3,274,216
edits
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1") |
|||
(37 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{LSJ1 | {{LSJ1 | ||
|Full diacritics= | |Full diacritics=πορφῠ́ρα | ||
|Medium diacritics=πορφύρα | |Medium diacritics=πορφύρα | ||
|Low diacritics=πορφύρα | |Low diacritics=πορφύρα | ||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=porfyra | |Transliteration C=porfyra | ||
|Beta Code=porfu/ra | |Beta Code=porfu/ra | ||
|Definition= | |Definition=[ῠ], Ion. [[πορφύρη]], ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[purple-fish]], [[Phyllonotus trunculus]], [[banded dye-murex]], [[Murex trunculus]] and [[Purpura haemastoma]], [[Sophocles|S.]]''[[Fragments|Fr.]]''504, Archipp.23, [[Aristotle|Arist.]]''[[Historia Animalium|HA]]''528a10, al., Speus. ap. Ath.3.86c; τρέφουσα… πορφύρας ἰσάργυρον κηκῖδα [[Aeschylus|A.]]''[[Agamemnon|Ag.]]'' 959.<br><span class="bld">II</span> [[purple]] [[dye]] obtained from it, Sapph.44, [[Herodotus|Hdt.]]3.22, Isoc. 12.39, [[Plato|Pl.]]''[[Leges|Lg.]]''847c; ἡ π. ἡ θαλαττία Phylarch.45 J., etc.; π. βαθυτάτη Ael.''NA''4.36; used as an application, βρέξαντες ἐν [τῷ νάρδῳ] τὴν π. ἐπιτιθέναι Orib.''Eup.''3.2.<br><span class="bld">III</span> = [[πορφυρίς]] 1, Plu.''Aem.''23, etc.: in plural, [[cloths of purple]], πορφύρας πατῶν [[Aeschylus|A.]]''[[Agamemnon|Ag.]]''957: collectively in sg., κωμῳδοῖς… πορφύραν εἰσφέρων, ὥσπερ οἱ Μεγαρεῖς [[Aristotle|Arist.]]''[[Nicomachean Ethics|EN]]''1123a23.<br><span class="bld">IV</span> [[purple]] [[stripe]] or other [[adornment]] of a [[garment]], τῆς σκιᾶς τὴν π. πρῶτον ἐνυφαίνουσ', εἶτα μετὰ τὴν π. τοῦτ' ἔστιν οὔτε λευκὸν οὔτε π. ἀλλ' ὥσπερ αὐγὴ τῆς κρόκης κεκραμένη Men.561; ποτικεφάλαια… μὴ ἔχοντα μήτε σκιὰν μήτε πορφύραν ''IG''5(1).1390.24 (Andania, i B.C.), cf. ''BGU''1141.41 (i B.C.), Luc.''Par.''58, Gal.18(2).791; [[πορφύρα πλατεῖα]] = Lat. [[latus clavus]], Plb.10.26.1, Demetr.''Eloc.''108 (pl.); [[πορφύρα]] alone, ''IGRom.''3.1422 (Prusias).<br><span class="bld">V</span> metaph., σελήνη οὐρανοῦ π. [[Secundus|Secund.]]''[[Sententiae|Sent.]]''6. (Perh. formed from πορφύρεος ''ΙΙ'', cf. [[μαρμαίρω]], [[μαρμάρεος]], [[μάρμαρος]].) | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0686.png Seite 686]] ἡ, die Purpurschnecke, purpura murex, Arist. H. A. 5, 25 u. A. – Die Purpurfarbe und die damit gefärbten Stoffe, z. B. Teppiche, πορφύρας πατῶν, Aesch. Ag. 931; πορφύραν καὶ ὅσα βαπτὰ χρώματα, Plat. Legg. VIII, 847 c; öfter bei Sp., wie Pol. τὴν πορφύραν ἀπέθετο, 10, 26, 1; u. bes. Plut. u. A., bei denen [[πορφύρα]] [[ | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0686.png Seite 686]] ἡ, die Purpurschnecke, purpura murex, Arist. H. A. 5, 25 u. A. – Die Purpurfarbe und die damit gefärbten Stoffe, z. B. Teppiche, πορφύρας πατῶν, Aesch. Ag. 931; πορφύραν καὶ ὅσα βαπτὰ χρώματα, Plat. Legg. VIII, 847 c; öfter bei Sp., wie Pol. τὴν πορφύραν ἀπέθετο, 10, 26, 1; u. bes. Plut. u. A., bei denen [[πορφύρα πλατεῖα]] = [[latus clavus]], der breite Purpurstreif an der Toga der Römer ist. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{bailly | ||
