3,276,901
edits
m (Text replacement - "l’" to "l'") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
m (Text replacement - "Theophrastus" to "Thphr.") |
||
(8 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=rigeo | |Transliteration C=rigeo | ||
|Beta Code=r(ige/w | |Beta Code=r(ige/w | ||
|Definition= | |Definition=Pi.''N.''5.50: <span class="bld">A</span> fut. -ήσω Il.5.351: aor. ἐρρίγησα, Ep. [[ῥίγησα]] (also in [[Sophocles|S.]]''[[Oedipus Coloneus|OC]]''1607), Il.5.596: pf. (with pres. sense) ἔρρῑγα 17.175 (prob. [[falsa lectio|f.l.]] in [[Theophrastus|Thphr.]] ''Ign.''74); Dor. 3pl. ἐρρίγαντι Theoc.16.77; Ep. subj. ἐρρίγῃσι Il.3.353; Ep. dat. part. [[ἐρρίγοντι]] (for [[ἐρριγότι]]) Hes.''Sc.''228: plpf. 3sg. ἐρρίγει Od.23.216:—[[shudder]] or [[bristle]] with fear or horror, ἰδὼν ῥίγησε Il.5.596, etc.; ἐρρίγησαν ὅπως ἴδον 12.208; once in Trag., <b class="b3">αἱ δὲ παρθένοι ῥίγησαν</b> (the augm. being omitted although in an iambic verse) S.l.c.: c. inf., [[shudder to do]], [[shrink from doing]], ὄφρα τις ἐρρίγῃσι.. ξεινοδόκον κακὰ ῥέξαι Il.3.353, cf. 7.114; cf. [[ἀπορριγέω]]: followed by a clause, θυμὸς ἐρρίγει μὴ.. Od.23.216.<br><span class="bld">2</span> [[cool]] or [[slacken in zeal]], Pi.''N.''5.50.<br><span class="bld">3</span> [[bristle]] with arms, Φοίνικες.. ἐρρίγαντι Theoc. [[l.c.]]<br><span class="bld">II</span> trans., [[shudder at]] anything, ῥιγήσειν πόλεμον Il.5.351; ἔρριγα μάχην 17.175 (in 16.119 <b class="b3">ῥίγησέν τε</b> is best taken parenthetically). (Cf. Lat. [[frigeo]], from srīg-.) | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0841.png Seite 841]] perf. mit Präsensbdtg ἔῤῥιγα (3. pers. plur. ἐῤῥίγαντι Theocr. 16, 77), wozu Hes. Sc. 228 das unregelmäßge partic. ἐῤῥίγοντι gebildet hat, – bloß poet. Wort, [[schaudern]], eigtl. vor Frost, frieren, erstarren, übertr., vor Furcht, Schreck, Abscheu einen Schauder bekommen, sich entsetzen, erzittern, oft bei Hom., bes. oft ῥίγησεν, ἐῤῥίγησαν, [[ὅπως]] ἴδον αἰόλον ὄφιν, Il. 12, 208; c. accus., wovor, ῥίγησεν ἔργα θεῶν, Il. 16, 119; πόλεμον, 5, 351; μάχην, 17, 175; u. c. inf., Ἀχιλεὺς τούτῳ γε μάχῃ ἔνι κυδιανείρῃ ἔῤῥιγ' ἀντιβολῆσαι, 7, 114, vgl. 3, 353; auch wie fürchten, mit folgdm μή, ἀεὶ γάρ μοι θυμὸς ἐῤῥίγει, μή [[τίς]] με βροτῶν ἀπάφοιτ' ἐπέεσσιν, Od. 23, 216; [[μηκέτι]] ῥίγει, Pind. N. 5, 50, an Eifer erkalten, müssig sein; αἱ δὲ παρθένοι ῥίγησαν ὡς ἤκουσαν, Soph. O. C. 1633. – Bei Theocr. a. a. O. (von Speeren) starren. – Einzeln auch in späterer Prosa, wie Plut. Vgl. [[ῥιγόω]]. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0841.png Seite 841]] perf. mit Präsensbdtg ἔῤῥιγα (3. pers. plur. ἐῤῥίγαντι Theocr. 16, 77), wozu Hes. Sc. 228 das unregelmäßge partic. ἐῤῥίγοντι gebildet hat, – bloß poet. Wort, [[schaudern]], eigtl. vor Frost, frieren, erstarren, übertr., vor Furcht, Schreck, Abscheu einen Schauder bekommen, sich entsetzen, erzittern, oft bei Hom., bes. oft ῥίγησεν, ἐῤῥίγησαν, [[ὅπως]] ἴδον αἰόλον ὄφιν, Il. 12, 208; c. accus., wovor, ῥίγησεν ἔργα θεῶν, Il. 16, 119; πόλεμον, 5, 351; μάχην, 17, 175; u. c. inf., Ἀχιλεὺς τούτῳ γε μάχῃ ἔνι κυδιανείρῃ ἔῤῥιγ' ἀντιβολῆσαι, 7, 114, vgl. 3, 353; auch wie fürchten, mit folgdm μή, ἀεὶ γάρ μοι θυμὸς ἐῤῥίγει, μή [[τίς]] με βροτῶν ἀπάφοιτ' ἐπέεσσιν, Od. 23, 216; [[μηκέτι]] ῥίγει, Pind. N. 5, 50, an Eifer erkalten, müssig sein; αἱ δὲ παρθένοι ῥίγησαν ὡς ἤκουσαν, Soph. O. C. 1633. – Bei Theocr. a. a. O. (von Speeren) starren. – Einzeln auch in späterer Prosa, wie Plut. Vgl. [[ῥιγόω]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=[[ῥιγῶ]] :<br /><i>f.</i> ῥιγήσω, <i>ao.</i> ἐρρίγησα, <i>pf.2 au sens d'un prés.</i> [[ἔρριγα]];<br />être saisi de froid ; frissonner de crainte τι, frissonner à la vue <i>ou</i> à la pensée de qch ; avec l'inf. redouter de ; <i>avec</i> [[μή]], <i>m. sign.</i><br />'''Étymologie:''' [[ῥῖγος]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ῥῑγέω:''' (aor. [[ἐρρίγησα]] - эп. ῥίγησα, pf. 2 в знач. praes. [[ἔρριγα|ἔρρῑγα]], эп. ppf. ἐρρίγειν)<br /><b class="num">1</b> досл. застывать, леденеть, перен. цепенеть от ужаса, пугаться: ῥ. τι Hom. страшиться чего-л.; ἔρριγ᾽ ἀντιβολῆσαι Hom. он побоялся встретиться (с Гектором в бою);<br /><b class="num">2</b> [[оставаться холодным]], [[равнодушным]] Pind. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ῥῑγέω''': Πινδ. Ν. 5. 91˙ μέλλ. -ήσω Ἰλ. Ε. 351˙ ἀόρ. ἐρρίγησα, Ἐπικ. ῥίγησα, Ὅμηρ.˙ - πρκμ. (μετὰ σημασίας ἐνεστ.) ἔρρῑγα, Δωρικ. γ΄ πληθ. ἐρρίγαντι Θεόκρ. 16. 77˙ Ἐπικ. ὑποτακτ. ἐρρίγῃσι Ἰλ. Γ. 353˙ Ἐπικ. δοτ. μετοχ. ἐρρίγοντι (ἀντὶ ἐρριγότι) Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 228˙ ὑπερσ. ἐρρίγειν Ὀδ. Ψ. 216. (Ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης παράγονται αἱ λέξ. ῥῖγος, ῥίγιον, ῥίγιστος, ῥιγόω, ῥιγηλός, ῥιγεδανός˙ αἱ δὲ Λατιν. λέξεις frīg-us, frīg-eo, frig-idus δεικνύουσιν ὅτι ἡ [[ῥίζα]] πιθανῶς ἦτο FΡΙΓ, [[ὥστε]] [[ἴσως]] καὶ αἱ λέξ. [[φρίσσω]], [[φρίξ]], [[φρίκη]] συγγενεύουσιν˙ - ἡ πρὸς τὴν ῥίζαν ταύτην [[σχέσις]] τοῦ Ἀρχ. Γερμ. frius-au (Ἀγγλ. to freeze, «παγώνω») κτλ. ἀμφισβητεῖται, ἀποδοκιμάζεται δὲ καὶ ἡ πρὸς τὰς λέξεις rĭgeo, rĭgidus ὑπὸ τοῦ Κουρτίου). Κυρίως σημαίνει, [[αἰσθάνομαι]] [[ῥῖγος]], [[τρέμω]] ἐκ τοῦ ψύχους, κρυώνω (πρβλ. [[ῥιγόω]])˙ ἀλλ’ ἡ [[σημασία]] αὕτη μόνον μεθ’ Ὅμηρ.˙ [[διότι]] παρ’ Ὁμήρῳ ἡ [[λέξις]] κεῖται μόνον μεταφορ., φρίττω, ἀνατριχιάζω ἐκ φόβου ἢ φρίκης, ἰδὼν ῥίγησε Ἰλ. Ε. 596, κτλ.˙ ἐρρίγησαν [[ὅπως]] ἴδον Μ. 208˙ [[οὕτως]], κτύπησε μὲν [[Ζεύς|Ζεὺς]] [[χθόνιος]], αἱ δὲ παρθένοι ῥίγησαν (παραλειφθείσης τῆς αὐξήσεως ἐν ἰαμβικῷ στίχῳ) Σοφ. Ο. Κ. 1607˙ - μετ’ ἀπαρ., [[τρομάζω]] νὰ πράξω τι, [[ἀποφεύγω]] τὸ νὰ πράξω τι, [[ὄφρα]] τις ἐρρίγῃσι ... ξεινοδόχον κακὰ ῥέξαι Ἰλ. Γ. 353, πρβλ. Η. 114˙ πρβλ. [[ἀπορριγέω]]˙ - ἑπομένης ἐξηρτημένης προτάσεως, θυμὸς ἐρρίγει μὴ ... Ὀδ. Ψ. 216. 2) ὡς τὸ Λατ. frigere, ψυχραίνομαι, ὁ ζῆλός μου ἢ ἡ [[προθυμία]] μου καταπίπτει, Πινδ. Ν. 5. 91. 3) παρὰ Θεοκρ. ἔνθ’ ἀνωτ., Φοίνικες ... ἐρρίγαντι φαίνεται ὅτι σημαίνει, [[εἶναι]] ἔντρομοι ἐκ φόβου. ΙΙ. μεταβ., φρίττω, ἀνατριχιάζω [[πρός]] τι, ῥιγήσειν πόλεμον Ἰλ. Ε. 351˙ [[ἔρριγα]] μάχην Ρ. 175˙ ἐν Π. 119, τὸ ῥίγησέν τε συνήθως λαμβάνεται παρενθετικῶς. | |lstext='''ῥῑγέω''': Πινδ. Ν. 5. 91˙ μέλλ. -ήσω Ἰλ. Ε. 351˙ ἀόρ. ἐρρίγησα, Ἐπικ. ῥίγησα, Ὅμηρ.˙ - πρκμ. (μετὰ σημασίας ἐνεστ.) ἔρρῑγα, Δωρικ. γ΄ πληθ. ἐρρίγαντι Θεόκρ. 16. 77˙ Ἐπικ. ὑποτακτ. ἐρρίγῃσι Ἰλ. Γ. 353˙ Ἐπικ. δοτ. μετοχ. ἐρρίγοντι (ἀντὶ ἐρριγότι) Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 228˙ ὑπερσ. ἐρρίγειν Ὀδ. Ψ. 216. (Ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης παράγονται αἱ λέξ. ῥῖγος, ῥίγιον, ῥίγιστος, ῥιγόω, ῥιγηλός, ῥιγεδανός˙ αἱ δὲ Λατιν. λέξεις frīg-us, frīg-eo, frig-idus δεικνύουσιν ὅτι ἡ [[ῥίζα]] πιθανῶς ἦτο FΡΙΓ, [[ὥστε]] [[ἴσως]] καὶ αἱ λέξ. [[φρίσσω]], [[φρίξ]], [[φρίκη]] συγγενεύουσιν˙ - ἡ πρὸς τὴν ῥίζαν ταύτην [[σχέσις]] τοῦ Ἀρχ. Γερμ. frius-au (Ἀγγλ. to freeze, «παγώνω») κτλ. ἀμφισβητεῖται, ἀποδοκιμάζεται δὲ καὶ ἡ πρὸς τὰς λέξεις rĭgeo, rĭgidus ὑπὸ τοῦ Κουρτίου). Κυρίως σημαίνει, [[αἰσθάνομαι]] [[ῥῖγος]], [[τρέμω]] ἐκ τοῦ ψύχους, κρυώνω (πρβλ. [[ῥιγόω]])˙ ἀλλ’ ἡ [[σημασία]] αὕτη μόνον μεθ’ Ὅμηρ.˙ [[διότι]] παρ’ Ὁμήρῳ ἡ [[λέξις]] κεῖται μόνον μεταφορ., φρίττω, ἀνατριχιάζω ἐκ φόβου ἢ φρίκης, ἰδὼν ῥίγησε Ἰλ. Ε. 596, κτλ.˙ ἐρρίγησαν [[ὅπως]] ἴδον Μ. 208˙ [[οὕτως]], κτύπησε μὲν [[Ζεύς|Ζεὺς]] [[χθόνιος]], αἱ δὲ παρθένοι ῥίγησαν (παραλειφθείσης τῆς αὐξήσεως ἐν ἰαμβικῷ στίχῳ) Σοφ. Ο. Κ. 1607˙ - μετ’ ἀπαρ., [[τρομάζω]] νὰ πράξω τι, [[ἀποφεύγω]] τὸ νὰ πράξω τι, [[ὄφρα]] τις ἐρρίγῃσι ... ξεινοδόχον κακὰ ῥέξαι Ἰλ. Γ. 353, πρβλ. Η. 114˙ πρβλ. [[ἀπορριγέω]]˙ - ἑπομένης ἐξηρτημένης προτάσεως, θυμὸς ἐρρίγει μὴ ... Ὀδ. Ψ. 216. 2) ὡς τὸ Λατ. frigere, ψυχραίνομαι, ὁ ζῆλός μου ἢ ἡ [[προθυμία]] μου καταπίπτει, Πινδ. Ν. 5. 91. 3) παρὰ Θεοκρ. ἔνθ’ ἀνωτ., Φοίνικες ... ἐρρίγαντι φαίνεται ὅτι σημαίνει, [[εἶναι]] ἔντρομοι ἐκ φόβου. ΙΙ. μεταβ., φρίττω, ἀνατριχιάζω [[πρός]] τι, ῥιγήσειν πόλεμον Ἰλ. Ε. 351˙ [[ἔρριγα]] μάχην Ρ. 175˙ ἐν Π. 119, τὸ ῥίγησέν τε συνήθως λαμβάνεται παρενθετικῶς. | ||
}} | }} | ||
{{Slater | {{Slater | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ῥῑγέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, αόρ. αʹ <i>ἐρρίγησα</i>, Επικ. <i>ῥίγησα</i>· παρακ. (με ενεστ. [[σημασία]]) <i>ἔρρῑγα</i>, Δωρ. γʹ πληθ. <i>ἐρρίγαντι</i>, Επικ. γʹ ενικ. υποτ. <i>ἐρρίγῃσι</i>· Επικ. δοτ. μτχ. <i>ἐρρίγοντι</i> (αντί <i>ἐρριγότι</i>)· υπερσ. <i>ἐρρίγειν</i> ([[ῥῖγος]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[τρέμω]] ή [[ανατριχιάζω]] από το [[κρύο]], [[τουρτουρίζω]], [[κρυώνω]]· μεταφ., [[τρέμω]], [[ριγώ]], [[ανατριχιάζω]] από φόβο ή τρόμο, σε Ομήρ. Ιλ., Σοφ.· με απαρ., [[τρέμω]] να κάνω [[κάτι]], [[αποφεύγω]] να κάνω [[κάτι]], σε Ομήρ. Ιλ.· επίσης, συντάσσεται με δευτερεύουσα [[πρόταση]] που έπεται, <i>θυμὸς ἐρρίγει μή..</i>., σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">2.</b> ψυχραίνομαι, [[παγώνω]] ή [[υποχωρώ]], πέφτει η [[προθυμία]] μου, σε Πίνδ.<br /><b class="num">3.</b> είμαι [[έντρομος]] από φόβο, σε Θεόκρ.<br /><b class="num">II.</b> μτβ., [[τρέμω]], [[φοβάμαι]] οτιδήποτε, σε Ομήρ. Ιλ. | |lsmtext='''ῥῑγέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, αόρ. αʹ <i>ἐρρίγησα</i>, Επικ. <i>ῥίγησα</i>· παρακ. (με ενεστ. [[σημασία]]) <i>ἔρρῑγα</i>, Δωρ. γʹ πληθ. <i>ἐρρίγαντι</i>, Επικ. γʹ ενικ. υποτ. <i>ἐρρίγῃσι</i>· Επικ. δοτ. μτχ. <i>ἐρρίγοντι</i> (αντί <i>ἐρριγότι</i>)· υπερσ. <i>ἐρρίγειν</i> ([[ῥῖγος]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[τρέμω]] ή [[ανατριχιάζω]] από το [[κρύο]], [[τουρτουρίζω]], [[κρυώνω]]· μεταφ., [[τρέμω]], [[ριγώ]], [[ανατριχιάζω]] από φόβο ή τρόμο, σε Ομήρ. Ιλ., Σοφ.· με απαρ., [[τρέμω]] να κάνω [[κάτι]], [[αποφεύγω]] να κάνω [[κάτι]], σε Ομήρ. Ιλ.· επίσης, συντάσσεται με δευτερεύουσα [[πρόταση]] που έπεται, <i>θυμὸς ἐρρίγει μή..</i>., σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">2.</b> ψυχραίνομαι, [[παγώνω]] ή [[υποχωρώ]], πέφτει η [[προθυμία]] μου, σε Πίνδ.<br /><b class="num">3.</b> είμαι [[έντρομος]] από φόβο, σε Θεόκρ.<br /><b class="num">II.</b> μτβ., [[τρέμω]], [[φοβάμαι]] οτιδήποτε, σε Ομήρ. Ιλ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[ῥῖγος]] [[note]] ἐρρίγοντι for ἐρριγότι.]<br /><b class="num">I.</b> to [[shiver]] or [[shudder]] with [[cold]]: metaph. to [[shudder]] with [[fear]] or [[horror]], Il., Soph.:—c. inf. to [[shudder]] to do, [[shrink]] from doing, Il.; also, ῥ. μὴ . ., Od.<br /><b class="num">2.</b> to [[cool]] or [[slacken]] in [[zeal]], Pind.<br /><b class="num">3.</b> to [[bristle]] with [[arms]], Theocr.<br /><b class="num">II.</b> [[transitive|trans.]] to [[shudder]] at [[anything]], Il. | |mdlsjtxt=[[ῥῖγος]] [[note]] ἐρρίγοντι for ἐρριγότι.]<br /><b class="num">I.</b> to [[shiver]] or [[shudder]] with [[cold]]: metaph. to [[shudder]] with [[fear]] or [[horror]], Il., Soph.:—c. inf. to [[shudder]] to do, [[shrink]] from doing, Il.; also, ῥ. μὴ . ., Od.<br /><b class="num">2.</b> to [[cool]] or [[slacken]] in [[zeal]], Pind.<br /><b class="num">3.</b> to [[bristle]] with [[arms]], Theocr.<br /><b class="num">II.</b> [[transitive|trans.]] to [[shudder]] at [[anything]], Il. | ||
}} | }} |