συναυξάνω: Difference between revisions

m
Text replacement - "Theophrastus" to "Thphr."
m (Text replacement - " s.v. " to " s.v. ")
m (Text replacement - "Theophrastus" to "Thphr.")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
(13 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=synafksano
|Transliteration C=synafksano
|Beta Code=sunauca/nw
|Beta Code=sunauca/nw
|Definition=impf. <span class="sense"><span class="bld">A</span> συνηύξανε Suid. [[sub verbo|s.v.]] [[συνήκμαζε]] (also Pass. -αυξάνομαι <span class="bibl">X.<span class="title">Cyr.</span>8.7.6</span>, <span class="bibl">D.8.72</span>), but usu. συναυξ-αύξω, aor. -ηύξησα <span class="bibl">Plb.6.15.7</span>, <span class="bibl">Plu.<span class="title">Sert.</span>9</span>, also <b class="b3">-ηῦξα</b>, Dor. <b class="b3">-αῦξα</b>, <span class="bibl">Plb.32.1.7</span> (corr. Reiske), <span class="title">Supp.Epigr.</span> (v. infr.):—[[increase]] or [[enlarge along with]] or [[together]], συναύξειν τῇ γῇ τὰ Χρήσιμα <span class="bibl">X.<span class="title">Mem.</span>4.3.6</span> (in <span class="bibl"><span class="title">h.Cer.</span>267</span>, Ignarra restored [[συνάξουσι]]):—Pass., [[increase with]] or [[together]], [[wax larger together with]], αὐξομένῳ τῷ σώματι συναύξονται καὶ αἱ φρένες <span class="bibl">Hdt.3.134</span>, cf. <span class="bibl">Hp.<span class="title">Art.</span>12</span>,<span class="bibl">53</span>; εἰ μὴ ξυναύξοινθ' οἱ πέπλοι τῷ σώματι <span class="bibl">E. <span class="title">El.</span>544</span>; ἀνδρὶ γενομένῳ ταῦτα πάντα συνηυξήθη <span class="bibl">Isoc.9.23</span>, cf. <span class="bibl">1.7</span>; <b class="b3">πρός τι συμμέτρως συναυξάνεσθαι</b> in proportion to, <span class="bibl">X.<span class="title">Eq.</span>1.16</span>; σπουδὴν . . προσφερόμενος εἰς τὸ συναύξεσθαι τὸν δῆμον <span class="title">BCH</span>48.3 (Prusa, ii(?) B.C.). </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> [[join]] or [[assist in increasing]], ἕξιν κακίης συναύξει <span class="bibl">Democr.184</span>; συναύξειν οἴκους <span class="bibl">X.<span class="title">Oec.</span>3.10</span>; συναύξει τὴν ἐνέργειαν ἡ ἡδονή <span class="bibl">Arist.<span class="title">EN</span>1175a30</span>, cf. <span class="bibl">Thphr.<span class="title">Sens.</span>18</span>, <span class="bibl"><span class="title">Ign.</span>27</span>, <span class="bibl">Sor.1.29</span>; τὰν ὑπάρχουσαν ὁμόνοιαν . . ἐπὶ πλεῖον συναύξησε <span class="title">Klio</span> 15.41 (Delph., iii B.C.); τὰν φιλίαν συναῦξε <span class="title">Supp.Epigr.</span>2.270.6 (ibid., ii B.C.); συναύξοντες τὴν ἀρχὴν τῷ Κύρῳ <span class="bibl">X.<span class="title">Cyr.</span>8.3.21</span>; τὰς τῶν θεῶν τιμάς <span class="title">Supp.Epigr.</span>4.720.15 (Chalcedon, iii B.C.); [[join in exaggerating]], τι <span class="bibl">Plb.6.15.7</span>, cf. <span class="bibl">Thphr.<span class="title">HP</span>9.19.3</span>.</span>
