3,270,341
edits
(6) |
m (Text replacement - " compds. " to " compounds ") |
||
(34 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=tetraino | |Transliteration C=tetraino | ||
|Beta Code=tetrai/nw | |Beta Code=tetrai/nw | ||
|Definition=(pres. in compd. | |Definition=(pres. in compd. συν- A.''Ch.''451 (lyr.), [[Herodotus|Hdt.]]2.11); fut. τετρᾰνῶ Kourouniotes Ἐλευσινιακά i 190 (iv B.C.); Ion. fut. τετρᾰνέω (δια-) [[Herodotus|Hdt.]]3.12: Ep. aor. τέτρηνα, the only tense used by Hom.; Att. inf. τετρᾶναι ''IG''12.372E8, 22.1678a A5; part. <b class="b3">ἐν-τετράνας</b> ib. 1665.18, 1672.176:—Med., aor. ἐτετρηνάμην Gal.''UP''15.6, (δι-) Ar. ''Th.''18:—Pass., aor. ἐτετράνθην Lyc.781, ''AP'' (v. infr.). Other tenses are formed from stem <b class="b3">τρη-</b> (never τρᾱ-), fut. τρήσω Lyc.665: aor. ἔτρησα Hp.''Morb.''2.28, [[LXX]] ''4 Ki.''12.9, ''IG''7.3073.71 (Lebad., ii B.C.), etc., (συν-) Pl.''Ti.''91a, etc.:—Med., aor. ἐτρησάμην (δι-) Gal.4.708:—Pass., aor. ἐτρήθην ''Gp.''5.33.7, (ἀν-) Trypho ap.Ath.4.182e: pf. [[τέτρημαι]] (v. infr.): plpf. 3pl. τετρήατο Emp.84.9. A pres. τιτραίνω occurs in [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[Historia Plantarum|HP]]'' 5.4.5 (Pass.), with an aor. ἐτίτρᾱνα ib.2.7.6, 5.4.5: 3pl. im pf. Pass. τετρήνοντο in Call.''Dian.''244 is [[falsa lectio|f.l.]] for τετρήναντο or τετραίνοντο, and τετρήνεται in Hp.''Nat.Puer.''17 [[falsa lectio|f.l.]] for τετραίν-. The pres. τιτράω first in Pass. τιτρᾶται Hero ''Spir.''2.35, Dsc.5.75, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]; 2sg. pres. imper. Act. τίτρα ''PHolm.''4.40: the pres. τίτρημι first in 3sg. pres. κατατίτρησι Gal.13.937; pres. part. nom. sg. fem. τιτρᾶσα Id.''UP''16.6; nom. pl. διατιτράντεα D.C.69.12. The compounds with [[διά]] and [[σύν]] are more used than the simple Verb; cf. also those with [[κατά]], [[ἀνά]], [[ἐν]], and ἐκ:—[[bore through]], [[pierce]], [[perforate]], ποδῶν τέτρηνε τένοντε Il.22.396; τέτρηνα δὲ πάντα τερέτρῳ Od.23.198, cf. 5.247:—Pass., πυκιναῖς τέτρηνται ἄλοξιν Emp.100.3; λίθος τετρημένος [[Herodotus|Hdt.]]2.96; <b class="b3">ὁ οὐρανὸς τέτρηται</b> [[has holes in it]], Id.4.158; <b class="b3">τέτρηται δικτύου πλέον</b> (Ahrens for [[τέτρωται]]) [[Aeschylus|A.]]''[[Agamemnon|Ag.]]''868; [[τέτρηνται]], of the urinary passage, [[varia lectio|v.l.]] in Hp.Aër.9; ὥσπερ κόσκινον τέτρηται Ar.''Fr.''480; <b class="b3">ὁ τετρημένος πίθος</b>, v. [[πίθος]] 1.2; [Χάσμα] δι' ὅλης τῆς γῆς τετρημένον [[Plato|Pl.]]''[[Phaedo|Phd.]]'' 11 2a; <b class="b3">κοιλίαι εἰς τὸν πλεύμονα τετρ</b>. [[Aristotle|Arist.]]''[[Historia Animalium|HA]]'' 496a22; τετρανθεὶς αὐλός ''AP''6.296 (Leon.). (Cf. [[τέρετρον]], [[τερηδών]].) | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1097.png Seite 1097]] verstärkte Form von τραω, [[τιτράω]], dem sie im praes. von den Attikern vorgezogen wird, | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1097.png Seite 1097]] verstärkte Form von τραω, [[τιτράω]], dem sie im praes. von den Attikern vorgezogen wird, [[bohren]], durchbohren; aor. ἐτέτρηνα, Il. 22, 396 Od. 5, 247. 23, 198; sp. D.; ἐπ' ὄρτυγι τετρανθεὶς [[αὐλός]], Leon. Tar. 12 (VI, 296). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>seul. ao.</i> ἐτέτρηνα, <i>postér.</i> ἐτέτρανα;<br /><i>Pass. ao.</i> ἐτετράνθην, <i>pf.</i> [[τέτρημαι]];<br />[[percer]].<br />'''Étymologie:''' cf. [[τιτράω]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''τετραίνω:''' (aor. ἐτέτρηνα - эп. [[τέτρηνα]], поздн. ἐτέτρανα)<br /><b class="num">1</b> [[прокалывать]] (τένοντε ποδῶν Hom.);<br /><b class="num">2</b> [[просверливать]] (τι τερέτρῳ Hom.; [[λίθος]] τετρημένος Her.): αὐλὸς τετρανθείς Anth. свирель с отверстиями; [[χάσμα]] τετρημένον διά τινος Plat. отверстие, проходящее сквозь что-л. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τετραίνω''': Ἰων. μέλλ. τετρᾰνέω (δια-) Ἡρόδ. 3. 12· Ἐπικ. ἀόρ. τέτρηνα, ὁ [[μόνος]] ἐν χρήσει παρ’ Ὁμήρ. [[τύπος]]. - Μέσ., ἀόρ. ἐτετρηνάμην (δι-) Ἀριστοφάν. Θεσμ. 18. - Παθητ., ἀόρ. ἐτετράνθην Λυκόφρ. 781, Ἀνθ. (ἴδε κατωτ.). Ἕτεροι χρόνοι σχηματίζονται ἐκ τοῦ *τράω, μέλλ. τρήσω Λυκόφρ. 665· ἀόρ. ἔτρησα Ἱππ. 471. 2, κλπ., (συν-) Πλάτ., κλπ. - Μέσ., ἀόριστ. ἐτρησάμην Γαλην. 4. 708. - Παθ., ἀόρ. ἐτρήθην Γεωπ., (ἀν-) Ἀθήν. 182Ε· πρκμ. [[τέτρημαι]] ἴδε κατωτ. - Ἕτερος ἐνεστὼς [[τιτραίνω]] ἀπαντᾷ παρὰ Θεοφρ., μετ’ ἀορ. ἐτίτρᾱνα ὁ αὐτ. π. Φυτ. Ἱστ. 2. 7, 6 κ. ἑξ., 5. 4, 5 ([[ἔνθα]] [[ἀναγνωστέον]] ἐτέτρᾱνα)· τὸ γ΄ πληθ. παθ. παρατ. τετρήνοντο παρὰ Καλλ. εἰς Ἄρτεμ. 244, [[εἶναι]] πιθ. πλημμ. γραφ. ἀντὶ τετρήναντο ἢ τετραίνοντο· καὶ τὸ τετρήνεται παρ’ Ἱπποκρ. 