ἀράσσω: Difference between revisions

1,012 bytes removed ,  15 November 2024
m
Text replacement - "E.''Hec.''" to "E.''Hec.''"
m (Text replacement - "τὰς" to "τὰς")
m (Text replacement - "E.''Hec.''" to "E.''Hec.''")
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=arasso
|Transliteration C=arasso
|Beta Code=a)ra/ssw
|Beta Code=a)ra/ssw
|Definition=Att. ἀράττω [ᾰρ], Ion. and poet. impf. <span class="sense"><span class="bld">A</span> ἀράσσεσκον <span class="bibl">Pi.<span class="title">P.</span>4.226</span>: fut. [[ἀράξω]] (συν-) Hom., Dor. ἀραξῶ <span class="bibl">Theoc.2.160</span>: aor. [[ἤραξα]] (ἀπ-) Hom., Ep. ἄραξα <span class="bibl">Hes.<span class="title">Sc.</span>461</span>:—Pass., aor. [[ἠράχθην]], Ep. [[ἀράχθην]] (συν-) Hom.: fut. Med. in pass. sense, κατ-αράξεσθαι <span class="bibl">Plu.<span class="title">Caes.</span>44</span>:— [[smite]], [[dash in pieces]], (Hom. only in compds. [[ἀπαράσσω]], [[συναράσσω]]); of any violent impact, with collat. notion of [[rattling]], [[clanging]], as of horses, ὁπλαῖς ἀ. χθόνα Pi. [[l.c.]]; [[ἄρασσε]] (''[[sc.]]'' [[πύλας]]) [[knock at]] the door, <span class="bibl">E.<span class="title">Hec.</span>1044</span>; τὴν θύραν <span class="bibl">Ar.<span class="title">Ec.</span>978</span>, cf. <span class="bibl">Theoc.2.6</span> (Pass., of the door, [[open with a crash]], <span class="bibl">Luc.<span class="title">DMeretr.</span>15.2</span>); [[pound]] in a mortar, ὅλμῳ ἀ. <span class="bibl">Nic. <span class="title">Th.</span>508</span>; <b class="b3">ἀράσσειν στέρνα, κρᾶτα</b>, [[beat]] the breasts, the head, [[in mourning]], <span class="bibl">A.<span class="title">Pers.</span>1054</span> (lyr.), <span class="bibl">E.<span class="title">Tr.</span>279</span> (lyr.); <b class="b3">ἄρασσε μᾶλλον</b> [[strike]] harder, <span class="bibl">A.<span class="title">Pr.</span>58</span>; ὄψεις ἀράξας <span class="bibl">S.<span class="title">Ant.</span>52</span>; ἤρασσε βλέφαρα <span class="bibl">Id.<span class="title">OT</span>1276</span>:—in Pass., ὀμμάτων ἀραχθέντων <span class="bibl">Id.<span class="title">Ant.</span>975</span> (lyr.); also <b class="b3">ἀ. πέτροις τινά</b> [[strike with]] a shower of stones, <span class="bibl">E.<span class="title">IT</span>327</span>:—Pass., πέτροισιν ἠράσσοντο <span class="bibl">A. <span class="title">Pers.</span>460</span>:—a). [[κιθάρην]] [[strike]] the lyre, <span class="bibl">Orph.<span class="title">A.</span>382</span>; [[ὕμνον]], [[μέλος]], etc., <span class="bibl">Nonn.<span class="title">D.</span>1.15</span>,<span class="bibl">440</span>, etc. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> c. dat. modi, <b class="b3">ἀράσσειν τινὰ ὀνείδεσι, κακοῖς</b>, [[assail with]] reproaches or threats, <span class="bibl">S.<span class="title">Aj.