3,274,873
edits
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "Theophrastus" to "Thphr.") |
||
(33 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=fatni | |Transliteration C=fatni | ||
|Beta Code=fa/tnh | |Beta Code=fa/tnh | ||
|Definition=ἡ, < | |Definition=ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[manger]], [[crib]], [ἵππους] ἀτίταλλ' ἐπὶ φάτνῃ Il.5.271; ἵππος ἀκοστήσας ἐπὶ φ. 6.506; ἵππους μὲν κατέδησαν.. φάτνῃ ἐφ' ἱππείῃ 10.568; ἐϋξέστῃ ἐπὶ φ. 24.280; ἡ φ. τῶν ἵππων [[Herodotus|Hdt.]]9.70, cf. E.''Ba.''510 (pl.), [[Xenophon|X.]]''[[Cyropaedia|Cyr.]]''3.3.27 (pl.), ''Ev.Luc.''2.7, al.; <b class="b3">φάτναι Ζηνὸς</b>, of the [[manger]] of [[Pegasus]], Pi.''O.''13.92: also of [[ox]]en, ὥς τίς τε κατέκτανε βοῦν ἐπὶ φάτνῃ Od.4.535, 11.411.<br><span class="bld">2</span> [[βοῦς ἐπὶ φάτνῃ]], proverb. of [[ease]] and [[comfort]], Philostr.''Im.''2.10; also [[πλουσίαν]] ἔχειν φάτνην E.''Fr.''378; φάτναις ἀργυραῖς [[χρῆσθαι]] Str.3.2.14; <b class="b3">ἡ ἐν τῇ φάτνῃ κύων</b> '[[the dog in the manger]]', Luc.''Tim.''14, cf. ''AP''12.236 (Strat.); <b class="b3">θεραπεύειν τὴν φάτνην τινός</b> to [[court]] one who [[feed]]s you, Ael.''Fr.''107; <b class="b3">τοὺς ἐκ τῆς αὐτῆς οἱονεὶ φάτνης ἐδηδοκότας</b> ib.39: <b class="b3">τὴν αὐτὴν φάτνην ζητεῖν</b> to [[return]] to their [[old]] [[haunt]]s, Eub.129.<br><span class="bld">II</span> = [[φάτνωμα]] ''1'', ''IG''11(2).161 ''A''46 (Delos, iii B. C.): pl., ib.42(1).109 iii 85, al. (Epid., iii B. C.), [[Diodorus Siculus|D.S.]]1.66.<br><span class="bld">III</span> [[socket]] of [[tooth]], Poll.2.93.<br><span class="bld">IV</span> the [[Manger]], name of the nebula ([[star]]-[[cluster]]) between the [[ὄνος|ὄνοι]] in [[Cancer]], [[Theophrastus|Thphr.]] ''Sign.''23, al., Arat.892,898, Eratosth.''Cat.''11, Ptol.''Tetr.''23. (Later Gr. [[πάθνη]] acc. to Moer., but [[φάτνη]] in Attic and Delian Inscrr., ''IG''22.1487.37, 11(2).l. c., Inscr.Déios504 ''A''6, ''B''9: [[bhndh]], cf. Skt. badhnāti '[[tie]]', Celt. benn '[[wicker]] [[chariot]]'.) | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1258.png Seite 1258]] ἡ, 1) die [[Krippe]], ein ausgehöhlter, hölzerner Trog mit Fächern, worin den Pferden und dem Rindvieh das Futter vorgesetzt wird; ἵππους ἀτίταλλ' ἐπὶ φάτνῃ Il. 5, 271; ἵππους μὲν κατέδησαν φάτνῃ ἐφ' ἱππείῃ 10, 568, u. öfter; φάτναι Ζηνὸς ἀρχαῖαι Pind. Ol. 13, 92; Eur. Hipp. 1240 u. öfter; Ar. Nubb. 13; πρὸς τὴν φάτνην τοὺς ἵππους στήσας Plat. Phaedr. 247 e. – Eine andere Form war [[πάθνη]], die auf [[πατέομαι]], [[πάσασθαι]] führt. – 2) wegen der | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1258.png Seite 1258]] ἡ, 1) die [[Krippe]], ein ausgehöhlter, hölzerner Trog mit Fächern, worin den Pferden und dem Rindvieh das Futter vorgesetzt wird; ἵππους ἀτίταλλ' ἐπὶ φάτνῃ Il. 5, 271; ἵππους μὲν κατέδησαν φάτνῃ ἐφ' ἱππείῃ 10, 568, u. öfter; φάτναι Ζηνὸς ἀρχαῖαι Pind. Ol. 13, 92; Eur. Hipp. 1240 u. öfter; Ar. Nubb. 13; πρὸς τὴν φάτνην τοὺς ἵππους στήσας Plat. Phaedr. 247 e. – Eine andere Form war [[πάθνη]], die auf [[πατέομαι]], [[πάσασθαι]] führt. – 2) wegen der Ähnlichkeit die Fächer u. Vertiefungen einer getäfelten Decke, lacunaria, D. Sic. 1, 66. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ης (ἡ) :<br />[[crèche]], [[mangeoire]], [[râtelier pour les chevaux]], [[étable pour les bœufs]].<br />'''Étymologie:''' p. *πάτνη, <i>ou</i> *πάθνη, avec transpos. d'aspirat., de la R. Πατ, manger ; v. [[πατέομαι]] -- DELG rac. bhen-dh- « lier », cf. <i>gaul.</i> benna « chariot ». | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''φάτνη:''' ἡ<br /><b class="num">1</b> [[ясли]] Hom., Her.: ἡ ἔν τῇ φάτνῃ [[κύων]] погов. Luc. собака на сене; ὄνων φ. Theocr. ослиные ясли (звездное скопление в созвездии Рака);<br /><b class="num">2</b> архит. [[кассета]], [[кессон]]: ὀροφὴ φάτναις διαγεγλυμμένη Diod. потолок кессонной или штучной работы. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''φάτνη''': ἡ, «παχνί», [[σκαφίδιον]] ἢ [[θέσις]] [[ἔνθα]] τίθεται ἡ τροφὴ τῶν ζῴων, ἵππους ἀτίταλ’ ἐπὶ φάτνῃ Ἰλ. Ο. 271· | |lstext='''φάτνη''': ἡ, «παχνί», [[σκαφίδιον]] ἢ [[θέσις]] [[ἔνθα]] τίθεται ἡ τροφὴ τῶν ζῴων, ἵππους ἀτίταλ’ ἐπὶ φάτνῃ Ἰλ. Ο. 271· ([[ἵππος]]) ἀκοστήσας ἐπὶ φ. Ζ. 506., Ο. 263· ἵππους μὲν κατέδησαν... φάτνῃ ἐφ’ ἱππείῃ Κ. 568· φ. ἐϋξέστῳ Ω. 280· ἡ φ. τῶν ἵππων Ἡρόδ. 9. 70· οὕτω καὶ παρὰ Πινδ. καὶ Ἀττ.· ― [[ὡσαύτως]] ἐπὶ βοῶν, ὡς τίς τε κατέκτανε βοῦν ἐπὶ φ. Ὀδ. Δ. 535., Λ. 411· [[ἐντεῦθεν]], 2) [[βοῦς]] ἐπὶ φ., παροιμ. ἐπὶ ἡσύχου καὶ ἀνέτου βίου, Φιλόστρ. 828· [[ὡσαύτως]], πλουσίαν φ. ἔχειν Εὐρ. Ἀποσπ. 379, πρβλ. Στράβ. 151· [[κύων]] ἐν φάτνῃ (ἢ ἐπὶ φάντην), [[παροιμία]], «ἐπὶ τῶν [[μήτε]] αὐτῶν χρωμένων [[μήτε]] ἄλλοις ἐπιτρεπόντων» Λεξ. Ρητ. 276, 6, πρβλ. Σουΐδ. καὶ Φώτ.· καθάπερ τὴν ἐν τῇ φάτνῃ [[μήτε]] αὐτὴν ἐσθίουσαν τῶν κριθῶν [[μήτε]] τῷ ἵππῳ πεινῶντι ἐπιτρέπουσαν Λουκ. Τίμ. 14, πρβλ. Ἀνθ. Π. 12. 236. ― [[Κατὰ]] Σουΐδ.: «[[φάτνη]] ἡ [[τράπεζα]]· “τοῦ Ἀντωνίου θεραπεύων… φάτνην”»· «τοὺς ἐκ τῆς αὐτῆς φάτνης» Αἰλ. παρὰ Σουΐδ.· πολλοὶ φυγόντες δεσπότας, ἐλεύθεροι ὄντες [[πάλιν]] ζητοῦσι τὴν αὐτὴν φ. Εὔβουλος ἐν Ἀδήλοις 17· ἐκ τῆς αὐτῆς φάτνης οἱονεὶ ἐδηδοκότας Σουΐδ. ἐν λέξ. [[φάτνη]]· περὶ τοῦ ὄνων [[φάτνη]], ἴδε ἐν λέξ. [[ὄνος]] V II. ἐν τῷ πληθ. = φατνώματα Ι, Διόδ. 1. 66· ― πρβλ. [[φατνίον]]. Παρὰ τοῖς μεταγενεστέροις (Γεωπ. 15. 4, 1, κλπ.) ἀπαντᾷ καὶ [[τύπος]] [[πάθνη]], [[ὅστις]] ὑποδεικνύει ὡς ῥίζαν τῆς λέξεως τὴν √ΠΑΤ, [[πατέομαι]], γενομένης μεταθέσεως τοῦ δασέος ἐν τῇ δοκίμῳ λέξει [[φάτνη]], ἴδε Κούρτ. σ. 393, πρβλ. δὲ καὶ τὸ τῆς καθωμιλημένης παχνί.) | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
