3,276,901
edits
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
(11 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=spartos | |Transliteration C=spartos | ||
|Beta Code=sparto/s | |Beta Code=sparto/s | ||
|Definition= | |Definition=σπαρτή, σπαρτόν, also ός, όν [[Euripides|E.]]''[[Supplices|Supp.]]''578: ([[σπείρω]]):—<br><span class="bld">A</span> [[sown]], [[grown from seed]], [[cultivated]], [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[Historia Plantarum|HP]]'' 6.8.2, Dsc.3.37, etc.<br><span class="bld">2</span> of men, οἱ.. σπαρτοί τε καὶ αὐτόχθονες Pl.''Sph.''247c; <b class="b3">σπαρτῶν γένος</b> children [[of men]], A.''Eu.''410.<br><span class="bld">b</span> esp. at Thebes, [[Σπαρτοί]], οἱ, [[the Sown-men]], those who sprang from the dragon's teeth [[sown]] by Cadmus, and their descendants, Pi.''I.''1.30,7(6).10; Σπαρτῶν στάχυς E.''HF''5; Ἐχίων σπαρτός ''IG''14.1285 ii 9, 1292 i 3, cf. E.''Ba.''1274; <b class="b3">λόγχη σπαρτός</b> the ''Theban'' spear, Id.''Supp.''578.<br><span class="bld">II</span> [[scattered]], of the limbs of a corpse, ''AP''7.383 (Phil.). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0917.png Seite 917]] gesäet, u. übertr., erzeugt; bes. ἄνδρες, die Thebaner, Sparten, Soph. O. C. 1531 u. A., die aus den von Kadmus gesäeten Drachenzähnen Entsproßten u. ihre Nachkommen; ähnlich οἵγε αὐτῶν σπαρτοί τε καὶ αὐτόχθονες, Plat. Soph. 247 c; übh. thebanisch, [[λόγχη]] Eur. Suppl. 594. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0917.png Seite 917]] gesäet, u. übertr., erzeugt; bes. ἄνδρες, die Thebaner, Sparten, Soph. O. C. 1531 u. A., die aus den von Kadmus gesäeten Drachenzähnen Entsproßten u. ihre Nachkommen; ähnlich οἵγε αὐτῶν σπαρτοί τε καὶ αὐτόχθονες, Plat. Soph. 247 c; übh. thebanisch, [[λόγχη]] Eur. Suppl. 594. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή <i>ou</i> ός, όν :<br /><b>1</b> [[semé]], [[ensemencé]] ; <i>fig.</i> engendré;<br /><b>2</b> [[disséminé]], [[dispersé]] ; οἱ Σπαρτοί <i>propr.</i> les hommes semés <i>ou</i> nés des dents du dragon de Cadmos, <i>càd</i> les Thébains.<br />'''Étymologie:''' [[σπείρω]]. | |||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=σπαρτός -ή -όν [σπείρω] ook f. σπαρτός Eur. Suppl. 578 gezaaid; subst. plur. οἱ Σπαρτοί de gezaaiden (d.w.z. de mensen die waren ontsproten aan de door Cadmus gezaaide drakentanden; ook hun nakomelingen, de Thebanen);; σπαρτῶν ὑπ’ ἀνδρῶν door de gezaaide mannen Soph. OC 1534; uitbr.. λόγχη σπαρτός de speer van de gezaaide mannen Eur. Suppl. 578. verwekt, voortgebracht:. ὁμοῖαι … οὐδενὶ σπαρτῶν γένει jullie lijken op geen enkele soort van uit zaad voortgekomen wezens Aeschl. Eum. 410. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''σπαρτός:''' 3, редко 2 [adj. verb. к [[σπείρω]]<br /><b class="num">1</b> посеянный, т. е. выросший из земли: οἱ σπαρτοί Plat. сыны земли; σπαρτῶν [[γένος]] Aesch. род человеческий;<br /><b class="num">2</b> (см. [[Σπαρτός]]) принадлежащий потомкам «[[посеянных]]», т. е. фиванский ([[λόγχη]] Eur.);<br /><b class="num">3</b> [[рассеченный на куски]], [[разбросанный]] ([[σῶμα]] Anth.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σπαρτός''': -ή, -όν, [[ὡσαύτως]] ός, ὀν, Εὐρ. Ἰκέτ. 578· ([[σπείρω]])· - ἐσπαρμένος, φυόμενος ἐκ σπόρου, καλλιεργημένος, Διοσκ. 3. 45, κτλ. 2) ἐπὶ ἀνθρώπων, οἱ.. σπαρτοί τε καὶ αὐτόχθονες Πλάτ. Σοφ. 247C· σπαρτῶν γένος, «υἱοὶ τῶν ἀνθρώπων», Αἰσχύλ. Εὐμ. 410· - ἐπὶ τῶν θηβαίων, Σπαρτοί, οἱ, οἱ ἐσπαρμένοι, οἱ ἀξιοῦντες ὅτι ἐφύτρωσαν ἐκ τῶν ὀδόντων τοῦ δράκοντος οὓς ὁ [[Κάδμος]] ἔσπειρεν, οἱ Καδμεῖοι, Πινδ. Ι. 1. 41., 7 (6). 13· Σπαρτῶν [[στάχυς]] Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 5· [[λόγχη]] [[σπαρτός]], ἡ Θηβαϊκὴ [[λόγχη]], ὁ αὐτ. ἐν Ἱκ. 578· Ἐχίων σπαρτὸς Συλλ. Ἐπιγρ. 2126Β, 6129Α. ΙΙ. διεσπαρμένος, ἐπὶ τῶν μελῶν τοῦ σώματος, Ἀνθ. Π. 7. 338· - Ἐπίρρ. -τῶς, Ἐκκλ. | |lstext='''σπαρτός''': -ή, -όν, [[ὡσαύτως]] ός, ὀν, Εὐρ. Ἰκέτ. 578· ([[σπείρω]])· - ἐσπαρμένος, φυόμενος ἐκ σπόρου, καλλιεργημένος, Διοσκ. 3. 45, κτλ. 2) ἐπὶ ἀνθρώπων, οἱ.. σπαρτοί τε καὶ αὐτόχθονες Πλάτ. Σοφ. 247C· σπαρτῶν γένος, «υἱοὶ τῶν ἀνθρώπων», Αἰσχύλ. Εὐμ. 410· - ἐπὶ τῶν θηβαίων, Σπαρτοί, οἱ, οἱ ἐσπαρμένοι, οἱ ἀξιοῦντες ὅτι ἐφύτρωσαν ἐκ τῶν ὀδόντων τοῦ δράκοντος οὓς ὁ [[Κάδμος]] ἔσπειρεν, οἱ Καδμεῖοι, Πινδ. Ι. 1. 41., 7 (6). 13· Σπαρτῶν [[στάχυς]] Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 5· [[λόγχη]] [[σπαρτός]], ἡ Θηβαϊκὴ [[λόγχη]], ὁ αὐτ. ἐν Ἱκ. 578· Ἐχίων σπαρτὸς Συλλ. Ἐπιγρ. 2126Β, 6129Α. ΙΙ. διεσπαρμένος, ἐπὶ τῶν μελῶν τοῦ σώματος, Ἀνθ. Π. 7. 338· - Ἐπίρρ. -τῶς, Ἐκκλ. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 24: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''σπαρτός:''' -ή, -όν και -ός, -όν ([[σπείρω]])·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που έχει σπαρεί, που έχει φυτρώσει από σπόρο, σπαρμένος, φυτεμένος· μεταφ., σπαρτῶν [[γένος]], «οι υιοί των ανθρώπων», ανθρώπινο [[γένος]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> στη Θήβα, <i>Σπαρτοί</i>, <i>οἱ</i>, οι Σπαρμένοι, αυτοί που θεωρούνταν ότι έχουν φυτρώσει από τα δόντια του Δράκοντα που έσπειρε ο [[Κάδμος]], οι Καδμείοι, οι Θηβαίοι, σε Πίνδ., Ευρ.· [[λόγχη]] [[σπαρτός]], το θηβαϊκό [[δόρυ]], σε Ευρ.<br /><b class="num">III.</b> διασκορπισμένος, λέγεται για τα [[μέλη]] ενός πτώματος, σε Ανθ. | |lsmtext='''σπαρτός:''' -ή, -όν και -ός, -όν ([[σπείρω]])·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που έχει σπαρεί, που έχει φυτρώσει από σπόρο, σπαρμένος, φυτεμένος· μεταφ., σπαρτῶν [[γένος]], «οι υιοί των ανθρώπων», ανθρώπινο [[γένος]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> στη Θήβα, <i>Σπαρτοί</i>, <i>οἱ</i>, οι Σπαρμένοι, αυτοί που θεωρούνταν ότι έχουν φυτρώσει από τα δόντια του Δράκοντα που έσπειρε ο [[Κάδμος]], οι Καδμείοι, οι Θηβαίοι, σε Πίνδ., Ευρ.· [[λόγχη]] [[σπαρτός]], το θηβαϊκό [[δόρυ]], σε Ευρ.<br /><b class="num">III.</b> διασκορπισμένος, λέγεται για τα [[μέλη]] ενός πτώματος, σε Ανθ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |