3,258,463
edits
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
|||
(36 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=reyma | |Transliteration C=reyma | ||
|Beta Code=r(eu=ma | |Beta Code=r(eu=ma | ||
|Definition=ατος, τό, (ῥέω) < | |Definition=-ατος, τό, ([[ῥέω]])<br><span class="bld">A</span> [[that which flows]], [[current]], [[stream]], [[Aeschylus|A.]]''[[Prometheus Vinctus|Pr.]]''139 (anap.), X.''HG''4.2.11; <b class="b3">μειλιχίων ποτῶν ῥεῦμα</b> [[Sophocles|S.]]''[[Oedipus Coloneus|OC]]''160 (lyr.); ἐλαίου ῥεῦμα ἀψοφητὶ ῥέοντος [[Plato|Pl.]]''[[Theaetetus|Tht.]]''144b; ῥεῦμα μελισσῶν ''AP''9.404 (Antiphil.): metaph., <b class="b3">ῥεῦμα αὔξης καὶ τροφῆς, ὄψεως</b>, Pl.''Ti.''44b, 45c; τὸ ἀκούειν γίνεται ῥεύματός τινος φερομένου ἀπὸ τοῦ φωνοῦντος Epicur.''Ep.'' 1p.13U.<br><span class="bld">2</span> [[stream]] of a [[river]], [[Herodotus|Hdt.]]2.20, 24; ῥεῦμα Διρκαῖον [[Euripides|E.]]''[[Supplices|Supp.]]''637, cf. ''IT''401 (lyr.); <b class="b3">τὸ τοῦ Νείλου ῥεῦμα</b> Pl. ''Ti.''21e; also, [[eruption]] of [[lava]], Th.3.116, Carc.5.7: metaph., [[stream]] or [[flood]] of [[men]], μεγάλῳ ῥεύματι φωτῶν [[Aeschylus|A.]]''[[The Persians|Pers.]]'' 88 (anap.); <b class="b3">ῥεῦμα Περσικοῦ στρατοῦ</b> ib.412, cf. E.''IT''1437; <b class="b3">πολλῷ ῥεύματι προσνισσόμενοι</b> S.''Ant.''129(anap.); so ῥεύματα ἐπῶν Cratin.186; κλαυθμῶν καὶ ὀδυρμῶν Plu.2.609b.<br><span class="bld">3</span> [[flood]], <b class="b3">κατελθόντος αἰφνιδίου τοῦ ῥεύματος</b> Th. 4.75, cf. [[Herodotus|Hdt.]]8.12; <b class="b3">φερομένῳ συναπενεχθῆναι τῷ ῥεύματι</b> Demad.15.<br><span class="bld">II</span> [[that]] which is [[always]] [[flowing]] or [[changing]], <b class="b3">τὸ τῆς τύχης.. ῥεῦμα μεταπίπτει ταχύ</b> the [[ebb]] and [[flow]] of [[fortune]], Men.''Georg.Fr.''2.<br><span class="bld">III</span> Medic., [[humour]] or [[discharge]] from the [[body]], [[flux]], [[rheum]], διὰ τῶν ῥινῶν Hp. ''VM''18; ῥεῦμα εἰς τοὺς πόδας κατεληλύθει Luc.''Philops.''6; ῥεῦμα νοσηματικά Arist.''Sens.''444a13; <b class="b3">στομάχου καὶ κοιλίας ῥεῦμα</b> Dsc.1.83; κατασκῆψαι ῥεῦμα εἰς τὰ νεῦρα Paus.6.3.10: abs.,''[[Oxyrhynchus Papyri|POxy.]]''1088.1(i A.D.), Plu.''Mar.''34, etc. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0838.png Seite 838]] τό, das Fließende, die Fluth, der Fluß, Strom; Tragg., wie Aesch. Prom. 300; Soph. O. C. 158; Her. 8, 12 u. sonst, immer im plur., auch das Flußbett, 2, 20. 24, u. A.; Thuc. 4, 75; ἐλαίου, Plat. Theaet. 144 b; φλεβῶν, Tim. 29 a; Pol. vrbdt ποταμὸς [[ἄβατος]] διὰ τὸ [[πλῆθος]] τοῦ ῥεύματος, 1, 75, 5. – | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0838.png Seite 838]] τό, das [[Fließende]], die [[Fluth]], der [[Fluß]], [[Strom]]; Tragg., wie Aesch. Prom. 300; Soph. O. C. 158; Her. 8, 12 u. sonst, immer im plur., auch das Flußbett, 2, 20. 24, u. A.; Thuc. 4, 75; ἐλαίου, Plat. Theaet. 144 b; φλεβῶν, Tim. 29 a; Pol. vrbdt ποταμὸς [[ἄβατος]] διὰ τὸ [[πλῆθος]] τοῦ ῥεύματος, 1, 75, 5. – Übertr. von jeder großen Menge, μεγάλῳ ῥεύματι φωτῶν, Aesch. Pers. 88; στρατοῦ, 404; ἐςιδὼν πολλῷ ῥεύματι προσνισσομένους, Soph. Ant. 129; Eur. στρατοῦ, I. T. 1437; μελισσῶν, Antiphil. 29 (IX, 404); auch κλαυθμῶν καὶ ὀδυρμῶν, Plut. cons. ad ux. 4; auch [[Heftigkeit]], μετὰ πολλοῦ ῥεύματος εἰς τὴν Στοὰν φερόμενος, de garrul. 23. – Bei den Aerzten der im Körper herumziehende Krankheitsstoff, Fluß, Rheuma, Plut. Mar. 34 u. sonst, auch Bauchfluß. – Übertr. drückt es auch das Wechseln, das [[Veränderliche]] aus, τύχης, [[Glückswechsel]], Menand. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ατος (τό) :<br />écoulement, flux :<br /><b>1</b> [[eau qui coule]];<br /><b>2</b> [[écoulement d'un liquide]] <i>en gén. ; particul.</i> écoulement d'humeurs ; rhumatisme;<br /><b>3</b> <i>p. anal.</i> affluence, <i>en gén.</i> flot d'hommes, torrent de larmes.<br />'''Étymologie:''' R. Ῥυ couler, > ῥευ-, v. [[ῥέω]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ῥεῦμα:''' ατος τό<br /><b class="num">1</b> [[поток]], [[струя]] (μειλιχίων ποτῶν Soph.; ἐλαίου Plat.; перен. κλαυθμῶν καὶ ὀδυρμῶν Plut.): [[τὸ τῆς αὔξης καὶ τροφῆς ῥεῦμα]] Plat. [[приток питательных веществ и непрерывный рост]]; [[τὸ τῆς ὄψεως ῥεῦμα]] Plat. [[непрерывный зрительный акт]];<br /><b class="num">2</b> тж. pl. [[течение]] (ῥεύματα [[ἰσχυρά]] Her.; ῥ. Νείλου Plat.);<br /><b class="num">3</b> [[текучесть]], [[непостоянство]] (τὸ τῆς τύχης ῥεῦμα Men.);<br /><b class="num">4</b> [[извержение]] (''[[sc.]]'' τῆς [[Αἴτνη]]ς Thuc.);<br /><b class="num">5</b> [[наплыв]], [[множество]], [[масса]] (στρατοῦ Aesch., Eur.; μελισσῶν Anth.);<br /><b class="num">6</b> [[разлив]], [[наводнение]]: [[κατελθόντος αἰφνιδίου τοῦ ῥεύματος]] Thuc. [[вследствие внезапно хлынувшего разлива]];<br /><b class="num">7</b> [[напор]], [[стремительность]] (ῥεῦμα πολέμου Plut.);<br /><b class="num">8</b> мед. [[истечение]] или [[слизь]] (ῥεύματα νοσηματικά Arst.);<br /><b class="num">9</b> [[ревматическое страдание]]: ὑπὸ [[γήρως]] καὶ ῥευμάτων [[ἀπειρηκώς]] Plut. [[изнуренный старостью и ревматизмом]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ῥεῦμα''': τό, (ῥέω) τὸ [[ῥέον]], [[ῥεῦμα]], ῥύσις, Αἰσχύλ. Πρ. 139, Ξεν. Ἑλλ. 4. 2, 11· μειλιχίων ποτῶν [[ῥεῦμα]] Σοφ. Ο. Τ. 160· ἐλαίου ῥ. ἀψοφητὶ ῥέοντος Πλάτ. Θεαίτ. 144Β· - μεταφορ., ῥ. αὔξης καὶ τροφῆς, ὄψεως Πλάτ. Τίμ. 44Β, 45C. 2) [[ῥεῦμα]] ποταμοῦ, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., Ἡρόδ. 2. 20, 24· ῥ. ἰσχυρὰ ὁ αὐτ. 8. 12· ἐν τῷ ἑνικ., ῥ. Διρκαῖον Εὐρ. Ἱκέτ. 637, πρβλ. Ι. Τ. 401· ῥ. Νείλου Πλάτ. Τίμ. 21Ε· [[ὡσαύτως]] [[ῥύαξ]] λάβας, Θουκ. 3. 116, Καρκίνος ὁ τραγῳδιῶν ποιητὴς παρὰ Διοδ. 5. 5· μεταφορ., [[ῥεῦμα]] ἢ [[πλῆθος]] ἀνθρώπων, μεγάλῳ ῥ. φωτῶν Αἰσχύλ. Πέρσ. 87· ῥ. Περσικοῦ στρατοῦ ὁ αὐτ. 412, πρβλ. Εὐρ. Ι. Τ. 1437· πολλῷ ῥ. προσνισσόμενοι Σοφ. Ἀντ. 129 ῥ. ἐπῶν Κρατῖνος ἐν «Πυτίνῃ» 7· κλαυθμῶν καὶ ὀδυρμῶν Πλούτ. 2. 609Β· μελισσῶν Ἀνθ. Π. 9. 404. 3) [[πλήμμυρα]], κατελθόντος αἰφνιδίου τοῦ ῥ. Θουκ. 4. 75· φερομένῳ συναπενεχθῆναι τῷ ῥ. Δημάδ. 180. 17. ΙΙ. τὰ ἀεὶ [[ῥέον]] ἢ μεταβαλλόμενον, τὸ τῆς τύχης γὰρ [[ῥεῦμα]] μεταπίπτει ταχύ, ἡ [[παλίρροια]] τῆς τύχης, Μένανδρ. ἐν «Γεωργῷ» 1. ΙΙΙ. Ἰατρ. νοσῶδες ῥευστὸν ἐκκρινόμενον ἀπὸ τοῦ σώματος ἢ κυκλοφοροῦν ἐν αὐτῷ, [[καταρροή]], κτλ., διὰ τῶν ῥινέων Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 15. [[ῥευματισμός]], ῥ. εἰς τοὺς πόδας κατελυλήθει Λουκ. Φιλοψ. 6· ῥ. νοσηματικὰ Ἀριστ. π. Αἰσθ. 5, 16· στομάχου καὶ κοιλίας ῥ. Διοσκ. 1. 110· κατασκῆψαι ῥ. εἰς τὰ [[νεῦρα]] Παυσ. 6. 3, 10· - ἀπολ., Πλουτ. Μάρ. 34, κτλ | |lstext='''ῥεῦμα''': τό, ([[ῥέω]]) τὸ [[ῥέον]], [[ῥεῦμα]], ῥύσις, Αἰσχύλ. Πρ. 139, Ξεν. Ἑλλ. 4. 2, 11· μειλιχίων ποτῶν [[ῥεῦμα]] Σοφ. Ο. Τ. 160· ἐλαίου ῥ. ἀψοφητὶ ῥέοντος Πλάτ. Θεαίτ. 144Β· - μεταφορ., ῥ. αὔξης καὶ τροφῆς, ὄψεως Πλάτ. Τίμ. 44Β, 45C. 2) [[ῥεῦμα]] ποταμοῦ, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., Ἡρόδ. 2. 20, 24· ῥ. ἰσχυρὰ ὁ αὐτ. 8. 12· ἐν τῷ ἑνικ., ῥ. Διρκαῖον Εὐρ. Ἱκέτ. 637, πρβλ. Ι. Τ. 401· ῥ. Νείλου Πλάτ. Τίμ. 21Ε· [[ὡσαύτως]] [[ῥύαξ]] λάβας, Θουκ. 3. 116, Καρκίνος ὁ τραγῳδιῶν ποιητὴς παρὰ Διοδ. 5. 5· μεταφορ., [[ῥεῦμα]] ἢ [[πλῆθος]] ἀνθρώπων, μεγάλῳ ῥ. φωτῶν Αἰσχύλ. Πέρσ. 87· ῥ. Περσικοῦ στρατοῦ ὁ αὐτ. 412, πρβλ. Εὐρ. Ι. Τ. 1437· πολλῷ ῥ. προσνισσόμενοι Σοφ. Ἀντ. 129 ῥ. ἐπῶν Κρατῖνος ἐν «Πυτίνῃ» 7· κλαυθμῶν καὶ ὀδυρμῶν Πλούτ. 