</span>725</span>, <span class="bibl"><span class="title">Ph.</span>374</span>, cf. [[ἐξαράσσω]]. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> Pass., to [[be dashed against]], πρὸς τὰς πέτρας <span class="bibl">Hdt.6.44</span>; πρὸς τὴν γῆν <span class="bibl">Luc.<span class="title">Anach.</span>11</span>; of things, [[dash one against the other]], <span class="bibl">A.R.2.553</span>, <span class="bibl">Ael.<span class="title">NA</span>16.39</span>.—The simple Verb is poetic, used once by Hdt. and in late Prose, v. supr. (Akin to [[ῥάσσω]], Ion. [[ῥήσσω]] ([[quod vide|q.v.]]), cf. <b class="b3">προσαρασσόμενον· προσρησσόμενον</b>, Hsch.).</span>
|Definition=Att. [[ἀράττω]] [ᾰρ], Ion. and ''poet.'' impf.<br><span class="bld">A</span> ἀράσσεσκον Pi.''P.''4.226: fut. ἀράξω (συν-) Hom., Dor. [[ἀραξῶ]] Theoc.2.160: aor. ἤραξα (ἀπ-) Hom., Ep. [[ἄραξα]] Hes.''Sc.''461:—Pass., aor. ἠράχθην, Ep. [[ἀράχθην]] (συν-) Hom.: fut. Med. in pass. sense, κατ-αράξεσθαι Plu.''Caes.''44:—[[smite]], [[dash in pieces]], (Hom. only in compounds [[ἀπαράσσω]], [[συναράσσω]]); of any violent impact, with collat. notion of [[rattling]], [[clanging]], as of horses, ὁπλαῖς ἀ. χθόνα Pi. [[l.c.]]; [[ἄρασσε]] (''[[sc.]]'' [[πύλας]]) [[knock at]] the door, [[Euripides|E.]]''[[Hecuba|Hec.]]''1044; τὴν θύραν Ar.''Ec.''978, cf. Theoc.2.6 (Pass., of the door, [[open with a crash]], Luc.''DMeretr.''15.2); [[pound]] in a mortar, ὅλμῳ ἀ. Nic. ''Th.''508; <b class="b3">ἀράσσειν στέρνα, κρᾶτα</b>, [[beat]] the breasts, the head, [[in mourning]], [[Aeschylus|A.]]''[[The Persians|Pers.]]''1054 (lyr.), E.''Tr.''279 (lyr.); <b class="b3">ἄρασσε μᾶλλον</b> [[strike]] harder, [[Aeschylus|A.]]''[[Prometheus Vinctus|Pr.]]''58; ὄψεις ἀράξας [[Sophocles|S.]]''[[Antigone|Ant.]]''52; ἤρασσε βλέφαρα Id.''OT''1276:—in Pass., ὀμμάτων ἀραχθέντων Id.''Ant.''975 (lyr.); also <b class="b3">ἀ. πέτροις τινά</b> [[strike with]] a shower of stones, E.''IT''327:—Pass., πέτροισιν ἠράσσοντο A. ''Pers.''460:—a). [[κιθάρην]] [[strike]] the lyre, Orph.''A.''382; [[ὕμνον]], [[μέλος]], etc., [[Nonnus Epicus|Nonn.]] ''[[Dionysiaca|D.]]'' 1.15,440, etc.<br><span class="bld">2</span> c. dat. modi, <b class="b3">ἀράσσειν τινὰ ὀνείδεσι, κακοῖς</b>, [[assail with]] reproaches or threats, [[Sophocles|S.]]''[[Ajax|Aj.]]''725, ''Ph.''374, cf. [[ἐξαράσσω]].<br><span class="bld">II</span> Pass., to [[be dashed against]], πρὸς τὰς πέτρας [[Herodotus|Hdt.]]6.44; πρὸς τὴν γῆν Luc.''Anach.''11; of things, [[dash one against the other]], A.R.2.553, Ael.''NA''16.39.—The simple Verb is poetic, used once by [[Herodotus|Hdt.]] and in late Prose, v. supr. (Akin to [[ῥάσσω]], Ion. [[ῥήσσω]] ([[quod vide|q.v.]]), cf. προσαρασσόμενον· προσρησσόμενον, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]).
}}
}}
{{DGE
{{DGE
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀράσσω''': Ἀττ. -ττω: Ἰων. καὶ ποιητ. παρατ. ἀράσσεσκον Πίνδ.: μέλλ. ἀράξω (συν-) Ὅμ., ἀραξῶ Θεόκρ. 2. 159: ἀόρ. ἤραξα (ἀπ-) Ὅμ., Δωρ. ἀραξῶ Θεόκρ. 2. 159: ἀόρ. ἤραξα (ἀπ-) Ὅμ., Ἐπ. ἄραξα Ἡσ. Ἀσπ. 461:- Παθ., ἀόρ. ἠράχθην, Ἐπ. ἀράχθην (συν-) Ὅμ,: μέσ. μέλλ. μετὰ παθ. σημ. καταράξεσθαι Πλουτ. Καῖσ. 44: (α εὐφων., [[ῥάσσω]]). Κτυπῶ, [[κρούω]] ἰσχυρῶς, [[συγκρούω]], κατασυντρίβω (ὁ Ὅμ. ἔχει μόνον τὰ σύνθετα [[αὐτοῦ]], [[ἀπαράσσω]], [[συναράσσω]])· ἐπὶ πάσης ἰσχυρᾶς κρούσεως μετὰ τῆς συμπαρομαρτούσης ἐννοίας τοῦ κρότου, ὡς ἐπὶ ἵππων, ὁπλαῖς ἀρ. χθόνα Πινδ. Π. 4. 401· θύρας ἀρ., κρούειν μανιωδῶς τὰς θύρας, Εὐρ. Ἑκ. 1044· τήν θύραν Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 978· ἐν τῷ παθ. ἐπὶ τῆς θύρας, ἀνοίγομαι μετὰ κρότου ἢ τριγμοῦ, Λουκ. Ἑταιρ. Διάλ. 15: ἀράσσειν στέρνα, κράτα, κρούειν τὸ [[στῆθος]], τὴν κεφαλήν, ἐν πένθει καὶ θρήνῳ, Λατ. plangere, Αἰσχύλ. Πέρσ. 1054, Εὐρ. Τρῳ. 279· ἄρασσε [[μᾶλλον]], κτύπει ἰσχυρότερον, «χτύπα δυνατώτερα», Αἰσχύλ. Πρ. 58: ὄψεις ἀράξας, πλήξας, Σοφ. Ο. Τ.1276· ἤρασσε βλέφαρα ὁ αὐτ. Ἀντ. 52· ἀρ. πέτροις τινά, πετροβολῶ, Εὐρ. Ι. Τ. 327· ἀρ. κιθάρην, [[κρούω]] τὴν κιθάραν ἐντόνως, Ὀρφ. Ἀργ. 384· [[ἐντεῦθεν]], ὕμνον, [[μέλος]] κτλ., [[συχν]] παρὰ Νόννῳ. 2) μετὰ δοτ. τρόπου, ἀράσσειν ὀνείδεσι, προσβάλλειν τινὰ δι’ ὕβρεων καὶ ὀνειδισμῶν, Σοφ. Αἴ. 725, κακοῖς Φ. 374, πρβλ. Ἀριστοφ. Νεφ. 1372 (καὶ ἴδε τὸ [[ῥῆμα]] βάλλω Ι. 1.) ΙΙ. Παθ., καταρρίπτομαι [[ἐπάνω]] εἰς..., πρὸς πέτρας Ἡρόδ. 6. 44· πέτραις Αἰσχύλ. Πέρσ. 460: - ἐπὶ πραγμάτων, κτυπῶ ἓν ἐπὶ ἑτέρου, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 553, Αἰλ. π. Ζ. 16. 39. 2) ἐπὶ τραύματος ποιοῦμαι ὑπὸ τινος, εἶδεν ἀρατόν [[ἕλκος]] ἀραχθέν ἐξ ἀγρίας δάμαρτος, τὸ ἀραχθέν [[εἶναι]] γραφή τοῦ Wunder. τὰ χειρόγρ. ἔχουσι τυφλωθὲν καὶ τὴν γραφὴν ταύτην διετήρησεν ὁ Jebb καὶ ἄλλοι, Σοφ. Ἀντ, 972. - Τὸ ἀπλοῦν [[ῥῆμα]] [[εἶναι]] ποιητικὸν ἀπαντῶν ([[ἅπαξ]]) παρ’ Ἡροδ. καὶ παρὰ τοῖς μεταγενεστ. πεζοῖς, πρβλ. ἀπ-, ἐπ-, κατ-, συναράσσω.
