3,277,114
edits
(6_9) |
m (Text replacement - "Uebh." to "Übh.") |
||
(42 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=tainia | |Transliteration C=tainia | ||
|Beta Code=taini/a | |Beta Code=taini/a | ||
|Definition=ἡ, < | |Definition=ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[band]], [[fillet]], esp. [[headband]], worn in [[sign]] of [[victory]], θήσω δὲ νικητήριον τρεῖς ταινίας Eub.3, cf. Emp.112.6, X.Smp.5.9, Pl. Smp.212e, Paus.6.20.19, etc.; ταινίας [[πωλεῖν]] D.57.31; also, the [[breastband]] of [[young]] [[girl]]s, etc., Anacreont.22.13, cf. Paus.9.39.8, Poll.7.65; [[abdominal band]], Diocl.Fr.142; [[bandage]], Hp.Art.50 (pl.), IG42(1).121.49,61 (Epid., iv B.C.), Sor.Fasc.25, al.; [[ribbon]], distinguished from [[λημνίσκος]], PCair.Zen.696 (iii B.C.).<br><span class="bld">2</span> [[strip]] in [[fur]], Opp.C.1.322.<br><span class="bld">3</span> [[pennon]] of a [[ship]], D.Chr.74.8, Poll.1.90; of a spear, [[Diodorus Siculus|D.S.]] 15.52.<br><span class="bld">4</span> = [[ταινίδιον]] ''III'' or IV, τ. χρυσῆ, ἐφ' ἧς ἐπιγραφὴ Βασίλισσα Στρατονίκη . . Inscr.Délos 442 B 33 (ii B.C.); ταινία περιηργυρωμένη ib. 29.<br><span class="bld">II</span> [[strip]] or [[tongue]] of [[land]], [[Diodorus Siculus|D.S.]]1.31, App.Pun.121, Plu. Alex.26; [[sandbank]], PTeb.5.30, PStrassb.85.20 (both ii B.C.), Plb. 4.41.1, Str.1.3.4.<br><span class="bld">2</span> name of a [[strip]] of [[land]] [[near]] [[lake]] [[Mareotis]], Ath.1.33e.<br><span class="bld">III</span> in [[joiner]]'s [[work]], [[fillet]], [[fascia]], τὴν τ. ἐπὶ τὸν θρᾶνον τοῦ νεὼ ἐπιθέντι IG11(2).161 A50 (Delos, iii B.C.), cf. [[LXX]] Ez. 27.5, EM749.38; περιθήσει ταινίαν μέλαιναν a [[black]] [[band]] (round a [[mosaic]] [[floor]]), PCair.Zen.665.8 (iii B.C.).<br><span class="bld">IV</span> [[tape-worm]], Gal.14.755, Gp.12.27.2 (pl.).<br><span class="bld">V</span> a [[long]], [[thin]] [[fish]], Epich.56, Arist.HA 504b33. [ῐ, but ῑ metri gr., Emp. [[l.c.]], Opp.l.c.] | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1063.png Seite 1063]] ἡ, Band, Binde, bes. Haarband; ταινίας ἔχοντα ἐπὶ τῆς κεφαλῆς, Plat. Conv. 212 e, Siegeszeichen; vgl. Xen. Conv. 5, 9; ταινίας πωλεῖν thun nach Dem. 57, 31. 35 nicht reiche Leute; λευκὴ περὶ τῷ μετώπῳ, Luc. Navig. 39; auch die Busenbinde der Mädchen, τὸ τῶν μαστῶν τῶν γυναικείων [[ζῶσμα]], Poll. 7, 65; A nccr. 22, 13; lat. taenia; am Schiffe der Wimpel, die Flagge, Sp. – | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1063.png Seite 1063]] ἡ, Band, Binde, bes. Haarband; ταινίας ἔχοντα ἐπὶ τῆς κεφαλῆς, Plat. Conv. 212 e, Siegeszeichen; vgl. Xen. Conv. 5, 9; ταινίας πωλεῖν thun nach Dem. 57, 31. 