ἐχῖνος: Difference between revisions

m
Text replacement - "Uebh." to "Übh."
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "Uebh." to "Übh.")
 
(8 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1126.png Seite 1126]] ὁ (nach Dindorf Ar. frg. 251 zuweilen auch ἐχίνος), – 1) der [[Igel]], Archil. 66; Ath. III, 95 a ff.; sowohl Land- als Meerigel, θαλάττιοι Plat. Euthyd. 298 d; πελάγιοι Arist. H. A. 4, 5; [[χερσαῖος]] Theophr. Auch die Schaale des Meerigels, Hippocr. – 21 der dritte Magen der wiederkäuenden Thiere, Arist. part. anim. 3, 14. Auch die innere dicke Haut im Magen der Vögel, Ael. H. A. 14, 7. – 3) eine Verzierung an den Säulen, echinus, Hesych., Vitruv. – 41 die stachlige Frucht der Buchen, Xenocr. – 5) ein metallenes od. irdenes Gefäß, in welches während der Vernehmung der Parteien alle Beweismittel gethan u. das am Schluß der Anakrisis versiegelt und bis zum Gerichtstage verwahrt und dann erst geöffnet wurde, Ar. Vesp. 1436 Dem. 45, 57. 58 u. öfter. Vgl. Meier und Schömann att. Proceß S. 691 ff. – Uebh. Gefäß, VLL. – 61 ein rauher Theil am Pferdezaume, wahrscheinlich die Stange, Xen. de re equ. 10, 6. – 7) bei Ath. XIV, 647 a eine Kuchenart.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1126.png Seite 1126]] ὁ (nach Dindorf Ar. frg. 251 zuweilen auch ἐχίνος), – 1) der [[Igel]], Archil. 66; Ath. III, 95 a ff.; sowohl Land- als Meerigel, θαλάττιοι Plat. Euthyd. 298 d; πελάγιοι Arist. H. A. 4, 5; [[χερσαῖος]] Theophr. Auch die Schaale des Meerigels, Hippocr. – 21 der dritte Magen der wiederkäuenden Tiere, Arist. part. anim. 3, 14. Auch die innere dicke Haut im Magen der Vögel, Ael. H. A. 14, 7. – 3) eine Verzierung an den Säulen, echinus, Hesych., Vitruv. – 41 die stachlige Frucht der Buchen, Xenocr. – 5) ein metallenes od. irdenes Gefäß, in welches während der Vernehmung der Parteien alle Beweismittel gethan u. das am Schluß der Anakrisis versiegelt und bis zum Gerichtstage verwahrt und dann erst geöffnet wurde, Ar. Vesp. 1436 Dem. 45, 57. 58 u. öfter. Vgl. Meier und Schömann att. Prozess S. 691 ff. – Übh. Gefäß, VLL. – 61 ein rauher Teil am Pferdezaume, wahrscheinlich die Stange, Xen. de re equ. 10, 6. – 7) bei Ath. XIV, 647 a eine Kuchenart.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (ΑΜ ἐχῑνος, Μ και ἐχῑνος, ἡ και ἐχῑνα)<br /><b>1.</b> ζώο θηλαστικό εντομοφάγο, [[ακανθόχοιρος]], [[σκαντζόχοιρος]]<br /><b>2.</b> [[αχινός]] («ἐχῑνοι... θαλάττιοι», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>3.</b> το [[κέλυφος]] του καρπού τών κυπελλοφόρων [[φυτών]], π.χ. της καστανιάς, της βαλανιδιάς κ.ά.<br /><b>4.</b> το τρίτο και κύριο [[μέρος]] του στομάχου τών μυρηκαστικών ζώων, όπου [[κυρίως]] γίνεται η [[πέψη]]<br /><b>5.</b> ο [[πρόλοβος]] τών φυτοφάγων πτηνών<br /><b>6.</b> <b>αρχιτ.