πόκος: Difference between revisions

108 bytes added ,  2 November 2024
m
Text replacement - "Theophrastus" to "Thphr."
(2b)
m (Text replacement - "Theophrastus" to "Thphr.")
 
(28 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=pokos
|Transliteration C=pokos
|Beta Code=po/kos
|Beta Code=po/kos
|Definition=ὁ, (πέκω) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">wool</b> in its raw state, <b class="b2">fleece</b>, <span class="bibl">Il.12.451</span>, <span class="bibl">Ar.<span class="title">Lys.</span> 574</span>, <span class="title">GDI</span>iv <span class="bibl">p.886</span> (Erythrae, iv B.C.), <span class="bibl"><span class="title">PCair.Zen.</span>287</span>,<span class="bibl">774</span> (iii B.C.), <span class="bibl">LXX<span class="title">Jd.</span>6.37</span>; οἶν μελάγχιμον πόκῳ <span class="bibl">E.<span class="title">El.</span>513</span>; πεκτεῖν . . προβάτων π. ἠρινόν <span class="bibl">Ar.<span class="title">Av.</span>714</span>; πέντε πόκως ἔλαβ' ἐχθές <span class="bibl">Theoc.15.20</span>; <b class="b2">lock</b> or <b class="b2">tuft of wool</b>, <span class="bibl">S.<span class="title">Tr.</span>675</span>; ἐρίων π. <span class="bibl">Cratin.372</span>; <b class="b3">νεφέλαι πόκοις ἐρίων ὁμοῖαι</b> <span class="bibl">Thphr.<span class="title">Sign.</span>13</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> prov., <b class="b3">εἰς ὄνου πόκας</b> to an ass-<b class="b2">shearing</b>, i.e. to no-place, <span class="bibl">Ar.<span class="title">Ra.</span>186</span>; <b class="b3">ὄνου πόκους</b> or <b class="b3">πόκας ζητεῖς</b> you ask for 'pigeons'-milk', <span class="bibl">Zen.5.38</span>, etc.:—the nom. of this phrase is given as <b class="b3">πόκες</b> by Sch.Ar. l.c., as <b class="b3">πόκαι</b> by Suid., Phot.; <b class="b3">Ὄκνου πλοκάς</b> (cf. ὄκνος <span class="bibl">11</span>) was prob. read by Aristarch. in <span class="bibl">Cratin.348</span>, and shd. perh. be read in Ar.l.c.; οὐδεὶς πόκον εἰς γναφεῖον φέρει Arcesil. ap. Gal.8.624.</span>
|Definition=ὁ, ([[πέκω]])<br><span class="bld">A</span> [[wool]] in its raw state, [[fleece]], Il.12.451, Ar.''Lys.'' 574, ''GDI''iv p.886 (Erythrae, iv B.C.), ''PCair.Zen.''287,774 (iii B.C.), [[LXX]] ''Jd.''6.37; οἶν μελάγχιμον πόκῳ E.''El.''513; πεκτεῖν.. προβάτων π. ἠρινόν [[Aristophanes|Ar.]]''[[The Birds|Av.]]''714; πέντε πόκως ἔλαβ' ἐχθές Theoc.15.20; [[lock]] or [[tuft of wool]], S.''Tr.''675; ἐρίων π. Cratin.372; <b class="b3">νεφέλαι πόκοις ἐρίων ὁμοῖαι</b> [[Theophrastus|Thphr.]] ''Sign.''13.