προσηλόω: Difference between revisions

m
no edit summary
(Bailly1_4)
mNo edit summary
 
(30 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=prosiloo
|Transliteration C=prosiloo
|Beta Code=proshlo/w
|Beta Code=proshlo/w
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">nail, rivet, fix to</b>, [<b class="b3">Ἰξίονα] τῷ τροχῷ</b> E.ap.Plu.<span class="bibl">2.19e</span>; σταυρῷ τινα <span class="bibl">J.<span class="title">BJ</span>2.14.9</span>, cf. <span class="bibl">Luc.<span class="title">Prom.</span>2</span>; ἐν δέλτῳ γεγραμμένα π. <span class="title">IG</span> 12(2).35b19 (Mytilene): metaph., ψυχὴν πρὸς τὸ σῶμα <span class="bibl">Pl.<span class="title">Phd.</span>83d</span>, cf. <span class="bibl">Iamb.<span class="title">Myst.</span>2.6</span>: c. acc. pers., <b class="b2">crucify</b>, Plu.2.206a:—Pass., <b class="b2">to be fastened by nails</b>, IG22.1640.7, 14.759; of persons, = [[προσπασσαλεύω]], <span class="bibl">D.21.105</span>; τοῖς ζυγοῖς τῶν πλοίων προσηλωμένοι τοὺς τραχήλους <span class="bibl">LXX <span class="title">3 Ma.</span>4.9</span>: metaph., Herod.Med. ap. Orib.<span class="title">Fr.</span>106; of the soul, π. φθαρτικαῖς ὕλαις <span class="bibl">Ph.1.237</span>; προσηλωθέντα, εἰ χρὴ φάναι, τῷ θεῷ <span class="bibl">Porph. <span class="title">Abst.</span>1.57</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b2">nail up</b>, τὰ παρασκήνια <span class="bibl">D.21.17</span>:—Pass., <b class="b3">τὸ ἐργαστήριον σανιδίοις προσηλοῦσθαι</b> to be boarded up, <span class="title">SIG</span>799.26 (Cyzicus, i A.D.).</span>
|Definition=<span class="bld">A</span> [[nail]], [[rivet]], [[fix to]], [Ἰξίονα] τῷ τροχῷ E.ap.Plu.2.19e; σταυρῷ τινα J.BJ2.14.9, cf. Luc.Prom.2; ἐν δέλτῳ γεγραμμένα π. IG 12(2).35b19 (Mytilene): metaph., ψυχὴν πρὸς τὸ σῶμα Pl.Phd.83d, cf. Iamb.Myst.2.6: c. acc. pers., [[crucify]], Plu.2.206a:—Pass., to [[be fastened by nails]], IG22.1640.7, 14.759; of persons, = [[προσπασσαλεύω]], D.21.105; τοῖς ζυγοῖς τῶν πλοίων προσηλωμένοι τοὺς τραχήλους [[LXX]] 3 Ma.4.9: metaph., Herod.Med. ap. Orib.Fr.106; of the soul, π. φθαρτικαῖς ὕλαις Ph.1.237; προσηλωθέντα, εἰ χρὴ φάναι, τῷ θεῷ Porph. Abst.1.57.<br><span class="bld">II</span> [[nail up]], τὰ παρασκήνια D.21.17:—Pass., τὸ ἐργαστήριον σανιδίοις προσηλοῦσθαι to [[be boarded up]], SIG799.26 (Cyzicus, i A.D.).
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0764.png Seite 764]] annageln, übertr., woran befestigen, τὶ [[πρός]] τι, Plat. Phaed. 83 d; Καυκάσῳ προσηλωμένος, Luc. D. D. 1, 1 Prom. 2; – vernageln, Dem. 21, 17.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0764.png Seite 764]] annageln, übertr., woran befestigen, τὶ [[πρός]] τι, Plat. Phaed. 83 d; Καυκάσῳ προσηλωμένος, Luc. D. D. 1, 1 Prom. 2; – vernageln, Dem. 21, 17.