238, 21 πλημμ. γραφ. ἀντὶ τετραιν-. Ὁ ἐνεστ. τιτράω πρῶτον παρὰ τῷ Διοσκ. 5. 77, 85, Φώτ. Μετοχ. διατιτράντες (οἱονεὶ ἐξ ὁριστ. -τίτρημι) Δίων Κ. 69. 12. Παθ. τίτραμαι Ὀρειβάσ. (Ἐκ τῆς √ ΤΕΡ, ἴδε ἐν λ. [[τείρω]]). Καθόλου εἰπεῖν, τὰ σύνθετα | |lstext='''τετραίνω''': Ἰων. μέλλ. τετρᾰνέω (δια-) Ἡρόδ. 3. 12· Ἐπικ. ἀόρ. τέτρηνα, ὁ [[μόνος]] ἐν χρήσει παρ’ Ὁμήρ. [[τύπος]]. - Μέσ., ἀόρ. ἐτετρηνάμην (δι-) Ἀριστοφάν. Θεσμ. 18. - Παθητ., ἀόρ. ἐτετράνθην Λυκόφρ. 781, Ἀνθ. (ἴδε κατωτ.). Ἕτεροι χρόνοι σχηματίζονται ἐκ τοῦ *τράω, μέλλ. τρήσω Λυκόφρ. 665· ἀόρ. ἔτρησα Ἱππ. 471. 2, κλπ., (συν-) Πλάτ., κλπ. - Μέσ., ἀόριστ. ἐτρησάμην Γαλην. 4. 708. - Παθ., ἀόρ. ἐτρήθην Γεωπ., (ἀν-) Ἀθήν. 182Ε· πρκμ. [[τέτρημαι]] ἴδε κατωτ. - Ἕτερος ἐνεστὼς [[τιτραίνω]] ἀπαντᾷ παρὰ Θεοφρ., μετ’ ἀορ. ἐτίτρᾱνα ὁ αὐτ. π. Φυτ. Ἱστ. 2. 7, 6 κ. ἑξ., 5. 4, 5 ([[ἔνθα]] [[ἀναγνωστέον]] ἐτέτρᾱνα)· τὸ γ΄ πληθ. παθ. παρατ. τετρήνοντο παρὰ Καλλ. εἰς Ἄρτεμ. 244, [[εἶναι]] πιθ. πλημμ. γραφ. ἀντὶ τετρήναντο ἢ τετραίνοντο· καὶ τὸ τετρήνεται παρ’ Ἱπποκρ. 238, 21 πλημμ. γραφ. ἀντὶ τετραιν-. Ὁ ἐνεστ. τιτράω πρῶτον παρὰ τῷ Διοσκ. 5. 77, 85, Φώτ. Μετοχ. διατιτράντες (οἱονεὶ ἐξ ὁριστ. -τίτρημι) Δίων Κ. 69. 12. Παθ. τίτραμαι Ὀρειβάσ. (Ἐκ τῆς √ ΤΕΡ, ἴδε ἐν λ. [[τείρω]]). Καθόλου εἰπεῖν, τὰ σύνθετα μετὰ τῆς διὰ καὶ σὺν [[εἶναι]] συνηθέστερα τοῦ ἁπλοῦ ῥήματος, πρβλ. [[ὡσαύτως]] καὶ τὰ σύνθετα μετὰ τῶν προθέσ. κατὰ καὶ ἐκ. Τρυπῶ, διατρυπῶ, ποδῶν τέτρηνε τένοντε Ἰλ. Χ. 396· τέτρηνα δὲ πάντα τερέτρῳ Ὀδ. Ψ. 198, πρβλ. Ε. 247. - Παθητ., πυκιναῖς τέτρηνται ἄλοξιν Ἐμπεδ. 345· [[λίθος]] τετρημένος Ἡρόδ. 2. 96· ὁ οὐρανὸς τέτρηται, ἔχει ὀπάς, ὁ αὐτ. 4. 158· τέτρηται δικτύου πλέον ([[οὕτως]] ὁ Ahr. ἀντὶ τέτρωται) Αἰσχύλ. Ἀγ. 868· τέτρητα, ἐπὶ τοῦ οὐρητῆρος ἀγωγοῦ, Ἱππ. π. Ἀέρ. 286· [[ὥσπερ]] [[κόσκινον]] τέτρηται Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 404· ὁ τετρημένος [[πίθος]], ἴδε ἐν λέξ. [[πίθος]] Ι. 2· [[χάσμα]]... δι’ ὅλης τῆς γῆς τετρ. Πλάτ. Φαίδων 112Α· κοιλίαι εἰς τὸν πλεύμονα τετρη. Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστορ. 1. 17, 4· τετρανθεὶς αὐλὸς Ἀνθ. Π. 6. 296. - Ἴδε Κόντου Παντοῖα Φιλολογικὰ ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. ΙΖ΄, σελ. 273-4. | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
