3,274,873
edits
m (Text replacement - " in pl." to " in plural") |
|||
(22 intermediate revisions by 2 users not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=eksochos | |Transliteration C=eksochos | ||
|Beta Code=e)/coxos | |Beta Code=e)/coxos | ||
|Definition= | |Definition=ἔξοχον,<br><span class="bld">A</span> [[standing out]], [[jutting]], πρῶνες Pi.''N.''4.52; [[ἁφαί]] Sch.E.''Hipp.''530: c. gen., <b class="b3">ἔξοχος Ἀργείων κεφαλήν</b> [[prominent above]] them, Il.3.227.<br><span class="bld">II</span> more freq. metaph., [[eminent]], [[excellent]], ἔξοχον ἄνδρα Il.2.188; αἶσα Pi. ''N.''6.47: Comp. [[ἐξοχώτερος]] ib.3.71: Sup. <b class="b3">ἐξοχώτατος</b> ib.2.18, A.''Ag.''1622, [[Euripides|E.]]''[[Supplices|Supp.]]''889; τῶν φίλων τὸν ἐξοχώτατον Phld.''Lib.''p.20O.; [[ἐξοχώτατος]], = Lat. [[eminentissimus]], ἔπαρχος ογι 640.16 (iii A.D.), ''[[Oxyrhynchus Papyri|POxy.]]''1469.1 (iii A.D.), cf. ''IG''14.2433 (Massilia, iii A.D.); οἱ ἐξοχώτατοι τῆς βουλῆς Hdn.2.12.6.<br><span class="bld">b</span> c. gen., [[standing out from]], [[raised above]], freq. used like a Sup., [[most eminent]], [[mightiest]], ἔξοχος ἡρώων Il.18.56; τέμενος τάμον ἔ. ἄλλων 6.194, etc.; βοῦς ἀγέληφι μέγ' ἔ. ἔπλετο πάντων 2.480; ἀριθμὸν ἔ. σοφισμάτων [[Aeschylus|A.]]''[[Prometheus Vinctus|Pr.]]''459; οὐδεὶς ἔ. ἄλλος ἔβλαστεν ἄλλου [[Sophocles|S.]]''[[Fragments|Fr.]]''591; <b class="b3">ἁπάσης νοῦν τε καὶ ἀνορέαν ἔξοχος ἡλικίας</b> [[beyond]] all his [[contemporary|contemporaries]], ''IG''12.1021.<br><span class="bld">c</span> c. dat., <b class="b3">αἶγας . . αἳ πᾶσι μέγ'</b> ἔξοχοι αἰπολίοισιν Od.21.266, cf. 15.227; also ἐκπρεπἔ ἐν πολλοῖσι καὶ ἔξοχον ἡρώεσσιν Il.2.483.<br><span class="bld">2</span> freq. in Hom. in plural, [[ἔξοχα]] as adverb (cf. [[ὄχα]]), [[especially]], [[above others]], ὅς κ' ἔξοχα μὲν φιλέῃσιν, ἔξοχα δ' ἐχθαίρῃσιν Od.15.70, cf. Il.5.61; ἔξοχα λυγρὰ ἰδυῖα Od.11.432; <b class="b3">ἐμοὶ δόσαν ἔξοχα</b> gave me as a [[high]] [[honour]], 9.551: with Sup., [[ἔξοχ' ἄριστοι]] = [[beyond compare the best]], Il.9.638, Od.4.629, al.<br><span class="bld">b</span> c. gen., [[ἔξοχα πάντων]] = [[far above]] all, Il.14.257, etc.; ἔξοχ' ἑταίρων Pi.''P.''5.26; [[ἔξοχα πλούτου]] = [[above all wealth]], Id.''O.''1.2.