</b> το κυκλικό, ωοειδές [[μέρος]] του δωρικού και ιωνικού κιονόκρανου<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αμυντικό [[μέσο]], με το οποίο φράσσονται οι έξοδοι τών συρματοπλεγμάτων<br /><b>2.</b> [[μηχανικό]] [[σύστημα]] που χρησιμεύει για τη [[μετάδοση]] της κίνησης από έναν άξονα σε [[άλλο]] παράλληλο άξονα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το όστρακο του θαλάσσιου αχινού που χρησιμοποιούσαν πολλές φορές ως [[δοχείο]] για την [[εναπόθεση]] ιατρικών φαρμάκων<br /><b>2.</b> μετάλλινο ή πήλινο [[δοχείο]] στο οποίο κλείνονταν και σφραγίζονταν από τους διαιτητές οι μαρτυρικές αποδείξεις ώς την [[ημέρα]] της δίκης ή της εφέσεως, [[οπότε]] το άνοιγαν («ἐχρῆν αὐτὸ τὸ γραμματεῖον εἰς τὸν ἐχῑνον ἐμβαλεῖν», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>3.</b> [[αγγείο]], [[δοχείο]], [[υδρία]], [[είδος]] χύτρας<br /><b>4.</b> οι τραχηλικοί σπόνδυλοι του κεστρέως (είδους ψαριού)<br /><b>5.</b> [[μέρος]] του χαλινού του αλόγου («τοὺς δ' ἐχίνους ὀξεῖς», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>6.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «οἱ τῶν τειχῶν ἀγκῶνες»<br /><b>7.</b> [[είδος]] πλακούντος πίτας («ἐπὶ τῆς δευτέρας εἰσάγουσι τραπέζης ἐχῑνον», <b>Αθήν.</b>)<br /><b>8.</b> [[είδος]] φυτού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ίσως <span style="color: red;"><</span> [[έχις]] «[[οχιά]]» <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ίνο</i>-, πιθ. «αυτός που τρώει τις οχιές». Η λ. [[εχίνος]] χρησιμοποιήθηκε ως υποκατάστατο της λ. <i>χηρ</i> για λόγους ευφημισμού. Συνδέεται με αρμ. <i>ozni</i> (<span style="color: red;"><</span> ΙΕ <i>ogh</i>-<i>ĭn</i>-<i>yo</i>-) με [[επίθημα]] -<i>n</i>- και [[άλλη]] μεταπτωτικη [[βαθμίδα]] ρίζας, λιθ. <i>ežỹs</i>, αρχ. σλαβ. <i>ježĭ</i> (<span style="color: red;"><</span> IE <i>egh</i>-<i>yo</i>-), αρχ. ανω γερμ. <i>igil</i>. Από το [[εχίνος]] προήλθε το νεοελλ. [[αχινός]]].
|mltxt=ο (ΑΜ ἐχῑνος, Μ και ἐχῑνος, ἡ και ἐχῑνα)<br /><b>1.</b> ζώο θηλαστικό εντομοφάγο, [[ακανθόχοιρος]], [[σκαντζόχοιρος]]<br /><b>2.</b> [[αχινός]] («ἐχῖνοι... θαλάττιοι», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>3.</b> το [[κέλυφος]] του καρπού τών κυπελλοφόρων [[φυτών]], π.χ. της καστανιάς, της βαλανιδιάς κ.ά.<br /><b>4.</b> το τρίτο και κύριο [[μέρος]] του στομάχου τών μυρηκαστικών ζώων, όπου [[κυρίως]] γίνεται η [[πέψη]]<br /><b>5.</b> ο [[πρόλοβος]] τών φυτοφάγων πτηνών<br /><b>6.</b> <b>αρχιτ.</b> το κυκλικό, ωοειδές [[μέρος]] του δωρικού και ιωνικού κιονόκρανου<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αμυντικό [[μέσο]], με το οποίο φράσσονται οι έξοδοι τών συρματοπλεγμάτων<br /><b>2.</b> [[μηχανικό]] [[σύστημα]] που χρησιμεύει για τη [[μετάδοση]] της κίνησης από έναν άξονα σε [[άλλο]] παράλληλο άξονα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το όστρακο του θαλάσσιου αχινού που χρησιμοποιούσαν πολλές φορές ως [[δοχείο]] για την [[εναπόθεση]] ιατρικών φαρμάκων<br /><b>2.</b> μετάλλινο ή πήλινο [[δοχείο]] στο οποίο κλείνονταν και σφραγίζονταν από τους διαιτητές οι μαρτυρικές αποδείξεις ώς την [[ημέρα]] της δίκης ή της εφέσεως, [[οπότε]] το άνοιγαν («ἐχρῆν αὐτὸ τὸ γραμματεῖον εἰς τὸν ἐχῖνον ἐμβαλεῖν», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>3.</b> [[αγγείο]], [[δοχείο]], [[υδρία]], [[είδος]] χύτρας<br /><b>4.</b> οι τραχηλικοί σπόνδυλοι του κεστρέως (είδους ψαριού)<br /><b>5.</b> [[μέρος]] του χαλινού του αλόγου («τοὺς δ' ἐχίνους ὀξεῖς», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>6.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «οἱ τῶν τειχῶν ἀγκῶνες»<br /><b>7.</b> [[είδος]] πλακούντος πίτας («ἐπὶ τῆς δευτέρας εἰσάγουσι τραπέζης ἐχῖνον», <b>Αθήν.</b>)<br /><b>8.</b> [[είδος]] φυτού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ίσως <span style="color: red;"><</span> [[έχις]] «[[οχιά]]» <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ίνο</i>-, πιθ. «αυτός που τρώει τις οχιές». Η λ. [[εχίνος]] χρησιμοποιήθηκε ως υποκατάστατο της λ. <i>χηρ</i> για λόγους ευφημισμού. Συνδέεται με αρμ. <i>ozni</i> (<span style="color: red;"><</span> ΙΕ <i>ogh</i>-<i>ĭn</i>-<i>yo</i>-) με [[επίθημα]] -<i>n</i>- και [[άλλη]] μεταπτωτικη [[βαθμίδα]] ρίζας, λιθ. <i>ežỹs</i>, αρχ. σλαβ. <i>ježĭ</i> (<span style="color: red;"><</span> IE <i>egh</i>-<i>yo</i>-), αρχ. ανω γερμ. <i>igil</i>. Από το [[εχίνος]] προήλθε το νεοελλ. [[αχινός]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
Line 32: Line 32:
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br /><b class="num">I.</b> the urchin, [[hedgehog]], Ar., etc.<br /><b class="num">2.</b> the sea-urchin, Plat.<br /><b class="num">II.</b> the [[shell]] of the sea-urchin, often used as a cup: then like Lat. [[testa]], a pot, jug, [[pitcher]], Lat. [[echinus]], Ar., etc.:— the [[vase]] in [[which]] the notes of [[evidence]] were deposited, Dem.<br /><b class="num">III.</b> in plural [[sharp]] points at [[each]] end of a bit, Xen.
|mdlsjtxt=<b class="num">I.</b> the urchin, [[hedgehog]], Ar., etc.<br /><b class="num">2.</b> the sea-urchin, Plat.<br /><b class="num">II.</b> the [[shell]] of the sea-urchin, often used as a cup: then like Lat. [[testa]], a pot, jug, [[pitcher]], Lat. [[echinus]], Ar., etc.:— the [[vase]] in [[which]] the notes of [[evidence]] were deposited, Dem.<br /><b class="num">III.</b> in plural [[sharp]] points at [[each]] end of a bit, Xen.
}}
}}
{{FriskDe
{{FriskDe
Line 39: Line 39:
{{trml
{{trml
|trtx====[[hedgehog]]===
|trtx====[[hedgehog]]===
Afrikaans: krimpvarkie; Albanian: uriq, iriq, esh, eshk; Amharic: ጥርኝ; Arabic: قُنْفُذ‎; Gulf Arabic: دعلي‎; Egyptian Arabic: قنفد‎; Hijazi Arabic: قنفذ‎; Moroccan Arabic: قنفود‎; Armenian: ոզնի; Aromanian: ariciu, arici; Asturian: rezcayeru; Avar: гӏужрукъ; Azerbaijani: kirpi; Bashkir: терпе; Basque: triku; Belarusian: вожык; Bengali: কাঁটাচুয়া; Breton: heureuchin; Bulgarian: таралеж, еж; Burmese: ဖြူ, ဖြူကောင်; Buryat: заряа; Catalan: eriçó; Chichewa: kanungu; Chinese Cantonese: 刺蝟, 刺猬; Mandarin: 刺蝟, 刺猬; Chuvash: чӗрӗп; Coptic: ⲫⲩⲛⲟⲥ, ⲭⲓⲣⲟⲅⲣⲓⲗⲗⲓⲟⲛ; Cornish: sort; Czech: ježek; Danish: pindsvin; Dutch: [[egel]]; Esperanto: erinaco; Estonian: siil; Faroese: tindasvín, igulkøttur; Finnish: siili; French: [[hérisson]]; Friulian: riç, rič; Galician: ourizo, ourizo cacho; Georgian: ზღარბი; German: [[Igel]]; Greek: [[σκαντζόχοιρος]]; Ancient Greek: [[ἀκανθίας]], [[ἀκανθίων]], [[ἀκανθόνωτος]], [[ἀκανθόχοιρος]], [[ἀρκήλα]], [[βρύσσος]], [[γυλιός]], [[γύλιος]], [[γύλλιον]], [[ἐχῖνος]], [[ἐχῖνος χερσαῖος]], [[σχῦρ]], [[χήρ]]; Hebrew: קִפּוֹד / קיפוד‎; Hindi: साही; Hungarian: sün, sündisznó; Icelandic: broddgöltur; Indonesian: landak; Irish: gráinneog; Italian: [[riccio]], [[porcospino]]; Japanese: 針鼠, ハリネズミ; Kalmyk: зараа; Kazakh: кірпі; Korean: 고슴도치; Kurdish Central Kurdish: ژیژۆک‎; Kyrgyz: кирпи; Ladin: igl; Lao: ຫອນ, ເໝັ້ນ; Latgalian: ezs; Latin: [[erinaceus]], [[ericius]]; Latvian: ezis; Lithuanian: ežys; Low German German Low German: egel, swienegel, scharphaas; Luxembourgish: Kéisécker, Däreldéier, Igel; Macedonian: еж; Malay: landak; Maltese: qanfud; Manx: arkan sonney, graynoge; Maori: tuatete; Mari Eastern Mari: шоҥшо; Western Mari: шӱлӹ; Mazanderani: ارمجی‎; Middle English: yrchoun; Mongolian: зараа, зожиг хүн; Navajo: adijiłii; Ngazidja Comorian: lanɗa; Nogai: кирпи; Norman: hérisson; Norwegian Bokmål: piggsvin, pinnsvin; Nynorsk: piggsvin, bustyvel; Occitan: eriç, eiriçon; Old East Slavic: ожь, ежь; Old English: iġil, hattefagol; Ossetian: уызын; Ottoman Turkish: كرپی‎; Pashto: جږګی‎; Persian: جوجه‌تیغی‎, ژوژ‎; Plautdietsch: Schwienhunt; Punjabi: ਕੰਡਿਆਲ਼ਾ, ਕੰਡੇਰਨਾ, ਝਾਹਾ; Polish: jeż; Portuguese: [[ouriço]]; Romani: arichi; Romanian: arici; Romansch: erizun; Russian: [[ёж]], [[ёжик]], [[ежиха]], [[ежак]]; Sami Northern Sami: biikagoašku; Sardinian: arritzoni, grixoni, berittu; Scots: hurcheon; Scottish Gaelic: gràineag; Serbo-Croatian Cyrillic: је̑ж; Roman: jȇž; Sicilian: rizzu; Slovak: jež; Slovene: jež; Sorbian Lower: jež; Upper: jěž, jěžik; Spanish: [[erizo]]; Sundanese: landak; Swahili: kalunguyeye; Swedish: igelkott; Tagalog: eriso; Tajik: хорпушт; Tatar: керпе; Thai: เม่น; Turkish: kirpi; Turkmen: kirpi; Udi: цацнагъаъгъаъл; Ukrainian: їжак; Uyghur: كىرپە‎; Uzbek: kirpi; Vietnamese: nhím; Vilamovian: ejggl; Volapük: reinad; Votic: siili; Walloon: lurson, nierson, irson; Welsh: draenog; West Frisian: ychelbaarch, ychel; Wolof: suññéel bi; Yiddish: שטעכלער‎, יאָזש‎; Zulu: inhloli