}}
{{bailly
|btext=[[προσηλῶ]] :<br /><b>1</b> [[fixer avec des clous]], [[clouer]] : τί τινι clouer une ch. à une autre ; <i>particul.</i> crucifier;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> clouer à, attacher à, <i>avec</i> [[πρός]] et l'acc..<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[ἡλόω]].
}}
{{elnl
|elnltext=προσ-ηλόω vastnagelen:; χρύσεα ἐν τῷ νηῷ π. gouden plaatjes vastnagelen in de tempel Luc. 44.60; overdr..; ἑκάστη ἡδονὴ καὶ λύπη... προσηλοῖ αὐτὴν πρὸς τὸ σῶμα elke vreugde of verdriet nagelt de ziel vast aan het lichaam Plat. Phaed. 83d; dichtspijkeren:. π. τὰ παρασκήνια de zij-ingangen dichtspijkeren Dem. 21.17.
}}
{{elru
|elrutext='''προσηλόω:'''<br /><b class="num">1</b> [[пригвождать]], [[приколачивать]] (τι πρός τι Plat. и τί τινι Luc.);<br /><b class="num">2</b> [[сколачивать]], [[сбивать]] (τὰ [[παρασκήνια]] Dem.);<br /><b class="num">3</b> [[распинать]] (τινας σταυροῖς Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''προσηλόω''': καρφώνω τι εἴς τι, στερεώνω, τί τινι, τι [[πρός]] τι Πλάτ. Φαίδων 83D, Λουκ. Προμ. 2. ΙΙ. καρφώνω τι, τὰ [[παρασκήνια]] φράττων, προσηλῶν, καθηλῶν, καρφώνων, Δημ. 520. 19· ― Παθ., καρφώνομαι δι’ ἥλων, Συλλ. Ἐπιγρ. 159. 8., 5788. 21· ἐπὶ προσώπων, καρφώνομαι εἰς σανίδα, (πρβλ. [[προσπασσαλεύω]]), καὶ μονονοὺ προσηλῶσθαι Δημ. 449, 1· καὶ ἐν τοῖς Ρωμαϊκοῖς χρόνοις, σταυρώνομαι, καρφώνομαι ἐπὶ σταυροῦ, Φίλων 1. 237, 687, Εὐσ. Ἐκκλ. Ἱστ. 8. 8. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «προσήλωσαν· προσέπηξαν· ἐσταύρωσαν», καὶ «προσήλωται· ἀνεσταύρωται».
|lstext='''προσηλόω''': καρφώνω τι εἴς τι, στερεώνω, τί τινι, τι [[πρός]] τι Πλάτ. Φαίδων 83D, Λουκ. Προμ. 2. ΙΙ. καρφώνω τι, τὰ [[παρασκήνια]] φράττων, προσηλῶν, καθηλῶν, καρφώνων, Δημ. 520. 19· ― Παθ., καρφώνομαι δι’ ἥλων, Συλλ. Ἐπιγρ. 159. 8., 5788. 21· ἐπὶ προσώπων, καρφώνομαι εἰς σανίδα, (πρβλ. [[προσπασσαλεύω]]), καὶ μονονοὺ προσηλῶσθαι Δημ. 449, 1· καὶ ἐν τοῖς Ρωμαϊκοῖς χρόνοις, σταυρώνομαι, καρφώνομαι ἐπὶ σταυροῦ, Φίλων 1. 237, 687, Εὐσ. Ἐκκλ. Ἱστ. 8. 8. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «προσήλωσαν· προσέπηξαν· ἐσταύρωσαν», καὶ «προσήλωται· ἀνεσταύρωται».
}}
}}
{{bailly
{{StrongGR
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> fixer avec des clous, clouer : [[τί]] τινι clouer une ch. à une autre ; <i>particul.</i> crucifier;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> clouer à, attacher à, <i>avec</i> [[πρός]] et l’acc..<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[ἡλόω]].
|strgr=from [[πρός]] and a derivative of [[ἧλος]]; to [[peg]] to, i.e. [[spike]] [[fast]]: [[nail]] to.
}}
{{Thayer
|txtha=προσήλω: 1st aorist participle προσηλώσας; to [[fasten]] [[with]] nails to, [[nail]] to (cf. [[πρός]], IV:4): τί τῷ σταυρῷ, [[Plato]], [[Demosthenes]], [[Polybius]], Diodorus, [[Philo]], Josephus, [[Plutarch]], Lucian, others.)
