στέαρ: Difference between revisions

m
Text replacement - "Theophrastus" to "Thphr."
m (Text replacement - " LXX " to " LXX ")
m (Text replacement - "Theophrastus" to "Thphr.")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
(18 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=stear
|Transliteration C=stear
|Beta Code=ste/ar
|Beta Code=ste/ar
|Definition=τό, gen. [[στέατος]] [v. sub fin.]; contr. στῆρ, <span class="bibl"><span class="title">PCair.Zen.</span>703.2</span>,<span class="bibl">6</span> (iii B.C.), Archig. ap. Gal.12.861, Thd.<span class="title">Bel.</span> 27, gen. <span class="sense"><span class="bld">A</span> στῆτος <span class="bibl"><span class="title">PCair.Zen.</span>176.183</span> (iii B.C.); also στεῖαρ, gen. στείατος <span class="bibl">Choerob.<span class="title">in Theod.</span> 1.350</span> H.:—[[hard fat]], [[suet]], such as ruminating animals have, opp. [[πιμελή]] (soft fat), <b class="b3">ἐκ δὲ στέατος ἔνεικε μέγαν τροχόν</b> a large cake of [[suet]], <span class="bibl">Od.21.178</span>; οὔτε πιμελὴν οὔτε στέαρ <span class="bibl">Arist.<span class="title">PA</span>651a26</span>; τὸ τῶν ἰχθύων σ. πιμελῶδες <span class="bibl">Id.<span class="title">HA</span>520a21</span>, al. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> any [[animal fat]], σ. τῆς ἄρκτου <span class="bibl">Thphr.<span class="title">Od.</span>63</span>; σ. δελφίνων <span class="bibl">X.<span class="title">An.</span>5.4.28</span>; freq. in [[LXX]] (<span class="bibl"><span class="title">Le.</span>3.15</span>,<span class="bibl">16</span>,<span class="bibl">17</span>, al.); also <span class="bibl"><span class="title">PRev.Laws</span> 50.14</span> (iii B.C.), <span class="title">PCair.Zen.</span> Il.cc.; so <b class="b3">σ. χήνειον, ὀρνίθειον</b>, etc., Dsc.2.76. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> = [[σταῖς]] ([[quod vide|q.v.]]), [[dough made from flour of spelt]], <span class="bibl">Hp.<span class="title">Nat.Mul.</span>27</span> (but [[σταῖς]] is prob. l.), <span class="bibl">Arist.<span class="title">Pr.</span>879a10</span>, <span class="bibl">Thphr.<span class="title">HP</span>9.20.2</span>, <span class="bibl">LXX <span class="title">Ps.</span>80(81).17</span>, al., <span class="bibl">Str.17.2.5</span> (citing <span class="bibl">Hdt.2.36</span>, where [[σταῖς]] is in our text). [Gen. [[στέατος]] disyll., Od. l.c.; [[στέᾱτι]] trisyll., <span class="bibl">Diph.119</span>; cf. [[στεάτιον]].] (Prob. fr. <b class="b3">*στᾱ</b>[[y]]αρ, cf. Skt. [[styāyate]] 'congeal, grow hard'.)</span>
|Definition=τό, gen. [[στέατος]] [v. sub fin.]; contr. [[στῆρ]], ''PCair.Zen.''703.2,6 (iii B.C.), Archig. ap. Gal.12.861, Thd.''Bel.'' 27, gen.<br><span class="bld">A</span> στῆτος ''PCair.Zen.''176.183 (iii B.C.); also [[στεῖαρ]], gen. στείατος Choerob.''in Theod.'' 1.350 H.:—[[hard fat]], [[suet]], such as ruminating animals have, opp. [[πιμελή]] (soft fat), <b class="b3">ἐκ δὲ στέατος ἔνεικε μέγαν τροχόν</b> a large cake of [[suet]], Od.21.178; οὔτε πιμελὴν οὔτε στέαρ [[Aristotle|Arist.]]''[[De Partibus Animalium|PA]]''651a26; τὸ τῶν ἰχθύων σ. πιμελῶδες Id.''HA''520a21, al.<br><span class="bld">2</span> any [[animal fat]], σ. τῆς ἄρκτου [[Theophrastus|Thphr.]] ''De Odoribus'' 63; σ. δελφίνων X.''An.''5.4.28; freq. in [[LXX]] (''Le.''3.15,16,17, al.); also ''PRev.Laws'' 50.14 (iii B.C.), ''PCair.Zen.'' Il.cc.; so <b class="b3">σ. χήνειον, ὀρνίθειον</b>, etc., Dsc.2.76.<br><span class="bld">II</span> = [[σταῖς]] ([[quod vide|q.v.]]), [[dough made from flour of spelt]], Hp.''Nat.Mul.''27 (but [[σταῖς]] is prob. l.), Arist.''Pr.''879a10, [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[Historia Plantarum|HP]]'' 9.20.2, [[LXX]] ''Ps.''80(81).17, al., Str.17.2.5 (citing [[Herodotus|Hdt.]]2.36, where [[σταῖς]] is in our text). [Gen. [[στέατος]] disyll., Od. [[l.c.]]; στέᾱτι trisyll., Diph.119; cf. [[στεάτιον]].] (Prob. fr. *στᾱ[[y]]αρ, cf. Skt. styāyate 'congeal, grow hard'.)
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0931.png Seite 931]] τό, gen. στέατος, zsgzgn [[στῆρ]], στητός, – 1) stehendes Fett, Talg, wie die wiederkäuenden Thierc haben; nach Arist. H. A. 3, 17 θραυστὸν [[πάντῃ]] καὶ πήγνυται ψυχόμενον, u. so von [[πιμελή]] unterschieden, w. m. s.; στέατος μέγαν τροχόν, eine große Scheibe Talg, Od. 21, 178. 183; vom Delphin, Xen. An. 5, 4, 28. – 2) = [[σταίς]], Teig von Weizenmehl, VLL., auch Sauerteig. – Eine Fettgeschwulst, = [[στεάτωμα]], Medic.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0931.png Seite 931]] τό, gen. στέατος, zsgzgn [[στῆρ]], στητός, – 1) stehendes Fett, Talg, wie die wiederkäuenden Tierc haben; nach Arist. H. A. 3, 17 θραυστὸν [[πάντῃ]] καὶ πήγνυται ψυχόμενον, u. so von [[πιμελή]] unterschieden, w. m. s.; στέατος μέγαν τροχόν, eine große Scheibe Talg, Od. 21, 178. 183; vom Delphin, Xen. An. 5, 4, 28. – 2) = [[σταίς]], Teig von Weizenmehl, VLL., auch Sauerteig. – Eine Fettgeschwulst, = [[στεάτωμα]], Medic.