2. 609Β· μελισσῶν Ἀνθ. Π. 9. 404. 3) [[πλήμμυρα]], κατελθόντος αἰφνιδίου τοῦ ῥ. Θουκ. 4. 75· φερομένῳ συναπενεχθῆναι τῷ ῥ. Δημάδ. 180. 17. ΙΙ. τὰ ἀεὶ [[ῥέον]] ἢ μεταβαλλόμενον, τὸ τῆς τύχης γὰρ [[ῥεῦμα]] μεταπίπτει ταχύ, ἡ [[παλίρροια]] τῆς τύχης, Μένανδρ. ἐν «Γεωργῷ» 1. ΙΙΙ. Ἰατρ. νοσῶδες ῥευστὸν ἐκκρινόμενον ἀπὸ τοῦ σώματος ἢ κυκλοφοροῦν ἐν αὐτῷ, [[καταρροή]], κτλ., διὰ τῶν ῥινέων Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 15. [[ῥευματισμός]], ῥ. εἰς τοὺς πόδας κατελυλήθει Λουκ. Φιλοψ. 6· ῥ. νοσηματικὰ Ἀριστ. π. Αἰσθ. 5, 16· στομάχου καὶ κοιλίας ῥ. Διοσκ. 1. 110· κατασκῆψαι ῥ. εἰς τὰ [[νεῦρα]] Παυσ. 6. 3, 10· - ἀπολ., Πλουτ. Μάρ. 34, κτλ. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το / | |mltxt=το / ῥεῦμα, ΝΜΑ, και [[ρέμα]] Ν [[ῥέω]]<br /><b>1.</b> [[κίνηση]] ρευστής μάζας<br /><b>2.</b> η [[ίδια]] η κινούμενη [[μάζα]] («ώ λαμπρόν του Αιγαίου [[ρεύμα]]», Κάλβ.)<br /><b>3.</b> αθρόα ροή ποταμού («το [[ρεύμα]] του ποταμού παρέσυρε τα [[πάντα]]»)<br /><b>4.</b> [[κοίτη]] ρυακιού ή χειμάρρου, [[ρέμα]], [[ρεματιά]]<br /><b>5.</b> [[κίνηση]], [[φύσημα]] αέρα (α. «κλείσε τα παράθυρα [[γιατί]] κάνει [[ρεύμα]]» β. «τὸ ἀκούειν γίνεται ῥεύματός τινος φερομένου ἀπὸ τοῦ φωνοῦν τος», Επίκτ.)<br /><b>6.</b> [[συρροή]] ανθρώπων, [[πλήθος]] ανθρώπων που κινούνται [[προς]] μια [[κατεύθυνση]] (α. «τον παρέσυρε το [[ρεύμα]] του πλήθους» β. «ῥεῦμα τ' ἐξορμῶν στρατοῦ», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>(μετεωρ.)</b> [[κάθε]] [[μετακίνηση]] ατμοσφαιρικών μαζών που οφείλεται στην ύπαρξη διαφορών θερμοκρασίας και ατμοσφαιρικής πίεσης (α. «ανοδικά ρεύματα» β. «καθοδικά ρεύματα»)<br /><b>2.</b> α) [[σύνολο]] φιλοσοφικών, πολιτικών, επιστημονικών ή καλλιτεχνικών ιδεών ή δοξασιών, που υιοθετούνται σε μια ορισμένη χρονική περίοδο από έναν μεγάλο, σχετικά, αριθμό ανθρώπων («τα φιλοσοφικά και καλλιτεχνικά ρεύματα της Αναγέννησης»)<br />β) ομαδική [[τάση]] [[προς]] ορισμένη πολιτικο-ιδεολογική [[κατεύθυνση]] στα πλαίσια ενός ευρύτερου συνόλου (α. «το [[ρεύμα]] της αντιπολίτευσης [[είναι]] ισχυρό» β. «στο κυβερνητικό [[κόμμα]] διακρίνονται [[σαφώς]] δύο ρεύματα»)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «βελοειδές [[ρεύμα]]»<br /><b>ωκεαν.</b> μικρού [[εύρους]] θαλάσσιο [[ρεύμα]] που αναπτύσσεται απότομα σαν [[αεροχείμαρρος]] και κινείται από την [[ακτή]] [[προς]] τα ανοιχτά<br />β) «ηλεκτρικό [[ρεύμα]]»<br /><b>(ηλεκτρ.)