|lstext='''ἀράσσω''': Ἀττ. -ττω: Ἰων. καὶ ποιητ. παρατ. ἀράσσεσκον Πίνδ.: μέλλ. ἀράξω (συν-) Ὅμ., ἀραξῶ Θεόκρ. 2. 159: ἀόρ. ἤραξα (ἀπ-) Ὅμ., Δωρ. ἀραξῶ Θεόκρ. 2. 159: ἀόρ. ἤραξα (ἀπ-) Ὅμ., Ἐπ. ἄραξα Ἡσ. Ἀσπ. 461:- Παθ., ἀόρ. ἠράχθην, Ἐπ. ἀράχθην (συν-) Ὅμ,: μέσ. μέλλ. μετὰ παθ. σημ. καταράξεσθαι Πλουτ. Καῖσ. 44: (α εὐφων., [[ῥάσσω]]). Κτυπῶ, [[κρούω]] ἰσχυρῶς, [[συγκρούω]], κατασυντρίβω (ὁ Ὅμ. ἔχει μόνον τὰ σύνθετα αὐτοῦ, [[ἀπαράσσω]], [[συναράσσω]])· ἐπὶ πάσης ἰσχυρᾶς κρούσεως μετὰ τῆς συμπαρομαρτούσης ἐννοίας τοῦ κρότου, ὡς ἐπὶ ἵππων, ὁπλαῖς ἀρ. χθόνα Πινδ. Π. 4. 401· θύρας ἀρ., κρούειν μανιωδῶς τὰς θύρας, Εὐρ. Ἑκ. 1044· τήν θύραν Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 978· ἐν τῷ παθ. ἐπὶ τῆς θύρας, ἀνοίγομαι μετὰ κρότου ἢ τριγμοῦ, Λουκ. Ἑταιρ. Διάλ. 15: ἀράσσειν στέρνα, κράτα, κρούειν τὸ [[στῆθος]], τὴν κεφαλήν, ἐν πένθει καὶ θρήνῳ, Λατ. plangere, Αἰσχύλ. Πέρσ. 1054, Εὐρ. Τρῳ. 279· ἄρασσε [[μᾶλλον]], κτύπει ἰσχυρότερον, «χτύπα δυνατώτερα», Αἰσχύλ. Πρ. 58: ὄψεις ἀράξας, πλήξας, Σοφ. Ο. Τ.1276· ἤρασσε βλέφαρα ὁ αὐτ. Ἀντ. 52· ἀρ. πέτροις τινά, πετροβολῶ, Εὐρ. Ι. Τ. 327· ἀρ. κιθάρην, [[κρούω]] τὴν κιθάραν ἐντόνως, Ὀρφ. Ἀργ. 384· [[ἐντεῦθεν]], ὕμνον, [[μέλος]] κτλ., [[συχν]] παρὰ Νόννῳ. 2) μετὰ δοτ. τρόπου, ἀράσσειν ὀνείδεσι, προσβάλλειν τινὰ δι’ ὕβρεων καὶ ὀνειδισμῶν, Σοφ. Αἴ. 725, κακοῖς Φ. 374, πρβλ. Ἀριστοφ. Νεφ. 1372 (καὶ ἴδε τὸ [[ῥῆμα]] βάλλω Ι. 1.) ΙΙ. Παθ., καταρρίπτομαι [[ἐπάνω]] εἰς..., πρὸς πέτρας Ἡρόδ. 6. 44· πέτραις Αἰσχύλ. Πέρσ. 460: - ἐπὶ πραγμάτων, κτυπῶ ἓν ἐπὶ ἑτέρου, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 553, Αἰλ. π. Ζ. 16. 39. 2) ἐπὶ τραύματος ποιοῦμαι ὑπὸ τινος, εἶδεν ἀρατόν [[ἕλκος]] ἀραχθέν ἐξ ἀγρίας δάμαρτος, τὸ ἀραχθέν [[εἶναι]] γραφή τοῦ Wunder. τὰ χειρόγρ. ἔχουσι τυφλωθὲν καὶ τὴν γραφὴν ταύτην διετήρησεν ὁ Jebb καὶ ἄλλοι, Σοφ. Ἀντ, 972. - Τὸ ἀπλοῦν [[ῥῆμα]] [[εἶναι]] ποιητικὸν ἀπαντῶν ([[ἅπαξ]]) παρ’ Ἡροδ. καὶ παρὰ τοῖς μεταγενεστ. πεζοῖς, πρβλ. ἀπ-, ἐπ-, κατ-, συναράσσω.
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 35: Line 35:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀράσσω:''' Αττ. -ττω, ποιητ. παρατ. <i>ἀράσσεσκον</i>· μέλ. <i>ἀράξω</i>, Δωρ. <i>ἀραξῶ</i>· αόρ. αʹ [[ἤραξα]], Επικ. [[ἄραξα]] — Παθ., αόρ. αʹ <i>ἠράχθην</i>, Επικ. <i>ἀράχθην</i>· (<i>α ευφωνικό</i> και [[ῥάσσω]], συγγενές του [[ῥήσσω]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[χτυπώ]], [[πλήττω]] με [[σφοδρότητα]], [[φέρνω]] σε [[σύγκρουση]], [[συντρίβω]] (ο Όμηρ. παραθέτει το [[ρήμα]] αυτό μόνο στα [[σύνθετα]] <i>ἀπ-</i>, <i>συν-[[αράσσω]]</i>)· λέγεται για άλογα, <i>ὁπλαῖς ἀράσσουσιν χθόνα</i>, σε Πίνδ.· θύρας [[ἀράσσω]], [[χτυπώ]] με [[μανία]] την πόρτα, σε Ευρ.· <i>ἀράσσειν στέρνα</i>, [[κρᾶτα]], [[χτυπώ]] το [[στήθος]], το [[κεφάλι]] μου, κατά τις θρηνωδίες, Λατ. plangere, σε Αισχύλ., Ευρ.· ἄρασσε [[μᾶλλον]], χτύπα δυνατότερα, σε Αισχύλ.· [[ἀράσσω]] ὄψεις, <i>βλέφαρα</i>, σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> με δοτ. τρόπου, <i>ἀράσσειν ὀνείδεσι κακοῖς</i>, [[χτυπώ]], [[προσβάλλω]] κάποιον με ύβρεις και λοιδορίες, δηλ. τις [[εκστομίζω]] βάναυσα, στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> Παθ., καταρρίπτομαι πάνω σε, εκσφενδονίζομαι, πρὸς τὰς πέτρας, σε Ηρόδ.· <i>πέτραις</i>, σε Αισχύλ.
|lsmtext='''ἀράσσω:''' Αττ. -ττω, ποιητ. παρατ. <i>ἀράσσεσκον</i>· μέλ. <i>ἀράξω</i>, Δωρ. <i>ἀραξῶ</i>· αόρ. αʹ [[ἤραξα]], Επικ. [[ἄραξα]] — Παθ., αόρ. αʹ <i>ἠράχθην</i>, Επικ. <i>ἀράχθην</i>· (<i>α ευφωνικό</i> και [[ῥάσσω]], συγγενές του [[ῥήσσω]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[χτυπώ]], [[πλήττω]] με [[σφοδρότητα]], [[φέρνω]] σε [[σύγκρουση]], [[συντρίβω]] (ο Όμηρ. παραθέτει το [[ρήμα]] αυτό μόνο στα [[σύνθετα]] <i>ἀπ-</i>, <i>συν-[[αράσσω]]</i>)· λέγεται για άλογα, <i>ὁπλαῖς ἀράσσουσιν χθόνα</i>, σε Πίνδ.· θύρας [[ἀράσσω]], [[χτυπώ]] με [[μανία]] την πόρτα, σε Ευρ.· <i>ἀράσσειν στέρνα</i>, [[κρᾶτα]], [[χτυπώ]] το [[στήθος]], το [[κεφάλι]] μου, κατά τις θρηνωδίες, Λατ. plangere, σε Αισχύλ., Ευρ.· ἄρασσε [[μᾶλλον]], χτύπα δυνατότερα, σε Αισχύλ.· [[ἀράσσω]] ὄψεις, <i>βλέφαρα</i>, σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> με δοτ. τρόπου, <i>ἀράσσειν ὀνείδεσι κακοῖς</i>, [[χτυπώ]], [[προσβάλλω]] κάποιον με ύβρεις και λοιδορίες, δηλ. τις [[εκστομίζω]] βάναυσα, στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> Παθ., καταρρίπτομαι πάνω σε, εκσφενδονίζομαι, πρὸς τὰς πέτρας, σε Ηρόδ.· <i>πέτραις</i>, σε Αισχύλ.
}}
}}
{{etym
{{etym
Line 41: Line 41:
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ῥάσσω]], [[akin]] to [[ῥήσσω]]<br /><b class="num">I.</b> to [[strike]] [[hard]], [[smite]], (Hom. only has it in the compds. ἀπ-, συν-αράσσω); of horses, ὁπλαῖς ἀρ. χθόνα Pind.; θύρας ἀρ. to [[knock]] [[furiously]] at the [[door]], Eur.; ἀράσσειν στέρνα, [[κρᾶτα]] to [[beat]] the [[breast]], the [[head]], in [[mourning]], Lat. plangere, Aesch., Eur.; ἄρασσε [[μᾶλλον]] [[strike]] harder, Aesch.; ἀρ. ὄψεις, βλέφαρα Soph.<br /><b class="num">2.</b> c. dat. modi, ἀράσσειν ὀνείδεσι κακοῖς to [[throw]] with reproaches or threats, i. e. [[fling]] them [[wildly]] [[about]], Soph.<br /><b class="num">II.</b> Pass. to be dashed [[against]], πρὸς τὰς πέτρας Hdt.; πέτραις Aesch.
|mdlsjtxt=[[ῥάσσω]], [[akin]] to [[ῥήσσω]]<br /><b class="num">I.</b> to [[strike]] [[hard]], [[smite]], (Hom. only has it in the compounds ἀπ-, συν-αράσσω); of horses, ὁπλαῖς ἀρ. χθόνα Pind.; θύρας ἀρ. to [[knock]] [[furiously]] at the [[door]], Eur.; ἀράσσειν στέρνα, [[κρᾶτα]] to [[beat]] the [[breast]], the [[head]], in [[mourning]], Lat. plangere, Aesch., Eur.; ἄρασσε [[μᾶλλον]] [[strike]] harder, Aesch.; ἀρ. ὄψεις, βλέφαρα Soph.<br /><b class="num">2.</b> c. dat. modi, ἀράσσειν ὀνείδεσι κακοῖς to [[throw]] with reproaches or threats, i. e. [[fling]] them [[wildly]] [[about]], Soph.<br /><b class="num">II.</b> Pass. to be dashed [[against]], πρὸς τὰς πέτρας Hdt.; πέτραις Aesch.
}}
}}
{{FriskDe
{{FriskDe
|ftr='''ἀράσσω''': {arássō}<br />'''Forms''': Aor. ἀράξαι<br />'''Grammar''': v.<br />'''Meaning''': [[schlagen]], [[stoßen]], [[klopfen]] (vorw. poet. seit Il.),<br />'''Composita''': öfters in Komposita wie ἀπ-, συν-, [[καταράσσω]].<br />'''Derivative''': Davon die Nomina [[ἀραγμός]] [[das Schlagen]], [[das Gerassel]] (Trag., Lyk., H.), [[ἄραγμα]] (E., Sor.); Adv. [[ἀράγδην]] [[mit Getöse]] (Luk.). An diese Nomina mit γ schließt sich an das sekundär entstandene [[ἀράγειν]]· σπαράσσειν H.<br />'''Etymology''': Etymologisch unklar, vielleicht onomatopoetisch; vgl. [[ἄραβος]]. Ob [[ῥάττω]], [[ῥήσσω]] [[schlagen]] damit verwandt ist (Bechtel Lex. 293 nach J. Schmidt), bleibt fraglich.<br />'''Page''' 1,129
|ftr='''ἀράσσω''': {arássō}<br />'''Forms''': Aor. ἀράξαι<br />'''Grammar''': v.<br />'''Meaning''': [[schlagen]], [[stoßen]], [[klopfen]] (vorw. poet. seit Il.),<br />'''Composita''': öfters in Komposita wie ἀπ-, συν-, [[καταράσσω]].<br />'''Derivative''': Davon die Nomina [[ἀραγμός]] [[das Schlagen]], [[das Gerassel]] (Trag., Lyk., H.), [[ἄραγμα]] (E., Sor.); Adv. [[ἀράγδην]] [[mit Getöse]] (Luk.). An diese Nomina mit γ schließt sich an das sekundär entstandene [[ἀράγειν]]· σπαράσσειν H.<br />'''Etymology''': Etymologisch unklar, vielleicht onomatopoetisch; vgl. [[ἄραβος]]. Ob [[ῥάττω]], [[ῥήσσω]] [[schlagen]] damit verwandt ist (Bechtel Lex. 293 nach J. Schmidt), bleibt fraglich.<br />'''Page''' 1,129
}}
}}
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=(=χτυπῶ δυνατά, [[συντρίβω]]). Ἀπό τό προθεματ. α + [[θέμα]] ϝραγ = αϝραγ+j+ω → [[ἀράσσω]] με συγχώνευση τοῦ γ καί j σέ δυό ττ ἤ σσ.<br><b>Παράγωγα:</b> [[ἄραξις]] (=[[σύγκρουση]]), [[προσάραξις]], [[ἄραγμα]], [[ἀραγμός]] (=[[πάταγος]]), [[ἀράγδην]] (=μέ κρότο).
|mantxt=(=χτυπῶ δυνατά, [[συντρίβω]]). Ἀπό τό προθεματ. α + [[θέμα]] ϝραγ = αϝραγ+j+ω → [[ἀράσσω]] με συγχώνευση τοῦ γ καί j σέ δυό ττ ἤ σσ.<br><b>Παράγωγα:</b> [[ἄραξις]] (=[[σύγκρουση]]), [[προσάραξις]], [[ἄραγμα]], [[ἀραγμός]] (=[[πάταγος]]), [[ἀράγδην]] (=μέ κρότο).
}}
}}