}}
{{grml
|mltxt=προσηλῶ, [[προσηλόω]], ΝΜΑ<br /><b>1.</b> [[στερεώνω]] με καρφιά, [[καρφώνω]] (α. «ἥλοις προσηλώθη ὁ Νυμφίος τῆς Ἐκκλησίας», Ακολ. Μεγ. Παρασκ.<br />β. «Καυκάσῳ προσηλωμένος», Λουκ.<br />γ. «τῷ τροχῷ προσηλῶσαι», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> (σχετικά με το [[βλέμμα]] ή την [[προσοχή]]) [[κατευθύνω]] [[σταθερά]] και αποκλειστικά [[κάπου]] ή σε [[κάτι]] (α. «προσήλωσε το [[βλέμμα]] της [[επάνω]] του με [[απορία]]» β. «τῶν ἐπὶ τῆς γῆς ἀπάγων καί τῷ θεῷ προσηλῶν», Ιωάνν. Χρυσ.)<br /><b>3.</b> <b>μέσ.</b> <i>προσηλώνομαι</i> και <i>προσηλοῦμαι</i>, -<i>όομαι</i><br />[[προσέχω]] εντατικά, αφοσιώνομαι, αφιερώνομαι εντελώς σε [[κάτι]], απορροφώμαι από αυτό (α. «ώς το [[τέλος]] έμεινε προσηλωμένος στο [[καθήκον]] του» β. «προσηλωμένος στο [[πρόβλημα]] της ζωής και του θανάτου», Παπαντ.<br />γ. «ψυχὴ ἐὰν μῂ ἔχῃ τὴν [[πλάστιγγα]] τῶν λογισμῶν... προσηλωμένην ἀσφαλῶς τῷ νόμῳ τοῦ θεοῦ», Ιωάνν. Χρυσ.)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[καρφώνω]] σε σταυρό, [[σταυρώνω]]<br /><b>2.</b> [[καρφώνω]] σε [[σανίδα]]<br /><b>3.</b> [[φράζω]] [[τελείως]] καρφώνοντας σανίδες («τὰ [[παρασκήνια]] φράττων, προσηλῶν», <b>Δημοσθ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προσ</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>ἡλῶ</i>, -<i>όω</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἧλος]] «[[καρφί]]»)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''προσηλόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[καρφώνω]], [[καρφιτσώνω]], <i>τί τινι</i>, τι [[πρός]] τι, σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> [[στερεώνω]] [[κάτι]] [[σφιχτά]], τὰ [[παρασκήνια]], σε Δημ. — Παθ., καρφώνομαι, στερεώνομαι με καρφιά, στον ίδ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. ώσω<br /><b class="num">I.</b> to [[nail]], pin, or fix to, τί τινι, τι πρός τι Plat.<br /><b class="num">II.</b> to [[nail]] up, τὰ [[παρασκήνια]] Dem.:—Pass. to [[be nailed]] to a [[plank]], Dem.
}}
{{Chinese
|sngr='''原文音譯''':proshlÒw 普羅士-誒羅哦<br />'''詞類次數''':動詞(1)<br />'''原文字根''':向-釘<br />'''字義溯源''':釘牢於,以木釘釘牢,釘於⋯上,釘上;由([[πρός]])=向著)與([[ἧλος]])*=飾釘)組成;而 ([[πρός]])出自([[πρό]])*=前)<br />'''出現次數''':總共(1);西(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 釘於⋯上(1) 西2:14
}}
{{mantoulidis
|mantxt=(=[[καρφώνω]]). Ἀπό τό πρός + [[ἡλόω]] -ῶ πού παράγεται ἀπό τό [[ἧλος]] (=[[καρφί]]).<br><b>Παράγωγα:</b> [[προσήλωσις]] (=[[σταύρωση]], [[ἀφοσίωση]]). (Τό [[ρῆμα]] δέ βρίσκεται ἁπλό [[ἀλλά]] μόνο [[σύνθετο]]: καθηλῶ καί προσηλῶ).
}}
}}