</b> η [[κίνηση]] ηλεκτρικών φορτίων [[κατά]] [[μήκος]] ενός αγωγού, [[μέσα]] σε ένα [[διάλυμα]] ή σε ένα ιοντισμένο [[αέριο]]<br />γ) «[[ρεύμα]] εκκίνησης»<br /><b>(ηλεκτρ.)</b> ηλεκτρικό [[ρεύμα]] κατάλληλο για την [[έναρξη]] περιστροφής ενός ηλεκτρικού κινητήρα που, [[συνήθως]], προκαλείται από [[τάση]] χαμηλότερη της τάσης λειτουργίας<br />δ) «επίμηκες [[ρεύμα]]»<br /><b>ωκεαν.</b> παράκτια [[κίνηση]] του νερού παράλληλα [[προς]] μια θαλάσσια ή [[λιμναία]] [[ακτή]], η οποία δημιουργείται, γενικά, από τη [[θραύση]] τών κυμάτων που προσπίπτουν στην [[ακτογραμμή]] υπό [[γωνία]]<br />ε) «[[ρεύμα]] λάβας»<br /><b>(πετρογρ.)</b> [[μορφή]] έκχυσης λάβας στην [[επιφάνεια]] της Γης που παρουσιάζει μέγιστη [[ανάπτυξη]] [[προς]] μια [[διεύθυνση]], σε [[αντίθεση]] [[προς]] τις άλλες διευθύνσεις που χαρακτηρίζονται από πολύ μικρότερη [[ανάπτυξη]]<br />στ) «[[ρεύμα]] πυθμένα»<br /><b>ωκεαν.</b> πυκνό, κατώτερο [[στρώμα]] θαλάσσιου νερού που διαχωρίζεται [[σαφώς]] από τα υπερκείμενα νερά λόγω της χαρακτηριστικής θερμοκρασίας, αλατότητας και περιεκτικότητάς του σε [[οξυγόνο]]<br />ζ) «θαλάσσια ρεύματα» <b>ωκεαν.</b> οριζόντιες ή κατακόρυφες κινήσεις τών θαλάσσιων μαζών που προκαλούνται από την [[περιστροφή]] της Γης [[γύρω]] από τον άξονά της, την [[τριβή]] του ανέμου στην [[επιφάνεια]] της θάλασσας και τις διαφορές πυκνότητας [[μεταξύ]] τών θαλάσσιων στρωμάτων<br />η) «[[λιμναία]] ρεύματα»<br /><b>ωκεαν.</b> [[κίνηση]] του λιμναίου νερού που προκαλείται από τον άνεμο, τις κυματαναπάλσεις, [[καθώς]] και από [[εισροή]] και [[εκροή]] νερού<br />θ) «ρεύματα μεταφοράς»<br /><b>(γεωφ.)</b> ροή στον [[μανδύα]] της Γης<br />ι) «ρεύματα πυκνότητας»<br />(φυσ.-ωκεαν.) ρεύματα σε υγρά ή [[αέρια]] [[μέσα]] που κινούνται υπό την [[επίδραση]] της βαρύτητας και οφείλονται σε μικρές διαφορές της πυκνότητας<br />ια) «ρεύματα τουρβιδιτικά» ή «ρεύματα θολερότητας»<br /><b>ωκεαν.</b> τύποι υδάτινων ρευμάτων που δημιουργούνται από τις διαφορές πυκνότητας τις οποίες προκαλεί το αιωρούμενο [[ίζημα]], το οποίο δίνει στα ρεύματα και τη χαρακτηριστική θολή εμφάνισή τους<br />ιβ) «υδάτινο [[ρεύμα]]» — [[ρεύμα]] νερού<br />ιγ) «εναλλασσόμενο [[ρεύμα]]»<br /><b>(ηλεκτρ.)</b> ηλεκτρικό [[ρεύμα]] του οποίου η [[φορά]] και η [[ένταση]] ποικίλλουν περιοδικά ως [[προς]] τον χρόνο<br />ιδ) «μονοφασικό [[ρεύμα]]»<br /><b>(ηλεκτρ.)</b> εναλλασσόμενο [[ρεύμα]] που παράγεται από μια μόνο ηλεκτρεγερτική [[δύναμη]]<br />ιε) «πολυφασικό [[ρεύμα]]»<br /><b>(ηλεκτρ.)</b> εναλλασσόμενο ηλεκτρικό [[ρεύμα]] που προκύπτει από ένα [[σύνολο]] ηλεκτρεγερτικών δυνάμεων που έχουν την [[ίδια]] [[συχνότητα]] [[αλλά]] διαφέρουν η μία από την [[άλλη]] [[κατά]] το ίδιο [[κλάσμα]] περιόδου<br />ιστ) «συνεχές [[ρεύμα]]»<br /><b>(ηλεκτρ.)</b> ηλεκτρικό [[ρεύμα]] του οποίου η [[φορά]] και η [[ένταση]] δεν ποικίλλουν ως [[προς]] το χρόνο<br />ιζ) «τυρβώδη ρεύματα» — ρεύματα εξ επαγωγής που δημιουργούνται στο εσωτερικό τών μεταλλικών [[μερών]] τών ηλεκτρομαγνητικών και τών ηλεκτρικών συσκευών, με [[αποτέλεσμα]] την υπερθέρμανσή τους, αλλ. ρεύματα Φουκώ<br />ιη) «ρεύματα Φουκώ»<br /><b>(ηλεκτρ.)</b> τα τυρβώδη ρεύματα<br />ιθ) «Ρεύμα του κόλπου»<br /><b>ωκεαν.</b> θερμό ωκεάνιο [[ρεύμα]] που κινείται [[προς]] τα βορειοανατολικά, έξω από την [[ακτή]] της Βόρειας Αμερικής, [[μεταξύ]] του Ακρωτηρίου Χέτερες της Βόρειας Καρολίνας και τών Μεγάλων Υφάλων της Νέας Γης, όπου διαχωρίζεται σε πολλούς κλάδους, ορισμένοι από τους οποίους διασχίζουν τον Ατλαντικό και ρέουν [[προς]] τις Βρετανικές Νήσους και τη Νορβηγική Θάλασσα και σχηματίζουν το λεγόμενο Βορειοατλαντικό Ρεύμα, ενώ άλλοι κλάδοι ρέουν [[προς]] τα νότια και νοτιοανατολικά και ενώνονται τελικά με αντιρρεύματα που κινούνται από τα ανατολικά [[προς]] τα δυτικά, [[καθώς]] και με το Ρεύμα τών Καναρίων Νήσων, αλλ. Γκολφ Στρημ<br /><b>μσν.</b><br />ο [[πορθμός]] του Βοσπόρου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ροή λάβας<br /><b>2.</b> [[περίσσεια]], [[αφθονία]] («πολλοῦ... τῶν ἀγαθῶν ῥεύματος», Λιβάν.)<br /><b>3.</b> [[ορμή]], [[σφοδρότητα]] («μετὰ πολλοῦ ῥεύματος εἰς τὴν στοὰν φερόμενος», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>4.</b> ροή λόγου, [[ευγλωττία]] («στρογγύλα τὰ ῥήματα καὶ ῥεῦμα ἄπαυστον», Λιβάν.)<br /><b>6.</b> ροή του χρόνου<br /><b>7.</b> η [[φορά]] τών πραγμάτων, της ζωής («τὸ τῆς τύχης... ῥεῦμα μεταπίπτει [[ταχύ]]», Μέν.)<br /><b>8.</b> (για σωματικό [[υγρό]]) [[καταρροή]] («στομάχου καὶ κοιλίας ῥεῦμα», <b>Διοσκ.</b>)<br /><b>9.</b> ρευματισμός («ῥεῦμα εἰς τοὺς [[πόδας]] κατεληλύθει», <b>Λουκιαν.</b>). | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ῥεῦμα:''' -ατος, τό ([[ῥέω]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> αυτό που ρέει, ροή, [[ρους]], [[ρεύμα]], [[ρυάκι]], [[ροπή]], σε Αισχύλ., Σοφ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[ρεύμα]] ποταμού, [[κυρίως]] στον πληθ., σε Ηρόδ., Ευρ.· [[ρυάκι]] λάβας, σε Θουκ.· μεταφ., [[ρεύμα]] ή [[πλήθος]] ανθρώπων, σε Τραγ., Σοφ.<br /><b class="num">3.</b> [[πλημμύρα]], σε Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> στην ιατρική, [[απέκκριση]], απέκκριμμα του σώματος, [[έκχυση]], [[καταρροή]], σε Λουκ. | |lsmtext='''ῥεῦμα:''' -ατος, τό ([[ῥέω]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> αυτό που ρέει, ροή, [[ρους]], [[ρεύμα]], [[ρυάκι]], [[ροπή]], σε Αισχύλ., Σοφ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[ρεύμα]] ποταμού, [[κυρίως]] στον πληθ., σε Ηρόδ., Ευρ.· [[ρυάκι]] λάβας, σε Θουκ.· μεταφ., [[ρεύμα]] ή [[πλήθος]] ανθρώπων, σε Τραγ., Σοφ.<br /><b class="num">3.</b> [[πλημμύρα]], σε Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> στην ιατρική, [[απέκκριση]], απέκκριμμα του σώματος, [[έκχυση]], [[καταρροή]], σε Λουκ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[ῥεῦμα]], ατος, τό, [ῥέω]<br /><b class="num">I.</b> that [[which]] flows, a [[flow]], [[stream]], [[current]], Aesch., Soph., etc.<br /><b class="num">2.</b> the [[stream]] of a [[river]], [[mostly]] in | |mdlsjtxt=[[ῥεῦμα]], ατος, τό, [ῥέω]<br /><b class="num">I.</b> that [[which]] flows, a [[flow]], [[stream]], [[current]], Aesch., Soph., etc.<br /><b class="num">2.</b> the [[stream]] of a [[river]], [[mostly]] in plural, Hdt., Eur.; a [[stream]] of [[lava]], Thuc.: metaph. a [[stream]] or [[flood]] of men, Trag., Soph.<br /><b class="num">3.</b> a [[flood]], Thuc.<br /><b class="num">II.</b> a [[discharge]] from the [[body]], a [[flux]], [[rheum]], Luc. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{trml | ||
| | |trtx====[[current]]=== | ||
Albanian: lumë; Arabic: تَيَّار; Armenian: հոսանք; Assamese: সোঁত; Bau Bidayuh: selog, sobag; Belarusian: паток, цячэнне; Brunei Bisaya: sinolog; Bulgarian: струя; Burmese: ယဉ်; Catalan: riu, corrent; Cebuano: sulog; Central Melanau: aruih; Chinese Mandarin: 水流, 流; Czech: proud; Dutch: [[stroming]], [[stroom]]; Esperanto: fluo; Estonian: hoovus; Finnish: virta, virtaus; French: [[courant]]; Friulian: corint; Galician: corrente; Georgian: დინება, ნაკადი; German: [[Strömung]]; Greek: [[ρεύμα]]; Ancient Greek: [[ῥεῦμα]], [[ῥόος]], [[ῥοῦς]], [[ῥόϝος]]; Hawaiian: au; Hebrew: זֶרֶם; Hindi: प्रवाह, धारा; Hungarian: áram, áramlat, ár; Iban: arus, arong; Indonesian: arus; Interlingua: currente; Iranun: reges; Irish: sruth; Italian: [[corrente]]; Japanese: 流れ; Kazakh: ағым; Khmer: ចរន្ត, ស្រោតា; Kimaragang: linogod; Korean: 흐름; Lao: ກະແສ; Latin: [[flumen]], [[cursus]], [[aestus]]; Latvian: straume; Lithuanian: srovė, tėkmė; Lotud: sinolog; Macedonian: струја; Malay: arus; Manx: stroo; Maori: au; Mongolian: урсгал; Norman: couothant, halant; Norwegian Bokmål: strøm; Nynorsk: straum; Occitan: corrent; Old Irish: sruth; Persian: جریان, جاری; Polish: prąd inan; Portuguese: [[corrente]]; Romanian: curent, șuvoi, flux; Rungus: murullun; Russian: [[поток]], [[течение]]; Sanskrit: रेतस्; Scottish Gaelic: sruth; Serbo-Croatian Cyrillic: струја; Roman: strúja; Slovak: tok, prúd; Slovene: tok; Spanish: [[corriente]]; Swahili: mkondo; Swedish: ström, strömning; Tagal Murut: aug; Tagalog: agos; Telugu: ప్రవాహం; Thai: กระแส; Turkish: akıntı, akım; Ukrainian: струм, поті́к, течія; Urdu: دھارا; Vietnamese: dòng | |||
===[[flow]]=== | |||
Arabic: تَدَفُّق; Armenian: հոսք, հոսանք; Asturian: fluxu, fluxu; Basque: etorri; Belarusian: цячэнне, плынь, паток; Blackfoot: áwa'kimsska; Breton: beradur; Bulgarian: течение, поток; Catalan: flux; Chinese Mandarin: 流; Chuvash: юх; Czech: tok, proudění; Danish: strøm; Dutch: [[stroom]]; Esperanto: fluo, alfluo; Estonian: vool; Finnish: virtaus; French: [[écoulement]], [[flux]]; Galician: fluxo; Georgian: დინება, დენა; German: [[Fluss]]; Greek: [[ροή]]; Ancient Greek: [[ῥεῦμα]], [[ῥοία]], [[ῥόος]], [[ῥοῦς]], [[ῥόϝος]]; Hindi: प्रवाह; Hungarian: áramlás; Indonesian: alir; Irish: sreabh, sileadh; Italian: [[flusso]], [[colata]], [[scorrimento]]; Japanese: 流れ; Karachay-Balkar: агъым; Kashubian: cec; Korean: 흐름; Latgalian: tekme; Latin: [[fluxus]]; Latvian: plūsma; Luhya: omuhula; Macedonian: тек, течение; Marathi: वाहने; Mongolian Cyrillic: урсгал; Norwegian Bokmål: flom, strøm; Plautdietsch: Fluss; Polish: przepływ; Portuguese: [[fluxo]], [[escoamento]], [[caudal]]; Romanian: curgere; Russian: [[течение]], [[поток]]; Sanskrit: रेतस्; Serbo-Croatian Cyrillic: то̑к, тѐче̄ње; Roman: tȏk, tèčēnje; Sicilian: flussu; Slovak: prúd, tok; Slovene: tok; Southern Altai: агыш; Spanish: [[flujo]]; Sundanese: kucur; Swahili: mkondo; Swedish: ström, flöde; Telugu: ప్రవాహము; Turkish: akış; Ukrainian: течі́я, теча, плин, плив, поті́к, струм; Vietnamese: dòng chảy | |||
}} | }} |