}}
}}
{{ls
{{bailly
|lstext='''στέᾰρ''': τό, γεν. στέατος [ἴδε ἐν τέλ.]· συνῃρ. [[στῆρ]] (Ἀρχιγέν. παρὰ Γαλην. 13. 476· γενικ. στηρὸς Afr. Cest. 294D· [[ὡσαύτως]] στεΐαρ. Χοιροβ. 1. 281· (√ΣΤΑ, ἵστημι)· - [[πάχος]] σκληρόν, [[πάχος]], «ξύγγι», [[οἷον]] ἔχουσι τὰ μηρυκαστικὰ ζῷα, Λατιν. sekum, ἀντίθετον τῷ πιμελὴ (Λατιν. adeps, τὸ [[μαλακὸν]] [[πάχος]]), ἐκ δὲ στέατος ἔνεικε μὲγαν τροχόν, στρογγύλον πλακοῦντα ἐκ στέατος, Ὀδ. Φ. 178, 183· [[οὔτε]] πιμελὴν [[οὔτε]] [[στέαρ]] Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 2. 5, 2· τὸ τῶν ἰχθύων στ. πιμελῶδες ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 17, 3, κ. ἀλλ.· - ἀλλ’ εὑρίσκομεν τὸ [[στέαρ]] ἀντὶ τοῦ πιμελὴ παρὰ Ξεν. ἐν Ἀν. 5. 4, 28, κτλ.· οὕτω, στ. χήνειον, ὀρνίθειον Διοσκ. 2. 93. ΙΙ. = [[σταῖς]]. [[φύραμα]] ἐξ ἀλεύρου ζειᾶς, Ἱππ. 570. 6., 610. 19, Ἀριστ. Προβλ. 4. 21, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 20, 2, [[ἔνθα]] ἴδε Schneid. εἰς Στράβ. 823 ([[ὅστις]] μνημονεύει Ἡρόδ. 2. 36, [[ἔνθα]] παρ’ ἡμῖν κεῖται [[σταῖς]]), πρβλ. Ἑβδ. (Δευτ. ΛΒ΄, 14, Ψαλμ. ΠΑ΄, 16, κ. ἀλλ.)· ὡς τἀνάπαλιν [[σταῖς]] (ὃ ἴδε) εὕρηται ἀντὶ τοῦ [[στέαρ]]. [Ἡ γενικὴ κεῖται ὡς δισύλλ. στέατος ἐν Ὀδ. ἔνθ’ ἀνωτ.· ἀλλὰ στέᾱτι τρισύλλαβ., Δίφιλ. ἐν Ἀδήλ. 38· [[στεάτιον]] [ᾱ] ὡς τετρασύλλ., Ἄλεξ. ἐν «Ἐρετρ.» 1].
|btext=στέατος (τό) :<br /><b>1</b> [[graisse compacte]], [[lard]], [[suif]];<br /><b>2</b> graisse, <i>c.</i> [[πιμελή]].<br />'''Étymologie:''' p. *στέϜαρ, cf. [[ἵστημι]].
}}
{{elnl
|elnltext=στέαρ -ατος, τό gestold vet, talg. alg. vet (van dieren).
}}
}}
{{bailly
{{elru
|btext=στέατος (τό) :<br /><b>1</b> graisse compacte, lard, suif;<br /><b>2</b> graisse, <i>c.</i> [[πιμελή]].<br />'''Étymologie:''' p. *στέϜαρ, cf. [[ἵστημι]].
|elrutext='''στέᾱρ:''' στέᾱτος τό (gen. у Hom. двусложн.)<br /><b class="num">1</b> [[сало]], [[жир]] (преимущ. в твердом состоянии) Hom., Xen., Arst.;<br /><b class="num">2</b> Arst. = [[σταῖς]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 26: Line 29:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ατος, το, ΝΜΑ, και [[στέας]] Μ, και στεῑαρ, -είατος, και [[στῆρ]], [[στητός]] Α<br />το στερεό και συμπαγές [[λίπος]] τών εσωτερικών λιπαρών ιστών μυρηκαστικών, το οποίο χρησιμοποιείται για την [[παρασκευή]] κεριών, σαπουνιών κ.ά. προϊόντων (α. «βόρειο [[στέαρ]]» β. «[[οὔτε]] πιμελήν [[οὔτε]] [[στέαρ]]», <b>Αριστοτ.</b><br />γ. «ἐκ δὲ στέατος ἔνεικε μέγαν τροχόν», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> οποιοδήποτε [[είδος]] ζωικού λίπους (α. «[[στέαρ]] δελφίνων», <b>Ξεν.</b><br />β. «[[στέαρ]] τῆς ἄρκτου», Θεόφρ.)<br /><b>2.</b> [[φύραμα]], [[ζύμη]] από [[αλεύρι]] ζειάς, μονόκοκκου σιταριού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αρχαϊκό ουδ. σε -<i>αρ</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ἧπ</i>-<i>αρ</i>, <i>οὖθ</i>-<i>αρ</i>, [[πῖαρ]]) που ανάγεται σε ΙΕ τ. <i>st</i><i>ā</i><i>iŗ</i> «[[πηχτός]], [[συμπαγής]]» και συνδέεται με το αβεστ. <i>st</i><i>ā</i>(<i>y</i>)- «[[μάζα]], [[σωρός]]» και το αρχ. ινδ. <i>sty</i><i>ā</i><i>na</i>- «[[συμπαγής]]» (<b>βλ.</b> και λ. [[στία]]). Ο τ. <i>στέᾱρ</i> έχει σχηματιστεί με [[αντιμεταχώρηση]] από αμάρτυρο τ. <i>στᾱy</i>-<i>αρ</i> (από όπου και [[επίσης]] [[αμάρτυρος]] ιων. τ. <i>στῆ</i>-<i>αρ</i>). Παράλληλα με τον τ. [[στέαρ]], <i>στέατος</i> μαρτυρείται στους παπύρους της ελληνιστικής εποχής ο [[συνηρημένος]] τ. [[στῆρ]], [[στητός]]].
|mltxt=-ατος, το, ΝΜΑ, και [[στέας]] Μ, και στεῖαρ, -είατος, και [[στῆρ]], [[στητός]] Α<br />το στερεό και συμπαγές [[λίπος]] τών εσωτερικών λιπαρών ιστών μυρηκαστικών, το οποίο χρησιμοποιείται για την [[παρασκευή]] κεριών, σαπουνιών κ.ά. προϊόντων (α. «βόρειο [[στέαρ]]» β. «[[οὔτε]] πιμελήν [[οὔτε]] [[στέαρ]]», <b>Αριστοτ.</b><br />γ. «ἐκ δὲ στέατος ἔνεικε μέγαν τροχόν», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> οποιοδήποτε [[είδος]] ζωικού λίπους (α. «[[στέαρ]] δελφίνων», <b>Ξεν.</b><br />β. «[[στέαρ]] τῆς ἄρκτου», Θεόφρ.)<br /><b>2.</b> [[φύραμα]], [[ζύμη]] από [[αλεύρι]] ζειάς, μονόκοκκου σιταριού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αρχαϊκό ουδ. σε -<i>αρ</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ἧπ</i>-<i>αρ</i>, <i>οὖθ</i>-<i>αρ</i>, [[πῖαρ]]) που ανάγεται σε ΙΕ τ. <i>st</i><i>ā</i><i>iŗ</i> «[[πηχτός]], [[συμπαγής]]» και συνδέεται με το αβεστ. <i>st</i><i>ā</i>(<i>y</i>)- «[[μάζα]], [[σωρός]]» και το αρχ. ινδ. <i>sty</i><i>ā</i><i>na</i>- «[[συμπαγής]]» (<b>βλ.</b> και λ. [[στία]]). Ο τ. <i>στέᾱρ</i> έχει σχηματιστεί με [[αντιμεταχώρηση]] από αμάρτυρο τ. <i>στᾱy</i>-<i>αρ</i> (από όπου και [[επίσης]] [[αμάρτυρος]] ιων. τ. <i>στῆ</i>-<i>αρ</i>). Παράλληλα με τον τ. [[στέαρ]], <i>στέατος</i> μαρτυρείται στους παπύρους της ελληνιστικής εποχής ο [[συνηρημένος]] τ. [[στῆρ]], [[στητός]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''στέᾰρ:''' τό, γεν. <i>στέατος</i> (ως [[τροχαίος]], δηλ. η γεν. λογίζεται ως δισύλλαβη μέσω συνίζησης), (πιθ. από √<i>ΣΤΑ</i> του <i>ἵ-στη-μι</i>)· σκληρό [[λίπος]], [[πάχος]], [[ξύγκι]], Λατ. [[sebum]], αντίθ. προς το [[πιμελή]], Λατ. [[adeps]], μαλακό [[λίπος]], σε Ομήρ. Οδ., Ξεν.
|lsmtext='''στέᾰρ:''' τό, γεν. <i>στέατος</i> (ως [[τροχαίος]], δηλ. η γεν. λογίζεται ως δισύλλαβη μέσω συνίζησης), (πιθ. από √<i>ΣΤΑ</i> του <i>ἵ-στη-μι</i>)· σκληρό [[λίπος]], [[πάχος]], [[ξύγκι]], Λατ. [[sebum]], αντίθ. προς το [[πιμελή]], Λατ. [[adeps]], μαλακό [[λίπος]], σε Ομήρ. Οδ., Ξεν.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''στέᾱρ:''' στέᾱτος τό (gen. у Hom. двусложн.)<br /><b class="num">1)</b> сало, жир (преимущ. в твердом состоянии) Hom., Xen., Arst.;<br /><b class="num">2)</b> Arst. = [[σταῖς]].
|lstext='''στέᾰρ''': τό, γεν. στέατος [ἴδε ἐν τέλ.]· συνῃρ. [[στῆρ]] (Ἀρχιγέν. παρὰ Γαλην. 13. 476· γενικ. στηρὸς Afr. Cest. 294D· [[ὡσαύτως]] στεΐαρ. Χοιροβ. 1. 281· (√ΣΤΑ, ἵστημι)· - [[πάχος]] σκληρόν, [[πάχος]], «ξύγγι», [[οἷον]] ἔχουσι τὰ μηρυκαστικὰ ζῷα, Λατιν. sekum, ἀντίθετον τῷ πιμελὴ (Λατιν. adeps, τὸ [[μαλακὸν]] [[πάχος]]), ἐκ δὲ στέατος ἔνεικε μὲγαν τροχόν, στρογγύλον πλακοῦντα ἐκ στέατος, Ὀδ. Φ. 178, 183· [[οὔτε]] πιμελὴν [[οὔτε]] [[στέαρ]] Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 2. 5, 2· τὸ τῶν ἰχθύων στ. πιμελῶδες ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 17, 3, κ. ἀλλ.· - ἀλλ’ εὑρίσκομεν τὸ [[στέαρ]] ἀντὶ τοῦ πιμελὴ παρὰ Ξεν. ἐν Ἀν. 5. 4, 28, κτλ.· οὕτω, στ. χήνειον, ὀρνίθειον Διοσκ. 2. 93. ΙΙ. = [[σταῖς]]. [[φύραμα]] ἐξ ἀλεύρου ζειᾶς, Ἱππ. 570. 6., 610. 19, Ἀριστ. Προβλ. 4. 21, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 20, 2, [[ἔνθα]] ἴδε Schneid. εἰς Στράβ. 823 ([[ὅστις]] μνημονεύει Ἡρόδ. 2. 36, [[ἔνθα]] παρ’ ἡμῖν κεῖται [[σταῖς]]), πρβλ. Ἑβδ. (Δευτ. ΛΒ΄, 14, Ψαλμ. ΠΑ΄, 16, κ. ἀλλ.)· ὡς τἀνάπαλιν [[σταῖς]] (ὃ ἴδε) εὕρηται ἀντὶ τοῦ [[στέαρ]]. [Ἡ γενικὴ κεῖται ὡς δισύλλ. στέατος ἐν Ὀδ. ἔνθ’ ἀνωτ.· ἀλλὰ στέᾱτι τρισύλλαβ., Δίφιλ. ἐν Ἀδήλ. 38· [[στεάτιον]] [ᾱ] ὡς τετρασύλλ., Ἄλεξ. ἐν «Ἐρετρ.» 1].
}}
{{elnl
|elnltext=στέαρ -ατος, τό gestold vet, talg. alg. vet (van dieren).
