymn.; διαπρέπον [[κακόν]] Aesch.<br /><b class="num">2.</b> to be [[eminent]] [[above]] others, c. gen., Eur.
|mdlsjtxt=fut. ψω<br /><b class="num">1.</b> to [[appear]] [[prominent]] or [[conspicuous]], to [[strike]] the eye, Hhymn.; διαπρέπον [[κακόν]] Aesch.<br /><b class="num">2.</b> to be [[eminent]] [[above]] others, c. gen., Eur.
}}
}}