<br><span class="bld">II</span> [[proverb|prov.]], <b class="b3">εἰς ὄνου πόκας</b> to an ass-[[shearing]], i.e. to no-place, Ar.''Ra.''186; <b class="b3">ὄνου πόκους</b> or <b class="b3">πόκας ζητεῖς</b> you ask for 'pigeons'-milk', Zen.5.38, etc.:—the nom. of this phrase is given as [[πόκες]] by Sch.Ar. [[l.c.]], as [[πόκαι]] by Suid., Phot.; <b class="b3">Ὄκνου πλοκάς</b> (cf. [[ὄκνος]] ''ΙΙ'') was prob. read by Aristarch. in Cratin.348, and should perhaps be read in Ar.l.c.; οὐδεὶς πόκον εἰς γναφεῖον φέρει Arcesil. ap. Gal.8.624.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0653.png Seite 653]] ὁ, 1) die geschorne, aber noch nicht verarbeitete Schaafwolle, das Vließ, Il. 12, 451; auch die einzelne Flocke, Soph. Trach. 675. – 2) die Schaafschur, Wollschur. – Die Form εἰς ὄνου πόκας Ar. Ran. 186, sprichwörtl., zur Eselsschur, d. i. ins Land des Nichts, welche Form auf einen nom. plur. αἱ [[πόκες]] od. πόκαι, die beide sonst nicht vorkommen, zurückzuführen ist, also als ein heteroklitischer acc. plur. zu [[πόκος]] zu betrachten; bei Zenob. 5, 38 steht übrigens in ähnl. Bdtg ὄνου πόκους ζητεῖς, ἐπὶ τῶν ἀνυπόστατα ζητούντων, vgl. die not. daselbst.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0653.png Seite 653]] ὁ, 1) die geschorne, aber noch nicht verarbeitete Schaafwolle, das Vließ, Il. 12, 451; auch die einzelne Flocke, Soph. Trach. 675. – 2) die Schaafschur, Wollschur. – Die Form εἰς ὄνου πόκας Ar. Ran. 186, sprichwörtl., zur Eselsschur, d. i. ins Land des Nichts, welche Form auf einen nom. plur. αἱ [[πόκες]] od. πόκαι, die beide sonst nicht vorkommen, zurückzuführen ist, also als ein heteroklitischer acc. plur. zu [[πόκος]] zu betrachten; bei Zenob. 5, 38 steht übrigens in ähnl. Bdtg ὄνου πόκους ζητεῖς, ἐπὶ τῶν ἀνυπόστατα ζητούντων, vgl. die not. daselbst.
}}
}}
{{ls
{{bailly
|lstext='''πόκος''': , ([[πέκω]]) [[ἔριον]] προβάτου ἀκατέργαστον, [[ὄγκος]] μαλλίου, Ἰλ. Μ. 451, πρβλ. Ἀριστοφ. Λυσ. 574· οἷν μελάγχιμον πόκῳ Εὐρ. Ἠλ. 513· πεκτεῖν... προβάτων π. ἠρινὸν Ἀριστοφ. Ὄρν. 714· [[πέντε]] πόκως ἔλαβ’ ἐχθὲς Θεόκρ. 15. 20· ― [[ὡσαύτως]] βόστρυχες μαλλίου, Σοφ. Τρ. 675· ἐρίων π. Κρατῖνος ἐν Ἀδήλ. 115· νεφέλαι πόκοις ἐρίων ὁμοῖαι Θεοφρ. Ἀποσπ. 6. 1, 13. ΙΙ. παροιμ., εἰς ὄνου πόκας, [[ἔνθα]] κείρονται οἱ ὄνοι, δηλ. [[οὐδαμοῦ]], «ἐπὶ τῶν ἀνηνύτων καὶ μὴ ὄντων λέγεται ἡ [[παροιμία]]» (Φώτ. ἐν λ. ὄνου πόκαι), Ἀριστοφ. Βάτρ. 186· ὄνου πόκας ζητεῖς, ζητεῖς «τοῦ πουλιοῦ τὰ [[γάλα]]», Παροιμιογρ.· ― ἡ ὀνομαστικὴ ἐν τῇ φράσει [[ταύτῃ]] εὕρηται [[πόκες]] παρὰ τῷ Σχολ. Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ. πόκαι δὲ παρὰ Σουΐδ. καὶ Φωτ.· ― [[ὅπερ]] δεικνύει ὅτι δὲν ὑπῆρχε θηλ. ἑνικ. ἐν χρήσει· ― ὁ Ἀρίσταρχ. (ἐν λ. ὄνου πόκαι παρὰ Φωτ.) φαίνεται ὅτι ἀνεγίνωσκεν Ὄνου πλοκὰς μὲ ὁμοίαν σημασίαν, ἴδε Meineke εἰς Κρατῖν. ἐν Ἀδήλ. 80, καὶ πρβλ. [[ὄκνος]] ΙΙ.
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>1</b> [[toison non encore travaillée]];<br /><b>2</b> [[flocon de laine]].<br />'''Étymologie:''' [[πέκω]].
}}
{{elnl
|elnltext=πόκος -ου, [πέκω] Dor. acc. plur. -ως, wol, vacht.
}}
}}
{{bailly
{{elru
|btext=ου () :<br /><b>1</b> toison non encore travaillée;<br /><b>2</b> flocon de laine.<br />'''Étymologie:''' [[πέκω]].
|elrutext='''πόκος:''' ὁ (дор. acc. pl. πόκως)<br /><b class="num">1</b> [[состриженная шерсть]], [[руно]] (προβάτων π. Arph.);<br /><b class="num">2</b> [[клок шерсти]] (οἰὸς π. Soph.).
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 23: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ὁ, ΝΜΑ, αιολ. τ. [[πόκτος]], ετεροκλ. πληθ. [[πόκες]] και <i>πόκαι</i>, αί, Α<br />ακατέργαστο [[μαλλί]] κουρεμένου προβάτου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κοτσίδα]] κατεργασμένου ερίου, [[τουλούπα]] μαλλιού<br /><b>2.</b> <b>παροιμ.</b> α) «εἰς ὄνου πόκας» — σε [[μέρος]] που κουρεύουν τα γαϊδούρια, δηλ. [[πουθενά]]<br />β) «ὄνου πόκους ζητεῖς» ή «ὄνου πόκας ζητεῖς» — λέγεται γι' αυτούς που ζητούν ανυπόστατα πράγματα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[πόκος]] ανάγεται στην ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>ποκ</i>- του ρ. [[πέκω]] «[[κουρεύω]]». Ο αιολ. τ. <i>πόκ</i>-<i>τος</i> έχει σχηματιστεί από το [[θέμα]] <i>ποκ</i>- με [[επίθημα]] -<i>τος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>πλού</i>-<i>τος</i>, <i>φόρ</i>-<i>τος</i>). Στη Μυκηναϊκή, [[τέλος]], μαρτυρείται ο τ. <i>poka</i> = <i>πόκη</i>, από όπου και ο πληθ. <i>πόκαι</i>].
|mltxt=ὁ, ΝΜΑ, αιολ. τ. [[πόκτος]], ετεροκλ. πληθ. [[πόκες]] και <i>πόκαι</i>, αί, Α<br />ακατέργαστο [[μαλλί]] κουρεμένου προβάτου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κοτσίδα]] κατεργασμένου ερίου, [[τουλούπα]] μαλλιού<br /><b>2.</b> <b>παροιμ.</b> α) «εἰς ὄνου πόκας» — σε [[μέρος]] που κουρεύουν τα γαϊδούρια, δηλ. [[πουθενά]]<br />β) «ὄνου πόκους ζητεῖς» ή «ὄνου πόκας ζητεῖς» — λέγεται γι' αυτούς που ζητούν ανυπόστατα πράγματα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[πόκος]] ανάγεται στην ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>ποκ</i>- του ρ. [[πέκω]] «[[κουρεύω]]». Ο αιολ. τ. <i>πόκ</i>-<i>τος</i> έχει σχηματιστεί από το [[θέμα]] <i>ποκ</i>- με [[επίθημα]] -<i>τος</i> ([[πρβλ]]. [[πλούτος]], [[φόρτος]]). Στη Μυκηναϊκή, [[τέλος]], μαρτυρείται ο τ. <i>poka</i> = <i>πόκη</i>, από όπου και ο πληθ. <i>πόκαι</i>].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πόκος:''' ὁ ([[πέκω]]),·<br /><b class="num">I.</b> [[μαλλί]] στην ακατέργαστη [[μορφή]] του, [[προβιά]], [[τομάρι]], σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ. κ.λπ.· [[βόστρυχος]] ή [[τούφα]] μαλλιών, σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> παροιμ. με ετεροκλ. αιτ. της γʹ κλίσης, <i>εἰς ὄνου πόκας</i>, [[εκεί]] όπου κουρεύεται ο [[γάιδαρος]], δηλ. [[πουθενά]], σε Αριστοφ.
|lsmtext='''πόκος:''' ὁ ([[πέκω]]),·<br /><b class="num">I.</b> [[μαλλί]] στην ακατέργαστη [[μορφή]] του, [[προβιά]], [[τομάρι]], σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ. κ.λπ.· [[βόστρυχος]] ή [[τούφα]] μαλλιών, σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> παροιμ. με ετεροκλ. αιτ. της γʹ κλίσης, <i>εἰς ὄνου πόκας</i>, [[εκεί]] όπου κουρεύεται ο [[γάιδαρος]], δηλ. [[πουθενά]], σε Αριστοφ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''πόκος:''' ὁ (дор. acc. pl. πόκως)<br /><b class="num">1)</b> состриженная шерсть, руно (προβάτων π. Arph.);<br /><b class="num">2)</b> клок шерсти (οἰὸς π. Soph.).
|lstext='''πόκος''': , ([[πέκω]]) [[ἔριον]] προβάτου ἀκατέργαστον, [[ὄγκος]] μαλλίου, Ἰλ. Μ. 451, πρβλ. Ἀριστοφ. Λυσ. 574· οἷν μελάγχιμον πόκῳ Εὐρ. Ἠλ. 513· πεκτεῖν... προβάτων π. ἠρινὸν Ἀριστοφ. Ὄρν. 714· [[πέντε]] πόκως ἔλαβ’ ἐχθὲς Θεόκρ. 15. 20· ― [[ὡσαύτως]] βόστρυχες μαλλίου, Σοφ. Τρ. 675· ἐρίων π. Κρατῖνος ἐν Ἀδήλ. 115· νεφέλαι πόκοις ἐρίων ὁμοῖαι Θεοφρ. Ἀποσπ. 6. 1, 13. ΙΙ. παροιμ., εἰς ὄνου πόκας, [[ἔνθα]] κείρονται οἱ ὄνοι, δηλ. [[οὐδαμοῦ]], «ἐπὶ τῶν ἀνηνύτων καὶ μὴ ὄντων λέγεται ἡ [[παροιμία]]» (Φώτ. ἐν λ. ὄνου πόκαι), Ἀριστοφ. Βάτρ. 186· ὄνου πόκας ζητεῖς, ζητεῖς «τοῦ πουλιοῦ τὰ [[γάλα]]», Παροιμιογρ.· ― ἡ ὀνομαστικὴ ἐν τῇ φράσει [[ταύτῃ]] εὕρηται [[πόκες]] παρὰ τῷ Σχολ. Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ. πόκαι δὲ παρὰ Σουΐδ. καὶ Φωτ.· ― [[ὅπερ]] δεικνύει ὅτι δὲν ὑπῆρχε θηλ. ἑνικ. ἐν χρήσει· ― ὁ Ἀρίσταρχ. (ἐν λ. ὄνου πόκαι παρὰ Φωτ.) φαίνεται ὅτι ἀνεγίνωσκεν Ὄνου πλοκὰς μὲ ὁμοίαν σημασίαν, ἴδε Meineke εἰς Κρατῖν. ἐν Ἀδήλ. 80, καὶ πρβλ. [[ὄκνος]] ΙΙ.
}}
{{elnl
|elnltext=πόκος -ου, [πέκω] Dor. acc. plur. -ως, wol, vacht.
}}
}}
{{etym
{{etym
|etymtx=See also: s. [[πέκω]].
|etymtx=See also: s. [[πέκω]].
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[πόκος]], ὁ, [[πέκω]]<br /><b class="num">I.</b> [[wool]] in its raw [[state]], a [[fleece]], Il., Eur., etc.: a [[lock]] or [[tuft]] of [[wool]], Soph.<br /><b class="num">II.</b> [[proverb]]. in heterocl. acc. of 3rd decl., εἰς ὄνου πόκας to an ass [[shearing]], i. e. to no-[[place]], Ar.
}}
{{FriskDe
|ftr='''πόκος''': {pókos}<br />'''See also''': s. [[πέκω]].<br />'''Page''' 2,574
}}
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[fleece]], [[of cloth]]
}}
{{mantoulidis
|mantxt=(=ἀκατέργαστο μαλλί προβάτου). Ἀπό τό [[πέκω]] (=[[χτενίζω]], [[ξαίνω]] μαλλί) ἀπό ὅπου καί οἱ λέξεις [[πεκτήρ]], [[πεκτέω]] (=[[κουρεύω]] ζῶο), [[ποκάς]] (=χτενισμένες [[τρίχες]]).
}}
}}