σκαληνός: Difference between revisions

m
Text replacement - "Theophrastus" to "Thphr."
m (Text replacement - " :" to ":")
m (Text replacement - "Theophrastus" to "Thphr.")
 
(17 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=skalinos
|Transliteration C=skalinos
|Beta Code=skalhno/s
|Beta Code=skalhno/s
|Definition=ή, όν, also ός, όν Leon. ap. Stob.4.52.28:—<span class="sense"><span class="bld">A</span> [[uneven]], [[unequal]], [[rough]], Democr. ap. <span class="bibl">Thphr.<span class="title">Sens.</span>66</span>, <span class="bibl">Epicur.<span class="title">Ep.</span>2p.50U.</span>; <b class="b3">ἀταρπὸς σ</b>. a [[rugged]] path, Leon. [[l.c.]]; <b class="b3">σ. φλέψ</b> a [[slanting]] vein, <span class="bibl">Hp.<span class="title">Anat.</span>1</span>; <b class="b3">ἀριθμὸς σ</b>. [[odd]] number (v. [[ἰσοσκελής]]), <span class="bibl">Pl.<span class="title">Euthphr.</span> 12d</span>, cf. <span class="bibl">Nicom.<span class="title">Ar.</span>2.16</span>; <b class="b3">τρίγωνον σ</b>. a triangle [[with unequal sides]], <span class="bibl">Ti.Locr.98b</span>, cf. <span class="bibl">Call.<span class="title">Iamb.</span>1.125</span>; <b class="b3">τὸ σ</b>. <span class="bibl">Arist.<span class="title">APo.</span>84b7</span>; <b class="b3">κῶνος σ</b>. [[oblique]] cone, <span class="bibl">Apollon.Perg.<span class="title">Con.</span>1</span> <span class="title">Def.</span>1.3; cf. [[σκαληνής]]. (Prob.akin to [[σκολιός]].)</span>
|Definition=σκαληνή, σκαληνόν, also ός, όν Leon. ap. Stob.4.52.28:—[[uneven]], [[unequal]], [[rough]], Democr. ap. [[Theophrastus|Thphr.]] ''Sens.''66, Epicur.''Ep.''2p.50U.; <b class="b3">ἀταρπὸς σ.</b> a [[rugged]] path, Leon. [[l.c.]]; <b class="b3">σκαληνὴ φλέψ</b> a [[slanting]] [[vein]], Hp.''Anat.''1; ἀριθμὸς σκαληνός</b> [[odd]] [[number]] (v. [[ἰσοσκελής]]), [[Plato|Pl.]]'' [[Euthyphro|Euthyphr.]] '' 12d, cf. Nicom.''Ar.''2.16; [[τρίγωνον]] σκαληνόν = a [[triangle]] [[with unequal sides]], Ti.Locr.98b, cf. Call.''Iamb.''1.125; <b class="b3">τὸ σκαληνόν</b> Arist.''APo.''84b7; <b class="b3">κῶνος σκαληνός</b> [[oblique]] [[cone]], Apollon.Perg.''Con.''1 ''Def.''1.3; cf. [[σκαληνής]]. (Prob.akin to [[σκολιός]].)
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0888.png Seite 888]] 1) hinkend, wankend. – 2) uneben, ungleich, höckerig, [[ἀταρπός]], Leon. Tar. 68 (App. 48); schief, Ggstz [[ἰσοσκελής]], Plat. Euthyphr. 12 d; [[τρίγωνον]], ein ungleichseitiges Dreieck, Euclid.; στερεά, Körper mit drei ungleichen Ausdehnungen, Nicom. arithm. 2, 16; [[φλέψ]], die schiefe od. krumme Blutader, Hippocr.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0888.png Seite 888]] 1) [[hinkend]], [[wankend]]. – 2) [[uneben]], [[ungleich]], [[höckerig]], [[ἀταρπός]], Leon. Tar. 68 (App. 48); [[schief]], <span class="ggns">Gegensatz</span> [[ἰσοσκελής]], Plat. ''Euthyphr.'' 12 d; [[τρίγωνον]], ein ungleichseitiges [[Dreieck]], Euclid.; στερεά, Körper mit drei ungleichen Ausdehnungen, Nicom. arithm. 2, 16; [[φλέψ]], die schiefe od. krumme Blutader, Hippocr.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />[[boiteux]].<br />'''Étymologie:''' R. Σκαλ, boiter ; cf. [[σκολιός]].
}}
{{elnl
|elnltext=σκαληνός -ή -όν [[σκάλλω]] [[ongelijk]], [[oneven]]. Plat. Euthyph. 12d.
}}
{{elru
|elrutext='''σκᾰληνός:''' 3, редко<br /><b class="num">1</b> [[неровный]], [[кривой]] ([[ἀταρπός]] Anth.);<br /><b class="num">2</b> [[нечетный]] ([[ἀριθμός]] Plat.);<br /><b class="num">3</b> мат. [[неравносторонний]], [[разносторонний]] ([[τρίγωνον]] Plat., Arst.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''σκᾰληνός''': -ή, -όν, καὶ ἐν Ἀνθ. Π. παράρτ. 48. 3, ός, όν, [[ἀνώμαλος]], [[ἄνισος]], Δημόκρ. παρὰ Θεοφρ. περὶ Αἰσθ. 66· ἀταρπὸς σκ., [[ἀκανόνιστος]], [[ἀνώμαλος]], σκολιὰ [[ἀτραπός]], Ἀνθ. ἔνθ’ ἀνωτ.· σκ. [[φλέψ]], λοξὴ φλ., Ἱππ. 910Β· - [[ἀριθμὸς]] σκ., περιττὸς [[ἀριθμὸς]] (ἴδε [[ἰσοσκελής]]), Πλάτ. Εὐθύφρων 12D· τρίγωνον σκ., ἔχον τὰς [[τρεῖς]] πλευρὰς ἀνίσους, Τίμ. Λοκρ. 98Β· οὕτω, τὸ σκαληνὸν Ἀριστ. Ἀναλυτ. Ὕστ. 1. 23, 1· πρβλ. [[σκαληνής]], Ἡσύχ., Ἐπίρρ. -νῶς, Ἐπιφάν. (Πιθαν. συγγενὲς τῷ [[σκολιός]]).
|lstext='''σκᾰληνός''': -ή, -όν, καὶ ἐν Ἀνθ. Π. παράρτ. 48. 3, ός, όν, [[ἀνώμαλος]], [[ἄνισος]], Δημόκρ. παρὰ Θεοφρ. περὶ Αἰσθ. 66· ἀταρπὸς σκ., [[ἀκανόνιστος]], [[ἀνώμαλος]], σκολιὰ [[ἀτραπός]], Ἀνθ. ἔνθ’ ἀνωτ.· σκ. [[φλέψ]], λοξὴ φλ., Ἱππ. 910Β· - [[ἀριθμός|ἀριθμὸς]] σκ., περιττὸς [[ἀριθμός|ἀριθμὸς]] (ἴδε [[ἰσοσκελής]]), Πλάτ. Εὐθύφρων 12D· τρίγωνον σκ., ἔχον τὰς [[τρεῖς]] πλευρὰς ἀνίσους, Τίμ. Λοκρ. 98Β· οὕτω, τὸ σκαληνὸν Ἀριστ. Ἀναλυτ. Ὕστ. 1. 23, 1· πρβλ. [[σκαληνής]], Ἡσύχ., Ἐπίρρ. -νῶς, Ἐπιφάν. (Πιθαν. συγγενὲς τῷ [[σκολιός]]).
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />boiteux.<br />'''Étymologie:''' R. Σκαλ, boiter ; cf. [[σκολιός]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[σκαληνός]], -ή, -όν, ΝΑ, θηλ. και -ός, Α<br /><b>1.</b> [[άνισος]], [[ασύμμετρος]], [[ανισοσκελής]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «σκαληνό(ν) [[τρίγωνο]](ν)» — [[τρίγωνο]] που έχει και τις [[τρεις]] πλευρές του άνισες<br />β) «σκαληνοί μύες» — [[τρεις]] μύες της πλάγιας τραχηλικής χώρας, ο [[πρόσθιος]], ο [[μέσος]] και ο [[οπίσθιος]], που ενεργούν ως επικουρικοί εισπνευστικοί μύες<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[σύνδρομο]] του πρόσθιου σκαληνού (μυός)» — [[σύνδρομο]] που οφείλεται σε [[συμπίεση]] του βραχιόνιου πλέγματος και της υποκλείδιας αρτηρίας [[πάνω]] στην 1η [[πλευρά]] λόγω υπερτονίας του μυός [[αυτού]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[λοξός]], [[σκολιός]] («σκαληνὴ [[φλέψ]]» — λοξή [[φλέβα]], Ιπποκρ.)<br /><b>2.</b> [[ανώμαλος]], [[ακανόνιστος]] («ἀταρπὸς [[σκαληνός]]» — ανώμαλο, ακανόνιστο [[μονοπάτι]], <b>Στοβ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «σκαληνὰ [[στερεά]]» — [[στερεά]] σώματα τών οποίων οι [[τρεις]] διαστάσεις [[είναι]] άνισες [[μεταξύ]] τους<br />β) «ὁ [[ἀριθμός]] ὃς ἂν μὴ σκαληνὸς ἦ ἀλλ' [[ἰσοσκελής]]» — ο [[περιττός]] [[αριθμός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>σκαληνῶς</i> Α<br />με άνισο, ακανόνιστο τρόπο («[[ὄφις]] σκαληνῶς διαβαίνων», Επιφάν.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>σκαλ</i>- του [[σκάλλω]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ηνός</i> (<b>πρβλ.</b> <i>γαλ</i>-<i>ηνός</i>)].
|mltxt=-ή, -ό / [[σκαληνός]], -ή, -όν, ΝΑ, θηλ. και -ός, Α<br /><b>1.</b> [[άνισος]], [[ασύμμετρος]], [[ανισοσκελής]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «σκαληνό(ν) [[τρίγωνο]](ν)» — [[τρίγωνο]] που έχει και τις [[τρεις]] πλευρές του άνισες<br />β) «σκαληνοί μύες» — [[τρεις]] μύες της πλάγιας τραχηλικής χώρας, ο [[πρόσθιος]], ο [[μέσος]] και ο [[οπίσθιος]], που ενεργούν ως επικουρικοί εισπνευστικοί μύες<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[σύνδρομο]] του πρόσθιου σκαληνού (μυός)» — [[σύνδρομο]] που οφείλεται σε [[συμπίεση]] του βραχιόνιου πλέγματος και της υποκλείδιας αρτηρίας [[πάνω]] στην 1η [[πλευρά]] λόγω υπερτονίας του μυός [[αυτού]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[λοξός]], [[σκολιός]] («σκαληνὴ [[φλέψ]]» — λοξή [[φλέβα]], Ιπποκρ.)<br /><b>2.</b> [[ανώμαλος]], [[ακανόνιστος]] («ἀταρπὸς [[σκαληνός]]» — ανώμαλο, ακανόνιστο [[μονοπάτι]], <b>Στοβ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «σκαληνὰ [[στερεά]]» — [[στερεά]] σώματα τών οποίων οι [[τρεις]] διαστάσεις [[είναι]] άνισες [[μεταξύ]] τους<br />β) «ὁ [[ἀριθμός]] ὃς ἂν μὴ σκαληνὸς ἦ ἀλλ' [[ἰσοσκελής]]» — ο [[περιττός]] [[αριθμός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>σκαληνῶς</i> Α<br />με άνισο, ακανόνιστο τρόπο («[[ὄφις]] σκαληνῶς διαβαίνων», Επιφάν.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>σκαλ</i>- του [[σκάλλω]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ηνός</i> ([[πρβλ]]. [[γαληνός]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σκαληνός:''' -ή, -όν, [[ανώμαλος]], [[άνισος]]· [[ἀριθμὸς]] [[σκαληνός]], [[περιττός]], «[[μονός]]» [[αριθμός]], σε Πλάτ.· [[τρίγωνον]] σκαληνόν, [[τρίγωνο]] που έχει και τις [[τρεις]] πλευρές του άνισες, σε Αριστ.· λέγεται για [[μονοπάτι]], [[ανώμαλος]], σε Ανθ.
|lsmtext='''σκαληνός:''' -ή, -όν, [[ανώμαλος]], [[άνισος]]· [[ἀριθμός|ἀριθμὸς]] [[σκαληνός]], [[περιττός]], «[[μονός]]» [[αριθμός]], σε Πλάτ.· [[τρίγωνον]] σκαληνόν, [[τρίγωνο]] που έχει και τις [[τρεις]] πλευρές του άνισες, σε Αριστ.· λέγεται για [[μονοπάτι]], [[ανώμαλος]], σε Ανθ.
}}
{{elnl
|elnltext=σκαληνός -ή -όν [σκάλλω] ongelijk, oneven. Plat. Euthyph. 12d.
}}
{{elru
|elrutext='''σκᾰληνός:''' 3, редко<br /><b class="num">1)</b> [[неровный]], [[кривой]] ([[ἀταρπός]] Anth.);<br /><b class="num">2)</b> [[нечетный]] ([[ἀριθμός]] Plat.);<br /><b class="num">3)</b> мат. [[неравносторонний]], [[разносторонний]] ([[τρίγωνον]] Plat., Arst.).
}}
}}
{{etym
{{etym
Line 35: Line 35:
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=σκᾰληνός, ή, όν<br />[[uneven]], [[unequal]], [[ἀριθμὸς]] σκ. an odd [[number]], Plat.; [[τρίγωνον]] σκ. a [[triangle]] with [[unequal]] sides, Arist.; of a [[path]], [[uneven]], Anth.
|mdlsjtxt=σκᾰληνός, ή, όν<br />[[uneven]], [[unequal]], [[ἀριθμός|ἀριθμὸς]] σκ. an odd [[number]], Plat.; [[τρίγωνον]] σκ. a [[triangle]] with [[unequal]] sides, Arist.; of a [[path]], [[uneven]], Anth.
}}
}}
{{FriskDe
{{FriskDe
|ftr='''σκαληνός''': {skalēnós}<br />'''Forms''': [[σκαλλίον]]<br />'''Grammar''': n.<br />'''Meaning''': N. eines kleinen Bechers (Philet. ap. Ath., H.).<br />'''Etymology''': ermutung von Bechtel Dial. 1, 125: zu anord. ''skalle'' m. [[Hirnschale]], [[Schädel]].<br />'''See also''': s. [[σκάλλω]].<br />'''Page''' 2,715
|ftr='''σκαληνός''': {skalēnós}<br />'''Forms''': [[σκαλλίον]]<br />'''Grammar''': n.<br />'''Meaning''': N. eines kleinen Bechers (Philet. ap. Ath., H.).<br />'''Etymology''': ermutung von Bechtel Dial. 1, 125: zu anord. ''skalle'' m. [[Hirnschale]], [[Schädel]].<br />'''See also''': s. [[σκάλλω]].<br />'''Page''' 2,715
}}
{{mantoulidis
|mantxt=(=[[ἄνισος]], [[ἀνώμαλος]]). Σκαληνόν [[τρίγωνον]] (=πού [[ἔχει]] ἄνισες πλευρές). Πιθανόν ἀπό τό [[σκολιός]] (=[[λοξός]], [[στραβός]]). Ἴσως [[ἔχει]] σχέση μέ τό [[σκάζω]] (=[[κουτσαίνω]]).
}}
}}