3,274,919
edits
mNo edit summary |
|||
(7 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=outao | |Transliteration C=outao | ||
|Beta Code=ou)ta/w | |Beta Code=ou)ta/w | ||
|Definition=3sg. < | |Definition=3sg.<br><span class="bld">A</span> οὐτᾷ A.''Ch.''640 (lyr.); Ep. imper. οὔτᾰε Od.22.356: fut. οὐτήσω [[Nonnus Epicus|Nonn.]] ''[[Dionysiaca|D.]]'' 21.37: aor. οὔτησα Il.11.260; Ion. [[οὐτήσασκε]] 22.375:—Pass., aor. part. οὐτηθείς 8.537.—As pres. and impf. Hom. uses οὐτάζω, Act. and Pass., Il.20.459, 7.273, al. (so E.''Fr.''176): hence fut. οὐτάσω Id.''Rh.''255 (lyr.): aor. οὔτᾰσα Il.7.258, E.''HF''199: pf. Pass. οὔτασται Il.11.661; part. οὐτασμένος Od.11.536, [[Aeschylus|A.]]''[[Agamemnon|Ag.]]''1344.—Also (as if from οὔτημι) 3sg. Ep.aor. οὖτᾰ Il.4.525, 11.491, 13.561, etc.; inf. οὐτάμεναι 21.68, al., οὐτάμεν 5.132,821; part. (in pass. sense) οὐτάμενος 11.659, 17.86, Od.11.40, Hes.''Sc.''363; Ion. Iterat. οὔτασκε Il.15.745 (cf. [[ἀνούτατος]], [[νεούτατος]]):—Ep. Verb, used sometimes in Trag. (never by S.), [[wound]], [[hurt]], [[hit]] with any kind of weapon, οὖτα δὲ δουρί Il.4.525, cf. 11.260, al.; οὐ. ἔγχεϊ 21.402; χαλκῷ 12.427; but prop. opp. [[βάλλω]] ([[quod vide|q.v.]]), [[wound by striking]] or [[thrusting]], 11.659, etc.: which is more fully expressed by <b class="b3">σχεδὸν οὔτασε</b>, 5.458; αὐτοσχεδὸν οὐτάζοντο 7.273; αὐτοσχεδίην οὐτασμένος Od.11.536: mostly with acc. of pers. or part wounded, c. dupl. acc., Κύπριδα… οὔτασε χεῖρα Il.5.458; Ληόκριτον οὖτα… κενεῶνα Od.22.294; also <b class="b3">οὐ. τινὰ κατὰ χρόα, κατ' ἰσχίον, κατ' ἀσπίδα</b>, etc., Il.12.427 (Pass.), 11.338,434, al.: more rarely c. acc. rei, <b class="b3">σάκος οὔτασε δουρί</b> [[pierced]] the shield, 7.258, al., cf. Hes.''Sc.''363 (Pass.): c. acc. cogn., <b class="b3">ἕλκος, ὅ με βροτὸς οὔτασεν ἀνήρ</b> the wound which a man [[struck]] me [[withal]], Il.5.361: hence <b class="b3">κατ' οὐταμένην ὠτειλήν</b> by the wound [[inflicted]], 14.518; so also τὸ ξίφος διανταίαν [πληγήν]… οὐτᾷ A.''Ch.''640 (lyr.).<br><span class="bld">2</span> sometimes generally, [[wound]], like [[βάλλω]], [[πυρί]] with lightning, E.''Hipp.''684; τοξεύμασιν Id.''HF''199, cf. Opp.''H.''2.372. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0420.png Seite 420]] οὐτήσω, = Vorigem; [[μηδέ]] τι τοῦτον ἀναίτιον οὔταε χαλκῷ, Od. 22, 356; οὔτησε ξυστῷ, 4, 469; κατ' ἀσπίδα, 11, 434, öfter; κείσεται οὐτηθείς, Il. 8, 537; [[ξίφος]] διανταίαν οὔτα, Aesch. Ch. 631; Hom. hat uoch die Iterativformen οὔτασκε u. [[οὐτήσασκε]], Il. 15, 745. 22, 375; u. von einem aor. syncop. οὖτα, er verwundete, 15, 746 u. öfter, u. den inf. οὐτάμεναι, 21, 68 Od. 9, 301, wie οὐτάμεν, 5, 132, u. med. in passiver Bdtg οὐτάμενοι, verwundet, neben βεβλημένοι, Il. 11, 659. 16, 24, von Personen; aber auch κατ' οὐταμένην ὠτειλήν, 14, 518, durch die geschlagene Wunde. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0420.png Seite 420]] οὐτήσω, = Vorigem; [[μηδέ]] τι τοῦτον ἀναίτιον οὔταε χαλκῷ, Od. 22, 356; οὔτησε ξυστῷ, 4, 469; κατ' ἀσπίδα, 11, 434, öfter; κείσεται οὐτηθείς, Il. 8, 537; [[ξίφος]] διανταίαν οὔτα, Aesch. Ch. 631; Hom. hat uoch die Iterativformen οὔτασκε u. [[οὐτήσασκε]], Il. 15, 745. 22, 375; u. von einem aor. syncop. οὖτα, er verwundete, 15, 746 u. öfter, u. den inf. οὐτάμεναι, 21, 68 Od. 9, 301, wie οὐτάμεν, 5, 132, u. med. in passiver Bdtg οὐτάμενοι, verwundet, neben βεβλημένοι, Il. 11, 659. 16, 24, von Personen; aber auch κατ' οὐταμένην ὠτειλήν, 14, 518, durch die geschlagene Wunde. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=[[οὐτῶ]] :<br /><i>f.</i> οὐτήσω, <i>ao.</i> οὔτησα, <i>pf. inus.</i><br /><i>Pass. ao.</i> οὐτήθην;<br /><i>c.</i> [[οὐτάζω]];<br /><i><b>Moy.</b></i> [[οὐτάομαι]], [[οὐτῶμαι]] (<i>part. ao.2 irrég.</i> [[οὐτάμενος]], η, ον <i>au sens Pass.</i>) être blessé : οὐταμένη [[ὠτειλή]] IL blessure faite <i>ou</i> reçue.<br />'''Étymologie:''' cf. [[ὠτειλή]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''οὐτάω:''' (part. med.-pass. [[οὐτάμενος]]) поражать, ранить (τινὰ χαλκῷ Hom.): οὐ. κατ᾽ ἀσπίδα Hom. ударить (копьем) в щит; κεῖται οὐτηθείς Hom. он лежит раненый, пораженный насмерть; οὐταμένη [[ὠτειλή]] Hom. нанесенная рана - см. тж. [[οὐτάζω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''οὐτάω''': γ΄ ἑνικ. οὐτᾷ Αἰσχύλ. Χο. 640, Ἐπικ. προστ. οὔτᾰε Ὀδ. Χ. 356· Ἰων. παρατ. οὔτασκε Ἰλ. Ο. 745· μέλλ. οὐτήσω Νόνν· ἀόρ. οὐτηθεὶς Θ. 537. - Ὡς ἐνεστ. ὁ Ὅμ. χρῇται τῷ ἰσοδυνάμῳ τύπῳ [[οὐτάζω]], ἐνεργ. καὶ παθ. ([[οὕτως]] Εὐρ. ἐν Ἀποσπ. 176)· [[ἐντεῦθεν]] μέλλ. οὐτάσω Εὐρ. Ρῆσ. 255· ἀόρ. οὔτᾰσα Ἰλ., Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 199· παθ. πρκμ. οὔτασται Ἰλ. Λ. 661, μετοχ. οὐτασμένος Ὀδ. Λ. 536, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1344. - Ὑπάρχουσιν [[ὡσαύτως]] (ὡς εἰ ἐξ ἐνεστ. οὔτημι) γ΄ ἑν. Ἐπικ. ἀορ. οὖτᾰ, Ἰλ. Δ. 525, Ν. 192, 561, κτλ.· ἀπαρ. οὐταμεναι, Φ. 68, κτλ.· ἢ οὐτάμεν, Ε. 132, 821· μετοχ. (ἐπὶ παθ. σημασ.) οὐτάμενος, Λ. 659, Ρ. 86, Ὀδ. Λ. 40· (πρβλ. ἀν-, νεούτᾰτος). Ἐπικ. ῥῆμ., ἐν χρήσει [[ἐνίοτε]] παρὰ Τραγ. ([[οὐδέποτε]] παρὰ Σοφ.), πλήττω, κτυπῶ δι’ ἀγχεμάχου ὅπλου, [[τιτρώσκω]], [[τραυματίζω]], [[οὖτα]] δὲ δουρὶ Ἰλ. Δ. 525· [[οὕτως]], οὐτ. ἔγχεϊ, χαλκῷ, κτλ.· - ἀλλὰ [[κυρίως]] ἀντίθετ. τῷ βάλλω (ὃ ἴδε), κτυπῶ διὰ τῆς χειρὸς καὶ [[τραυματίζω]], Λ. 659, 826, κτλ.· - [[ὅπερ]] ἐκφέρεται πληρέστερον διὰ τοῦ σχεδὸν οὔτασε, Ε. 458· αὐτοσχεδὸν οὐτάζοντο Η. 273· αὐτοσχεδίην οὐτασμένος Ὀδ. Λ. 536· τὸ πλεῖστον μετ’ αἰτ. τοῦ προσώπου ἢ του τρωθέντος μέρους μετὰ διπλῆς αἰτ., Κυπρίδα... οὔτασε χεῖρα Ἰλ. Ε. 458· Λειώκριτον [[οὖτα]]… κενεῶνα Ὀδ. Χ. 294· [[ὡσαύτως]], οὐτ. τινα κατὰ [[χρόα]], κατὰ ὦμον, κατ’ ἀσπίδα κτλ.· σπανιώτερον ἔτι μετ’ αἰτ. πράγμ., [[σάκος]] οὔτασε δουρί, διετρύπησε τὴν ἀσπίδα, Ἰλ. Η. 258, κ. ἀλλ., Ἡσ. Ἡρ. 363· - μετὰ συστοίχ. αἰτ., [[λίην]] [[ἄχθομαι]] [[ἕλκος]], ὅ με βροτὸς οὔτασεν [[ἀνήρ]], «[[πάνυ]] πιέζομαι ὑπὸ τοῦ τραύματος, ὅ με ἔτρωσεν ἀνὴρ θνητὸς» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Ε. 361· [[ἐντεῦθεν]], κατ’ οὐταμένην ὠτειλήν, διὰ τοῦ διὰ τῆς τρώσεως γενομένου τραύματος, Ξ. 518. οὕτω καί, τὸ [[ξίφος]] διανταίαν [πληγήν].. οὐτᾷ Αἰσχύλ. Χο. 640. 2) [[ἐνίοτε]] [[καθόλου]], [[τιτρώσκω]], ὡς τὸ βάλλω, διὰ κεραυνοῦ, Εὐρ. Ἱππ. 684· διὰ βελῶν, ὁ αὐτ. ἐν Ἡρ. Μαιν. 199· πρβλ. Ὀππ. Ἁλ. 2. 373. (Ἐκ. τοῦ [[οὐτάω]] πιθ. παράγεται τὸ [[ὠτειλή]]). | |lstext='''οὐτάω''': γ΄ ἑνικ. οὐτᾷ Αἰσχύλ. Χο. 640, Ἐπικ. προστ. οὔτᾰε Ὀδ. Χ. 356· Ἰων. παρατ. οὔτασκε Ἰλ. Ο. 745· μέλλ. οὐτήσω Νόνν· ἀόρ. οὐτηθεὶς Θ. 537. - Ὡς ἐνεστ. ὁ Ὅμ. χρῇται τῷ ἰσοδυνάμῳ τύπῳ [[οὐτάζω]], ἐνεργ. καὶ παθ. ([[οὕτως]] Εὐρ. ἐν Ἀποσπ. 176)· [[ἐντεῦθεν]] μέλλ. οὐτάσω Εὐρ. Ρῆσ. 255· ἀόρ. οὔτᾰσα Ἰλ., Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 199· παθ. πρκμ. οὔτασται Ἰλ. Λ. 661, μετοχ. οὐτασμένος Ὀδ. Λ. 536, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1344. - Ὑπάρχουσιν [[ὡσαύτως]] (ὡς εἰ ἐξ ἐνεστ. οὔτημι) γ΄ ἑν. Ἐπικ. ἀορ. οὖτᾰ, Ἰλ. Δ. 525, Ν. 192, 561, κτλ.· ἀπαρ. οὐταμεναι, Φ. 68, κτλ.