| | |btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> le pourpre, coquillage d'où l'on tire la pourpre;<br /><b>2</b> [[la pourpre]] ; <i>p. ext.</i> étoffe, vêtement <i>ou</i> tapis teints en pourpre ; <i>abs.</i> le laticlave (latus clavus) <i>ou</i> bande de pourpre sur la toge des sénateurs romains.<br />'''Étymologie:''' [[φύρω]] avec redoubl. ; v. [[πορφύρω]].<br /><i><b>Par.</b></i> [[ἁλουργής]], [[ἁλουργίς]]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=πορφύρα -ας, ἡ, Ion. πορφύρη [~ πορφύρω?] purperslak. purper (kleurstof). Sapph. 101.2. purperen gewaad:; πορφύραν εἰσφέρων (het koor) in purperen gewaad laten binnenkomen Aristot. EN 1123a23; ook plur. Aeschl. Ag. 957 rode uniformjas (van de Romeinse soldaten). NT. purperen rand aan een gewaad:. ἐσθὴς ἄνευ πορφύρας een mantel zonder purperen rand Luc. 33.58. | |||
}} | }} | ||
{{ | {{elru | ||
| | |elrutext='''πορφύρα:''' ион. [[πορφύρη]] (ῠ) ἡ<br /><b class="num">1</b> [[пурпурная улитка]], [[багрянка]] (Purpura [[murex]]) Aesch., Soph., Arst.;<br /><b class="num">2</b> [[сок багрянки]], [[пурпурная краска]] Her., Isocr., Plat.;<br /><b class="num">3</b> [[пурпурная одежда]], [[багряница]] Plat., Polyb., Plut., NT;<br /><b class="num">4</b> [[пурпурная ткань или пурпурный ковер]] Aesch., Arst.;<br /><b class="num">5</b> (тж. π. [[πλατεῖα]], лат. [[latus]] [[clavus]]) широкая пурпурная кайма (на римск. тоге) Polyb., Luc. | ||
}} | }} | ||
{{StrongGR | {{StrongGR | ||
Line 23: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{Thayer | {{Thayer | ||
|txtha=πορφύρας, ἡ, the Sept. for אַרְגָמָן;<br /><b class="num">1.</b> the [[purple]]-[[fish]], a [[species]] of [[shell]]-[[fish]] or [[mussel]]: ([[Aeschylus]], [[Sophocles]]), Isocrates, [[Aristotle]], others; [[add]] B. D., [[under]] the [[word]] Smith's Bible Dictionary, Colors 1).<br /><b class="num">2.</b> a [[fabric]] colored [[with]] the [[purple]] [[dye]], a [[garment]] made from [[purple]] [[cloth]] (so from | |txtha=πορφύρας, ἡ, the Sept. for אַרְגָמָן;<br /><b class="num">1.</b> the [[purple]]-[[fish]], a [[species]] of [[shell]]-[[fish]] or [[mussel]]: ([[Aeschylus]], [[Sophocles]]), Isocrates, [[Aristotle]], others; [[add]] B. D., [[under]] the [[word]] Smith's Bible Dictionary, Colors 1).<br /><b class="num">2.</b> a [[fabric]] colored [[with]] the [[purple]] [[dye]], a [[garment]] made from [[purple]] [[cloth]] (so from Aeschylus down): Revelation 18:12>. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> γενική, [[κοινή]] [[σήμερα]], [[ονομασία]] ευρύτατα διαδεδομένων θαλάσσιων προσωβράγχιων γαστερόποδων [[μαλακίων]] με επίμηκες ή παχύ όστρακο, που αφθονούν στις θερμές θάλασσες και ειδικότερα στην [[αρχαιότητα]], σύμφωνα με τη σύγχρονη [[ταξινόμηση]], το [[είδος]] Μurex brandaris, με αδένα από τον οποίο βγαίνει βαθυκόκκινη [[χρωστική]] [[ουσία]]<br /><b>2.</b> η βαθυκόκκινη [[χρωστική]] [[ουσία]] από τον αδένα της πορφύρας, [[χρώμα]] [[ανάμεσα]] στο βαθύ, σκούρο κόκκινο και στο ιώδες ή [[ανάμεσα]] στο βυσσινί και στο ιώδες, πολύτιμη βαφική ύλη [[κατά]] την [[αρχαιότητα]] λόγω της ωραιότητας και του ανεξίτηλου χρώματός της<br /><b>3.</b> ύφασμα ή [[ένδυμα]], βαμμένο με το [[χρώμα]] της πορφύρας<br /><b>4.</b> η επίσημη [[ενδυμασία]] του Βυζαντινού αυτοκράτορα<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>βοτ.</b> [[γένος]] θαλάσσιων ροδοφυκών με πορφυρά ελάσματα που συλλέγεται, ξηραίνεται και χρησιμοποιείται ως [[τροφή]], ιδιαίτερα στην 'Απω Ανατολή, όπου και καλλιεργείται ευρύτατα<br /><b>2.</b> <b>(παθολ.)</b> [[σύνδρομο]] που χαρακτηρίζεται από [[εμφάνιση]] μεγάλων και μικρών ενδοδερμικών τριχοειδών αιμορραγιών και εκδηλώνεται [[συχνά]] σε συνδυασμό με αιμορραγίες από τις φυσικές κοιλότητες και στους ιστούς<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> ο [[αυτοκράτορας]] του Βυζαντίου<br /><b>2.</b> το επισημότερο [[τμήμα]] του Μεγάλου Παλατίου της Κωνσταντινουπόλεως, διακοσμημένο με [[πορφυρούς]] λίθους, στο οποίο παρέμενε η [[αυτοκράτειρα]] [[κατά]] τις ημέρες του τοκετού<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> βαθυκόκκινη [[ταινία]] ή [[άλλη]] [[διακόσμηση]] ενδύματος<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[πορφύρα]] | |mltxt=η, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> γενική, [[κοινή]] [[σήμερα]], [[ονομασία]] ευρύτατα διαδεδομένων θαλάσσιων προσωβράγχιων γαστερόποδων [[μαλακίων]] με επίμηκες ή παχύ όστρακο, που αφθονούν στις θερμές θάλασσες και ειδικότερα στην [[αρχαιότητα]], σύμφωνα με τη σύγχρονη [[ταξινόμηση]], το [[είδος]] Μurex brandaris, με αδένα από τον οποίο βγαίνει βαθυκόκκινη [[χρωστική]] [[ουσία]]<br /><b>2.</b> η βαθυκόκκινη [[χρωστική]] [[ουσία]] από τον αδένα της πορφύρας, [[χρώμα]] [[ανάμεσα]] στο βαθύ, σκούρο κόκκινο και στο ιώδες ή [[ανάμεσα]] στο βυσσινί και στο ιώδες, πολύτιμη βαφική ύλη [[κατά]] την [[αρχαιότητα]] λόγω της ωραιότητας και του ανεξίτηλου χρώματός της<br /><b>3.</b> ύφασμα ή [[ένδυμα]], βαμμένο με το [[χρώμα]] της πορφύρας<br /><b>4.</b> η επίσημη [[ενδυμασία]] του Βυζαντινού αυτοκράτορα<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>βοτ.</b> [[γένος]] θαλάσσιων ροδοφυκών με πορφυρά ελάσματα που συλλέγεται, ξηραίνεται και χρησιμοποιείται ως [[τροφή]], ιδιαίτερα στην 'Απω Ανατολή, όπου και καλλιεργείται ευρύτατα<br /><b>2.</b> <b>(παθολ.)</b> [[σύνδρομο]] που χαρακτηρίζεται από [[εμφάνιση]] μεγάλων και μικρών ενδοδερμικών τριχοειδών αιμορραγιών και εκδηλώνεται [[συχνά]] σε συνδυασμό με αιμορραγίες από τις φυσικές κοιλότητες και στους ιστούς<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> ο [[αυτοκράτορας]] του Βυζαντίου<br /><b>2.</b> το επισημότερο [[τμήμα]] του Μεγάλου Παλατίου της Κωνσταντινουπόλεως, διακοσμημένο με [[πορφυρούς]] λίθους, στο οποίο παρέμενε η [[αυτοκράτειρα]] [[κατά]] τις ημέρες του τοκετού<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> βαθυκόκκινη [[ταινία]] ή [[άλλη]] [[διακόσμηση]] ενδύματος<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[πορφύρα]] πλατεῖα» — η πλατιά πορφυρή [[άκρη]] της ρωμαϊκής τηβέννου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Δάνεια λ., πιθανότατα ανατολικής προέλευσης, που αρχικά δήλωνε το όστρακο από τον αδένα του οποίου βγαίνει η [[χρωστική]] [[ουσία]], ενώ στη [[συνέχεια]] χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει την [[ίδια]] τη βαθυκόκκινη [[χρωστική]] [[ουσία]] και το ύφασμα ή [[ένδυμα]] το βαμμένο με το [[χρώμα]] της πορφύρας. Τη λ. δανείστηκε και η Λατινική, <b>πρβλ.</b> λατ. <i>purpura</i> και απ' αυτήν οι υπόλοιπες λατινογενείς γλώσσες (<b>πρβλ.</b> γαλλ. <i>pourpre</i>, γερμ. <i>Purpur</i>). Για τη σημασιολογική [[σύγχυση]] της οικογένειας της λ. [[πορφύρα]] (<b>πρβλ.</b> [[πορφυρός]]) και της οικογένειας του ρ. [[πορφύρω]] «[[φουσκώνω]], αναταράζομαι, [[ανησυχώ]]», <b>βλ. λ.</b> [[πορφύρω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <i>πορφυρεῖο</i>(<i>ν</i>), [[πορφυρίζω]] (Ι), [[πορφυρίτης]], [[πορφυρίων]], [[πορφυροῦς]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[πορφυραῖος]], [[πορφύρειος]], [[πορφύρεος]] (Ι), [[πορφυρεύς]], [[πορφυρικός]], [[πορφύριον]], [[πορφύριος]], [[πορφυρίς]], [[πορφυρόεις]], [[πορφυρόθεν]], [[πορφυρώδης]]<br /><b>μσν.</b><br /><i>πορφυρᾶς</i><br />(μσν-νεοελλ.) [[πορφυρός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[πορφυρένιος]], [[πορφυρίδα]], [[πορφυρώνω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[πορφυροειδής]], [[πορφυρόχρους]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[πορφυράνθεμος]], [[πορφυρανθής]], [[πορφυρόβαπτος]], [[πορφυροβάφος]], [[πορφυροδίνας]], [[πορφυροεργής]], [[πορφυρόζωνος]], [[πορφυρόκαυλος]], [[πορφυροκλέπτης]], [[πορφυρόμαλλος]], [[πορφυρομιγής]], [[πορφυρόνωτος]], [[πορφυρόπεζα]], [[πορφυροσχήμων]]<br />(αρχ.-μσν) [[πορφυροβαφής]], [[πορφυροπώλης]], [[πορφυρόστρωτος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[πορφυραυγής]], [[πορφυρόβλαστος]], [[πορφυρόρπηξ]], [[πορφυρόστολος]], [[πορφυροφόρος]], [[πορφυροφύτευτος]], [[πορφυρόφυτος]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[πορφυρογέννητος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[πορφυρόχρωμος]]. (Β συνθετικό) [[καταπόρφυρος]], [[ολοπόρφυρος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ακροπόρφυρος]], <i>αληθινοπόρφυρος</i>, [[αλιπόρφυρος]], <i>απόρφυρος</i>, [[διαπόρφυρος]], [[εμπόρφυρος]], [[επιπόρφυρος]], [[ευπόρφυρος]], [[θαλασσοπόρφυρος]], [[μελαμπόρφυρος]], [[μεσοπόρφυρος]], [[παμπόρφυρος]], [[παραπόρφυρος]], [[περιπόρφυρος]], [[πλατυπόρφυρος]], [[προπόρφυρος]], [[υποπόρφυρος]], [[φιλοπόρφυρος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>βαθυπόρφυρος</i>, [[χρυσοπόρφυρος]]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πορφύρα:''' [ῠ], Ιων. -ρη, ἡ ([[πορφύρω]]),<br /><b class="num">I.</b> το ψάρι [[μουρούνα]], Λατ. [[murex]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> πορφυρή [[βαφή]], βυσσινί [[χρώμα]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">III.</b> = [[πορφυρίς]], πορφυρό [[ένδυμα]], σε Αισχύλ. | |lsmtext='''πορφύρα:''' [ῠ], Ιων. -ρη, ἡ ([[πορφύρω]]),<br /><b class="num">I.</b> το ψάρι [[μουρούνα]], Λατ. [[murex]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> πορφυρή [[βαφή]], βυσσινί [[χρώμα]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">III.</b> = [[πορφυρίς]], πορφυρό [[ένδυμα]], σε Αισχύλ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''πορφύρα''': [ῠ], Ἰων. -ρη, ἡ (ἴδε ἐν λ. [[πορφύρω]])· ― τὸ [[κογχύλιον]] ἐξ οὗ ἡ [[πορφύρα]] ἐλαμβάνετο, Λατ. purpura murex, Σοφ. Ἀποσπ. 438, Ἄρχιππος ἐν «Ἰχθύσιν» 6, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 4, 2, κ. ἀλλ.· [[θάλασσα]]... τρέφουσα πολλῆς πορφύρας ἰσάργυρον κηκῖδα Αἰσχύλ. Ἀγ. 959· πρβλ. [[κάλχη]]. ΙΙ. ἡ πορφυρᾶ βαφὴ ἥτις ἐκ τοῦ κογχυλίου τούτου ἐλαμβάνετο, Ἡρόδ. 3. 22, Ἰσοκρ. 240D, Πλάτ. Νόμ. 847C· ἡ π. ἡ θαλαττία Φύλαρχ. παρ’ Ἀθην. 521D, κτλ.· π. βαθυτάτη Αἰλ. π. Ζ. 4. 36· πρβλ. φοῖνιξ Β. 1. ΙΙΙ. = [[πορφυρίς]], Πολύβ. 10. 26, 1, Πλούτ., κτλ.· ἐν τῷ πληθ., ὑφάσματα ἢ ἐνδύματα διὰ πορφύρας βεβαμμένα, πορφύρας πατῶν Αἰσχύλ. Ἀγ. 957· οὕτω καὶ περιληπτικῶς ἐν τῷ ἑνικῷ, κωμῳδοῖς... πορφύραν εἰσφέρων, [[ὥσπερ]] οἱ Μεγαρεῖς Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 4. 2, 20. IV. [[πορφύρα]] [[πλατεῖα]], ἡ [[πλατεῖα]] πορφυρᾶ παρυφὴ τῆς Ῥωμαϊκῆς τηβέννου, Λατ. praetevta, latus clavus, Πολύβ. 10. 26, 1, Δημ. Φαληρ. 108· οὕτω καὶ [[ἁπλῶς]] [[πορφύρα]] Λουκ. πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 15, Παράσιτ. 58, κλπ. | ||
}} | }} | ||
{{etym | {{etym | ||
|etymtx=Grammatical information: f.<br />Meaning: | |etymtx=Grammatical information: f.<br />Meaning: [[purple dye]], [[purple]]-[[snail]], [[purple]] [[clothes]] (Sapph., Hdt., A.).<br />Other forms: Ion. <b class="b3">-ρη</b>.<br />Compounds: Compp., e.g. [[πορφυρόζωνος]] [[with a purple girdle]] (B.), [[παμπόρφυρος]] [[consisting only of purple]], [[all-purple]] (Pi.), <b class="b3">ἐπι-</b>, [[ὑποπόρφυρος]] something [[purple]] (Thphr., Arist.; Strömberg Prefix Studies 104f., 138); also [[ἁλιπόρφυρος]] [[of sea-purple]], [[dyed with real purple]], [[purple-red]] (Od.); diff. Marzullo Maia 3, 132 ff., Il problema Omerico 255.<br />Derivatives: 1. [[πορφύρεος]], Att. <b class="b3">-οῦς</b>, Aeol. <b class="b3">-ιος</b> [[purple]], [[purple dye]], of cloth(e)s, also of blood etc. (Il.; cf. on [[πορφύρω]]). 2. <b class="b3">-εύς</b> m. [[purple-snail fisher]] (Hdt., Arist.; Bosshardt 56) with <b class="b3">-ευτικός</b> <b class="b2">belonging to πορφυρεύς (-ευτής?)</b> (E., Poll.; prob. after <b class="b3">ἁλιευτικός</b>; cf. Fraenkel Nom. ag. 2, 63 n. 1, Chantraine Études 119), <b class="b3">-εύω</b> [[to fish for purple-snails]] (Philostr.), <b class="b3">-ευτής</b> m. = <b class="b3">-εύς</b> (Poll.). 3. <b class="b3">-ίς</b> f. [[purple garment]] (X.), also name of a bird (Ibyc.; Thompson Birds s. v.). 4. <b class="b3">-ιον</b> n. dimin. (Arist.), also [[purpur cloth]] (pap.). 5. <b class="b3">-εῖον</b> n. [[purple-dye-house]] (Str.). 6. <b class="b3">-ίτης</b> ([[λίθος]]), f. <b class="b3">-ῖτις</b> [[porphyry(-like)]], [[containing porphyry]] (Plin., inscr., ostr.; Redard 59), <b class="b3">-ιτικός</b> [[containing porphyry]] (pap.). 7. <b class="b3">-ίων</b> m. [[purple coot]], [[Fulica porphyrion]] (Ar., Arist.; Thompson s.v., Chantraine Form. 165). 8. <b class="b3">-ική</b> f. <b class="b2">purple-(toll) taxes</b> (pap. IIa). 9. <b class="b3">-ώματα τῶν ταῖς θεαῖς τυθέντων χοίρων τὰ κρέα</b> H. 10. <b class="b3">-ίζω</b>, also w. <b class="b3">ἐπι-</b>, <b class="b3">ὑπο-</b>, to [[be purple coloured]] (Arist., Thphr.). 11. PlN, e.g. <b class="b3">Πορφυρ- ίς</b>, <b class="b3">-εών</b>.<br />Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]<br />Etymology: Whether [[πορφύρα]] orig. indicated the purple-colour or the purple-snail, may remain open; for the priority of the first speaks decidedly the date of the attestations. Because of the technical nature of the word a loan from a Mediterranean language is clearly most probable (Schrader-Nehring Reallex. 2, 207), though up to now no convincing connection has been found (to be rejected Lewy Fremdw. 128). Old connection with [[πορφύρω]] (Curtius 303 w. lit.) does not convince factually, but secondary mutual inflence is undeniable. On [[πορφύρα]], <b class="b3">-ύρεος</b>, <b class="b3">-ύρω</b> Vieillefond REGr. 51, 403 ff.; further Castrignanò Maia5, 1 18 ff. and Gipper Glotta 42, 39 ff. -- Lat. LW [loanword] [[purpura]], from where [[purple]] etc. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt= | |mdlsjtxt=πορφῠ́ρα, ''Ionic'' -ρη, ἡ, [[πορφύρω]]<br /><b class="num">I.</b> the [[purple]]-[[fish]], Lat. [[murex]], Aesch.<br /><b class="num">II.</b> [[purple]] dye, [[purple]], Hdt.<br /><b class="num">III.</b> = [[πορφυρίς]], [[purple]] [[raiment]], Aesch. | ||
}} | }} | ||
{{FriskDe | {{FriskDe | ||
|ftr='''πορφύρα''': ion. -ρη<br />{porphúra}<br />'''Grammar''': f.<br />'''Meaning''': ‘Purpurfarbe, -schnecke, - | |ftr='''πορφύρα''': ion. -ρη<br />{porphúra}<br />'''Grammar''': f.<br />'''Meaning''': ‘Purpurfarbe, -schnecke, -kleid' (Sapph., Hdt., A. usw.).<br />'''Composita''': Kompp., z.B. [[πορφυρόζωνος]] [[mit purpurnem Gürtel]] (B.), [[παμπόρφυρος]] [[aus lauter Purpur bestehend]], [[ganz purpurn]] (Pi.), ἐπι-, [[ὑποπόρφυρος]] ‘etwas purpurn’ (Thphr., Arist. u.a.; Strömberg Prefix Studies 104f., 138); auch [[ἁλιπόρφυρος]] [[meerpurpurn]], [[mit echtem Purpur gefärbt]], [[purpurrot]] (Od. u.a.); anders Marzullo Maia 3, 132 ff., Il problema Omerico 255.<br />'''Derivative''': Ableitungen: 1. [[πορφύρεος]], att. -οῦς, äol. -ιος [[purpurn]], [[purpurfarben]], von Stoffen, Kleidern, auch vom Blut usw. (seit Il.,; vgl. zu [[πορφύρω]]). 2. -εύς m. [[Purpurschneckenfischer]] (Hdt., Arist.; Bosshardt 56) mit -ευτικός ‘zum. [[πορφυρεύς]] (-ευτής?) gehörig’ (E., Poll.; wohl nach [[ἁλιευτικός]]; vgl. Fraenkel Nom. ag. 2, 63 A. 1, Chantraine Études 119), -εύω [[Purpurschnecken fischen]] (Philostr. u.a.,), -ευτής m. = -εύς (Poll.). 3. -ίς f. [[Purkurkleid]] (X. u.a.), auch N. eines Vogels (Ibyk. u.a.; Thompson Birds s. v.). 4. -ιον n. Demin. (Arist.), auch [[purpurner Stoff]] (Pap.). 5. -εῖον n. [[Purpurfärberei]] (Str.). 6. -ίτης ([[λίθος]]), f. -ῖτις ‘Porphyr, por- phyrartig, -haltig’ (Plin., Inschr., Ostr. u.. a.; Redard 59), -ιτικός [[porphyrhaltig]] (Pap.). 7. -ίων m. [[purpurnes Wasserhuhn]], [[Fulica porphyrion]] (Ar., Arist. u.a.; Thompson s.v., Chantraine Form. 165). 8. -ική f. [[Purpurzollsteuer]] (Pap. II<sup>a</sup>). 9. -ώματα· τῶν ταῖς θεαῖς τυθέντων χοίρων τὰ [[κρέα]] H. 10. -ίζω, auch m. ἐπι-, ὑπο-, [[purpurfarben sein]] (Arist., Thphr. u.a.). 11. ON, z.B. Πορφυρ- ίς, -εών.<br />'''Etymology''': Ob [[πορφύρα]] urspr. die Purpurfarbe oder die Purpurschnecke bezeichnete, sei dahingestellt; für die Priorität der ersten Bed. spricht entschieden das Alter der Belege. Wegen der technischen Natur des Wortes liegt Entlehnung aus einer Mittelmeersprache unzweifelhaft am nächsten (Schrader-Nehring Reallex. 2, 207), obwohl bisher keine befriedigende Anknüpfung gefunden ist (abzulehnen Lewy Fremdw. 128). Alte Beziehung zu [[πορφύρω]] (Curtius 303 m. Lit.) überzeugt sachlich nicht, aber sekundärer gegenseitiger Einfluß ist unverkennbar. Zu [[πορφύρα]], -ύρεος, -ύρω Vieillefond REGr. 51, 403 ff.; dazu noch Castrignanò Maia5, 1 18 ff. und Gipper Glotta 42,39 ff. — Lat. LW ''purpura'', woraus ''Purpur'' usw.<br />'''Page''' 2,581-582 | ||
}} | }} | ||
{{Chinese | {{Chinese | ||
Line 51: | Line 51: | ||
{{WoodhouseReversedUncategorized | {{WoodhouseReversedUncategorized | ||
|woodrun=[[colour]], [[purple cloth]], [[purple dye]] | |woodrun=[[colour]], [[purple cloth]], [[purple dye]] | ||
}} | |||
{{mantoulidis | |||
|mantxt=(=κογχύλι πού βγάζει τήν [[πορφύρα]]). Ἀπό τό [[πορφύρω]] (=[[σκουραίνω]], [[κοκκινίζω]]), ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα. | |||
}} | }} |