Line 29: | Line 32: | ||
}} | }} | ||
{{Thayer | {{Thayer | ||
|txtha=φάτνης, ἡ ([[πατέομαι]] to [[eat]]; Vanicek, p. 445)), a [[crib]], [[manger]]: | |txtha=φάτνης, ἡ ([[πατέομαι]] to [[eat]]; Vanicek, p. 445)), a [[crib]], [[manger]]: Homer down; the Sept. for אֵבוּס, רְפָתִים, Habakkuk 3:17.) | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> ξύλινο [[κατασκεύασμα]] σε στάβλο, [[μέσα]] στο οποίο τοποθετείται η [[τροφή]] τών υποζυγίων, το παχνί (α. «εν τω σπηλαίω τίκτεται εν [[φάτνη]] τών αλόγων», Κάλαντα Χριστουγέννων<br />β. «ὁ [[ἡνίοχος]] πρὸς τὴν φάτνην τοὺς ἵππους στήσας», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>ως κύριο όν.</b> <i>η Φάτνη</i><br /><b>αστρον.</b> ανοιχτό ή γαλαξιακό [[σμήνος]] που αποτελείται από πολλές εκατοντάδες αστέρων, το οποίο βρίσκεται [[μέσα]] στα όρια του ζωδιακού αστερισμού του Καρκίνου, γνωστό και ως Κυψέλη<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[φατνίο]]<br /><b>2.</b> [[τράπεζα]] («ἤν τις οἴκων πλουσίαν ἔχῃ φάτνην», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ φάτναι</i><br />τα [[φατνώματα]]<br /><b>4.</b> <b>παροιμ. φρ.</b> | |mltxt=η, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> ξύλινο [[κατασκεύασμα]] σε στάβλο, [[μέσα]] στο οποίο τοποθετείται η [[τροφή]] τών υποζυγίων, το παχνί (α. «εν τω σπηλαίω τίκτεται εν [[φάτνη]] τών αλόγων», Κάλαντα Χριστουγέννων<br />β. «ὁ [[ἡνίοχος]] πρὸς τὴν φάτνην τοὺς ἵππους στήσας», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>ως κύριο όν.</b> <i>η Φάτνη</i><br /><b>αστρον.</b> ανοιχτό ή γαλαξιακό [[σμήνος]] που αποτελείται από πολλές εκατοντάδες αστέρων, το οποίο βρίσκεται [[μέσα]] στα όρια του ζωδιακού αστερισμού του Καρκίνου, γνωστό και ως Κυψέλη<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[φατνίο]]<br /><b>2.</b> [[τράπεζα]] («ἤν τις οἴκων πλουσίαν ἔχῃ φάτνην», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ φάτναι</i><br />τα [[φατνώματα]]<br /><b>4.</b> <b>παροιμ. φρ.</b> «βοῦς ἐπὶ φάτνῃ» — λέγεται για τον ήσυχο και άνετο βίο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[φάτνη]]/[[πάθνη]] ανάγεται στη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] <i>bhņdh</i>- της ΙΕ ρίζας <i>bhendh</i>- «[[δένω]], [[συνδέω]]» (<b>βλ. λ.</b> [[πεθερός]], [[πείσμα]] [Ι]) και εμφανίζει [[επίθημα]] -<i>νη</i>/-<i>n</i><i>ā</i> (<b>πρβλ.</b> γαλατ. - λατ. <i>benna</i> [<span style="color: red;"><</span> ΙΕ <i>bhendh</i>-<i>n</i><i>ā</i>-] με σημ. «[[αμάξι]], [[καρότσι]] με [[καλάθι]] φτειαγμένο από πλεγμένα [[μεταξύ]] τους κλαδιά ιτιάς»). Στην Ελληνική ο ΙΕ τ. <i>bhņdh</i>-<i>n</i><i>ā</i>- θα έδινε τ. <i>φαθ</i>-<i>ν</i><i>ā</i>, από τον οποίο προήλθε αρχικά ο τ. [[πάθνη]], με ανομοιωτική [[τροπή]] του δασέος -<i>φ</i>- στο αντίστοιχο ψιλό -<i>π</i>-, <i>ο</i> [[οποίος]] στη [[συνέχεια]] αντικαταστάθηκε στην ιων. και αττ. διαλ. από τον τ. <i>φάτ</i>-<i>νη</i> (με [[μετάθεση]] της δασύτητας, <b>πρβλ.</b> <i>ἄχαντος</i>: [[ἄκανθος]], [[βάθρακος]]: [[βάτραχος]]). Ωστόσο, ο τ. [[πάθνη]] εμφανίζεται [[ξανά]] στην [[κοινή]], [[γεγονός]] που υποδηλώνει ότι, [[παρά]] την [[επικράτηση]] του τ. [[φάτνη]], ο τ. [[πάθνη]] θα [[πρέπει]] να διατηρήθηκε σε ορισμένες διαλέκτους της αρχαίας, από όπου πέρασε αργότερα στην [[κοινή]]. Εκτός από τους τ. αυτούς απαντά, [[επίσης]], και τ. <i>πάθμη</i>, ο [[οποίος]] προήλθε, [[κατά]] μία [[άποψη]], με [[τροπή]] του -<i>ν</i>- σε -<i>μ</i>- κατ' [[επίδραση]] του δασέος -<i>θ</i>- ή, κατ' άλλους, με [[επίθημα]] -<i>μη</i> [[αντί]] του -<i>νη</i>. Στη Νέα Ελληνική, [[τέλος]], χρησιμοποιείται και ο τ. <i>παχνί</i>. Προβλήματα γεννά, όμως, η σημασιολογική [[διαφορά]] της λ. [[φάτνη]] από τη σημ. «[[δένω]]» της ρίζας. Κατά μία [[άποψη]], η σημ. της λ. προήλθε μέσω μιά ενδιάμεσης σημ. «[[καλάθι]] κατασκευασμένο από κλαδιά ιτιάς πλεγμένα, δεμένα [[μεταξύ]] τους» (<b>πρβλ.</b> τη σημ. του γαλατ. <i>benna</i>) με μια [[εξέλιξη]] που παρατηρείται και σε άλλες περιπτώσεις, <b>πρβλ.</b> γερμ. <i>Krippe</i> «[[φάτνη]]»: [[μέσο]] άνω γερμ. <i>Krebe</i> «[[καλάθι]]», αρχ. αγγλ. <i>binn</i> «[[φάτνη]]»: γαλατ.-λατ. <i>benna</i> «[[καλάθι]]». Κατ' [[άλλη]], όμως, [[άποψη]], η λ. [[φάτνη]] [[πρέπει]] να δήλωνε αρχικά το [[αντικείμενο]] με το οποίο δενόταν το ζώο στον στάβλο, στο παχνί (<b>πρβλ.</b> τους στ. της Ιλιάδος: ὡς δ'ὅτε τις στατὸς [[ἵππος]], ἀποστήσας ἐπὶ φάτνῃ> [Ζ 506], <i>ἵππους μὲν κατέδησαν ἐϋτμήτοισιν ἱμᾶσι φάτνῃ ἐφ</i>' <i>ἱππείῃ</i> [Κ 567] και στη [[συνέχεια]] συνεκδοχικά χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει την [[ίδια]] τη [[φάτνη]], το ξύλινο [[κατασκεύασμα]] όπου τοποθετείται η [[τροφή]] τών ζώων (για τη [[σχέση]] αυτή, <b>πρβλ.</b> το [[ζεύγος]] [[φορβειά]] «[[δεσμός]] από δερμάτινες λωρίδες, [[καπίστρι]]»: [[φορβή]] «[[τροφή]] τών ζώων»)]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''φάτνη:''' ἡ, [[φάτνη]], παχνί, σκαφίδι για [[τροφή]], σε Όμηρ., Ηρόδ., Αττ. (πιθ. από √<i>ΠΑΤ</i>, [[πατέομαι]]). | |lsmtext='''φάτνη:''' ἡ, [[φάτνη]], παχνί, σκαφίδι για [[τροφή]], σε Όμηρ., Ηρόδ., Αττ. (πιθ. από √<i>ΠΑΤ</i>, [[πατέομαι]]). | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[φάτνη]], ἡ,<br />a [[manger]], [[crib]], [[feeding]]-[[trough]], Hom., Hdt., | |mdlsjtxt=[[φάτνη]], ἡ,<br />a [[manger]], [[crib]], [[feeding]]-[[trough]], Hom., Hdt., Attic [Prob. from Root !pat, [[πατέομαι]].] | ||
}} | }} | ||
{{FriskDe | {{FriskDe | ||
|ftr='''φάτνη''': {phátnē}<br />'''Forms''': spät auch [[πάθνη]] (s.u.)<br />'''Grammar''': f.<br />'''Meaning''': [[Krippe]] (seit Il.), [[Vertiefung]], [[Fach in einer Felderdecke]], [[Kassette]] (hell. Inschr.), [[Zahnhöhle]] (Poll.), N. eines Einzelsterns im Sternbild des Krebses (neben den Ὄνοι, Thphr.; Scherer Gestirnnamen 124).<br />'''Derivative''': avon 1. Demin. [[φατνίον]] n. [[Zahnhöhle]], [[Zahnfleisch]] (sp. Mediz., Ph.), N. eines Sterns = [[φάτνη]] (Hephaest.). 2. Verba: a. [[φατνεύω]] [[an der Krippe füttern]] (sp.), -ίζομαι (ἐκ-) [[an der Krippe gefüttert werden]] (Hld., Nik. Dam.), -άζομαι ib. (Aq.); b. -όω [[eine Decke vertiefen]], [[mit getäfelter Arbeit versehen]], [[kassettieren]] (LXX) mit -ωμα n. [[Kassettierung]], [[Kassettendecke]], [[Kassette]], [[Schießscharte am Schiff]] (A. ''Fr''. 78 = 114 M., Plb. u.a.), [[Zahnhöhle]] (Gal.), -ωματικός [[getäfelt]] (Plu., kleinas. Inschr.), -ωτός ib. (H., Phot.), -ωσις f. [[Kassettierung]] (LXX). 3. Hypostase (: ἐκ φάτνης) : ἐκφατνίζομαι ‘(aus der Krippe) hinausgeworfen werden’ (Posidon., Eust.) mit -ισμα n. [[Abfall]], [[Brocken]] (Philostr. ''VA'' u.a.). 4. Φάτνιος Bein. des Zeus in Phrygien (Laodicea Combusta; Kaiserzeit).<br />'''Etymology''' : Die von Moeris 212, 9 als hellenistisch bezeugte Nebenform [[πάθνη]], woraus durch Hauchversetzung [[φάτνη]], lebt noch weiter im Ngr. und könnte aus dem Ionischen stammen (Schwyzer 121; Wackernagel Unt. 23 mit Lit.: somit urspr. auch bei Homer zu Hause?). Durch umgekehrte Schreibung daneben πάθμη (LXX; Schwyzer 216). — Wie [[πεῖσμα]] und [[πενθερός]] (s. dd.) ist [[φάτνη]] ein Ableger des alten Verbs für [[binden]] in aind. ''badhnā́ti'', Perf. ''ba''-''bándh''-''a'', germ., z.B. got. ''bindan''; sonnt aus idg. *''bhn̥dh''-''nā''. Dasselbe ''n''-Suffix erscheint noch in hochstufigen kelt. Formen: gall.-lat. ''benna'' [[Art zweiräderiger Wagen mit geflochtenem Korb]] (wozu galat. [[Ζεὺς]] Βέννιος, s. Weisgerber Natalicium Joh. Geffcken [1931] 157), kymr. ''benn'' [[Fuhrwerk]], wozu als LW nhd. dial. ''benne'' [[Wagenkasten]] : idg. *''bhendh''-''nā''. Das ''n''-Suffix kann mit dem ''n''-Präsens in aind. ''badh''-''nā́''-''ti'' in Verbindung stehen (Persson Beitr. 2, 570 A. 1), läßt sich aber auch in den ''u'' : ''r''-Wechsel in aind. ''bándh''-''u''- : gr. [[πενθερός]] einordnen. — Wegen des kelt. Wortes ist auch für [[φάτνη]] eine urspr. Bed. [[geflochtener Korb]] wahrscheinlich (Lidén BB 21, 109 f.; anders Solmsen KZ 42, 219 m. A. 3: [[Stelle]], [[wo das Tier im Stall angebunden wird]]). Weitere Vertreter dieser weitverzweigten Sippe bei WP. 2, 152, Pok. 127, W.-Hofmann s. ''offendīx'' und ''benna'' (m. reicher Lit.); dazu noch toch. AB ''pānto'' [[Beistand]] nach v. Windekens Orbis 14, 502 (Grundform *''bhōndō''(''n'') mit langem Stammvokal allerdings wenig glaubhaft).<br />'''Page''' 2,997-998 | |ftr='''φάτνη''': {phátnē}<br />'''Forms''': spät auch [[πάθνη]] (s.u.)<br />'''Grammar''': f.<br />'''Meaning''': [[Krippe]] (seit Il.), [[Vertiefung]], [[Fach in einer Felderdecke]], [[Kassette]] (hell. Inschr.), [[Zahnhöhle]] (Poll.), N. eines Einzelsterns im Sternbild des Krebses (neben den Ὄνοι, Thphr.; Scherer Gestirnnamen 124).<br />'''Derivative''': avon 1. Demin. [[φατνίον]] n. [[Zahnhöhle]], [[Zahnfleisch]] (sp. Mediz., Ph.), N. eines Sterns = [[φάτνη]] (Hephaest.). 2. Verba: a. [[φατνεύω]] [[an der Krippe füttern]] (sp.), -ίζομαι (ἐκ-) [[an der Krippe gefüttert werden]] (Hld., Nik. Dam.), -άζομαι ib. (Aq.); b. -όω [[eine Decke vertiefen]], [[mit getäfelter Arbeit versehen]], [[kassettieren]] (LXX) mit -ωμα n. [[Kassettierung]], [[Kassettendecke]], [[Kassette]], [[Schießscharte am Schiff]] (A. ''Fr''. 78 = 114 M., Plb. u.a.), [[Zahnhöhle]] (Gal.), -ωματικός [[getäfelt]] (Plu., kleinas. Inschr.), -ωτός ib. (H., Phot.), -ωσις f. [[Kassettierung]] (LXX). 3. Hypostase (: ἐκ φάτνης): ἐκφατνίζομαι ‘(aus der Krippe) hinausgeworfen werden’ (Posidon., Eust.) mit -ισμα n. [[Abfall]], [[Brocken]] (Philostr. ''VA'' u.a.). 4. Φάτνιος Bein. des Zeus in Phrygien (Laodicea Combusta; Kaiserzeit).<br />'''Etymology''': Die von Moeris 212, 9 als hellenistisch bezeugte Nebenform [[πάθνη]], woraus durch Hauchversetzung [[φάτνη]], lebt noch weiter im Ngr. und könnte aus dem Ionischen stammen (Schwyzer 121; Wackernagel Unt. 23 mit Lit.: somit urspr. auch bei Homer zu Hause?). Durch umgekehrte Schreibung daneben πάθμη (LXX; Schwyzer 216). — Wie [[πεῖσμα]] und [[πενθερός]] (s. dd.) ist [[φάτνη]] ein Ableger des alten Verbs für [[binden]] in aind. ''badhnā́ti'', Perf. ''ba''-''bándh''-''a'', germ., z.B. got. ''bindan''; sonnt aus idg. *''bhn̥dh''-''nā''. Dasselbe ''n''-Suffix erscheint noch in hochstufigen kelt. Formen: gall.-lat. ''benna'' [[Art zweiräderiger Wagen mit geflochtenem Korb]] (wozu galat. [[Ζεύς|Ζεὺς]] Βέννιος, s. Weisgerber Natalicium Joh. Geffcken [1931] 157), kymr. ''benn'' [[Fuhrwerk]], wozu als LW nhd. dial. ''benne'' [[Wagenkasten]]: idg. *''bhendh''-''nā''. Das ''n''-Suffix kann mit dem ''n''-Präsens in aind. ''badh''-''nā́''-''ti'' in Verbindung stehen (Persson Beitr. 2, 570 A. 1), läßt sich aber auch in den ''u'': ''r''-Wechsel in aind. ''bándh''-''u''-: gr. [[πενθερός]] einordnen. — Wegen des kelt. Wortes ist auch für [[φάτνη]] eine urspr. Bed. [[geflochtener Korb]] wahrscheinlich (Lidén BB 21, 109 f.; anders Solmsen KZ 42, 219 m. A. 3: [[Stelle]], [[wo das Tier im Stall angebunden wird]]). Weitere Vertreter dieser weitverzweigten Sippe bei WP. 2, 152, Pok. 127, W.-Hofmann s. ''offendīx'' und ''benna'' (m. reicher Lit.); dazu noch toch. AB ''pānto'' [[Beistand]] nach v. Windekens Orbis 14, 502 (Grundform *''bhōndō''(''n'') mit langem Stammvokal allerdings wenig glaubhaft).<br />'''Page''' 2,997-998 | ||
}} | }} | ||
{{Chinese | {{Chinese | ||
|sngr='''原文音譯''':f£tnh 法特尼<br />'''詞類次數''':名詞(4)<br />'''原文字根''':(飼料)槽 相當於: ([[אֵבוּס]]‎)<br />'''字義溯源''':秣槽,廄,(牲畜)食槽,槽,馬糟;源自([[πατάσσω]])X*=喫)<br />'''出現次數''':總共(4);路(4)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 馬槽(3) 路2:7; 路2:12; 路2:16;<br />2) 槽(1) 路13:15 | |sngr='''原文音譯''':f£tnh 法特尼<br />'''詞類次數''':名詞(4)<br />'''原文字根''':(飼料)槽 相當於: ([[אֵבוּס]]‎)<br />'''字義溯源''':秣槽,廄,(牲畜)食槽,槽,馬糟;源自([[πατάσσω]])X*=喫)<br />'''出現次數''':總共(4);路(4)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 馬槽(3) 路2:7; 路2:12; 路2:16;<br />2) 槽(1) 路13:15 | ||
}} | |||
{{WoodhouseReversedUncategorized | |||
|woodrun=[[crib]], [[stall for horses]] | |||
}} | |||
{{mantoulidis | |||
|mantxt=(=[[παχνί]]). Καί [[πάθνη]] Ἀπό ρίζα πατ- τοῦ [[πατέομαι]] (=[[τρέφομαι]]). Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: [[φατνεύω]], [[φατνίζομαι]], [[φατνίον]], [[φατνόω]] φατνῶ, [[φάτνωμα]], [[φατνωματικός]], [[φάτνωσις]], [[φατνωτός]]. | |||
}} | |||
{{elmes | |||
|esmgtx=ἡ [[pesebre]] ἅγιος, ἀθάνατος, ὁ ἐν φάτνῃ τῶν ἀλόγων γνωρισθείς <b class="b3">santo, inmortal, el que se dio a conocer en un pesebre de animales (ref. a Jesucristo) </b> O 3 8 | |||
}} | |||
{{trml | |||
|trtx=Armenian: կերատաշտ, մսուր; Bulgarian: хранилка, ясли; Catalan: pessebre; Chinese Mandarin: 食槽, 飼槽, 饲槽, 槽, 馬槽, 马槽; Czech: koryto, žlab; Dutch: kribbe; Esperanto: kripo; Finnish: kaukalo; French: [[mangeoire]]; Galician: maseira, manxadoira, presebe, cambeleira; Georgian: ბაგა; German: [[Krippe]], [[Trog]]; Greek: [[παχνί]], [[φάτνη]]; Ancient Greek: [[φάτνη]], [[κάπη]]; Hebrew: אבוס; Hungarian: jászol; Icelandic: jata; Italian: mangiatoia; Gamale Kham: ताँद; Korean: 구유; Kurdish Northern Kurdish: afir; Middle English: manger; Norwegian Bokmål: krybbe; Plautdietsch: Kjrebb; Polish: żłób; Portuguese: manjedoura; Russian: корму́шка, я́сли; Slovene: jasli, korito; Spanish: [[pesebre]]; Swedish: krubba; Turkish: yemlik; Ukrainian: годівни́ця, я́сла | |||
}} | }} |