· ἢ οὐτάμεν, Ε. 132, 821· μετοχ. (ἐπὶ παθ. σημασ.) οὐτάμενος, Λ. 659, Ρ. 86, Ὀδ. Λ. 40· (πρβλ. ἀν-, νεούτᾰτος). Ἐπικ. ῥῆμ., ἐν χρήσει [[ἐνίοτε]] παρὰ Τραγ. ([[οὐδέποτε]] παρὰ Σοφ.), πλήττω, κτυπῶ δι’ ἀγχεμάχου ὅπλου, [[τιτρώσκω]], [[τραυματίζω]], [[οὖτα]] δὲ δουρὶ Ἰλ. Δ. 525· [[οὕτως]], οὐτ. ἔγχεϊ, χαλκῷ, κτλ.· - ἀλλὰ [[κυρίως]] ἀντίθετ. τῷ βάλλω (ὃ ἴδε), κτυπῶ διὰ τῆς χειρὸς καὶ [[τραυματίζω]], Λ. 659, 826, κτλ.· - [[ὅπερ]] ἐκφέρεται πληρέστερον διὰ τοῦ σχεδὸν οὔτασε, Ε. 458· αὐτοσχεδὸν οὐτάζοντο Η. 273· αὐτοσχεδίην οὐτασμένος Ὀδ. Λ. 536· τὸ πλεῖστον μετ’ αἰτ. τοῦ προσώπου ἢ του τρωθέντος μέρους μετὰ διπλῆς αἰτ., Κυπρίδα... οὔτασε χεῖρα Ἰλ. Ε. 458· Λειώκριτον [[οὖτα]]… κενεῶνα Ὀδ. Χ. 294· [[ὡσαύτως]], οὐτ. τινα κατὰ [[χρόα]], κατὰ ὦμον, κατ’ ἀσπίδα κτλ.· σπανιώτερον ἔτι μετ’ αἰτ. πράγμ., [[σάκος]] οὔτασε δουρί, διετρύπησε τὴν ἀσπίδα, Ἰλ. Η. 258, κ. ἀλλ., Ἡσ. Ἡρ. 363· - μετὰ συστοίχ. αἰτ., [[λίην]] [[ἄχθομαι]] [[ἕλκος]], ὅ με βροτὸς οὔτασεν [[ἀνήρ]], «[[πάνυ]] πιέζομαι ὑπὸ τοῦ τραύματος, ὅ με ἔτρωσεν ἀνὴρ θνητὸς» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Ε. 361· [[ἐντεῦθεν]], κατ’ οὐταμένην ὠτειλήν, διὰ τοῦ διὰ τῆς τρώσεως γενομένου τραύματος, Ξ. 518. οὕτω καί, τὸ [[ξίφος]] διανταίαν [πληγήν].. οὐτᾷ Αἰσχύλ. Χο. 640. 2) [[ἐνίοτε]] [[καθόλου]], [[τιτρώσκω]], ὡς τὸ βάλλω, διὰ κεραυνοῦ, Εὐρ. Ἱππ. 684· διὰ βελῶν, ὁ αὐτ. ἐν Ἡρ. Μαιν. 199· πρβλ. Ὀππ. Ἁλ. 2. 373. (Ἐκ. τοῦ [[οὐτάω]] πιθ. παράγεται τὸ [[ὠτειλή]]). | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
Line 23: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[οὐτάω]] και οὔτημι και [[οὐτάζω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[χτυπώ]] με όπλο, [[τραυματίζω]] (α. «πολλοὶ δ' οὐτάζοντο κατὰ [[χρόα]] νηλέι χαλκῷ» <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «[[οὖτα]] δὲ δουρὶ παρ' ὀμφαλόν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[χτυπώ]] με το [[χέρι]] και [[τραυματίζω]] («Κύπριδα μὲν [[πρῶτα]] σχεδὸν οὔτασε | |mltxt=[[οὐτάω]] και οὔτημι και [[οὐτάζω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[χτυπώ]] με όπλο, [[τραυματίζω]] (α. «πολλοὶ δ' οὐτάζοντο κατὰ [[χρόα]] νηλέι χαλκῷ» <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «[[οὖτα]] δὲ δουρὶ παρ' ὀμφαλόν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[χτυπώ]] με το [[χέρι]] και [[τραυματίζω]] («Κύπριδα μὲν [[πρῶτα]] σχεδὸν οὔτασε χεῖρ' ἐπὶ καρπῷ», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> [[πλήττω]] με κεραυνό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Κατά μία [[άποψη]], το ρ. συνδέεται με τη λ. [[ὠτειλή]] «[[τραύμα]]» (<b>πρβλ.