—Regul. Adv. [[ἐξόχως]] ib.9.69, E.''Ba.''1235, Lyc.1195, Arist.''Mu.''400b1, [[LXX]] ''3 Ma.''5.31: Comp. [[ἐξοχώτερον]] Sor.1.99: Sup. [[ἐξοχώτατα]] Pi.''N.''4.92. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0889.png Seite 889]] hervorragend, hervorstehend; Ἀργείων κεφαλὴν ἠδ' εὐρέας ὤμους Il. 3, 227, hervorragend vor den Argivern an Kopf; so oft in übertr. Bdtg, ausgezeichnet, vortrefflich, von Menschen, [[ἀνήρ]] Il. 2, 188. 12, 269, ἐξ. ἡρώων 18, 56, bes. ἄλλων, πάντων; von einem Stier, 2, 480, von Ziegen, Od. 21, 266, von leblosen Dingen, [[τέμενος]], ein ausgezeichnetes Landstück, Il. 6, 194. 20, 184; μέγ' [[ἔξοχα]] δώματα Od. 1 5, 227. Seltener mit dem dat., Il. 2, 483 Od. 15, 227; verstärkt, μέγ' [[ἔξοχος]] Il. 2, 480. 21, 266. Aehnl. Pind. [[μάντις]] ἔξ. Ol. 6, 51; αἶσα, πρῶνες, N. 6, 49. 4, 52; compar. ἐξοχώτερος, 3, 124; Aesch. ἔξοχον ἀριθμὸν σοφισμάτων Prom. 457; ἐξοχώτατοι φρενῶν ἰατρομάντεις Ag. 1605; Soph. frg. 518; [[εἶδος]] ἐξοχώτατος, an Gestalt, Eur. Suppl. 889; sp. D. Häufig adv. ἔξοχον u. [[ἔξοχα]], ἔξοχά μιν ἐφίλατο, liebte ihn vorzugsweise, Il. 5, 61; φιλεῖν, ἐχθαίρειν, Od. 15, 70, ἐμοὶ δόσαν [[ἔξοχα]], mir zur Auszeichnung vor den | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0889.png Seite 889]] hervorragend, hervorstehend; Ἀργείων κεφαλὴν ἠδ' εὐρέας ὤμους Il. 3, 227, hervorragend vor den Argivern an Kopf; so oft in übertr. Bdtg, ausgezeichnet, vortrefflich, von Menschen, [[ἀνήρ]] Il. 2, 188. 12, 269, ἐξ. ἡρώων 18, 56, bes. ἄλλων, πάντων; von einem Stier, 2, 480, von Ziegen, Od. 21, 266, von leblosen Dingen, [[τέμενος]], ein ausgezeichnetes Landstück, Il. 6, 194. 20, 184; μέγ' [[ἔξοχα]] δώματα Od. 1 5, 227. Seltener mit dem dat., Il. 2, 483 Od. 15, 227; verstärkt, μέγ' [[ἔξοχος]] Il. 2, 480. 21, 266. Aehnl. Pind. [[μάντις]] ἔξ. Ol. 6, 51; αἶσα, πρῶνες, N. 6, 49. 4, 52; compar. ἐξοχώτερος, 3, 124; Aesch. ἔξοχον ἀριθμὸν σοφισμάτων Prom. 457; ἐξοχώτατοι φρενῶν ἰατρομάντεις Ag. 1605; Soph. frg. 518; [[εἶδος]] ἐξοχώτατος, an Gestalt, Eur. Suppl. 889; sp. D. Häufig adv. ἔξοχον u. [[ἔξοχα]], ἔξοχά μιν ἐφίλατο, liebte ihn vorzugsweise, Il. 5, 61; φιλεῖν, ἐχθαίρειν, Od. 15, 70, ἐμοὶ δόσαν [[ἔξοχα]], mir zur Auszeichnung vor den Übrigen voraus, 9, 551; [[ἔξοχα]] πάντων, am meisten unter Allen, vor Allen, Hom.; auch mit adj., ἔξ. λυγρά Od. 11, 432; den Superlativ verstärkend, ἔξοχ' ἄριστοι, bei weitem die besten, Il. 9, 638 u. öfter; [[ἔξοχα]] πλούτου Pind. Ol. 1, 2; ἀνθρώπων, ἑταίρων, ibd. 1, 23 P. 5, 25; auch ἐξόχως, Ol. 9, 74, wie Eur. Bacch. 1235 – In Prosa erst Sp., wie Plut. μεγέθει σώματος ἔξ. Γαλατῶν Marc. 7; Hdn. στρατιωτῶν τοὺς ἐξοχωτάτους 7, 1, 16; 2, 12, 10 τῶν ἐν ταῖς ἀρχαῖς ὄντων καὶ τῶν ἐξοχωτάτων τῆς [[βουλῆς]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> [[qui dépasse]] : τινος κεφαλήν IL qqn de la tête ; μέγ' ἔξοχός τινος IL supérieur à qqn <i>ou</i> à qch ; [[ἔξοχος]] ἡρώεσσιν IL qui se distingue parmi les héros ; <i>abs.</i> supérieur, éminent;<br /><b>2</b> <i>neutre adv.</i> • ἔξοχον <i>ou</i> • [[ἔξοχα]] supérieurement, grandement ; διδόναι [[ἔξοχα]] OD accorder un honneur extraordinaire ; <i>avec un Sp.</i>, ἔξοχ' ἄριστοι IL, OD les meilleurs de beaucoup ; [[ἔξοχα]] πάντων IL par-dessus tous.<br />'''Étymologie:''' [[ἐξέχω]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἔξοχος:'''<br /><b class="num">1</b> [[выдающийся]] (вперед), т. е. высокий (ἔξοχοι πρῶνες Pind.);<br /><b class="num">2</b> [[превышающий]], [[превосходящий]] (μεγέθει σώματος ἔ. τινος Plut.): ἔ. τινος κεφαλήν Hom. выше кого-л. на (целую) голову;<br /><b class="num">3</b> (тж. μέγ᾽ ἔ. Hom.) превосходный, отличный ([[ἀνήρ]], [[βοῦς]], δώματα, [[τέμενος]] Hom.);<br /><b class="num">4</b> [[самый выдающийся]], [[лучший]] (ἡρώων и ἡρώεσσιν Hom.): ἔξοχον σοφισμάτων Aesch. благороднейшая из наук; [[εἶδος]] (acc.) ἐξοχώτατος Eur. необычайно красивой наружности. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἔξοχος''': -ον, ([[ἐξέχω]]), ἐξέχων, προέχων, πρῶνες Πινδ. Ν. 4. 85· ἀφὰν Σχόλ. Εὐρ. Ἱππ. 530· μετὰ γεν., [[ἔξοχος]] Ἀργείων κεφαλήν, κτλ., ὑπερέχων, προέχων τῶν Ἀργείων κατά τε, κτλ., Ἰλ. Γ. 227· - [[ἀλλά]], ΙΙ. κατὰ τὸ πλεῖστον μεταφ., ἐξέχων, [[ἐπίσημος]], ἔξοχον ἄνδρα Ἰλ. Β. 188· ἐπὶ πραγμάτων, [[ἐξαίρετος]], [[λαμπρός]], [[ἔξοχος]], ὡς καὶ νῦν, ἔξ. [[τέμενος]] Ζ. 194., Υ. 184· μέγ’ [[ἔξοχα]] δώματα Ὀδ. Ο. 227· αἶσα Πινδ. Ν. 6. 80. β) μετὰ γεν., ὑπερέχων τῶν ἄλλων, [[ὑπέρτερος]], [[πολλάκις]] μετὰ σημασ. ὑπερθετ., ἔξοχον ἡρώων Ἰλ. Σ. 56· ἔξοχον ἄλλων Ζ. 194, κτλ.· [[βοῦς]] ἀγέλῃφι μεγ’ [[ἔξοχος]] ἔπλετο πάντων Β. 480· [[οὕτως]], ἀριθμὸν ἐξ. σοφισμάτων Αἰσχύλ. Πρ. 459· ὡς συγκριτικ., οὐδεὶς [[ἔξοχος]] [[ἄλλος]] ἔβλαστεν ἄλλου Σοφ. Ἀποσπ. 518 (τὸ πραγματικὸν ὑπερθ. ἐξοχώτατος ἔχομεν ἐν Πινδ. Ν. 2. 27, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1622, Εὐρ. Ἱκ. 889· καὶ ἐν Πινδ. Ν. 3. 124, τὸ συγκρ.): - ἡ δοτ. κεῖται ἀντὶ γεν., αἶγας... αἳ πᾶσι μέγ’ ἔξοχοι αἰπολίοισιν Ὀδ. Φ. 266, πρβλ. Ο. 227· [[ὡσαύτως]], ἐκπρεπέ’ ἐν πολλοῖσι καὶ ἔξοχον ἡρώεσσιν Ἰλ. Β. 483: - [[ὡσαύτως]] ἐπιτεταμένον, μέγ’ [[ἔξοχος]], ἴδε ἀνωτ. 2) ὁ Ὅμ. μεταχειρίζεται [[ὡσαύτως]] [[συχνάκις]] τὸ οὐδ. πληθ. [[ἔξοχα]], ὡς Ἐπίρρ., ὅς κ’ [[ἔξοχα]] μὲν φιλέῃσιν, [[ἔξοχα]] δ’ ἐχθαίρῃσιν Ὀδ. Ο. 70, πρβλ. Ἰλ. Ε. 61· ἡ δ’ [[ἔξοχα]] λυγρὰ [[ἰδυῖα]] Ὀδ. Λ. 432· ἀρνειὸν δ’ ἐμοὶ οἴῳ ἐϋκνήμιδες ἑταῖροι... δόσαν [[ἔξοχα]], εἰς ἔνδειξιν ἐξόχου [[τιμῆς]], Ὀδ. Ι. 551· μετὰ ὑπερθ., ἔξοχ’ ἄριστοι, οἱ ἀσυγκρίτως ἄριστοι, Ἰλ. Ι. 638, Ὀδ. Δ. 629, κτλ.· β) μετὰ γεν., [[ἔξοχα]] πάντων = Λατ. prae ceteris, Ἰλ. Ξ. 257· κτλ.· [[οὕτως]] ἔξοχ’ ἑταίρων Πινδ. Π. 5. 34· [[ἔξοχα]] πλούτου, [[ὑπεράνω]] παντὸς πλούτου, ὁ αὐτὸς Ο. Α. 4. - Τὸ κανονικὸν Ἐπίρρ. ἐξόχως, ἀπαντᾷ [[αὐτόθι]] 9. 104, Εὐρ. Βάκχ. 1235· ὑπερθ. -ώτατα, ἐν Πινδ. Ν. 4. 150, - Ποιητ. λέξ. ἐν χρήσει παρὰ μεταγεν. πεζογράφοις, ὡς ἐν Ἀριστ. π. Κόσμ. 6, 33, ἐν Πλουτ. ἐν βίῳ Μαρκέλλ. 7, Ἡρῳδιαν. 2.12, 10. | |lstext='''ἔξοχος''': -ον, ([[ἐξέχω]]), ἐξέχων, προέχων, πρῶνες Πινδ. Ν. 4. 85· ἀφὰν Σχόλ. Εὐρ. Ἱππ. 530· μετὰ γεν., [[ἔξοχος]] Ἀργείων κεφαλήν, κτλ., ὑπερέχων, προέχων τῶν Ἀργείων κατά τε, κτλ., Ἰλ. Γ. 227· - [[ἀλλά]], ΙΙ. κατὰ τὸ πλεῖστον μεταφ., ἐξέχων, [[ἐπίσημος]], ἔξοχον ἄνδρα Ἰλ. Β. 188· ἐπὶ πραγμάτων, [[ἐξαίρετος]], [[λαμπρός]], [[ἔξοχος]], ὡς καὶ νῦν, ἔξ. [[τέμενος]] Ζ. 194., Υ. 184· μέγ’ [[ἔξοχα]] δώματα Ὀδ. Ο. 227· αἶσα Πινδ. Ν. 6. 80. β) μετὰ γεν., ὑπερέχων τῶν ἄλλων, [[ὑπέρτερος]], [[πολλάκις]] μετὰ σημασ. ὑπερθετ., ἔξοχον ἡρώων Ἰλ. Σ. 56· ἔξοχον ἄλλων Ζ. 194, κτλ.· [[βοῦς]] ἀγέλῃφι μεγ’ [[ἔξοχος]] ἔπλετο πάντων Β. 480· [[οὕτως]], ἀριθμὸν ἐξ. σοφισμάτων Αἰσχύλ. Πρ. 459· ὡς συγκριτικ., οὐδεὶς [[ἔξοχος]] [[ἄλλος]] ἔβλαστεν ἄλλου Σοφ. Ἀποσπ. 518 (τὸ πραγματικὸν ὑπερθ. ἐξοχώτατος ἔχομεν ἐν Πινδ. Ν. 2. 27, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1622, Εὐρ. Ἱκ. 889· καὶ ἐν Πινδ. Ν. 3. 124, τὸ συγκρ.): - ἡ δοτ. κεῖται ἀντὶ γεν., αἶγας... αἳ πᾶσι μέγ’ ἔξοχοι αἰπολίοισιν Ὀδ. Φ. 266, πρβλ. Ο. 227· [[ὡσαύτως]], ἐκπρεπέ’ ἐν πολλοῖσι καὶ ἔξοχον ἡρώεσσιν Ἰλ. Β. 483: - [[ὡσαύτως]] ἐπιτεταμένον, μέγ’ [[ἔξοχος]], ἴδε ἀνωτ. 2) ὁ Ὅμ. μεταχειρίζεται [[ὡσαύτως]] [[συχνάκις]] τὸ οὐδ. πληθ. [[ἔξοχα]], ὡς Ἐπίρρ., ὅς κ’ [[ἔξοχα]] μὲν φιλέῃσιν, [[ἔξοχα]] δ’ ἐχθαίρῃσιν Ὀδ. Ο. 70, πρβλ. Ἰλ. Ε. 61· ἡ δ’ [[ἔξοχα]] λυγρὰ [[ἰδυῖα]] Ὀδ. Λ. 432· ἀρνειὸν δ’ ἐμοὶ οἴῳ ἐϋκνήμιδες ἑταῖροι... δόσαν [[ἔξοχα]], εἰς ἔνδειξιν ἐξόχου [[τιμῆς]], Ὀδ. Ι. 551· μετὰ ὑπερθ., ἔξοχ’ ἄριστοι, οἱ ἀσυγκρίτως ἄριστοι, Ἰλ. Ι. 638, Ὀδ. Δ. 629, κτλ.· β) μετὰ γεν., [[ἔξοχα]] πάντων = Λατ. prae ceteris, Ἰλ. Ξ. 257· κτλ.· [[οὕτως]] ἔξοχ’ ἑταίρων Πινδ. Π. 5. 34· [[ἔξοχα]] πλούτου, [[ὑπεράνω]] παντὸς πλούτου, ὁ αὐτὸς Ο. Α. 4. - Τὸ κανονικὸν Ἐπίρρ. ἐξόχως, ἀπαντᾷ [[αὐτόθι]] 9. 104, Εὐρ. Βάκχ. 1235· ὑπερθ. -ώτατα, ἐν Πινδ. Ν. 4. 150, - Ποιητ. λέξ. ἐν χρήσει παρὰ μεταγεν. πεζογράφοις, ὡς ἐν Ἀριστ. π. Κόσμ. 6, 33, ἐν Πλουτ. ἐν βίῳ Μαρκέλλ. 7, Ἡρῳδιαν. 2.12, 10. | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
|auten=([[ἔχω]]): [[prominent]], preëminent [[above]] or [[among]], w. gen., Il. 14.118, or w. dat. (in [[local]] [[sense]]), Il. 2.483, Od. 21.266.—Adv., ἔξοχον and [[ἔξοχα]], preëminently, [[chiefly]], [[most]]; ‘by [[preference]],’ Od. 9.551 | |auten=([[ἔχω]]): [[prominent]], preëminent [[above]] or [[among]], w. gen., Il. 14.118, or w. dat. (in [[local]] [[sense]]), Il. 2.483, Od. 21.266.—Adv., ἔξοχον and [[ἔξοχα]], preëminently, [[chiefly]], [[most]]; ‘by [[preference]],’ Od. 9.551; ἔξοχ' ἄριστοι, ‘[[far]]’ the [[best]], Il. 9.638, Od. 4.629. | ||
}} | }} | ||
{{Slater | {{Slater | ||
|sltr=[[ἔξοχος]] (ἔξοχον, - | |sltr=[[ἔξοχος]] (ἔξοχον, -οι; -α acc.: -ώτερος: -ώτατοι; -ώταται; -άτατα acc.) <br /> <b>a</b> [[standing]] [[out]], jutting βουβόται [[τόθι]] πρῶνες ἔξοχοι κατάκεινται Δωδώναθεν ἀρχόμενοι πρὸς Ἰόνιον πόρον (N. 4.52) <br /> <b>b</b> [[outstanding]], [[supreme]] περὶ θνατῶν δ' [[ἔσεσθαι]] μάντιν ἐπιχθονίοις ἔξοχον (O. 6.51) “Διὸς ἔξοχον [[ποτὶ]] κᾶπον” (P. 9.53) Διὸς ὑψίστου προφάταν ἔξοχον ὀρθόμαντιν Τειρεσίαν (N. 1.60) [[ὅσσα]] δ' ἀμφ ἀέθλοις, Τιμοδημίδαι ἐξοχώτατοι προλέγονται pr. (N. 2.18) ἐν δὲ πείρᾳ [[τέλος]] διαφαίνεται ὧν [[τις]] ἐξοχώτερος γένηται i. e. of those things in [[which]] a [[man]] is [[superior]] (N. 3.71) τὰ δ' αὐτὸς ἀντιτύχῃ, ἔλπεταί [[τις]] [[ἕκαστος]] ἐξοχώτατα [[φάσθαι]] (“das wünscht jeder als das Vornehmste zu nennen” Schadewaldt, 268̆{1}) (N. 4.92) [[ἐπεί]] [[σφιν]] Αἰακίδαι [[ἔπορον]] ἔξοχον αἶσαν (N. 6.47) Σκύριαι δ' ἐς ἄμελξιν γλάγεος αἶγες ἐξοχώταται pr. fr. 106. 4.<br /> <b>c</b> n. pl. pro prep. c. gen. ὁ δὲ χρυσὸς διαπρέπει νυκτὶ μεγάνορος [[ἔξοχα]] πλούτου (O. 1.2) Αἴγιναν [[ἔνθα]] ἀσκεῖται [[θέμις]] ἔξοχ' ἀνθρώπων [[more]] [[than]] [[among]] [[all]] [[other]] men Sandys (O. 8.23) φιλεῖν δὲ Κάρρωτον ἔξοχ' ἑταίρων (P. 5.26) <br /> <b>d</b> adv., ἐξόχως, [[especially]] υἱὸν δ' Ἄκτορος ἐξόχως τίμασεν ἐποίκων (O. 9.69) | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 30: | Line 33: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἔξοχος:''' -ον ([[ἐξέχω]]),<br /><b class="num">I. 1.</b> αυτός που προεξέχει· μεταφ., εξέχων, διακεκριμένος, [[εξαίρετος]], [[λαμπρός]], σε Όμηρ.<br /><b class="num">2.</b> με γεν., αυτός που υπερέχει, ο [[πλέον]] διακεκριμένος, [[υπέρτερος]], ο ισχυρότερος, με [[χρήση]] ως υπερθ., [[ἔξοχος]] ἡρώων, <i>ἔξ. ἄλλων</i>, σε Ομήρ. Ιλ.· ο [[πραγματικός]] υπερθ. είναι το <i>ἐξοχώτατος</i>, σε Αισχύλ., Ευρ.· επίσης με δοτ., <i>μέγ' ἔξοχοι αἰπολίοισιν</i>, οι πιο διαλεχτές [[ανάμεσα]] στα κοπάδια, σε Ομήρ. Οδ.· ομοίως και, ἐν πολλοῖσι [[ἔξοχος]] ἡρώεσσιν, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II. 1.</b> ουδ. πληθ., [[ἔξοχα]] ως επίρρ., ειδικά, πάνω από όλα, ιδιαίτερα, σε Όμηρ.· ἐμοὶ [[δόσαν]] [[ἔξοχα]], μου απέδωσαν ύψιστη [[τιμή]], σε Ομήρ. Οδ.· <i>ἔξοχ' ἄριστοι</i>, οι καλύτεροι πέρα από [[κάθε]] [[σύγκριση]], σε Όμηρ.<br /><b class="num">2.</b> με γεν., [[ἔξοχα]] πάντων, ασύγκριτα, [[υπεράνω]] όλων, [[μακράν]], πάνω από όλα, στον ίδ. | |lsmtext='''ἔξοχος:''' -ον ([[ἐξέχω]]),<br /><b class="num">I. 1.</b> αυτός που προεξέχει· μεταφ., εξέχων, διακεκριμένος, [[εξαίρετος]], [[λαμπρός]], σε Όμηρ.<br /><b class="num">2.</b> με γεν., αυτός που υπερέχει, ο [[πλέον]] διακεκριμένος, [[υπέρτερος]], ο ισχυρότερος, με [[χρήση]] ως υπερθ., [[ἔξοχος]] ἡρώων, <i>ἔξ. ἄλλων</i>, σε Ομήρ. Ιλ.· ο [[πραγματικός]] υπερθ. είναι το <i>ἐξοχώτατος</i>, σε Αισχύλ., Ευρ.· επίσης με δοτ., <i>μέγ' ἔξοχοι αἰπολίοισιν</i>, οι πιο διαλεχτές [[ανάμεσα]] στα κοπάδια, σε Ομήρ. Οδ.· ομοίως και, ἐν πολλοῖσι [[ἔξοχος]] ἡρώεσσιν, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II. 1.</b> ουδ. πληθ., [[ἔξοχα]] ως επίρρ., ειδικά, πάνω από όλα, ιδιαίτερα, σε Όμηρ.· ἐμοὶ [[δόσαν]] [[ἔξοχα]], μου απέδωσαν ύψιστη [[τιμή]], σε Ομήρ. Οδ.· <i>ἔξοχ' ἄριστοι</i>, οι καλύτεροι πέρα από [[κάθε]] [[σύγκριση]], σε Όμηρ.<br /><b class="num">2.</b> με γεν., [[ἔξοχα]] πάντων, ασύγκριτα, [[υπεράνω]] όλων, [[μακράν]], πάνω από όλα, στον ίδ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
Line 39: | Line 39: | ||
{{WoodhouseReversedUncategorized | {{WoodhouseReversedUncategorized | ||
|woodrun=[[conspicuous]], [[eminent]], [[especial]], [[peerless]], [[pre-eminent]], [[remarkable]], [[singular]], [[preeminent]] | |woodrun=[[conspicuous]], [[eminent]], [[especial]], [[peerless]], [[pre-eminent]], [[remarkable]], [[singular]], [[preeminent]] | ||
}} | |||
{{mantoulidis | |||
|mantxt=(=[[ἐξαίρετος]]). Ἀπό τό [[ἐξέχω]]. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό [[ρῆμα]] [[ἔχω]]. | |||
}} | |||
{{trml | |||
|trtx====[[magnificent]]=== | |||
Arabic: عَظِيم, رَائِع; Moroccan Arabic: عضيم, فن; Armenian: փառահեղ, վեհաշուք, պերճ; Bulgarian: великолепен; Catalan: magnífic; Chinese Mandarin: 壯麗/壮丽, 堂皇; Dutch: [[prachtig]]; Esperanto: belega; Finnish: suurenmoinen, hieno, upea, mahtava; French: [[magnifique]]; Friulian: famôs; Galician: magnífico; German: [[prächtig]]; Greek: [[μεγαλοπρεπής]]; Ancient Greek: [[ἀγήνωρ]], [[ἀγλαός]], [[ἄγλαυρος]], [[ἀρίδηλος]], [[διαπρεπής]], [[ἐκπρεπής]], [[ἔξοχος]], [[εὐπρεπής]], [[λαμπρός]], [[μεγαλεῖος]], [[μεγαλοεργής]], [[μεγαλομερής]], [[μεγαλοπρεπής]], [[μεγαλοσχήμων]], [[περιφανής]], [[πολυπρεπής]], [[προστατικός]], [[σεμνός]], [[ὑπεράφανος]], [[ὑπερήφανος]]; Hindi: शानदार; Italian: [[magnifico]]; Japanese: 素晴しい; Korean: 장엄한; Macedonian: великолепен, прекрасен; Malayalam: ഗംഭീരമായ; Maori: whakahirahira; Persian: ورجاوند; Portuguese: [[magnífico]]; Russian: [[великолепный]]; Serbo-Croatian Cyrillic: величанствен; Roman: veličanstven; Sorbian Lower Sorbian: kšasny; Spanish: [[magnífico]], [[macanudo]]; Swedish: storartad, magnifik; Vietnamese: tráng lệ; Walloon: mirlifike | |||
===[[distinguished]]=== | |||
Arabic: مميزة; Bulgarian: виден, изтъкнат; Catalan: distingit; Cherokee: ᎠᏥᎸᏉᏗ; Chinese Mandarin: [[卓著]]; Danish: anset, fremtrædende; Dutch: [[voortreffelijk]], [[eminent]], [[voornaam]]; Finnish: tunnettu, arvostettu; French: [[distingué]]; Galician: distinguido; German: [[bedeutend]], [[hervorragend]]; Greek: [[επιφανής]], [[διαπρεπής]], [[εξέχων]]; Ancient Greek: [[ἀξιόλογος]], [[διάδηλος]], [[διαπρεπής]], [[διαφανής]], [[διάφορος]], [[δόκιμος]], [[ἐκπρεπής]], [[ἐλλόγιμος]], [[ἔνδοξος]], [[ἔξοχος]], [[ἐπίδηλος]], [[ἐπικυδής]], [[ἐπίσημος]], [[ἐπιφανής]], [[εὐδόκιμος]], [[εὔδοξος]], [[εὐκλεής]], [[κλεινός]], [[λαμπρός]], [[ὀνομαστός]], [[περίβλεπτος]], [[περιβόητος]], [[περίοπτος]], [[πρεπτός]], [[ὑπείροχος]], [[ὑπέροχος]]; Italian: [[emerito]], [[distinto]]; Japanese: 非凡な, 特異な, 傑出した; Latin: [[egregius]], [[amplus]], [[notatus]]; Malayalam: വിശിഷ്ട; Maori: taiea, kairangatira, ahurei, matararahi, amaru; Polish: wybitny; Portuguese: [[distinto]]; Romanian: distinct; Russian: [[видный]], [[выдающийся]], [[именитый]]; Sanskrit: प्रभव; Scottish Gaelic: cliùiteach; Spanish: [[distinguido]]; Tocharian B: ṣotarye | |||
===[[superior]]=== | |||
Albanian: i epërm, e epërme; Arabic: أَجْدَر, مُتَفَوِّق; Azerbaijani: üstün; Bulgarian: старши, висш; Catalan: superior; Chinese Mandarin: [[優越]], [[优越]]; Czech: vyšší; Danish: overlegen; Dutch: [[superieur]]; Esperanto: supera; Finnish: ylempi, parempi; French: [[supérieur]]; Galician: superior; Georgian: უმაღლესი; German: [[überlegen]], [[höher]], [[höherstehend]], [[übergeordnet]]; Gothic: 𐌰𐌿𐌷𐌿𐌼𐌰; Greek: [[ανώτερος]]; Ancient Greek: [[διάφορος]], [[ἐπικρατής]], [[καθυπέρτερος]], [[κατυπέρτερος]], [[κρείσσων]], [[κρεῖττον]], [[κρείττων]], [[κρέσσων]], [[περίοχος]], [[ὑπείροχος]], [[ὑπερέξοχος]], [[ὑπέροχος]]; Hebrew: עִלַּאי; Hungarian: kiváló; Irish: ardchéimiúil; Italian: [[superiore]], [[sovraordinato]]; Japanese: 偉い, 貴い, 上級の, 高貴な; Korean: 우수한; Lithuanian: aukštesnio laipsnio, vyresnysis; Norwegian Bokmål: overlegen; Nynorsk: overlegen; Occitan: superior; Ottoman Turkish: اوست, یوقاری; Portuguese: [[superior]]; Romanian: superior, mai bun; Russian: [[вышестоящий]], [[высший]], [[старший]]; Samoan: sili; Sanskrit: उत्तर, श्रेयस्; Spanish: [[superior]]; Swedish: överlägsen; Turkish: üstün; Ukrainian: вищий, старший; Uyghur: ئۈستۈن | |||
}} | }} |