3,273,773
edits
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "Theophrastus" to "Thphr.") |
||
(9 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=thymiatos | |Transliteration C=thymiatos | ||
|Beta Code=qumiato/s | |Beta Code=qumiato/s | ||
|Definition=Ion. | |Definition=Ion. [[θυμιητός]], ή, όν, to [[be burnt as incense]], Hp.''Mul.''2.114; <b class="b3">πᾶν τὸ θ.</b> [[Theophrastus|Thphr.]] ''De Odoribus'' 12; [[capable of giving off fumes]], [[Aristotle|Arist.]]''[[Meteorologica|Mete.]]''387b7: pl., [[θυμιητά]], = [[θυμιάματα]], Aret.''SD''2.11. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''θῡμιᾱτός:''' [[способный куриться]], [[применимый для курений]], [[курительный]]: [[ὕδωρ]] οὐ θυμιατόν, ἀλλ᾽ ἀτμιστόν Arst. вода не курится, а испаряется. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 15: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό (ΑΜ [[θυμιατός]], -ή, -όν, Μ και φυμιατός, -ή, -όν, Α και [[θυμιητός]], -ή, -όν) [[θυμιώ]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />(το ουδ. και οπανιότ. το αρσ. ως ουσ.) <i>τὸ θυμιατό</i>(<i>ν</i>) και ὁ [[θυμιατός]]<br />το λιβανιστήρι<br /><b>μσν.</b><br />θύμιασμα, δηλ. το [[μέρος]] της εκκλησιαστικής ακολουθίας [[κατά]] το οποίο θυμιάζει ο [[διάκος]] ή ο [[ιερέας]] το [[εκκλησίασμα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός τον οποίο μπορεί [[κανείς]] να κάψει ως [[θυμίαμα]]<br /><b>2.</b> ο [[ικανός]] και [[κατάλληλος]] να βγάζει καπνό<br /><b>3.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τὰ θυμιητά</i><br />τα θυμιάματα. | |mltxt=-ή, -ό (ΑΜ [[θυμιατός]], -ή, -όν, Μ και φυμιατός, -ή, -όν, Α και [[θυμιητός]], -ή, -όν) [[θυμιώ]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />(το ουδ. και οπανιότ. το αρσ. ως ουσ.) <i>τὸ θυμιατό</i>(<i>ν</i>) και ὁ [[θυμιατός]]<br />το λιβανιστήρι<br /><b>μσν.</b><br />θύμιασμα, δηλ. το [[μέρος]] της εκκλησιαστικής ακολουθίας [[κατά]] το οποίο θυμιάζει ο [[διάκος]] ή ο [[ιερέας]] το [[εκκλησίασμα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός τον οποίο μπορεί [[κανείς]] να κάψει ως [[θυμίαμα]]<br /><b>2.</b> ο [[ικανός]] και [[κατάλληλος]] να βγάζει καπνό<br /><b>3.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τὰ θυμιητά</i><br />τα θυμιάματα. | ||
}} | }} |