</b> <i>οὐταμένην ὠτειλήν</i>), ενώ κατ' άλλους πρόκειται για δάνεια λ.]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''οὐτάω:''' Επικ. προστ. <i>οὔτᾰε</i>· Ιων. παρατ. <i>οὔτασκον</i>· αόρ. αʹ <i>οὔτησα</i>, Ιων. <i>οὐτήσασκον</i> — Παθ., μτχ. αορ. αʹ <i>οὐτηθείς</i>· (επίσης, όπως αν προερχόταν από το οὔτημι), Επικ. γʹ ενικ. αορ. <i>οὖτᾰ</i>, απαρ. [[οὐτάμεναι]], [[οὐτάμεν]]· μτχ. (με Παθ. [[σημασία]]) [[οὐτάμενος]],<br /><b class="num">1.</b> [[τραυματίζω]], [[πληγώνω]], [[χτυπώ]] με οποιοδήποτε είδος όπλου· [[οὖτα]] δὲ [[δουρί]], [[οὐτάω]] ἔγχεϊ, <i>χαλκῷ</i> κ.λπ., σε Ομήρ. Ιλ.· [[κυρίως]] αντίθ. προς το [[βάλλω]], [[τραυματίζω]] χτυπώντας ή σύροντας, στο ίδ.· πρβλ. [[οὐτάζω]]· <i>κατ' οὐταμένην ὤτειλήν</i>, από [[τραύμα]] που προκλήθηκε από [[χτύπημα]], στο ίδ.· τὸ [[ξίφος]] διανταίαν (<i>πληγὴν</i>) <i>οὐτᾷ</i>, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> μερικές φορές, γενικά, [[χτυπώ]], [[πλήττω]], όπως το [[βάλλω]], σε Ευρ. | |lsmtext='''οὐτάω:''' Επικ. προστ. <i>οὔτᾰε</i>· Ιων. παρατ. <i>οὔτασκον</i>· αόρ. αʹ <i>οὔτησα</i>, Ιων. <i>οὐτήσασκον</i> — Παθ., μτχ. αορ. αʹ <i>οὐτηθείς</i>· (επίσης, όπως αν προερχόταν από το οὔτημι), Επικ. γʹ ενικ. αορ. <i>οὖτᾰ</i>, απαρ. [[οὐτάμεναι]], [[οὐτάμεν]]· μτχ. (με Παθ. [[σημασία]]) [[οὐτάμενος]],<br /><b class="num">1.</b> [[τραυματίζω]], [[πληγώνω]], [[χτυπώ]] με οποιοδήποτε είδος όπλου· [[οὖτα]] δὲ [[δουρί]], [[οὐτάω]] ἔγχεϊ, <i>χαλκῷ</i> κ.λπ., σε Ομήρ. Ιλ.· [[κυρίως]] αντίθ. προς το [[βάλλω]], [[τραυματίζω]] χτυπώντας ή σύροντας, στο ίδ.· πρβλ. [[οὐτάζω]]· <i>κατ' οὐταμένην ὤτειλήν</i>, από [[τραύμα]] που προκλήθηκε από [[χτύπημα]], στο ίδ.· τὸ [[ξίφος]] διανταίαν (<i>πληγὴν</i>) <i>οὐτᾷ</i>, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> μερικές φορές, γενικά, [[χτυπώ]], [[πλήττω]], όπως το [[βάλλω]], σε Ευρ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
Line 38: | Line 38: | ||
}} | }} | ||
{{trml | {{trml | ||
|trtx====hit=== | |trtx====[[hit]]=== | ||
Afar: oogore; Albanian: dëkoj; Arabic: ضَرَبَ; Hijazi Arabic: ضرب; Armenian: խփել, հարվածել; Aromanian: agudescu, bat; Azerbaijani: vurmaq, çırpmaq; Basque: jo; Belarusian: біць, пабі́ць; удараць, ўдараць, ударыць, ўдарыць; Bengali: আঘাত করা; Bulgarian: удрям, ударя, бия; Burmese: ရိုက်; Catalan: colpejar, batre, pegar, copejar; Cherokee: ᎬᏂᎭ; Chinese Cantonese: 打擊, 打击; Mandarin: 打擊, 打击; Czech: praštit, uhodit, udeřit; Danish: slå; Dutch: [[raken]], [[treffen]], [[slaan]]; Esperanto: frapi, bati, trafi; Estonian: lööma; Finnish: iskeä, lyödä; French: [[frapper]], [[battre]]; Galician: golpear, bater; Georgian: დარტყმა, რტყმა; German: [[schlagen]], [[treffen]], [[stoßen]]; Greek: [[χτυπώ]]; Ancient Greek: [[τύπτω]], [[πλήσσω]], [[βάλλω]], [[τυγχάνω]], [[οὐτάω]], [[τοξεύω]], [[ἀκοντίζω]]; Hebrew: הרביץ; Higaonon: naigo; Hindi: मारना; Hungarian: üt; Icelandic: slá; Ido: frapar; Indonesian: pukul; Irish Old Irish: benaid; Italian: [[colpire]], [[picchiare]], [[battere]]; Jamaican Creole: lick; Japanese: 打つ, 叩く; Kambera: palu; Kazakh: ұру, соғу; Khmer: វាយ; Korean: 치다; Kyrgyz: уруу; Lao: ຕີ; Latgalian: sist, laubt, dyurēt; Latin: [[ferio]], [[battuo]], [[pello]]; Latvian: sist, iebelzt; Lithuanian: smogti, mušti; Macedonian: удира, бие; Malay: pukul; Malayalam: അടിക്കുക; Mongolian Cyrillic: цохих; Nanai: дуктэ-; Nepali: ठोक्नु; Norman: paffer; Norwegian Bokmål: slå; Nynorsk: slå; Old Church Slavonic Cyrillic: бити; Old English: slēan; Oriya: ମାରିବା; Pashto: خرپول; Persian: زدن; Polish: uderzać, uderzyć; Portuguese: [[golpear]], [[bater]]; Quechua: maqay; Romanian: lovi, bate; Romansch: batter, pitgar; Russian: [[ударять]], [[ударить]], [[стучать]], [[стукнуть]], [[бить]], [[побить]]; Saho: oogore; Sanskrit: तुदति; Scottish Gaelic: buail; Serbo-Croatian Cyrillic: у̀дарити, би̏ти, за̀бити, опиздити; Roman: ùdariti, bȉti, zàbiti, opízditi; Shor: шабарға; Slovak: udrieť, biť; Slovene: udariti, bíti; Sorbian Lower Sorbian: biś, deriś; Spanish: [[golpear]], [[pegar]], [[batir]], [[dar]]; Sundanese: tinggang; Swedish: slå, slå till; Tajik: задан; Ternate: tero; Tetum: baku; Thai: ตี; Tok Pisin: paitim, kilim; Turkish: vurmak; Turkmen: urmak; Ugaritic: 𐎎𐎃𐎕; Ukrainian: вдаряти, вдарити, бити; Urdu: مارنا; Uyghur: ئۇرماق; Uzbek: urmoq; Vietnamese: đập, đánh; Volapük: flapön, leflapön; Welsh: taro; Yiddish: שלאָגן; Zealandic: slae | Afar: oogore; Albanian: dëkoj; Arabic: ضَرَبَ; Hijazi