Line 26: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[τιτραίνω]] και [[τιτράω]] και [[τίτρημι]] Α<br />[[τρυπώ]], [[διατρυπώ]] («οἷά τις σιφνεὺς κευθνῶνος ἐν σήραγγι τετρήνας μυχούς», <b>Λυκόφρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. ανάγεται στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>ter</i>- «[[τρίβω]]» που απαντά και με μονοσύλλαβη [[μορφή]] <i>τερ</i>- (<b>πρβλ.</b> [[τείρω]], λατ. <i>tero</i>) και με δισύλλαβη [[μορφή]] <i>τερη</i>- ( | |mltxt=και [[τιτραίνω]] και [[τιτράω]] και [[τίτρημι]] Α<br />[[τρυπώ]], [[διατρυπώ]] («οἷά τις σιφνεὺς κευθνῶνος ἐν σήραγγι τετρήνας μυχούς», <b>Λυκόφρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. ανάγεται στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>ter</i>- «[[τρίβω]]» που απαντά και με μονοσύλλαβη [[μορφή]] <i>τερ</i>- (<b>πρβλ.</b> [[τείρω]], λατ. <i>tero</i>) και με δισύλλαβη [[μορφή]] <i>τερη</i>- ([[πρβλ]]. [[τερετρον]], [[τρῆμα]]). Αρχαιότεροι θεωρούνται οι σχηματισμοί από τη δισύλλαβη [[μορφή]] της ρίζας με μηδενισμένο το α' [[φωνήεν]] και απαθές το β' <i>τέ</i>-<i>τρη</i>-<i>μαι</i>, <i>τρῆ</i>-<i>μα</i>, <i>τρη</i>-<i>τός</i> (<b>πρβλ.</b> <i>βέ</i>-<i>βλη</i>-<i>μαι</i>, <i>βλῆ</i>-<i>μα</i>, <i>βλη</i>-<i>τός</i>). Αντίθετα, ο ενεστ. <i>τε</i>-<i>τρ</i>-[[αίνω]] [[είναι]] [[νεώτερος]] [[σχηματισμός]] με κατάλ -[[αίνω]] (πιθ. [[κατά]] τα [[λειαίνω]], [[ξαίνω]] ή [[κατά]] το [[σχήμα]] [[βαίνω]]: <i>βέβηκα</i>) και δυσερμήνευτο για τον ενεστ. αναδιπλασιασμό <i>τε</i>- αναλογικά [[προς]] τον παρακμ. <i>τέ</i>-<i>τρημαι</i>. Μεταγενέστερα [[ωστόσο]] απαντούν και οι τ. [[τιτράω]], [[τίτρημι]], [[τιτραίνω]] με τον αναμενόμενο ενεστ. αναδιπλασιασμό <i>τι</i>- ([[πρβλ]]. [[δίδωμι]], [[τίθημι]]). Τέλος, ο τ. αορ. <i>τε</i>-<i>τρᾶ</i>-<i>ναι</i> έχει σχηματιστεί πιθανότατα <span style="color: red;"><</span> θ. <i>τραν</i>- του ρ. [[τετραίνω]] (<span style="color: red;"><</span> <i>τε</i>-<i>τραν</i>-<i>jω</i>) και όχι <span style="color: red;"><</span> θ. <i>τρη</i>- του παρακμ. <i>τέ</i>-<i>τρη</i>-<i>μαι</i>]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''τετραίνω:''' Ιων. μέλ. <i>τετρᾰνέω</i>· Επικ. αορ. [[τέτρηνα]]· οι άλλοι χρόνοι σχηματίζονται από το <i>*τράω</i>, μέλ. <i>τρήσω</i>, αόρ. <i>ἔτρησα</i> — Παθ., παρακ. [[τέτρημαι]]· [[τρυπάω]], [[διατρυπώ]], σε Όμηρ. — Παθ., [[λίθος]] [[τετρημένος]], σε Ηρόδ.· <i>ὁ οὐρανὸς τέτρηται</i>, ο [[ουρανός]] έχει τρύπες, στον ίδ.· [[χάσμα]] τῆς γῆς τετρημένον, [[χάσμα]] σχηματισμένο από [[κομμάτιασμα]] της γης, σε Πλάτ. | |lsmtext='''τετραίνω:''' Ιων. μέλ. <i>τετρᾰνέω</i>· Επικ. αορ. [[τέτρηνα]]· οι άλλοι χρόνοι σχηματίζονται από το <i>*τράω</i>, μέλ. <i>τρήσω</i>, αόρ. <i>ἔτρησα</i> — Παθ., παρακ. [[τέτρημαι]]· [[τρυπάω]], [[διατρυπώ]], σε Όμηρ. — Παθ., [[λίθος]] [[τετρημένος]], σε Ηρόδ.· <i>ὁ οὐρανὸς τέτρηται</i>, ο [[ουρανός]] έχει τρύπες, στον ίδ.· [[χάσμα]] τῆς γῆς τετρημένον, [[χάσμα]] σχηματισμένο από [[κομμάτιασμα]] της γης, σε Πλάτ. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=to [[bore]] [[through]], [[pierce]], [[perforate]], Hom.:—Pass., [[λίθος]] τετρημένος Hdt.; ὁ οὐρανὸς τέτρηται the sky has holes in it, Hdt.; [[χάσμα]] τῆς γῆς τετρημένον a [[chasm]] formed by perforating the [[earth]], Plat. | |||
}} | |||
{{FriskDe | |||
|ftr='''τετραίνω''': (A. in lyr., Hdt.),<br />{tetraínō}<br />'''Forms''': Aor. τετρῆναι (Hom.), τετρᾶναι (att. Inschr.), Med. τετρήνασθαι (Ar., Gal.), Pass. τετρανθῆναι (Lyk., ''AP''), Fut. τετρανέω (Hdt.), -νῶ (IV<sup>a</sup>); daneben Aor. τρῆσαι (Hp., Pl., hell. u. sp.), Med. -σασθαι (Gal.), Pass. -θῆναι (Trypho ap. Ath., ''Gp''.), Fut. τρήσω (Lyk. u.a.), Perf. Med. [[τέτρημαι]] (ion. att.) mit den sekundären Präs. [[τιτράω]], τίτρημι, [[τιτραίνω]] (hell. u. sp.), wozu Aor. τιτρᾶναι (Thphr.),<br />'''Grammar''': v.<br />'''Meaning''': [[durchbohren]], [[durchlöchern]].<br />'''Composita''': meist m. Präfix, bes. δια-, συν-,<br />'''Derivative''': Davon 1. [[τρητός]] [[durchbohrt]] (seit Il.; Ammann Μν. [[χάριν]] 1,16), [[ἄτρητος]] (Pl., Arist. u.a.), von den Präfix kompp. z.B. [[παράτρητος]] (Mediz. u.a.). 2. [[τρῆμα]] ([[διά]]-, [[παρά]]-, ἔκ- ~) n. [[Loch]], [[Öffnung]], [[Nadelöhr]], [[Punkt auf dem Würfel]] (ion. att.) mit -άτιον (Hero u.a.), -ατώδης [[durchlöchert]], -ατόεις ib. (''AP''), -ατίζω [[Würfel spielen]], -ατίκτας (dor.), -ατῖται (pl.) [[Würfelspieler]] (Sophr., Poll., H.; Redard 47 f.). 3. [[τρῆσις]] ([[διά]]-, [[σύν]]- ~ usw.) f. [[das Durchbohren]], [[Öffnung]], [[Loch]] (ion. att.).<br />'''Etymology''': Die Formen [[τέτρημαι]], [[τρητός]], [[τρῆμα]] mit einsilbiger langer Wurzelsilbe stimmen zu [[βέβλημαι]], [[βλητός]], [[βλῆμα]], [[τέτμημαι]], [[τμητός]], [[τμῆμα]] usw.; dazu die zweisilbigen [[τέρετρον]], [[ἀτέραμνος]] wie βέλεμνα, [[τέμαχος]]. Weitere Einzelheiten zum Ablaut bei Schwyzer 360 f. Das zugehörige Wz.-Präsens ist in lat. ''terō'' ‘(zer-)reiben (mit ''trī''-''vi'' wie [[τρίβω]]) erhalten. — Die zusammengehörigen [[τετραίνω]], τετρανέω, τετρᾶναι müssen Neubildungen sein, anscheinend nach den Verba auf -αίνω ("nach [[βαίνω]]: [[βέβηκα]]?" Risch ̨ 118; vgl. noch [[δραίνω]] für [[δράω]]). Auf den Vergleich mit lit. ''trinù'' ‘(durch)reiben’ (WP. 1, 729, Pok. 1071) ist angesichts der starken Produktivität der Nasalverba im Litauischen nicht viel zu geben. Auffallend ist indessen auch der ε-Vokal der Reduplikationssilbe, der aus dem Perfekt geholt zu sein scheint und jedenfalls besser zu einem Aorist als zum Präsens paßt; vgl. die vereinzelt belegten τέτορεν, τετορήσας u.a. (s. [[τορεῖν]]). Ein Nomen *τέτρος (vgl. [[πέπλος]]) schwebt in der Luft. Vgl. [[τείρω]] und [[τορεῖν]].<br />'''Page''' 2,885 | |||
}} | |||
{{elmes | |||
|esmgtx=[[perforar]] un huevo τρήσας τὸ ὠὸν καὶ ἐνεὶς τὸ πτερὸν κατάρ<ρ>ηξον οὕτω ἐγχρισάμενος <b class="b3">perfora el huevo, introduce el ala y, después de ungirte, rómpelo</b> P IV 50 una esmeralda εἰς λίθον σμάραγδον πολυτελῆ γλύψον κάνθαρον καὶ τρήσας δίειρον χρυσῷ <b class="b3">en una esmeralda muy valiosa graba un escarabajo y tras perforarla atraviésala con oro</b> P V 240 | |||
}} | |||
{{trml | |||
|trtx====[[bore]]=== | |||
Bulgarian: пробивам, дупча; Catalan: barrinar, perforar, foradar; Crimean Tatar: teşmek; Czech: vrtat, vyvrtat; Danish: bore; Dutch: [[boren]]; Faroese: bora; Finnish: porata; French: [[percer]]; German: [[bohren]]; Ancient Greek: [[τρυπάω]], [[τετραίνω]]; Hungarian: fúr, kifúr, kiváj; Icelandic: bora; Irish: toll; Italian: [[alesare]], [[scavare]], [[scavare]]; Latin: [[terebro]]; Macedonian: дупчи; Maori: ore, oreore, poka; Norwegian: bore; Ottoman Turkish: بورغولامق; Persian: سفتن; Polish: borować, świdrować, wiercić; Portuguese: [[cavar]]; Quechua: hut'kuy, t'uquy; Romanian: găuri; Russian: [[сверлить]], [[буравить]]; Serbo-Croatian Cyrillic: бушити, сврдлати; Roman: búšiti, svrdlati; Slovak: vŕtať, prevŕtať, zavŕtať, vyvŕtať; Slovene: vrtati; Spanish: [[perforar]], [[horadar]], [[agujerear]]; Swahili: -dunga; Swedish: borra; Telugu: తొలుచు; Turkish: burgulamak; Ukrainian: свердлити, бурити | |||
}} | }} |