35 nicht reiche Leute; λευκὴ περὶ τῷ μετώπῳ, Luc. Navig. 39; auch die Busenbinde der Mädchen, τὸ τῶν μαστῶν τῶν γυναικείων [[ζῶσμα]], Poll. 7, 65; A nccr. 22, 13; lat. taenia; am Schiffe der Wimpel, die Flagge, Sp. – Übh. jeder lang hingezogene, schmale Streif, z. B. Erdzunge, App. Punic. 121, vgl. Chrys. 5, 9; Pol. 4, 41, 2; Sandbank, [[ὕφαλος]], Strabo 1, 3, 4. – Nach Suid. = κυμάτια. – Auch der Bandwurm, Galen; auch eine Ficchart. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> [[bandelette]] <i>ou</i> ruban pour la tête;<br /><b>2</b> <i>p. anal.</i> [[langue de terre]], [[banc de sable]].<br />'''Étymologie:''' DELG [[τείνω]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ταινία:''' ἡ (Emped. ap. Diog. L. νῑ)<br /><b class="num">1</b> [[лента]], [[повязка]] (ἐπὶ τῆς κεφαλῆς Plat.; περὶ τῷ μετώπῳ Luc.; ''[[sc.]]'' τῶν μαστῶν Anacr.);<br /><b class="num">2</b> [[флажок]] (ἐπὶ τῷ δόρατι Diod.);<br /><b class="num">3</b> [[узкая полоса земли]] Diod., Plut. или отмель, коса Polyb.;<br /><b class="num">4</b> «[[лента]]» (род рыбы) Arst. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ταινία''': ἡ, ([[τανύω]], [[τείνω]]) [[ὕφασμα]] ἐκ λίνου ἢ ἐρίου, ἐπίμηκες καὶ στενόν, λωρὶς ὑφάσματος, κορδέλλα, καὶ τὰ ὅμοια, [[μάλιστα]] πρὸς ἀνάδεσιν τῆς [[κόμης]], [[κεφαλόδεσμος]], ἢ ὡς [[στέφανος]] περὶ τὴν κεφαλήν, φορουμένη δὲ εἰς [[σημεῖον]] νίκης, (πρβλ. [[ταινιόω]]), Λατ. mitelia, θήσω δὲ νικητήριον [[τρεῖς]] ταινίας Εὔπολις ἐν «Ἀγκυλίωνι» 3, πρβλ. Ξεν. Συμπ. 5. 9, Πλάτ. Συμπ. 212Ε, Παυσ. 6. 20, 19, κτλ.· ταινίας πωλεῖν Δημ. 1308. 5· - [[ὡσαύτως]] στηθόδεσμος νεαρᾶς κόρης ἢ γυναικὸς [[καθόλου]], Ἀνακρεόντ. 22. 13, πρβλ. Παυσ. 9. 39, 8· «τὸ δὲ τῶν μαστῶν τῶν γυναικῶν [[ζῶσμα]] ταινίαν ὠνόμαζον ἢ [[ταινίδιον]]» | |lstext='''ταινία''': ἡ, ([[τανύω]], [[τείνω]]) [[ὕφασμα]] ἐκ λίνου ἢ ἐρίου, ἐπίμηκες καὶ στενόν, λωρὶς ὑφάσματος, κορδέλλα, καὶ τὰ ὅμοια, [[μάλιστα]] πρὸς ἀνάδεσιν τῆς [[κόμης]], [[κεφαλόδεσμος]], ἢ ὡς [[στέφανος]] περὶ τὴν κεφαλήν, φορουμένη δὲ εἰς [[σημεῖον]] νίκης, (πρβλ. [[ταινιόω]]), Λατ. mitelia, θήσω δὲ νικητήριον [[τρεῖς]] ταινίας Εὔπολις ἐν «Ἀγκυλίωνι» 3, πρβλ. Ξεν. Συμπ. 5. 9, Πλάτ. Συμπ. 212Ε, Παυσ. 6. 20, 19, κτλ.· ταινίας πωλεῖν Δημ. 1308. 5· - [[ὡσαύτως]] στηθόδεσμος νεαρᾶς κόρης ἢ γυναικὸς [[καθόλου]], Ἀνακρεόντ. 22. 13, πρβλ. Παυσ. 9. 39, 8· «τὸ δὲ τῶν μαστῶν τῶν γυναικῶν [[ζῶσμα]] ταινίαν ὠνόμαζον ἢ [[ταινίδιον]]» Πολυδ. Ζ΄, 65· - [[ἐπίδεσμος]], [[σφενδόνη]], Ἱππ. π. Ἄρθρ. 817, κτλ. 2) λωρὶς δορᾶς ἢ σισύρας, Ὀππ. Κυν. 1. 322. 3) στενὴ καὶ [[ἐπιμήκης]] [[σημαία]] πλοίου, Δίων Χρ. 2. 397, Πολυδ. Α΄, 90· [[ταινία]] ἐξηρτημένη ἐκ τῆς λόγχης δόρατος, Διόδ. 15. 52. ΙΙ. λωρὶς ἢ [[γλῶσσα]] γῆς, Διόδ. 1. 31, Ἀπ. Καρχηδ. 121, Πλουτ. Ἀλέξ. 26, κτλ.· σύρτις, Πολύβ. 4. 41, 2, Στράβ. ΙΙΙ. [[ἔργον]] ξυλουργοῦ, γραμμὴ ἐξέχουσα ξύλου, fascia, Ἐτυμ. Μέγ. IV. ὡς καὶ νῦν, [[ταινία]] τῶν ἐντέρων, Γαλην. V. μακρὸς καὶ λεπτὸς ἰχθύς, ἡ νῦν καλουμένη ζαργάνα (ἴδε σημ. Κοραῆ εἰς Ξενοκρ. σ. 206, 207), Ἐπίχ. 31 Ahr., Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 13, 4. [ῑ εὕρηται ἐν ἄρσει, Ὀππ. ἔνθ’ ἀνωτ., Ἐπικ. [[ποίημα]] παρὰ Διογ. Λ. 8. 62, ἴδε Blomf. ἐς Αἰσχύλου Πρ. 93]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> στενόμακρο [[κομμάτι]] διαφόρων υλικών, [[λωρίδα]], [[κορδέλα]]<br /><b>2.</b> <b>συνεκδ.</b> [[καθετί]] που έχει τέτοιο [[σχήμα]] (α. «[[ταινία]] γης» β. «[[ταινία]] παρ' ὅλην [[σχεδόν]] τὴν Αἴγυπτον παρήκει», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>ζωολ.</b> το γνωστότερο [[γένος]] τών κεστωδών σκωλήκων της τάξης κυκλοφυλίδια, με [[πολλά]] είδη που παρασιτούν στο πεπτικό [[σύστημα]] τών θηλαστικών και, [[κατά]] το ενήλικο [[στάδιο]], στο [[έντερο]] του ανθρώπου<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>ανατ.</b> [[ονομασία]] που δίνεται σε διάφορα ανατομικά μορφώματα λόγω του ταινιοειδούς σχήματός τους (α. «μυϊκές ταινίες» β. «λαγονοκνημιαία [[ταινία]]»)<br /><b>2.</b> <b>κινημ.</b> α) λεπτή [[λωρίδα]] από πλαστική ύλη, επικαλυμμένη με [[στρώμα]] φωτοευαίθητου υλικού, η οποία χρησιμοποιείται για τη [[λήψη]] εικόνων από τις κινηματογραφικές μηχανές λήψης, αλλ. κινηματογραφικό [[φιλμ]]<br />β) το εμφανισμένο [[φιλμ]] που χρησιμοποιείται για την [[προβολή]] τών εικόνων με τις κινηματογραφικές μηχανές προβολής<br /><b>3.</b> <b>συνεκδ.</b> κινηματογραφικό [[έργο]]<br /><b>4.</b> [[μετροταινία]]<br /><b>5.</b> [[κόσμημα]] που απαρτίζεται από συνεχείς γραμμές<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> α)»[λες και] έχει [[ταινία]]» — [[είναι]] [[αχόρταγος]], τρώει πολύ<br />β) «βωβή [[ταινία]]» <b>κινημ.</b> [[ταινία]] του βωβού κινηματογράφου<br />γ) «ομιλούσα [[ταινία]]» — κινηματογραφική [[ταινία]] που αναπαράγει τους ήχους και την [[ομιλία]]<br />δ) «[[ταινία]] μικρού μήκους»<br /><b>κινημ.</b> κινηματογραφική [[ταινία]] διάρκειας μικρότερης από 60' λεπτά<br />ε) «[[ταινία]] εσχάρας»<br /><b>ναυτ.</b> καθεμιά από τις στενόμακρες δοκούς, από τις οποίες σχηματίζεται η [[εσχάρα]] της ναυπηγικής κλίνης<br />στ) «κυανή [[ταινία]]»<br /><b>ναυτ.</b> [[τίτλος]] ταχύτητας ο [[οποίος]] απονεμόταν παλαιότερα στα μεγάλα επιβατηγά πλοία που εκτελούσαν τη [[γραμμή]] βορείου Ατλαντικού<br />ζ) «μαγνητική [[ταινία]]»<br /><b>τεχνολ.</b> πλαστική, χάρτινη, ή μεταλλική [[ταινία]] η οποία καλύπτεται με λεπτότατα διαμερισμένο μαγνητιζόμενο οξείδιο του σιδήρου και χρησιμοποιείται για την [[εγγραφή]] και [[αναπαραγωγή]] ήχου και εικόνας [[καθώς]] και στις μονάδες εξωτερικής μνήμης τών ηλεκτρονικών υπολογιστών<br />η) «μεταφορική [[ταινία]]»<br /><b>τεχνολ.</b> [[μηχανικός]] [[μεταφορέας]] αποτελούμενος από υφασμάτινο, πλαστικό, [[ελαστικό]], δερμάτινο ή μεταλλικό ιμάντα που σχηματίζει ατέρμονα βρόχο, ο [[οποίος]] κινείται μέσω μηχανοκίνητου τυμπάνου στο ένα από τα [[άκρα]] του και [[πάνω]] στον οποίο τοποθετείται το μεταφερόμενο υλικό, αλλ. [[ταινιομεταφορέας]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κορδέλα]] από ύφασμα την οποία έδεναν [[γύρω]] από το [[κεφάλι]] ως [[ένδειξη]] νίκης («[[θήσω]] δὲ νικητήριον τρεῖς ταινίας», Εύβουλ.)<br /><b>2.</b> [[λωρίδα]] από ύφασμα την οποία χρησιμοποιούσαν οι νεώτερες, [[κυρίως]], γυναίκες ως στηθόδεσμο («τὸ δὲ τῶν μαστῶν τῶν γυναικῶν [[ζῶσμα]] [[ταινία]] ὠνόμαζον ἢ [[ταινίδιον]]», <b>Πολυδ.</b>)<br /><b>3.</b> [[λωρίδα]] για την [[περιβολή]] της κοιλιάς<br /><b>4.</b> [[επίδεσμος]]<br /><b>5.</b> στενή [[λωρίδα]] από [[δέρμα]]<br /><b>6.</b> <b>ναυτ.</b> ο [[επισείων]]<br /><b>7.</b> υφασμάτινη [[ταινία]], στερεωμένη στη [[λόγχη]] δόρατος<br /><b>8.</b> <b>αρχιτ.</b> [[γείσο]]<br /><b>9.</b> [[αμμώδης]] [[έξαρση]] του θαλάσσιου βυθού, [[σύρτις]]<br />(«συμβαίνει... ἐπὶ [[χίλια]] στάδια συνεστάναι ταινίαν», <b>Πολ.</b>)<br /><b>10.</b> προεξέχουσα [[ζώνη]] από [[ξύλο]] (α. «ταινίαι σανίδων κυπαρίσσου ἐκ τοῦ Λιβάνου ἐλήφθησαν», ΠΔ<br />β. «τὴν ταινίαν ἐπὶ τὸν θρᾱνον τοῦ νεὼ ἐπιθέντι», <b>επιγρ.</b> Δήλου)<br /><b>11.</b> μακρύ και [[λεπτό]] [[ψάρι]], κν. γνωστό [[σήμερα]] ως [[ζαργάνα]] («ὁμοίως δὲ καὶ κεστρεῖς... καὶ ἡ καλουμένη [[ταινία]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>12.</b> <b>ως κύριο όν.</b> <i>ἡ Ταινία</i><br />[[ονομασία]] περιοχής [[κοντά]] στη Μαρεώτιδα [[λίμνη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[ταινία]] συνδέεται με το ρ. [[τείνω]] και έχει προέλθει [[υστερογενώς]] με κατάλ. -<i>ία</i> ([[πρβλ]]. [[αντλία]], [[κειρία]]) από ένα αμάρτυρο προσηγορικό <i>ταῖνα</i> (ή, κατ' άλλους, <i>ταινός</i> ή <i>ταινά</i>) σχηματισμένο από τη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] <i>tņ</i>- της ρίζας <i>ten</i>- του [[τείνω]] με [[επίθημα]] -<i>ja</i> (για ανάλογο σχηματισμό <b>πρβλ.</b> σφαῖρα). Τη λ. δανείστηκε η Λατινική (<b>πρβλ.</b> λατ. <i>taenia</i>) και στη [[συνέχεια]] οι νεώτερες γλώσσες (<b>πρβλ.</b> γαλλ. <i>tenia</i>, αγγλ. <i>taenia</i>)]. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ταινία:''' ἡ ([[τανύω]], [[τείνω]])·<br /><b class="num">I.</b> ύφασμα από [[λινάρι]] ή [[μαλλί]], [[λωρίδα]] υφάσματος, [[κορδέλα]], [[κυρίως]] ο [[κεφαλόδεσμος]], η [[κορδέλα]] που φοριέται ως [[σημάδι]] νίκης, σε Ξεν., Πλάτ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> [[λωρίδα]] ή «[[γλώσσα]]» γης, σε Πλούτ. κ.λπ. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[ταινία]], ἡ, [[τανύω]], [[τείνω]]<br /><b class="num">I.</b> a [[band]], [[riband]], [[fillet]], esp. a [[head]]-[[band]], [[worn]] in [[sign]] of [[victory]], Xen., Plat., etc.<br /><b class="num">II.</b> a [[strip]] or [[tongue]] of [[land]], Plut., etc. | |||
}} | |||
{{FriskDe | |||
|ftr='''ταινία''': {tainía}<br />'''Grammar''': f.<br />'''Meaning''': [[Band]], [[Binde]], [[Kopfbinde]], [[Landzunge]], [[Sandbank]] (ion. att. seit Emp., Epid. u.a.), [[Bandwurm]] (Gal. u.a.; Georgacas Ἀφιέρ. Τριανταφυλλίδη 487 f.), N. eines bandähnlichen Fisches (Epich., Arist.; Strömberg Fischn. 37f.), auch N. eines Landstrichs in der Nähe des Sees Mareotis (Ath.).<br />'''Composita''': Kompp. [[ταινιόπωλις]] f. [[Bandverkäuferin]] (Eup., D.), [[ὑποταίνιος]] ‘eine Landzunge od. eine Sandbank bildend' (Ph.).<br />'''Derivative''': Davon die Demin. [[ταινίον]] (Priene, ''EM''), -ίδιον (Mediz., Delos u.a.); die Adj. -ιώδης [[bandförmig]] (Thphr.), -ιωτικός ([[οἶνος]] ‘Wein) von Tainia’ (Ath.), ~ ''papyrus'' (Plin.); das Verb -ιόω [[mit Bändern schmücken]] (att. usw.).<br />'''Etymology''': Bildung wie das sinnähnliche [[κειρία]] (s. d.); vgl. noch [[κοιλία]], [[ἀντλία]] u. andere Sekundärbildungen auf -ία. Letzten Endes zu [[τείνω]] (Curtius 217 m. älterer Lit.), aber im einzelnen etwas unklar. Das nächste Grundwort ist ohne Zweifel ein Nomen, wahrscheinlich ein Subst., etwa *ταῖνα (*ταινος Specht KZ 62, 218 A. 3) wie [[σφαῖρα]] u.a. Über andere Auffassungen s. Scheller Oxytonierung 58 und Georgacas a. O.<br />'''Page''' 2,846 | |||
}} | |||
{{mantoulidis | |||
|mantxt=(=[[κορδέλλα]]). Ἀπό τό [[τείνω]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. | |||
}} | }} |