σειραφόρος: Difference between revisions

m
Text replacement - "A.''Ag.''" to "A.''Ag.''"
(nl)
m (Text replacement - "A.''Ag.''" to "A.''Ag.''")
 
(30 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=seiraforos
|Transliteration C=seiraforos
|Beta Code=seirafo/ros
|Beta Code=seirafo/ros
|Definition=Ion. σειρηφ-, ον (sc. <b class="b3">ἵππος</b>), a horse <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">which draws by the trace only</b> (being harnessed by the side of the pair under the yoke, <b class="b3">οἱ ζύγιοι</b>), <b class="b2">trace-horse</b>: hence metaph., sts. <b class="b2">yoke-mate, coadjutor</b>, <span class="bibl">A.<span class="title">Ag.</span>842</span>; sts. <b class="b2">one who has light work</b>, ib.<span class="bibl">1640</span>, cf. <span class="bibl">Ar.<span class="title">Nu.</span>1300</span>; <b class="b3">σ. [κάμηλος</b>] <b class="b2">attached like a trace-horse</b>, <span class="bibl">Hdt.3.102</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b2">carrying a lasso</b>, v. [[σειρά]] <span class="bibl">1.3</span>.</span>
|Definition=Ion. [[σειρηφόρος]], ον (''[[sc.]]'' [[ἵππος]]), a [[horse]]<br><span class="bld">A</span> [[which draws by the trace only]] (being harnessed by the side of the pair under the [[yoke]], <b class="b3">οἱ ζύγιοι</b>), [[trace-horse]]: hence metaph., sometimes [[yoke-mate]], [[coadjutor]], [[Aeschylus|A.]]''[[Agamemnon|Ag.]]''842; sometimes [[one who has light work]], ib.1640, cf. Ar.''Nu.''1300; σειραφόρος [[κάμηλος]] = [[camel]] [[attach]]ed like a [[trace]]-[[horse]], [[Herodotus|Hdt.]]3.102.<br><span class="bld">II</span> [[carrying a lasso]], v. [[σειρά]] 1.3.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0868.png Seite 868]] ion. [[σειρηφόρος]], Lob. Phryn. 645, – 1) seiltragend; gew. ὁ [[σειραφόρος]], mit u. ohne [[ἵππος]], das Pferd, das am Seil, an der Leine, nicht im Joche zieht, das Handpferd, das neben dem in's Joch gespannten, od., wie wir sagen, »auf der Wildbahn« geht; das Viergespann hatte in der Mitte zwei ζύγιοι, daneben zwei σειραφόροι, auf jeder Seite einen; πῶλοι, Eur. I. A. 223; ζεύξω βαρείαις [[οὔτι]] μὴ σειραφόρον κριθῶντα πῶλον, Aesch. Ag. 1624; übertr., ζευχθεὶς ἕτοιμος ἦν ἐμοὶ [[σειραφόρος]], 816, ein Genosse; Ar. Nubb. 1282; eben so κάμ ηλος σ., Her. 3, 102, u. [[ὄνος]]. – 2) einen Fallstrick od. Fangstrick tragend (s. [[σειρά]]), so hießen die Parther, Suid.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0868.png Seite 868]] ion. [[σειρηφόρος]], Lob. Phryn. 645, – 1) [[seiltragend]]; gew. ὁ [[σειραφόρος]], mit u. ohne [[ἵππος]], das [[Pferd]], das am [[Seil]], an der Leine, nicht im Joche zieht, das [[Handpferd]], das neben dem in's Joch gespannten, od., wie wir sagen, »auf der Wildbahn« geht; das Viergespann hatte in der Mitte zwei ζύγιοι, daneben zwei σειραφόροι, auf jeder Seite einen; πῶλοι, Eur. I. A. 223; ζεύξω βαρείαις [[οὔτι]] μὴ σειραφόρον κριθῶντα πῶλον, Aesch. Ag. 1624; übertr., ζευχθεὶς ἕτοιμος ἦν ἐμοὶ [[σειραφόρος]], 816, ein Genosse; Ar. Nubb. 1282; eben so κάμ ηλος σ., Her. 3, 102, u. [[ὄνος]]. – 2) einen [[Fallstrick]] od. [[Fangstrick]] tragend (s. [[σειρά]]), so hießen die Parther, Suid.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><i>litt.</i> qui porte une corde, <i>càd</i> conduit au moyen d'une corde (chameau) ; ὁ [[σειραφόρος]] ([[ἵππος]]) cheval attelé avec une longe à côté des deux timonniers (<i>cf. lat.</i> funalis equus) ; <i>fig.</i> [[compagnon]], [[ami fidèle]].<br />'''Étymologie:''' [[σειρά]], [[φέρω]].
}}
{{elnl
|elnltext=σειρᾱφόρος -ον &#91;[[σειρά]], [[φέρω]]] [[touwdragend]], [[met een touw verbonden]].
}}
{{elru
|elrutext='''σειραφόρος:'''<br /><b class="num">I</b> ион. [[σειρηφόρος]] 2<br /><b class="num">1</b> [[пристяжной]] или [[подручный]] ([[κάμηλος]] Her.; [[πῶλος]] Aesch., Eur.);<br /><b class="num">2</b> перен. [[идущий в одной запряжке]], [[помогающий]] или [[готовый помочь]] (τινί Aesch.).<br /><b class="num">II</b> ион. [[σειρηφόρος]] ὁ (''[[sc.]]'' [[ἵππος]] или [[πῶλος]]) [[пристяжная]] или [[подручная лошадь]] Arph.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''σειρᾱφόρος''': Ἰων. σειρηφ-, ον, ὁ διὰ σχοινίου ὁδηγούμενος, [[κάμηλος]] Ἡρόδ. 3. 102. 2) [[σειραφόρος]] (ἐξυπακ. [[ἵππος]]), ὁ, [[ἵππος]] σύρων τὴν ἅμαξαν μόνον διὰ τοῦ σχοινίου (ἢ ἱμάντος) ὤν προσδεδεμένος πλαγίως παρὰ τοὺς συνήθεις δύο ἵππους τοὺς ὑπὸ τὸν ζυγὸν (οἱ ζύγιοι), καὶ παρατρέχων αὐτοῖς, [[ὥστε]] τὸ [[σειραφόρος]] λαμβάνεται καὶ μεταφορικῶς ὁτὲ μὲν ἐπὶ βοηθοῦ, Αἰσχύλ. Ἀγ. 842· ὁτὲ δὲ ἐπὶ ἔχοντος ἐλαφρὸν καὶ εὔκολον [[ἔργον]], [[αὐτόθι]] 1640, πρβλ. Ἀριστοφ. Νεφ. 1300. - Ἡ [[συνήθης]] [[ἅμαξα]] εἶχε δύο ζυγίους, ἡ δὲ [[τέθριππος]] εἶχε δύο ζυγίους καὶ δύο σειραφόρους, ― Πρβλ. [[σειραῖος]], [[παράσειρος]], δεξιόσειρος, [[παρήορος]]. ΙΙ ὁ φέρων βρόχον, ἴδε σειρὰ Ι. 3. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «σειραφόρον· ἡγεμονικόν, μετῆκται δὲ ἀπὸ τῶν δεξιοσείρων ἵππων».
|lstext='''σειρᾱφόρος''': Ἰων. σειρηφ-, ον, ὁ διὰ σχοινίου ὁδηγούμενος, [[κάμηλος]] Ἡρόδ. 3. 102. 2) [[σειραφόρος]] (ἐξυπακ. [[ἵππος]]), ὁ, [[ἵππος]] σύρων τὴν ἅμαξαν μόνον διὰ τοῦ σχοινίου (ἢ ἱμάντος) ὤν προσδεδεμένος πλαγίως παρὰ τοὺς συνήθεις δύο ἵππους τοὺς ὑπὸ τὸν ζυγὸν (οἱ ζύγιοι), καὶ παρατρέχων αὐτοῖς, [[ὥστε]] τὸ [[σειραφόρος]] λαμβάνεται καὶ μεταφορικῶς ὁτὲ μὲν ἐπὶ βοηθοῦ, Αἰσχύλ. Ἀγ. 842· ὁτὲ δὲ ἐπὶ ἔχοντος ἐλαφρὸν καὶ εὔκολον [[ἔργον]], [[αὐτόθι]] 1640, πρβλ. Ἀριστοφ. Νεφ. 1300. - Ἡ [[συνήθης]] [[ἅμαξα]] εἶχε δύο ζυγίους, ἡ δὲ [[τέθριππος]] εἶχε δύο ζυγίους καὶ δύο σειραφόρους, ― Πρβλ. [[σειραῖος]], [[παράσειρος]], δεξιόσειρος, [[παρήορος]]. ΙΙ ὁ φέρων βρόχον, ἴδε σειρὰ Ι. 3. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «σειραφόρον· ἡγεμονικόν, μετῆκται δὲ ἀπὸ τῶν δεξιοσείρων ἵππων».
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><i>litt.</i> qui porte une corde, <i>càd</i> conduit au moyen d’une corde (chameau) ; ὁ [[σειραφόρος]] ([[ἵππος]]) cheval attelé avec une longe à côté des deux timonniers (<i>cf. lat.</i> funalis equus) ; <i>fig.</i> compagnon, ami fidèle.<br />'''Étymologie:''' [[σειρά]], [[φέρω]].
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 31:
|lsmtext='''σειρᾱφόρος:''' Ιων. σειρη-, <i>-ον</i> ([[φέρω]]),<br /><b class="num">1.</b> αυτός που σύρεται από [[σχοινί]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> [[σειραφόρος]] (ενν. [[ἵππος]]), <i>ὁ</i>, [[άλογο]] που σύρει την [[άμαξα]] μόνο με το [[σχοινί]] (όντας δεμένο στο πλάι των αλόγων που ήταν στον [[ζυγό]], <i>ζύγιοι</i>), [[άλογο]] που ακολουθεί από τα πλάγια, που σύρεται με [[σχοινί]] [[πίσω]] από την [[άμαξα]], που δεν βρίσκεται το ίδιο στον [[ζυγό]]· μεταφ. [[ενίοτε]], [[άλογο]] που συντροφεύει τα υποζύγια, βοηθητικό [[άλογο]], [[εφεδρικός]] [[ίππος]], σε Αισχύλ.· κάποιες φορές λέγεται για κάποιον που έχει αναλάβει ελαφριά, εύκολη δουλειά, στον ίδ.
|lsmtext='''σειρᾱφόρος:''' Ιων. σειρη-, <i>-ον</i> ([[φέρω]]),<br /><b class="num">1.</b> αυτός που σύρεται από [[σχοινί]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> [[σειραφόρος]] (ενν. [[ἵππος]]), <i>ὁ</i>, [[άλογο]] που σύρει την [[άμαξα]] μόνο με το [[σχοινί]] (όντας δεμένο στο πλάι των αλόγων που ήταν στον [[ζυγό]], <i>ζύγιοι</i>), [[άλογο]] που ακολουθεί από τα πλάγια, που σύρεται με [[σχοινί]] [[πίσω]] από την [[άμαξα]], που δεν βρίσκεται το ίδιο στον [[ζυγό]]· μεταφ. [[ενίοτε]], [[άλογο]] που συντροφεύει τα υποζύγια, βοηθητικό [[άλογο]], [[εφεδρικός]] [[ίππος]], σε Αισχύλ.· κάποιες φορές λέγεται για κάποιον που έχει αναλάβει ελαφριά, εύκολη δουλειά, στον ίδ.
}}
}}
{{elnl
{{mdlsj
|elnltext=σειρᾱφόρος -ον [σειρά, φέρω] touwdragend, met een touw verbonden.
|mdlsjtxt=[[φέρω]]<br /><b class="num">1.</b> led by a [[rope]], Hdt.<br /><b class="num">2.</b> [[σειραφόρος]] (''[[sc.]]'' ἵπποσ), a [[horse]] [[which]] draws by the [[trace]] only ([[being]] harnessed by the [[side]] of the [[yoke]]-horses, ζύγιοἰ, a [[trace]]-[[horse]], outrigger: metaph., [[sometimes]] a [[yoke]]-[[mate]], [[coadjutor]], Aesch.; [[sometimes]] for one who has [[light]] [[work]], Aesch.
}}
}}