Arabic: ضرب; Armenian: խփել, հարվածել; Aromanian: agudescu, bat; Azerbaijani: vurmaq, çırpmaq; Basque: jo; Belarusian: біць, пабі́ць; удараць, ўдараць, ударыць, ўдарыць; Bengali: আঘাত করা; Bulgarian: удрям, ударя, бия; Burmese: ရိုက်; Catalan: colpejar, batre, pegar, copejar; Cherokee: ᎬᏂᎭ; Chinese Cantonese: 打擊, 打击; Mandarin: 打擊, 打击; Czech: praštit, uhodit, udeřit; Danish: slå; Dutch: [[raken]], [[treffen]], [[slaan]]; Esperanto: frapi, bati, trafi; Estonian: lööma; Finnish: iskeä, lyödä; French: [[frapper]], [[battre]]; Galician: golpear, bater; Georgian: დარტყმა, რტყმა; German: [[schlagen]], [[treffen]], [[stoßen]]; Greek: [[χτυπώ]]; Ancient Greek: [[τύπτω]], [[πλήσσω]], [[βάλλω]], [[τυγχάνω]], [[οὐτάω]], [[τοξεύω]], [[ἀκοντίζω]]; Hebrew: הרביץ; Higaonon: naigo; Hindi: मारना; Hungarian: üt; Icelandic: slá; Ido: frapar; Indonesian: pukul; Irish Old Irish: benaid; Italian: [[colpire]], [[picchiare]], [[battere]]; Jamaican Creole: lick; Japanese: 打つ, 叩く; Kambera: palu; Kazakh: ұру, соғу; Khmer: វាយ; Korean: 치다; Kyrgyz: уруу; Lao: ຕີ; Latgalian: sist, laubt, dyurēt; Latin: [[ferio]], [[battuo]], [[pello]]; Latvian: sist, iebelzt; Lithuanian: smogti, mušti; Macedonian: удира, бие; Malay: pukul; Malayalam: അടിക്കുക; Mongolian Cyrillic: цохих; Nanai: дуктэ-; Nepali: ठोक्नु; Norman: paffer; Norwegian Bokmål: slå; Nynorsk: slå; Old Church Slavonic Cyrillic: бити; Old English: slēan; Oriya: ମାରିବା; Pashto: خرپول; Persian: زدن; Polish: uderzać, uderzyć; Portuguese: [[golpear]], [[bater]]; Quechua: maqay; Romanian: lovi, bate; Romansch: batter, pitgar; Russian: [[ударять]], [[ударить]], [[стучать]], [[стукнуть]], [[бить]], [[побить]]; Saho: oogore; Sanskrit: तुदति; Scottish Gaelic: buail; Serbo-Croatian Cyrillic: у̀дарити, би̏ти, за̀бити, опиздити; Roman: ùdariti, bȉti, zàbiti, opízditi; Shor: шабарға; Slovak: udrieť, biť; Slovene: udariti, bíti; Sorbian Lower Sorbian: biś, deriś; Spanish: [[golpear]], [[pegar]], [[batir]], [[dar]]; Sundanese: tinggang; Swedish: slå, slå till; Tajik: задан; Ternate: tero; Tetum: baku; Thai: ตี; Tok Pisin: paitim, kilim; Turkish: vurmak; Turkmen: urmak; Ugaritic: 𐎎𐎃𐎕; Ukrainian: вдаряти, вдарити, бити; Urdu: مارنا; Uyghur: ئۇرماق; Uzbek: urmoq; Vietnamese: đập, đánh; Volapük: flapön, leflapön; Welsh: taro; Yiddish: שלאָגן; Zealandic: slae | ||
}} | }} |