}}
}}
{{etym
{{etym
|etymtx=στέατος<br />Grammatical information: n.<br />Meaning: <b class="b2">(standing) fat, tallow</b> (opposite [[πιμελή]]), also [[dough]] = [[σταῖς]] (Od., Hp., X., Arist. etc.).<br />Other forms: (disyllabic φ 178 = 183), hell. pap. a. o. [[στῆτος]] with nom. [[στῆρ]].<br />Derivatives: Dimin. <b class="b3">στεάτ-ιον</b> n. (Alex., Paul. Aeg.), <b class="b3">-ώδης</b> [[tallowy]] (Hp., Arist. a. o.), <b class="b3">-ινος</b> [[of tallow]], [[of dough]] (Aesop.), <b class="b3">-ωμα</b> n. <b class="b2">tallow formation, fat-tumour</b> with <b class="b3">-ωμάτιον</b> n. (medic.), <b class="b3">-ῖται πλακοῦντες</b> H. as expl. of [[πίονες]]; <b class="b3">-όομαι</b> to [[be tallowed]] (LXX), <b class="b2">to suffer from a fat-tumour</b> (Hippiatr.); also <b class="b3">στε-άζω</b> [[to tallow]] (Al.).<br />Origin: IE [Indo-European] [1010] <b class="b2">*steh₂i̯-r̥</b><br />Etymology: Old formation like [[πῖαρ]], [[οὖθαρ]] a.o. (Schwyzer 518, Benveniste Origines 19, 27 a. 169); without immediate agreement outside Greek. Can stand for <b class="b3">*στῆι̯αρ</b>, <b class="b3">-σται̯αρ</b> (from which with metathesis [[στέαρ]] [LSJ Add. et Corr. s. v.]), which makes connection with Av. <b class="b2">stā(y</b>)- m. [[heap]], [[mass]] possible (but instr. pl. [[stāiš]]). To this with zero grade Skt. <b class="b2">stī-má-</b> [[slow]] of waters, in antevoc. position <b class="b2">sty-āna-</b> [[curdled]], [[fixed]], [[stiff]], prob. also <b class="b2">stíyāḥ</b> nom. pl. approx. [[standing waters]] (opposite <b class="b2">síndhavaḥ</b> [[rivers]]; RV) etc.; s. [[στία]]. -- Not here [[σταῖς]] (s. v.) and [[ἀγχιστῖνος]] (s. [[ἄγχι]]).
|etymtx=στέατος<br />Grammatical information: n.<br />Meaning: [[(standing) fat]], [[tallow]] (opposite [[πιμελή]]), also [[dough]] = [[σταῖς]] (Od., Hp., X., Arist. etc.).<br />Other forms: (disyllabic φ 178 = 183), hell. pap. a. o. [[στῆτος]] with nom. [[στῆρ]].<br />Derivatives: Dimin. <b class="b3">στεάτ-ιον</b> n. (Alex., Paul. Aeg.), <b class="b3">-ώδης</b> [[tallowy]] (Hp., Arist. a. o.), <b class="b3">-ινος</b> [[of tallow]], [[of dough]] (Aesop.), <b class="b3">-ωμα</b> n. [[tallow formation]], [[fat-tumour]] with <b class="b3">-ωμάτιον</b> n. (medic.), <b class="b3">-ῖται πλακοῦντες</b> H. as expl. of [[πίονες]]; <b class="b3">-όομαι</b> to [[be tallowed]] (LXX), [[to suffer from a fat-tumour]] (Hippiatr.); also <b class="b3">στε-άζω</b> [[to tallow]] (Al.).<br />Origin: IE [Indo-European] [1010] <b class="b2">*steh₂i̯-r̥</b><br />Etymology: Old formation like [[πῖαρ]], [[οὖθαρ]] a.o. (Schwyzer 518, Benveniste Origines 19, 27 a. 169); without immediate agreement outside Greek. Can stand for <b class="b3">*στῆι̯αρ</b>, <b class="b3">-σται̯αρ</b> (from which with metathesis [[στέαρ]] [LSJ Add. et Corr. s. v.]), which makes connection with Av. <b class="b2">stā(y</b>)- m. [[heap]], [[mass]] possible (but instr. pl. [[stāiš]]). To this with zero grade Skt. <b class="b2">stī--</b> [[slow]] of waters, in antevoc. position [[sty-āna-]] [[curdled]], [[fixed]], [[stiff]], prob. also <b class="b2">stíyāḥ</b> nom. pl. approx. [[standing waters]] (opposite <b class="b2">síndhavaḥ</b> [[rivers]]; RV) etc.; s. [[στία]]. -- Not here [[σταῖς]] (s. v.) and [[ἀγχιστῖνος]] (s. [[ἄγχι]]).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
Line 44: Line 44:
}}
}}
{{FriskDe
{{FriskDe
|ftr='''στέαρ''': στέατος<br />{stéar}<br />'''Forms''': (zweisilbig φ 178 = 183), hell. Pap. u. a. στῆτος mit Nom. [[στῆρ]]<br />'''Grammar''': n.<br />'''Meaning''': ‘(stehendes) Fett, Talg’ (Gegensatz [[πιμελή]]), auch [[Teig]] = [[σταῖς]] (Od., Hp., X., Arist. usw.).<br />'''Derivative''': Davon Demin. στεάτιονn. (Alex., Paul. Aeg.), -ώδης [[talgig]] (Hp., Arist. u. a.), -ινος [[von Talg]], [[von Teig]] (Aesop.), -ωμα n. [[Talgbildung]], [[Fettgeschwulst]] mit -ωμάτιον n. (Mediz.), -ῖται πλακοῦντες H. als Erkl. von πίονες; -όομαι [[gemästet werden]] (LXX), [[an einer Fettgeschwulst leiden]] (Hippiatr.); auch [[στεάζω]] [[mästen]] (Al.).<br />'''Etymology''' : Alte Bildung wie [[πῖαρ]], [[οὖθαρ]] u.a. (Schwyzer 518, Benveniste Origines 19,27 u. 169); ohne unmittelbares außergriech. Gegenstück. Kann für *στῆι̯αρ, -σται̯αρ stehen (woraus mit Metathese [[στέαρ]] [LSJ Add. et Corr. s. v.]), was Anschluß an aw. ''stā''(''y'')- m. [[Haufen]], [[Masse]] (nur Instr. pl. ''stāiš'') ermöglicht. Dazu mit Schwundstufe aind. ''stī''-''má''- [[träge]] von Gewässern, in antevok. Stellung ''sty''-''āna''- [[geronnen]], [[fest]], [[steif]], wohl auch ''stíyāḥ'' Nom. pl. etwa [[stehende Gewässer]] (Gegensatz ''síndhavaḥ'' [[Flüsse]]; RV) u. a. m.; s. [[στία]]. — Nicht hierher [[σταῖς]] (s. d.) und [[ἀγχιστῖνος]] (s. [[ἄγχι]]).<br />'''Page''' 2,779-780
|ftr='''στέαρ''': στέατος<br />{stéar}<br />'''Forms''': (zweisilbig φ 178 = 183), hell. Pap. u. a. στῆτος mit Nom. [[στῆρ]]<br />'''Grammar''': n.<br />'''Meaning''': ‘(stehendes) Fett, Talg’ (Gegensatz [[πιμελή]]), auch [[Teig]] = [[σταῖς]] (Od., Hp., X., Arist. usw.).<br />'''Derivative''': Davon Demin. στεάτιονn. (Alex., Paul. Aeg.), -ώδης [[talgig]] (Hp., Arist. u. a.), -ινος [[von Talg]], [[von Teig]] (Aesop.), -ωμα n. [[Talgbildung]], [[Fettgeschwulst]] mit -ωμάτιον n. (Mediz.), -ῖται πλακοῦντες H. als Erkl. von πίονες; -όομαι [[gemästet werden]] (LXX), [[an einer Fettgeschwulst leiden]] (Hippiatr.); auch [[στεάζω]] [[mästen]] (Al.).<br />'''Etymology''': Alte Bildung wie [[πῖαρ]], [[οὖθαρ]] u.a. (Schwyzer 518, Benveniste Origines 19,27 u. 169); ohne unmittelbares außergriech. Gegenstück. Kann für *στῆι̯αρ, -σται̯αρ stehen (woraus mit Metathese [[στέαρ]] [LSJ Add. et Corr. s. v.]), was Anschluß an aw. ''stā''(''y'')- m. [[Haufen]], [[Masse]] (nur Instr. pl. ''stāiš'') ermöglicht. Dazu mit Schwundstufe aind. ''stī''-''má''- [[träge]] von Gewässern, in antevok. Stellung ''sty''-''āna''- [[geronnen]], [[fest]], [[steif]], wohl auch ''stíyāḥ'' Nom. pl. etwa [[stehende Gewässer]] (Gegensatz ''síndhavaḥ'' [[Flüsse]]; RV) u. a. m.; s. [[στία]]. — Nicht hierher [[σταῖς]] (s. d.) und [[ἀγχιστῖνος]] (s. [[ἄγχι]]).<br />'''Page''' 2,779-780
}}
{{mantoulidis
|mantxt=στέατος, τό (=[[πάχος]], [[ξίγγι]]). Ἴσως ἀπό ρίζα στα τοῦ [[ἵστημι]].
}}
{{elmes
|esmgtx=τό contr. στῆρ [[grasa]] gener. de cabra καρκίνον ποτάμιον καὶ στῆρ ποικίλης αἰγὸς παρθένου καὶ κυνοκεφάλου κόπρον, ... ταῦτα βάλε εἰς ὅλμον <b class="b3">un cangrejo de río, grasa de una cabra virgen de piel moteada y excremento de papión, echa todo esto en un mortero</b> P IV 2459 P IV 2686 αἰγός τε ποικίλης στέαρ καὶ αἷμα καὶ μύσαγμα <b class="b3">grasa, sangre y suciedad de una cabra moteada</b> P IV 2576 P IV 2644 de cierva ἡ δεῖνά σοι θύει, θεά, δεινόν τι θυμίασμα ... ἅλα, στέαρ ἐλάφου νεκρᾶς <b class="b3">fulana presenta en tu honor, diosa, una horrible ofrenda, sal y grasa de una cierva muerta</b> P IV 2581 de asno λαβὼν ὄνου μέλανος στέαρ καὶ αἰγὸς ποικίλης στέαρ <b class="b3">toma grasa de un asno negro y grasa de una cabra moteada</b> P IV 1332 de toro λαβὼν ὄνου μέλανος στέαρ καὶ αἰγὸς ποικίλης στέαρ καὶ ταύρου μέλανος στέαρ καὶ κύμινον αἰθιοπικόν <b class="b3">toma grasa de un asno negro, grasa de una cabra moteada, grasa de un toro negro y comino de Etiopía</b> P IV 1333 P IV 2710 de paloma ἐπίθυμα· περιστερᾶς λευκῆς αἷμα καὶ στέαρ <b class="b3">ofrenda: sangre y grasa de paloma blanca</b> P IV 2892 de búho λαβὼν στέαρ ἢ ὀφθαλμὸν νυκτίβαυ καὶ κύλισμα κανθάρου ... λειοτριβήσας πάντα χρῖε ὅλον τὸ σωμάτιόν σου <b class="b3">toma grasa o el ojo de un búho y la pelota de un escarabajo, machácalo todo y unge todo tu cuerpo</b> P I 223 como nombre secreto στῆρ ἀπὸ κεφαλῆς· τιθύμαλλον <b class="b3">grasa de la cabeza es lechetrezna</b> P XII 442
}}
}}