σκιώδης: Difference between revisions

m
Text replacement - "E.''Supp.''" to "E.''Supp.''"
(6_8)
m (Text replacement - "E.''Supp.''" to "E.''Supp.''")
 
(23 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=skiodis
|Transliteration C=skiodis
|Beta Code=skiw/dhs
|Beta Code=skiw/dhs
|Definition=ες, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">shady</b>, πέτρα <span class="bibl">E.<span class="title">Supp.</span>759</span>; χωρία <span class="bibl">Thphr.<span class="title">HP</span>9.18.2</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> of weather, <b class="b2">dark, gloomy</b>, <span class="bibl">Hp.<span class="title">Epid.</span>3.2</span>; of colours, <b class="b2">dark</b>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">Col.</span>793b5</span>. Adv. <b class="b3">-δῶς</b> Ps.-Alex.Aphr. <span class="title">in Metaph.</span>440.9, <span class="bibl">Eustr. <span class="title">in EN</span>104.6</span>.</span>
|Definition=σκιῶδες,<br><span class="bld">A</span> [[shady]], πέτρα [[Euripides|E.]]''[[Supplices|Supp.]]''759; χωρία [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[Historia Plantarum|HP]]'' 9.18.2.<br><span class="bld">2</span> of weather, [[dark]], [[gloomy]], Hp.''Epid.''3.2; of colours, [[dark]], Arist.''Col.''793b5. Adv. [[σκιωδῶς]] Ps.-Alex.Aphr. ''in Metaph.''440.9, Eustr. ''in EN''104.6.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0900.png Seite 900]] ες, zsgzgn aus [[σκιοειδής]]; [[πέτρα]], Eur. Suppl. 759; trüb, neblig, [[φθινόπωρον]], Hippocr.; Plut.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0900.png Seite 900]] ες, zsgzgn aus [[σκιοειδής]]; [[πέτρα]], Eur. Suppl. 759; trüb, neblig, [[φθινόπωρον]], Hippocr.; Plut.
}}
{{bailly
|btext=ης, ες:<br /><b>1</b> [[ombreux]];<br /><b>2</b> [[obscur]], [[sombre]].<br />'''Étymologie:''' [[σκιά]], -ωδης.
}}
{{elnl
|elnltext=σκιώδης -ες [σκιά] schaduwrijk; vandaar ook: donker.
}}
{{elru
|elrutext='''σκιώδης:'''<br /><b class="num">1</b> [[дающий тень]] ([[πέτρα]] Eur.);<br /><b class="num">2</b> [[покрытый тенью]], [[тенистый]] (τὰ [[βαθέα]] Plut.);<br /><b class="num">3</b> [[темный]] (τὰ χρώματα Arst.).
}}
{{grml
|mltxt=-ες / [[σκιώδης]], -ῶδες, ΝΜΑ [[σκιά]]<br />[[σκιερός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> όμοιος με [[σκιά]]<br /><b>2.</b> <b>συνεκδ.</b> πολύ [[άτονος]], [[σχεδόν]] [[ανύπαρκτος]] («[[σκιώδης]] [[αντίσταση]]»)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[σκιώδης]] [[κυβέρνηση]]» — [[ομάδα]] στελεχών την οποία συγκροτεί το [[κόμμα]] της αξιωματικής αντιπολίτευσης, αντίστοιχη με το κυβερνητικό [[σχήμα]] του [[κόμματος]] που βρίσκεται την [[εξουσία]], με ανάλογο καταμερισμό τομέων-υπουργείων και τίτλων τών επικεφαλής τους, ώστε να μπορεί να παρακολουθεί καλύτερα την [[εξέλιξη]] τών διαφόρων θεμάτων και το κοινοβουλευτικό [[έργο]], [[αλλά]] και να [[είναι]] έτοιμο να σχηματίσει τη νέα [[κυβέρνηση]] [[αμέσως]] [[μόλις]] αναλάβει αυτό την [[εξουσία]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />(<b>το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ σκιώδη</i><br />τα [[σκοτεινά]] [[πάθη]] της ψυχής («[[ὅπως]] παύσῃς τὰ σκιώδη καὶ περιέλῃς τὸ [[κάλυμμα]] τῶν παθῶν ἡμῶν», Μηναί.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[χρώμα]]) [[σκοτεινός]], [[σκούρος]]<br /><b>2.</b> (για [[εποχή]] του έτους) [[νεφελώδης]], [[ομιχλώδης]] («[[φθινόπωρον]] σκιῶδες, ἐπινέφελον», Ιπποκρ.). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>σκιωδῶς</i> ΜΑ<br />[[σκοτεινά]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''σκιώδης:''' -ες, συνηρ. από <i>σκιο-είδης</i>, [[σκοτεινός]], [[σκιερός]], σε Ευρ.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''σκιώδης''': -ες, συνηρ. ἐκ τοῦ [[σκιοειδής]], σκιερός, [[πέτρα]] Εὐρ. Ἱκέτ. 759· χωρίας Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 18, 2. 2) ἐπὶ τῆς ἀτμοσφαιρικῆς καταστάσεως, [[σκοτεινός]], [[ἀχλυώδης]], [[θολός]], Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ γ΄, 1082· ἐπὶ χρωμάτων, [[σκοτεινός]], [[μαῦρος]], Ἀριστ. π. Χρωμ. 3, 9. - Ἐπιρρ. –δῶς, Βυζ.
|lstext='''σκιώδης''': -ες, συνηρ. ἐκ τοῦ [[σκιοειδής]], σκιερός, [[πέτρα]] Εὐρ. Ἱκέτ. 759· χωρίας Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 18, 2. 2) ἐπὶ τῆς ἀτμοσφαιρικῆς καταστάσεως, [[σκοτεινός]], [[ἀχλυώδης]], [[θολός]], Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ γ΄, 1082· ἐπὶ χρωμάτων, [[σκοτεινός]], [[μαῦρος]], Ἀριστ. π. Χρωμ. 3, 9. - Ἐπιρρ. –δῶς, Βυζ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=σκι-ώδης, ες [contr. from σκιοείδης]<br />[[shady]], Eur.
}}
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[overshadowing]]
}}
}}