3,272,956
edits
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(btext.*?)’([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)" to "$1'$2") |
|||
(6 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=synarpazo | |Transliteration C=synarpazo | ||
|Beta Code=sunarpa/zw | |Beta Code=sunarpa/zw | ||
|Definition= | |Definition=<span class="bld">A</span> fut. -άσω E.''IA''535, Luc.''DDeor.''8.1, -άσομαι Ar.''Lys.'' 437, Xenarch.8:—[[snatch and carry away with]] one, [[carry clean away]], [[Sophocles|S.]]''[[Oedipus Coloneus|OC]]''819, [[Euripides|E.]]''[[Orestes|Or.]]''1493 (lyr.), [[Xenophon|X.]]''[[Memorabilia|Mem.]]''1.4.8, ''PSI''4.353.12 (iii B.C.), Gal.6.301, etc.; ξ. [τινὰ] βίᾳ [[Aeschylus|A.]]''[[The Persians|Pers.]]''195; βίᾳ ἐκ τῆς ὁδοῦ σ. τινάς Lys.3.46, cf. 12.96; πάντα σ. ὥσπερ θύελλα S.''El.''1150; <b class="b3">ὁ κρατῶν ἅμα πάντα σ.</b> [[Xenophon|X.]]''[[Cyropaedia|Cyr.]]''4.2.26; <b class="b3">ἀετὸς τὸν λαγὼ σ.</b> ib.2.4.19; [[seize and retain]], οὐ δύνανται συναρπάζειν αἱ μῆτραι τὸν γόνον Hp.Aër.21: metaph., [[carry away with]] one (by persuasive arguments), [[ξυναρπάσας]] στρατόν E.''IA''531, cf. Call.''Epigr.''32.5, Longin.16.2, Gal.''UP''3.10; <b class="b3">οὐδένα ὑμῶν συναρπάζω</b> I am not '[[rushing]]' you, Diog.Oen.24; <b class="b3">σ. ἑαυτὸν εἰς τὸ ἄνω</b>, of mystical union with the One, Plot.5.3.4:—Pass., to [[be seized and carried off]], βία ξυναρπασθεῖσαν [[Sophocles|S.]]''[[Ajax|Aj.]]''498; σ. βουκόλων ὕπο Id.''Fr.''659; by death, Phld.''Mort.''37.<br><span class="bld">2</span> <b class="b3">ξ. Χεῖρας</b> [[seize and pin]] them [[together]], [[Euripides|E.]]''[[Hecuba|Hec.]]''1163, cf. Lys.''Fr.''75.4:—Med., <b class="b3">ξ. τινὰ μέσον</b>, of a wrestler, Ar.''Lys.''437.<br><span class="bld">3</span> metaph., <b class="b3">ξ. φρενί</b> [[seize]] with the mind, [[grasp]], [[Sophocles|S.]]''[[Ajax|Aj.]]''16, cf. Ar.''Nu.''775; τὸ ῥηθέν Simyl. ap. Stob.4.18.4; <b class="b3">σ. τὸ ζητούμενον</b>, in arguing, to [[be guilty of a petitio principii]], Luc. ''JTr.''38, S.E.''P.''2.35, etc.; so <b class="b3">συνήρπασται εἰς κτητικὴν σύνταξιν</b> [[is hastily concluded]] to have a possessive force, A.D.''Synt.''165.9.<br><span class="bld">4</span> [[carry away]], [[destroy all traces of]], τι Luc.''Dom.''16.<br><span class="bld">5</span> Pass., of persons, συνηρπασμένοι [[having been robbed]], PRyl.119.28 (i A.D.). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=συν- | |elnltext=συν-αρπάζω, Att. ook ξυναρπάζω, Dor. indic. aor. act. 3 sing. συνάρπασε meerukken, wegroven, ontvoeren,; βιᾳ ἐκ τῆς ὁδοῦ σ. ἡμᾶς ons met geweld van de weg sleuren Lys. 3.46; overdr.. ξ. στρατόν het leger (met zijn woorden) meeslepen Eur. IA 531. vastpakken (en vasthouden), beetgrijpen ook med.; overdr. (snel) begrijpen, helemaal opnemen, bevatten:. ξ. φρενί met de geest vatten Soph. Ai. 16. (geheel) opnemen (zodat er niets meer van over is); Luc. 10.16; geneesk. absorberen (van zaad in de baarmoeder). Hp. Aër. 21. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
Line 29: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ΝΜΑ [[ἁρπάζω]]<br /><b>μτφ.</b> [[προκαλώ]] έντονη [[συγκίνηση]] ή [[γοητεία]] σε κάποιον, τον [[καταγοητεύω]] (α. «συναρπάζει τα πλήθη με την [[ευγλωττία]] του» β. «οἷς πᾱσι τοὺς ἀκροατὰς διὰ τοῦ σχηματισμοῦ συναρπάσας ᾤχετο»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μέσ.</b> <i>συναρπάζομαι</i><br />α) καταγοητεύομαι<br />β) [[συμπεριφέρομαι]] παράλογα από τον θυμό μου, εξοργίζομαι<br /><b>μσν.</b><br /><b>παθ.</b> παρασύρομαι από τις απόψεις που διατυπώνει [[κάποιος]] [[άλλος]] και τελικά [[συμφωνώ]] με αυτές<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αρπάζω]] βίαια και [[παίρνω]] [[μαζί]] κάποιον ή [[κάτι]] [[μαζί]] με [[κάτι]] [[άλλο]] («ὁ κρατῶν... συνήρπασε καὶ τοὺς ἄνδρας καὶ τὰς | |mltxt=ΝΜΑ [[ἁρπάζω]]<br /><b>μτφ.</b> [[προκαλώ]] έντονη [[συγκίνηση]] ή [[γοητεία]] σε κάποιον, τον [[καταγοητεύω]] (α. «συναρπάζει τα πλήθη με την [[ευγλωττία]] του» β. «οἷς πᾱσι τοὺς ἀκροατὰς διὰ τοῦ σχηματισμοῦ συναρπάσας ᾤχετο»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μέσ.</b> <i>συναρπάζομαι</i><br />α) καταγοητεύομαι<br />β) [[συμπεριφέρομαι]] παράλογα από τον θυμό μου, εξοργίζομαι<br /><b>μσν.</b><br /><b>παθ.</b> παρασύρομαι από τις απόψεις που διατυπώνει [[κάποιος]] [[άλλος]] και τελικά [[συμφωνώ]] με αυτές<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αρπάζω]] βίαια και [[παίρνω]] [[μαζί]] κάποιον ή [[κάτι]] [[μαζί]] με [[κάτι]] [[άλλο]] («ὁ κρατῶν... συνήρπασε καὶ τοὺς ἄνδρας καὶ τὰς γυναῖκας καὶ τὰ χρήματα», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> [[αρπάζω]] [[κάτι]] και το [[συγκρατώ]] («οὐ δύνανται συναρπάζειν αἱ μῆτραι τὸν [[γόνον]]», Ιπποκρ.)<br /><b>3.</b> [[καταπλήσσω]], [[φοβίζω]] κάποιον με βίαιη [[επίθεση]]<br /><b>4.</b> [[αρπάζω]] και [[αφανίζω]] [[κάτι]], το [[καταστρέφω]] εντελώς<br /><b>5.</b> (μέσ. και παθ.) <i>συναρπάζομαι</i><br />α) (για [[παλαιστή]]) [[περισφίγγω]] τον αντίπαλο με τους βραχίονες<br />β) αρπάζομαι και απομακρύνομαι από τον θάνατο<br />γ) <b>γραμμ.</b> (σχετικά με το [[φαινόμενο]] της συντακτικής έλξης) σχηματίζομαι καθ' έλξιν<br />δ) βιάζομαι να διατυπώσω τις κρίσεις ή τη [[γνώμη]] μου σχετικά με ένα [[θέμα]]<br /><b>6.</b> <b>μτφ.</b> α) [[παρασύρω]] κάποιον με πειστικά επιχειρήματα ώστε να έλθει με το [[μέρος]] μου, τον [[καταπείθω]]<br />β) ενώνομαι με μυστική [[έξαρση]] με το [[θείο]]<br />γ) (για δαίμονα) [[κατέχω]], [[κρατώ]] υπό την [[εξουσία]] μου<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> α) «[[συναρπάζω]] χεῖρας» — [[αρπάζω]] κάποιον πιάνοντας και δένοντας τα χέρια του [[πίσω]] (<b>Ευρ.</b>, Λυσ.)<br />β) «[[συναρπάζω]] φρενί» — [[αντιλαμβάνομαι]] [[κάτι]] [[αμέσως]] και με [[οξύτητα]], το [[αρπάζω]] [[αμέσως]] (<b>Σοφ.</b>)<br />γ) «[[συναρπάζω]] τὸ ζητούμενον»<br /><b>(λογ.)</b> [[θεωρώ]] ως αποδεδειγμένο το [[ζητούμενο]], [[διαπράττω]] το [[σφάλμα]] του φαύλου κύκλου (<b>Λουκιαν.</b>, Σέξτ. Εμπ)<br /><b>8.</b> το αρσ. πληθ. μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) <i>οἱ συνηρπασμένοι</i><br />αυτοί που υπέστησαν [[κλοπή]], [[ληστεία]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''συναρπάζω:''' μέλ. <i>-άσω</i> και <i>-άσομαι</i>, αόρ. | |lsmtext='''συναρπάζω:''' μέλ. <i>-άσω</i> και <i>-άσομαι</i>, αόρ. αʹ <i>-ήρπασα</i> και <i>-αξα</i>·<br /><b class="num">1.</b> [[αρπάζω]] μαζί και [[μεταφέρω]] βιαστικά [[μακριά]], [[διαρπάζω]], σε Τραγ. κ.λπ. — Παθ., σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> [[ξυναρπάζω]] χεῖρας, [[αρπάζω]] τα χέρια κάποιου και τα [[δένω]] μαζί, σε Ευρ.<br /><b class="num">3.</b> μεταφ., [[συναρπάζω]] φρενί, [[αντιλαμβάνομαι]] [[γρήγορα]], [[κατανοώ]] [[αμέσως]], σε Σοφ., Αριστοφ. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |