3,274,903
edits
m (Text replacement - ".[[" to ". [[") |
Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
(9 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ptyks | |Transliteration C=ptyks | ||
|Beta Code=ptu/c | |Beta Code=ptu/c | ||
|Definition=ἡ (nom. only Gramm., Hdn.Gr. | |Definition=ἡ (nom. only Gramm., Hdn.Gr.1.396, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]), dat.<br><span class="bld">A</span> πτῠχί Il. 20.22: pl. [[πτύχες]], [[πτύχας]], 7.247, al., Hes.''Sc.''143, etc.: after Hom. πτῠχή, ῆς, which prevails in Pi. (v. infr. 11) and Trag.; the metre requires acc. sg. [[πτύχα]] in [[Euripides|E.]]''[[Supplices|Supp.]]''979 (lyr.), but acc. pl. [[πτυχάς]] in [[Sophocles|S.]]''[[Fragments|Fr.]]''144; in other places either [[πτύχας]] or [[πτυχάς]] will suit the metre:—poet. word, [[layer]], [[plate]], mostly in plural, <b class="b3">σάκεος πτύχες</b> [[plates]] of metal or leather, in strong shields, Il.18.481, cf. 7.247, 20.269, Hes.''Sc.''143.<br><span class="bld">2</span> [[fold]] (i.e. [[folded piece]]) of a garment, in plural, first in ''h.Cer.''176, then in [[Sophocles|S.]]''[[Fragments|Fr.]]''494, [[Euripides|E.]]''[[Supplices|Supp.]]''979 (lyr.); of the entrails, <b class="b3">κατὰ σπλάγχνων πτυχάς</b> ib.212; εἰς τὰς πτυχάς [[Aristotle|Arist.]]''[[Historia Animalium|HA]]''549a17; [[coats]] of the stomach, Gal.2.556; [[layers]] of muscles, Id.18(2).944.<br><span class="bld">3</span> writing [[tablets]], ἐν πτυχαῖς βίβλων κατεσφραγισμένα A.''Supp.''947; γραμμάτων πτυχὰς ἔχων [[Sophocles|S.]]''[[Fragments|Fr.]]''144; ἐν δέλτου πτυχαῖς E.''IA''98, cf. ''IG''9 (1).880.10 (Corc.).<br><span class="bld">II</span> in hilly country, [[folds]], [[glens]], κατὰ πτύχας Οὐλύμποιο Il.11.77; <b class="b3">πτύχες ἠνεμόεσσαι</b> (from the wind that rushes down narrow mountain-clefts), Od.19.432; also in sg., <b class="b3">πτυχὶ Οὐλύμποιο, Παρνησοῖο</b>, Il.20.22, ''h.Ap.''269, ''h.Merc.''555; <b class="b3">πτυχαὶ Κρισαῖαι, Πίνδου, Πέλοπος</b>, Pi.''P.''6.18,9.15, ''N.''2.21; ἐν Κιθαιρῶνος πτυχαῖς [[Sophocles|S.]]''[[Oedipus Tyrannus|OT]]'' 1026, cf. [[Euripides|E.]]''[[Supplices|Supp.]]''757, ''Ba.''62, ''Andr.''1277; Αὐλίδος κατὰ πτυχάς Id.''IT''1082, cf. 9: also of the sky, <b class="b3">πτυχαὶ αἰθέρος, οὐρανοῦ</b>, Id.''Or.''1631, ''Hel.''44, ''Ph.''84: sg., μέχρις οὐρανοῦ πτυχός Ezek.''Exag.''69.<br><span class="bld">III</span> metaph., <b class="b3">ὕμνων πτυχαί</b> [[folds]] of song, i.e. sinuous songs, Pi.''O.''1.105.<br><span class="bld">IV</span> acc. pl. [[πτυχάς]] or [[πτύχας]] [[leaves]] of a folding door, metaph., <b class="b3">ὁ κλείσας οὐρανοῦ δισσὰς π.</b> ''PMag.Par.''1.190; nom. [[πτύχες]], = [[θύραι]], [[σανίδες]], Poll.10.24.<br><span class="bld">V</span> [[πτυχή]], ἡ, the part of a ship on which her name was inscribed, Sch.A.R.1.1089; cf. [[πτυχίς]]. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0811.png Seite 811]] ἡ, πτυχός, u. nachhom. Form [[πτυχή]], alles mehrfaltig über einander Gelegte; gew. im plur., Falte, Schicht, Lage, Tafel, insofern mehrere über einander liegen; [[πέντε]] δ' ἄρ' [[αὐτοῦ]] ἔσαν σάκεος πτύχες, Il. 18, 481, vgl. 7, 247, Lagen des Schildes von Metall od. Leder, bei starken Schilden bis fünf od. sechs übereinandergelegt, vgl. 20, 269; Hes. Sc. 143. – Von Kleiderfalten, H. h. Cer. 176; εἵματος διὰ πτυχῶν, Soph. frg. 437; δάκρυσι νοτερὰν πέπλων πτύχα τέγξω, Eur. Suppl. 979; ἡ δ' ἐκραγέντων χλανιδίων ὑπὸ πτύχας ἔφαινε μηρόν, Chairemon bei Ath. XIII, 608 e; ἐν πτυχαῖς βίβλων, Aesch. Suppl. 925, wie γραμμάτων πτυχὰς ἔχων, Soph. frg. 150; δέλτου, Eur. I. A. 98; vgl. [[πτυκτός]]. – Nach Poll. auch αἱ θύραι καὶ σανίδες. – Von Tiefen eines Gebirges, Schluchten, Thäler, Windungen u. Krümmungen, κατὰ πτύχας Οὐλύμποιο, Il. 11, 77, wie h. Merc. 326; [[τάχα]] δ' ἵκανον πτύχας ἠνεμοέσσας, die windigen, stürmischen Schluchten des hohen Gebirges, Od. 19, 432; auch im sing., Il. 20, 22; h. Apoll. 269 Merc. 555; so bei Pind. Κρισαίαισιν ἐν πτυχαῖς, P. 6, 18; Πίνδου, 9, 15 (s. [[πτυχή]]); ναπαίαις ἐν Κιθαιρῶνος πτυχαῖς, Soph. O. R. 1026; [[εἶμι]] Πηλίου πτύχας, Eur. Andr. 1278, u. öfter, der auch sagt ὦ φαεινὰς οὐρανοῦ ναίων πτύχας, Phoen. 84, πρὸς αἰθέρος πτύχας, Hel. 611, vgl. Or. 1631; κατὰ σπλάγχνων πτύχας, Suppl. 212; ἢ γῆς ἢ πόντου ἐν πτυχαῖς, Plat. En. II, 312 d. – Nach Schol. Ap. Rh. 1, 1089 ist [[πτυχή]] am Schiffe [[ὅπου]] τὸ τῆς νεὼς ἐπιγράφεται [[ὄνομα]], also eine Tafel mit dem Namen des Schiffes; nach Poll. 1, 86 auch [[πτυχίς]]. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0811.png Seite 811]] ἡ, πτυχός, u. nachhom. Form [[πτυχή]], alles mehrfaltig über einander Gelegte; gew. im plur., Falte, Schicht, Lage, Tafel, insofern mehrere über einander liegen; [[πέντε]] δ' ἄρ' [[αὐτοῦ]] ἔσαν σάκεος πτύχες, Il. 18, 481, vgl. 7, 247, Lagen des Schildes von Metall od. Leder, bei starken Schilden bis fünf od. sechs übereinandergelegt, vgl. 20, 269; Hes. Sc. 143. – Von Kleiderfalten, H. h. Cer. 176; εἵματος διὰ πτυχῶν, Soph. frg. 437; δάκρυσι νοτερὰν πέπλων πτύχα τέγξω, Eur. Suppl. 979; ἡ δ' ἐκραγέντων χλανιδίων ὑπὸ πτύχας ἔφαινε μηρόν, Chairemon bei Ath. XIII, 608 e; ἐν πτυχαῖς βίβλων, Aesch. Suppl. 925, wie γραμμάτων πτυχὰς ἔχων, Soph. frg. 150; δέλτου, Eur. I. A. 98; vgl. [[πτυκτός]]. – Nach Poll. auch αἱ θύραι καὶ σανίδες. – Von Tiefen eines Gebirges, Schluchten, Thäler, Windungen u. Krümmungen, κατὰ πτύχας Οὐλύμποιο, Il. 11, 77, wie h. Merc. 326; [[τάχα]] δ' ἵκανον πτύχας ἠνεμοέσσας, die windigen, stürmischen Schluchten des hohen Gebirges, Od. 19, 432; auch im sing., Il. 20, 22; h. Apoll. 269 Merc. 555; so bei Pind. Κρισαίαισιν ἐν πτυχαῖς, P. 6, 18; Πίνδου, 9, 15 (s. [[πτυχή]]); ναπαίαις ἐν Κιθαιρῶνος πτυχαῖς, Soph. O. R. 1026; [[εἶμι]] Πηλίου πτύχας, Eur. Andr. 1278, u. öfter, der auch sagt ὦ φαεινὰς οὐρανοῦ ναίων πτύχας, Phoen. 84, πρὸς αἰθέρος πτύχας, Hel. 611, vgl. Or. 1631; κατὰ σπλάγχνων πτύχας, Suppl. 212; ἢ γῆς ἢ πόντου ἐν πτυχαῖς, Plat. En. II, 312 d. – Nach Schol. Ap. Rh. 1, 1089 ist [[πτυχή]] am Schiffe [[ὅπου]] τὸ τῆς νεὼς ἐπιγράφεται [[ὄνομα]], also eine Tafel mit dem Namen des Schiffes; nach Poll. 1, 86 auch [[πτυχίς]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=πτυχός (ἡ) :<br /><i>acc. rare</i> πτύχα ; <i>plur. régul. sauf au datif (on emploie</i> πτυχαῖς <i>de</i> [[πτυχή]]);<br />ce qui se plie :<br /><b>1</b> [[cuir]] <i>ou</i> lame de métal recouvrant un bouclier;<br /><b>2</b> [[tablette]] <i>ou</i> feuillet pour écrire;<br /><b>3</b> [[repli]] <i>ou</i> anfractuosité d'une montagne <i>d'ord. au plur. ; p. ext.</i> αἱ πτύχες replis, profondeurs du ciel.<br />'''Étymologie:''' R. Πτυχ, plier ; cf. [[πτύσσω]]. | |||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=πτύξ -υχός, ἡ, post-hom. πτυχή -ῆς, ἡ [~ πτύσσω] nom. sing. komt niet voor; na Hom. nom. sing. πτυχή -ῆς plooi, vouw:; πέπλων van een jurk Eur. Suppl. 979; κατὰ σπλάγχνων πτυχάς in de plooien van de ingewanden Eur. Suppl. 212; laag:; ἓξ δὲ διὰ πτύχας ἦλθε δαΐζων χαλκὸς ἀτειρής het onverwoestbare brons spleet dwars door zes lagen (van het schild) Il. 7.247; blaadje:; ἐν πτυχαῖς βύβλων op de gevouwen bladen van een brief Aeschl. Suppl. 947; ἐν δέλτου πτυχαῖς op een schrijftablet Eur. IA 98; overdr.. ὕμνων πτυχαί rijkgeplooide liederen Pind. O. 1.105. vallei, kloof, meestal plur.: πτύχας Οὐλύμποιο valleien van de Olympus Il. 11.77; πτυχαὶ οὐρανοῦ de diepten van de hemel Eur. Phoen. 84. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πτύξ:''' πτῠχός ἡ (только gen., dat. πτῠχί, acc. πτύχα, а в pl.: nom. πτύχες и acc. πτύχας)<br /><b class="num">1</b> [[складка]] (πέπλων Eur.);<br /><b class="num">2</b> [[ущелье]], [[ложбина]] Pind., Soph.: πτύχες ἠνεμόεσσαι Hom. обдуваемые ветром ущелья;<br /><b class="num">3</b> [[слой]], [[ряд]] ([[πέντε]] [[ἔσαν]] σάκεος πτύχες Hom.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πτύξ''': ἡ, (ἡ ὀνομ. αὕτη παρὰ τοῖς Γραμμ.), δοτ. πτῠχὶ Ἰλ. Υ. | |lstext='''πτύξ''': ἡ, (ἡ ὀνομ. αὕτη παρὰ τοῖς Γραμμ.), δοτ. πτῠχὶ Ἰλ. Υ. | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
Line 30: | Line 36: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πτύξ:''' ἡ (όχι σε ονομ., στη [[θέση]] της χρησιμ. η [[πτυχή]]), δοτ. <i>πτῠχί</i>, αιτ. <i>πτύχα</i>, πληθ. <i>πτύχες</i>, <i>πτύχας</i> ([[πτύσσω]])·<br /><b class="num">I.</b> [[πτυχή]], [[φύλλο]] από [[μέταλλο]], [[στρώμα]], [[δίπλωμα]], [[κυρίως]] στον πληθ., <i>πτύχες σάκεος</i>, στρώματα από [[μέταλλο]] ή [[δέρμα]] που χρησιμοποιούνται για να σχηματίσουν την [[ασπίδα]], σε Ομήρ. Ιλ.· πτυχές ενδύματος, σε Ομηρ. Ύμν., Ευρ.· λέγεται για τα [[εντόσθια]] ζώου, σε Ευρ.· λέγεται για πλάκες [[γραφής]] (πρβλ. [[πτυκτός]]), σε Τραγ.<br /><b class="num">II.</b> στον πληθ., για πλευρές βουνού (που από [[μακριά]] φαίνεται να έχει πτυχές), [[χαραμάδα]], [[φαράγγι]], [[λαγκάδι]], [[γκρεμός]], χαράδα, σε Όμηρ. κ.λπ.· επίσης στον ενικ., σε Ομήρ. Ιλ., Σοφ.· ομοίως, επίσης, λέγεται για τον ουρανό με τις πτυχές που σχηματίζουν τα σύννεφα, σε Ευρ.· μεταφ., <i>ὕμνων πτυχαί</i>, για τις ποικίλες μορφές και στροφές της ποίησης, σε Πίνδ. | |lsmtext='''πτύξ:''' ἡ (όχι σε ονομ., στη [[θέση]] της χρησιμ. η [[πτυχή]]), δοτ. <i>πτῠχί</i>, αιτ. <i>πτύχα</i>, πληθ. <i>πτύχες</i>, <i>πτύχας</i> ([[πτύσσω]])·<br /><b class="num">I.</b> [[πτυχή]], [[φύλλο]] από [[μέταλλο]], [[στρώμα]], [[δίπλωμα]], [[κυρίως]] στον πληθ., <i>πτύχες σάκεος</i>, στρώματα από [[μέταλλο]] ή [[δέρμα]] που χρησιμοποιούνται για να σχηματίσουν την [[ασπίδα]], σε Ομήρ. Ιλ.· πτυχές ενδύματος, σε Ομηρ. Ύμν., Ευρ.· λέγεται για τα [[εντόσθια]] ζώου, σε Ευρ.· λέγεται για πλάκες [[γραφής]] (πρβλ. [[πτυκτός]]), σε Τραγ.<br /><b class="num">II.</b> στον πληθ., για πλευρές βουνού (που από [[μακριά]] φαίνεται να έχει πτυχές), [[χαραμάδα]], [[φαράγγι]], [[λαγκάδι]], [[γκρεμός]], χαράδα, σε Όμηρ. κ.λπ.· επίσης στον ενικ., σε Ομήρ. Ιλ., Σοφ.· ομοίως, επίσης, λέγεται για τον ουρανό με τις πτυχές που σχηματίζουν τα σύννεφα, σε Ευρ.· μεταφ., <i>ὕμνων πτυχαί</i>, για τις ποικίλες μορφές και στροφές της ποίησης, σε Πίνδ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[not in nom., [[πτυχή]] [[being]] used [[instead]] [[πτύσσω]]<br /><b class="num">I.</b> a [[fold]], [[leaf]], [[plate]], [[mostly]] in plural, πτύχες σάκεος plates of [[metal]] or [[leather]] used to [[form]] a [[shield]], Il.: the folds of a [[garment]], Hhymn., Eur.; of the [[entrails]], Eur.:—of [[writing]] tablets (cf. πτυκτόσ), Trag.<br /><b class="num">II.</b> in plural of the sides of a [[hill]] ([[which]] viewed from a [[distance]] appears to be in folds), a [[cleft]], [[glen]], corrie, combe, Hom., etc.; also in sg., Il., Soph.:—so also of the sky with its [[cloud]]-clefts, Eur.:—metaph., ὕμνων πτυχαί [[varied]] turns of [[poesy]], Pind. | |mdlsjtxt=[not in nom., [[πτυχή]] [[being]] used [[instead]] [[πτύσσω]]<br /><b class="num">I.</b> a [[fold]], [[leaf]], [[plate]], [[mostly]] in plural, πτύχες σάκεος plates of [[metal]] or [[leather]] used to [[form]] a [[shield]], Il.: the folds of a [[garment]], Hhymn., Eur.; of the [[entrails]], Eur.:—of [[writing]] tablets (cf. πτυκτόσ), Trag.<br /><b class="num">II.</b> in plural of the sides of a [[hill]] ([[which]] viewed from a [[distance]] appears to be in folds), a [[cleft]], [[glen]], corrie, combe, Hom., etc.; also in sg., Il., Soph.:—so also of the sky with its [[cloud]]-clefts, Eur.:—metaph., ὕμνων πτυχαί [[varied]] turns of [[poesy]], Pind. | ||
}} | }} |