|Definition=impf.<br><span class="bld">A</span> συνηύξανε Suid. [[sub verbo|s.v.]] [[συνήκμαζε]] (also Pass. -αυξάνομαι [[Xenophon|X.]]''[[Cyropaedia|Cyr.]]''8.7.6, D.8.72), but usually συναυξ-αύξω, aor. -ηύξησα Plb.6.15.7, Plu.''Sert.''9, also -ηῦξα, Dor. -αῦξα, Plb.32.1.7 (corr. Reiske), ''Supp.Epigr.'' (v. infr.):—[[increase]] or [[enlarge along with]] or [[together]], συναύξειν τῇ γῇ τὰ Χρήσιμα [[Xenophon|X.]]''[[Memorabilia|Mem.]]''4.3.6 (in ''h.Cer.''267, Ignarra restored [[συνάξουσι]]):—Pass., [[increase with]] or [[together]], [[wax larger together with]], αὐξομένῳ τῷ σώματι συναύξονται καὶ αἱ φρένες [[Herodotus|Hdt.]]3.134, cf. Hp.''Art.''12,53; εἰ μὴ ξυναύξοινθ' οἱ πέπλοι τῷ σώματι E. ''El.''544; ἀνδρὶ γενομένῳ ταῦτα πάντα συνηυξήθη Isoc.9.23, cf. 1.7; <b class="b3">πρός τι συμμέτρως συναυξάνεσθαι</b> in proportion to, X.''Eq.''1.16; σπουδὴν.. προσφερόμενος εἰς τὸ συναύξεσθαι τὸν δῆμον ''BCH''48.3 (Prusa, ii(?) B.C.).<br><span class="bld">2</span> [[join]] or [[assist in increasing]], ἕξιν κακίης συναύξει Democr.184; συναύξειν οἴκους X.''Oec.''3.10; συναύξει τὴν ἐνέργειαν ἡ ἡδονή [[Aristotle|Arist.]]''[[Nicomachean Ethics|EN]]''1175a30, cf. [[Theophrastus|Thphr.]] ''Sens.''18, ''Ign.''27, Sor.1.29; τὰν ὑπάρχουσαν ὁμόνοιαν.. ἐπὶ πλεῖον συναύξησε ''Klio'' 15.41 (Delph., iii B.C.); τὰν φιλίαν συναῦξε ''Supp.Epigr.''2.270.6 (ibid., ii B.C.); συναύξοντες τὴν ἀρχὴν τῷ Κύρῳ [[Xenophon|X.]]''[[Cyropaedia|Cyr.]]''8.3.21; τὰς τῶν θεῶν τιμάς ''Supp.Epigr.''4.720.15 (Chalcedon, iii B.C.); [[join in exaggerating]], τι Plb.6.15.7, cf. [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[Historia Plantarum|HP]]'' 9.19.3.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1005.png Seite 1005]] (s. [[αὐξάνω]]), mit od. zugleich vermehren, vergrößern; τὴν [[ἀρχήν]] τινι, Xen. Cyr. 8, 3, 21; τὰς δυνάμεις, Pol. 10, 35, 5; συναυξῆσαι καὶ ἐκτραγῳδῆσαι τὰς ἐπιτυχίας, ausschmücken u. vergrößern, 6, 15, 7; Plut. Philop. 1. – Pass. mit, zusammen wachsen, groß werden, Dem. 8, 72.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1005.png Seite 1005]] (s. [[αὐξάνω]]), mit od. zugleich vermehren, vergrößern; τὴν [[ἀρχήν]] τινι, Xen. Cyr. 8, 3, 21; τὰς δυνάμεις, Pol. 10, 35, 5; συναυξῆσαι καὶ ἐκτραγῳδῆσαι τὰς ἐπιτυχίας, ausschmücken u. vergrößern, 6, 15, 7; Plut. Philop. 1. – Pass. mit, zusammen wachsen, groß werden, Dem. 8, 72.
}}
}}
{{ls
{{bailly
|lstext='''συναυξάνω''': καὶ -αύξω, μέλλ. -αυξήσω· ― [[αὐξάνω]] τι μετά τινος ἢ [[ὁμοῦ]] (ἐν Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 268, ὁ Ilgen διορθοῖ συνάξουσι)· συναύξειν τῇ γῇ τὰ χρήσιμα Ξεν. Ἀπομν. 4. 3. 6. ― Παθ., αὐξάνομαι μετά τινος ἢ [[ὁμοῦ]], «μεγαλώνω» [[ὁμοῦ]], αὐξανομένῳ δὲ σώματι συναύξονται καὶ αἱ φρένες Ἡρόδ. 3. 134, πρβλ. Ἱππ. π. Ἄρθρ. 789· εἰ μὴ ξυναύξοινθ’ οἱ πέπλοι τῷ σώματι Εὐρ. Ἠλ. 544· ἀνδρὶ γενομένῳ [[ταῦτα]] πάντα συνηυξήθη Ἰσοκρ. 193C, πρβλ. 3C 2) βοηθῶ ἢ συνεργῶ εἰς αὔξησιν, συναύξειν οἴκους Ξεν. Οἰκ. 3, 10· συναύξει τὴν ἐνέργειαν ἡ ἡδονὴ Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 10. 5, 2· συναυξάνειν τὴν ἀρχὴν Ξεν. Κύρ. 8. 3, 21· ἀπὸ κοινοῦ μεγαλοποιῶ, τι Πολύβ. 6. 15, 7. ― Παθ., συναυξανομένην... τὴν δύναμιν Ξεν. Κύρ. 8. 7, 6· συναύξεσθαι [[πρός]] τι, κατ’ ἀναλογίαν..., ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. 1, 16.
|btext=accroître avec <i>ou</i> en même temps ; <i>Pass.</i> s'accroître ensemble, s'accroître, grandir avec, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[αὐξάνω]].
}}
{{elnl
|elnltext=συν-αυξάνω en συν-αύξω, Att., Ion. en later ook ξυναύξω act. (causat.) samen (met...) vermeerderen, samen (met...) groter maken, met acc. en dat. iets samen met iets. Xen. Mem. 4.3.6. helpen te vermeerderen, helpen te vergroten; met dat.. σ. τὴν ἀρχὴν τῷ Κύρῳ bijdragen aan de vergroting van de macht voor Cyrus Xen. Cyr. 8.3.21. pass. tegelijk of samen groeien, tegelijk of samen toenemen.
}}
}}
{{bailly
{{elru
|btext=accroître avec <i>ou</i> en même temps ; <i>Pass.</i> s’accroître ensemble, s’accroître, grandir avec, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[αὐξάνω]].
|elrutext='''συναυξάνω:''' и [[συναύξω]]<br /><b class="num">1</b> [[вместе увеличивать]], [[приумножать]] ([[ἀρχήν]] Xen.; πεζικὰς δυνάμεις Polyb.);<br /><b class="num">2</b> med. [[расти]] Dem., NT: αὐξαμένῳ δὲ σώματι συναύξονται καὶ αἱ φρένες Her. с ростом тела растут и духовные силы;<br /><b class="num">3</b> [[преувеличивать]], [[раздувать]] (τὰς ἐπιτυχίας Polyb.).
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR
Line 26: Line 29:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ΜΑ, και αττ. τ. ξυναυξάνω και [[συναύξω]] και ξυναύξω και [[συναέξομαι]] Α [[αὐξάνω]]<br />[[βοηθώ]] στην [[αύξηση]] ενός πράγματος («τὴν ὑπάρχουσαν ὁμόνοιαν... ἐπὶ πλεῑον συναύξησε», <b>επιγρ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αυξάνω]] [[κάτι]] ταυτόχρονα με [[κάτι]] [[άλλο]]<br /><b>2.</b> <b>συνεκδ.</b> [[παρουσιάζω]] ως σπουδαιότερο, [[μεγαλοποιώ]] [[κάτι]] ταυτόχρονα με [[κάτι]] [[άλλο]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[πρός]] τι συμμέτρως συναυξάνομαι» — αυξάνομαι αναλογικά με [[κάτι]] [[άλλο]] (<b>Ξεν.</b>).
|mltxt=ΜΑ, και αττ. τ. ξυναυξάνω και [[συναύξω]] και ξυναύξω και [[συναέξομαι]] Α [[αὐξάνω]]<br />[[βοηθώ]] στην [[αύξηση]] ενός πράγματος («τὴν ὑπάρχουσαν ὁμόνοιαν... ἐπὶ πλεῖον συναύξησε», <b>επιγρ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αυξάνω]] [[κάτι]] ταυτόχρονα με [[κάτι]] [[άλλο]]<br /><b>2.</b> <b>συνεκδ.</b> [[παρουσιάζω]] ως σπουδαιότερο, [[μεγαλοποιώ]] [[κάτι]] ταυτόχρονα με [[κάτι]] [[άλλο]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[πρός]] τι συμμέτρως συναυξάνομαι» — αυξάνομαι αναλογικά με [[κάτι]] [[άλλο]] (<b>Ξεν.</b>).
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συναυξάνω:''' και -[[αύξω]], μέλ. <i>-αυξήσω</i>,<br /><b class="num">1.</b> [[αυξάνω]] ή [[μεγεθύνω]] μαζί ή από κοινού, σε Ξεν. — Παθ., αυξάνομαι ή [[γίνομαι]] μεγαλύτερος μαζί ή από κοινού με [[κάτι]], με δοτ., σε Ηρόδ., Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> [[συμβάλλω]] ή [[βοηθώ]] στην [[αύξηση]] ή τη [[μεγέθυνση]], σε Ξεν., Αριστ.
|lsmtext='''συναυξάνω:''' και -[[αύξω]], μέλ. <i>-αυξήσω</i>,<br /><b class="num">1.</b> [[αυξάνω]] ή [[μεγεθύνω]] μαζί ή από κοινού, σε Ξεν. — Παθ., αυξάνομαι ή [[γίνομαι]] μεγαλύτερος μαζί ή από κοινού με [[κάτι]], με δοτ., σε Ηρόδ., Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> [[συμβάλλω]] ή [[βοηθώ]] στην [[αύξηση]] ή τη [[μεγέθυνση]], σε Ξεν., Αριστ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''συναυξάνω:''' и [[συναύξω]]<br /><b class="num">1)</b> вместе увеличивать, приумножать ([[ἀρχήν]] Xen.; πεζικὰς δυνάμεις Polyb.);<br /><b class="num">2)</b> med. расти Dem., NT: αὐξαμένῳ δὲ σώματι συναύξονται καὶ αἱ φρένες Her. с ростом тела растут и духовные силы;<br /><b class="num">3)</b> преувеличивать, раздувать (τὰς ἐπιτυχίας Polyb.).
|lstext='''συναυξάνω''': καὶ -αύξω, μέλλ. -αυξήσω· ― [[αὐξάνω]] τι μετά τινος ἢ [[ὁμοῦ]] (ἐν Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 268, ὁ Ilgen διορθοῖ συνάξουσι)· συναύξειν τῇ γῇ τὰ χρήσιμα Ξεν. Ἀπομν. 4. 3. 6. ― Παθ., αὐξάνομαι μετά τινος ἢ [[ὁμοῦ]], «μεγαλώνω» [[ὁμοῦ]], αὐξανομένῳ δὲ σώματι συναύξονται καὶ αἱ φρένες Ἡρόδ. 3. 134, πρβλ. Ἱππ. π. Ἄρθρ. 789· εἰ μὴ ξυναύξοινθ’ οἱ πέπλοι τῷ σώματι Εὐρ. Ἠλ. 544· ἀνδρὶ γενομένῳ [[ταῦτα]] πάντα συνηυξήθη Ἰσοκρ. 193C, πρβλ. 3C 2) βοηθῶ ἢ συνεργῶ εἰς αὔξησιν, συναύξειν οἴκους Ξεν. Οἰκ. 3, 10· συναύξει τὴν ἐνέργειαν ἡ ἡδονὴ Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 10. 5, 2· συναυξάνειν τὴν ἀρχὴν Ξεν. Κύρ. 8. 3, 21· ἀπὸ κοινοῦ μεγαλοποιῶ, τι Πολύβ. 6. 15, 7. ― Παθ., συναυξανομένην... τὴν δύναμιν Ξεν. Κύρ. 8. 7, 6· συναύξεσθαι [[πρός]] τι, κατ’ ἀναλογίαν..., ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. 1, 16.
}}
{{elnl
|elnltext=συν-αυξάνω en συν-αύξω, Att., Ion. en later ook ξυναύξω act. ( causat. ) samen (met...) vermeerderen, samen (met...) groter maken, met acc. en dat. iets samen met iets. Xen. Mem. 4.3.6. helpen te vermeerderen, helpen te vergroten; met dat.. σ. τὴν ἀρχὴν τῷ Κύρῳ bijdragen aan de vergroting van de macht voor Cyrus Xen. Cyr. 8.3.21. pass. tegelijk of samen groeien, tegelijk of samen toenemen.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj