πηκτή: Difference between revisions

m
no edit summary
(b)
mNo edit summary
 
(21 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=pikti
|Transliteration C=pikti
|Beta Code=phkth/
|Beta Code=phkth/
|Definition=Dor. πακτά, ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> v. [[πηκτός]].</span>
|Definition=Dor. [[πακτά]], ἡ, ([[πηκτός]])<br /><b class="num">I.</b> a [[net]] or [[cage]] set to [[catch]] [[bird]]s, Ar.<br /><b class="num">II.</b> [[cream cheese]], Theocr.
}}
{{bailly
|btext=ῆς (ἡ) :<br /><b>1</b> [[filet pour les oiseaux]];<br /><b>2</b> [[fromage de lait caillé]].<br />'''Étymologie:''' [[πηκτός]] II. 1 et 2.
}}
{{elnl
|elnltext=πηκτή -ῆς, ἡ, Dor. πᾱκτᾱ́ , [[vogelnet]], zie [[πηκτός]].
}}
{{elru
|elrutext='''πηκτή:''' дор. [[πακτά]] (τᾱ) ἡ<br /><b class="num">1</b> [[птицеловная сеть]] Arph., Arst.;<br /><b class="num">2</b> [[спрессованный творог]], [[сыр]] Theocr., Anth.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0609.png Seite 609]] ἡ, dor. [[πακτά]], s. [[πηκτός]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0609.png Seite 609]] ἡ, dor. [[πακτά]], s. [[πηκτός]].
}}
{{grml
|mltxt=η / [[πηκτή]], ΝΜΑ,και δωρ. τ. [[πακτά]] Α<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>χημ.</b> [[τύπος]] κολλοειδούς συστήματος, [[δηλαδή]] υδρολύματος, στο οποίο το [[υγρό]] [[μέσον]] διασποράς έχει γίνει αρκετά ιξώδες, ώστε να δίνει περισσότερο ή λιγότερο την [[εντύπωση]] στερεού σώματος<br /><b>2.</b> [[είδος]] φαγητού από βρασμένο [[κεφάλι]] ή πόδια και [[εντόσθια]] ζώων ή και από ψάρια [[μαζί]] με τον πηγμένο ζωμό και με διάφορα καρυκεύματα<br /><b>3.</b> [[ζελατίνη]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «θρεπτική [[πηκτή]]» — [[παρασκεύασμα]] που χρησιμοποιείται για την [[καλλιέργεια]] τών μικροοργανισμών<br />β) «[[χρωματογραφία]] πηκτής»<br /><b>χημ.</b> [[τεχνική]] της αναλυτικής χημείας που εφαρμόζεται για τον χημικό διαχωρισμό ορισμένων ουσιών και βασίζεται στις διαφορές ταχύτητας με την οποία οι ουσίες αυτές διέρχονται διά μέσου ενός πορώδους ημιστερεού υλικού<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[δίχτυ]] ή [[παγίδα]] για τη [[σύλληψη]] πουλιών<br /><b>2.</b> [[τυρί]] νωπό, χλωρό<br /><b>3.</b> [[ποικιλία]] του συμφύτου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ουσιαστικοποιημένος τ. του θηλ. του επιθ. [[πηκτός]]. Η λ. με την νεοελλ. σημ. «[[ζελατίνη]]» αποτελεί [[απόδοση]] στην Ελληνική του γαλλ. <i>gelatine</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πηκτή:''' Δωρ. [[πακτά]], ἡ ([[πηκτός]])·<br /><b class="num">I.</b> [[δίχτυ]] ή [[κλουβί]] που τοποθετείται για να πιάνει πουλιά, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">II.</b> ανθότυρο, σε Θεόκρ.
}}
}}