Afrikaans: krimpvarkie; Albanian: uriq, iriq, esh, eshk; Amharic: ጥርኝ; Arabic: قُنْفُذ‎; Gulf Arabic: دعلي‎; Egyptian Arabic: قنفد‎; Hijazi Arabic: قنفذ‎; Moroccan Arabic: قنفود‎; Armenian: ոզնի; Aromanian: ariciu, arici; Asturian: rezcayeru; Avar: гӏужрукъ; Azerbaijani: kirpi; Bashkir: терпе; Basque: triku; Belarusian: вожык; Bengali: কাঁটাচুয়া; Breton: heureuchin; Bulgarian: таралеж, еж; Burmese: ဖြူ, ဖြူကောင်; Buryat: заряа; Catalan: eriçó; Chichewa: kanungu; Chinese Cantonese: 刺蝟, 刺猬; Mandarin: 刺蝟, 刺猬; Chuvash: чӗрӗп; Coptic: ⲫⲩⲛⲟⲥ, ⲭⲓⲣⲟⲅⲣⲓⲗⲗⲓⲟⲛ; Cornish: sort; Czech: ježek; Danish: pindsvin; Dutch: [[egel]]; Esperanto: erinaco; Estonian: siil; Faroese: tindasvín, igulkøttur; Finnish: siili; French: [[hérisson]]; Friulian: riç, rič; Galician: ourizo, ourizo cacho; Georgian: ზღარბი; German: [[Igel]]; Greek: [[σκαντζόχοιρος]]; Ancient Greek: [[ἀκανθίας]], [[ἀκανθίων]], [[ἀκανθόνωτος]], [[ἀκανθόχοιρος]], [[ἀρκήλα]], [[βρύσσος]], [[γυλιός]], [[γύλιος]], [[γύλλιον]], [[ἐχῖνος]], [[ἐχῖνος χερσαῖος]], [[σχῦρ]], [[χήρ]]; Hebrew: קִפּוֹד / קיפוד‎; Hindi: साही; Hungarian: sün, sündisznó; Icelandic: broddgöltur; Indonesian: landak; Irish: gráinneog; Italian: [[riccio]], [[porcospino]]; Japanese: 針鼠, ハリネズミ; Kalmyk: зараа; Kazakh: кірпі; Korean: 고슴도치; Kurdish Central Kurdish: ژیژۆک‎; Kyrgyz: кирпи; Ladin: igl; Lao: ຫອນ, ເໝັ້ນ; Latgalian: ezs; Latin: [[erinaceus]], [[ericius]]; Latvian: ezis; Lithuanian: ežys; Low German: egel, swienegel, scharphaas; Luxembourgish: Kéisécker, Däreldéier, Igel; Macedonian: еж; Malay: landak; Maltese: qanfud; Manx: arkan sonney, graynoge; Maori: tuatete; Mari Eastern Mari: шоҥшо; Western Mari: шӱлӹ; Mazanderani: ارمجی‎; Middle English: yrchoun; Mongolian: зараа, зожиг хүн; Navajo: adijiłii; Ngazidja Comorian: lanɗa; Nogai: кирпи; Norman: hérisson; Norwegian Bokmål: piggsvin, pinnsvin; Nynorsk: piggsvin, bustyvel; Occitan: eriç, eiriçon; Old East Slavic: ожь, ежь; Old English: iġil, hattefagol; Ossetian: уызын; Ottoman Turkish: كرپی‎; Pashto: جږګی‎; Persian: جوجه‌تیغی‎, ژوژ‎; Plautdietsch: Schwienhunt; Punjabi: ਕੰਡਿਆਲ਼ਾ, ਕੰਡੇਰਨਾ, ਝਾਹਾ; Polish: jeż; Portuguese: [[ouriço]]; Romani: arichi; Romanian: arici; Romansch: erizun; Russian: [[ёж]], [[ёжик]], [[ежиха]], [[ежак]]; Sami Northern Sami: biikagoašku; Sardinian: arritzoni, grixoni, berittu; Scots: hurcheon; Scottish Gaelic: gràineag; Serbo-Croatian Cyrillic: је̑ж; Roman: jȇž; Sicilian: rizzu; Slovak: jež; Slovene: jež; Sorbian Lower: jež; Upper: jěž, jěžik; Spanish: [[erizo]]; Sundanese: landak; Swahili: kalunguyeye; Swedish: igelkott; Tagalog: eriso; Tajik: хорпушт; Tatar: керпе; Thai: เม่น; Turkish: kirpi; Turkmen: kirpi; Udi: цацнагъаъгъаъл; Ukrainian: їжак; Uyghur: كىرپە‎; Uzbek: kirpi; Vietnamese: nhím; Vilamovian: ejggl; Volapük: reinad; Votic: siili; Walloon: lurson, nierson, irson; Welsh: draenog; West Frisian: ychelbaarch, ychel; Wolof: suññéel bi; Yiddish: שטעכלער‎, יאָזש‎; Zulu: inhloli
}}
}}