μεταφορικός: Difference between revisions

m
no edit summary
(13_3)
mNo edit summary
 
(22 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=metaforikos
|Transliteration C=metaforikos
|Beta Code=metaforiko/s
|Beta Code=metaforiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">apt at metaphors</b>, <span class="bibl">Id.<span class="title">Po.</span>1459a6</span>, <span class="bibl"><span class="title">Fr.</span>70</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b2">metaphorical</b>, <span class="bibl">Phld.<span class="title">Po.</span>2.55</span>, <span class="bibl">Porph.<span class="title">in Cat.</span>58.37</span>. Adv. μεταφορ-κῶς Phld.<span class="title">Mus.</span>p.30 K., <span class="title">Placit.</span>1.19.1, Erot. s.v. [[νεφέλαι]], etc.</span>
|Definition=μεταφορική, μεταφορικόν,<br><span class="bld">A</span> [[apt at metaphors]], [[metaphorically inclined]], Id.''Po.''1459a6, ''Fr.''70.<br><span class="bld">II</span> [[metaphorical]], Phld.''Po.''2.55, Porph.''in Cat.''58.37. Adv. [[μεταφορικῶς]] = [[metaphorically]] Phld.''Mus.''p.30 K., ''[[Placita Philosophorum|Placit.]]''1.19.1, Erot. [[sub verbo|s.v.]] [[νεφέλαι]], etc.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0156.png Seite 156]] ή, όν, übertragen, metaphorisch, uneigentlich, [[ὄνομα]], Gramm. – Der Metaphern zu gebrauchen pflegt, δεινὸς περὶ τὴν φράσιν καὶ μεταφ., D. L. 8, 57.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0156.png Seite 156]] μεταφορική, μεταφορικόν, [[übertragen]], [[metaphorisch]], [[uneigentlich]], [[ὄνομα]], Gramm. – Der Metaphern zu gebrauchen pflegt, δεινὸς περὶ τὴν φράσιν καὶ μεταφ., D. L. 8, 57.
}}
{{bailly
|btext=μεταφορική, μεταφορικόν :<br /><b>1</b> [[métaphorique]], [[figuré]];<br /><b>2</b> [[qui aime les expressions figurées]].<br />'''Étymologie:''' [[μεταφορά]].
}}
{{elru
|elrutext='''μεταφορικός:'''<br /><b class="num">1</b> [[метафорический]], [[переносный]] Arst.;<br /><b class="num">2</b> [[склонный к употреблению метафор]] ([[Ἐμπεδοκλῆς]] Arst., Diog. L.).
}}
{{ls
|lstext='''μεταφορικός''': μεταφορική, μεταφορικόν, ὁ [[ἐπιτήδειος]] εἰς μεταφοράς, Ἀριστ. Ποιητ. 22, 16, Ἀποσπ. 59. ΙΙ. ὀ ἀνήκων εἰς μεταφοράν, κατὰ μεταφορὰν εἰρημένος· ἐπίρρ. -κῶς, Πλού. 22. 884Α.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[μεταφορικός]], -ή, -όν) [[μεταφορά]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή χρησιμεύει στη [[μεταφορά]] ή αυτός που προσιδιάζει στη [[μεταφορά]] («μεταφορικό [[μέσο]]»)<br /><b>2.</b> <b>γραμμ.</b> αυτός που εκφράζεται με [[μεταφορά]], ο [[αλληγορικός]] («μεταφορική [[σημασία]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το μεταφορικό</i><br />α) τηλεγραφική [[συσκευή]] που χρησιμοποιούνταν στο [[παρελθόν]] και με την οποία ενισχύονταν και αναμεταδίδονταν τα ασθενή σήματα<br />β) <b>στον πληθ.</b> <i>τα μεταφορικά</i><br />τα έξοδα, οι δαπάνες που απαιτούνται για τη [[μεταφορά]] εμπορευμάτων, αλλ. κόμιστρα<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «μεταφορικά γραφεία» — [[πρακτορεία]] μεταφορών που αναλαμβάνουν τη [[μεταφορά]] πραγμάτων και προσώπων με μεταφορικά [[μέσα]] δικά τους ή τρίτων<br />γ) «μεταφορικό RNΑ»<br /><b>βιολ.</b> ιδιαίτερη [[μορφή]] του ριβονουκλεϊκού οξέος, [[κύριος]] [[ρόλος]] της οποίας [[είναι]] η [[μεταφορά]] τών αμινοξέων από το κυτταρικό [[περιβάλλον]] στην [[αλυσίδα]] σχηματισμού τών πρωτεϊνών η οποία έχει «κατασκευαστεί» από το αγγελιαφόρο RNΑ, αλλ. [[μεταφορέας]] RNΑ<br />δ) «μεταφορικά έξοδα» — τα μεταφορικά<br />ε) «μεταφορικά [[μέσα]]» — <b>βλ.</b> [[μέσο]]<br />στ) «μεταφορικοί συνεταιρισμοί» — [[μορφή]] συνεταιρισμών που συγκροτούνται [[ανάμεσα]] σε ιδιοκτήτες μεταφορικών μέσων, με χαρακτήρα [[κυρίως]] προμηθευτικό<br /><b>αρχ.</b><br />ο [[επιτήδειος]] στη [[μεταφορά]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>μεταφορικώς</i> και -<i>ά</i> (Α μεταφορικῶς)<br />με [[μεταφορά]], με μεταφορικό τρόπο («οι ποιητές [[είναι]] αυτοί που [[κυρίως]] εκφράζονται μεταφορικώς»).
}}
{{lsm
|lsmtext='''μεταφορικός:''' -ή, -όν,<br /><b class="num">I.</b> [[κατάλληλος]] στις μεταφορές, σε Αριστ.<br /><b class="num">II.</b> [[μεταφορικός]] (που εκφράζεται με το [[σχήμα]] λόγου της μεταφοράς)· επίρρ. -[[κῶς]], σε Πλούτ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[μεταφορικός]], ή, όν<br /><b class="num">I.</b> [[apt at metaphors]], [[Arist]].<br /><b class="num">II.</b> metaphorical: adv. -κῶς, Plut.
}}
{{trml
|trtx====[[metaphorical]]===
Arabic: اِسْتِعَارِيّ, مَجَازِيّ, رَمْزِيّ; Azerbaijani: məcazi; Bulgarian: метафоричен; Catalan: metafòric; Chinese Mandarin: [[比喻]], [[象徵]], [[象征]]; Danish: metaforisk; Dutch: [[metaforisch]]; Finnish: vertauskuvallinen, metaforinen; Galician: metafórico; German: [[metaphorisch]]; Greek: [[μεταφορικός]]; Ancient Greek: [[μεταφορικός]]; Hindi: रूपक; Hungarian: metaforikus; Italian: [[metaforico]]; Japanese: 比喩的な; Latvian: metaforisks; Norwegian Bokmål: metaforisk; Nynorsk: metaforisk; Occitan: metaforic; Polish: metaforyczny; Portuguese: [[metafórico]]; Russian: [[метафорический]], [[переносный]], [[образный]], [[фигуральный]]; Spanish: [[metafórico]]; Swedish: metaforisk, bildlig; Ukrainian: метафоричний
===[[figurative]]===
Arabic: اِسْتِعَارِيّ, مَجَازِيّ, رَمْزِيّ; Azerbaijani: məcazi; Bulgarian: преносен, метафоричен; Catalan: figuratiu; Chinese Mandarin: [[比喻]], [[象徵]], [[象征]]; Czech: přenesený, obrazný; Danish: overført, billedlig; Dutch: [[overdrachtelijk]], [[figuurlijk]]; Estonian: kujundlik; Finnish: kuvaannollinen; French: [[figuratif]], [[figuré]]; Galician: figurativo; Georgian: მეტაფორული, ხატოვანი, გადატანითი; German: [[bildlich]], [[figürlich]], [[metaphorisch]], [[symbolisch]], [[übertragen]], [[uneigentlich]], [[verblümt]]; Greek: [[μεταφορικός]]; Ancient Greek: [[ἀλληγορικός]], [[τροπικός]]; Hungarian: átvitt, képletes, jelképes; Italian: [[figurativo]]; Japanese: 比喩的な; Latin: [[tropicus]]; Norwegian Bokmål: billedlig; Nynorsk: biletleg; Occitan: figurat; Persian: استعاری, انگاری; Polish: przenośny; Portuguese: [[figurativo]]; Romanian: figurativ; Russian: [[переносный]], [[образный]], [[фигуральный]], [[метафорический]]; Scottish Gaelic: samhlachail; Spanish: [[figurativo]], [[figurado]], [[traslaticio]]; Swedish: figurativ; Turkish: mecazi; Ukrainian: образний, переносний; Vietnamese: nghĩa bóng
}}
}}