3,274,873
edits
(Bailly1_4) |
|||
(36 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=prevmenis | |Transliteration C=prevmenis | ||
|Beta Code=preumenh/s | |Beta Code=preumenh/s | ||
|Definition= | |Definition=πρευμενές, contr. fr. [[πρηϋμενής]] (v. [[πραϋμενής]]),<br><span class="bld">A</span> [[soft of temper]], [[gentle]], [[gracious]], τινι to one, [[Aeschylus|A.]]''[[Agamemnon|Ag.]]''840, [[Euripides|E.]]''[[Hecuba|Hec.]]''538: abs., ἴδοιτο… πρευμενοῦς ἀπ' ὄμματος A.''Supp.''210(207); Ἀχαιῶν πρευμενεστέρων τύχοις E.''Tr.''739. Adv., <b class="b3">πρευμενῶς αἰτεῖσθαι, παραινέσαι</b>, [[Aeschylus|A.]]''[[The Persians|Pers.]]''220,224; δέχεσθαι Id.''Eu.''236.<br><span class="bld">2</span> of events, [[favourable]], κατελθὼν… πρευμενεῖ τύχῃ Id.''Ag.''1647; τελευτὰς… πρευμενεῖς κτίσειεν Id.''Supp.''140 (lyr.); πρευμενοῦς… νόστου τυχόντας [[Euripides|E.]]''[[Hecuba|Hec.]]''540 ([[si vera lectio|s.v.l.]]).<br><span class="bld">II</span> [[propitiating]], χοαί [[Aeschylus|A.]]''[[The Persians|Pers.]]''609. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0699.png Seite 699]] ές, | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0699.png Seite 699]] ές, sanftmütig, huldvoll, gnädig; χοὰς δὲ πρευμενεῖς ἐδεξάμην, Aesch. Pers. 671; [[τύχη]], Ag. 1631; gew. von Personen; τινί, 814, πρευμενὴς ἡμῖν γενοῦ, Eur. Hec. 538; πρευμενοῦς νόστου τυχόντες, 540, u. öfter; auch comparat., Eur. Troad. 734 u. einzeln bei folgdn Dichtern. – Adv. πρευμενῶς, z. B. παρῄνεσα, Aesch. Pers. 220; δέχεσθαι, freundlich, Eum. 227 (von πραΰς, πρηΰ u. [[μένος]], statt πρηυμενής). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ής, ές :<br /><b>1</b> [[bienveillant]], [[favorable]];<br /><b>2</b> [[propitiatoire]].<br />'''Étymologie:''' p. *πρηϋμενής, de [[πρηΰς]], [[μένος]]. | |||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=πρευμενής -ές [πρό?, εὐμενής?] welwillend, gunstig, goedgunstig:. κάρτα πρευμενεῖς ἐμοί mij zeer goed gezind Aeschl. Ag. 840; πρευμενεῖ τύχῃ met goedgunstig lot Aeschl. Ag. 1647. gunstig stemmend:. πρευμενεῖς χοάς φέρουσ (ι) zij brengen gunstig stemmende plengoffers Aeschl. Pers. 609. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πρευμενής:'''<br /><b class="num">1</b> [[кроткий]], [[ласковый]], [[благосклонный]] (τινι Aesch., Eur.);<br /><b class="num">2</b> [[благоприятный]], [[счастливый]] ([[τύχη]] Aesch.; [[νόστος]] Eur.);<br /><b class="num">3</b> [[умилостивительный]] (χοαί Aesch.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πρευμενής''': -ές, ποιητ. ἐπίθ. [[ἤπιος]] τὴν διάθεσιν, [[ἀγαθός]], [[φιλικός]], [[εὐμενής]], τινι, [[πρός]] τινα, Αἰσχύλ. Ἀγ. 840, Εὐρ. Ἑκ. 538· ἀπολ., ἴδοιτο... πρευμενοῦς ἀπ’ ὄμματος Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 207· Ἀχαιῶν πρευμενεστέρων τύχοις Εὐρ. Τρῳ. 734· ― ἐπίρρ. πρευμενῶς αἰτεῖσθαι, παραινεῖν Αἰσχύλ. Πέρσ. 220. 224· δέχεσθαι ὁ αὐτ. ἐν Εὐμ. 236. 3) ἐπὶ γεγονότων, εὐνοϊκὸς, [[αἴσιος]], κατελθών... πρευμενεῖ τύχῃ ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 1647· τελευτάς... πρευμενεῖς κτίσειεν ὁ αὐτ. ἐν Ἱκέτ. 140· πρευμενοῦς… νόστου τυχόντας Εὐρ. Ἑκ. 540. ΙΙ. ἐξευμενίζων, [[ἱλαστήριος]], χοαὶ Αἰσχύλ. Πέρσ. 609, πρβλ. 685. ― (Ἐκ τοῦ πραῢ (πρηΰ), [[μένος]], ὁ δὲ [[τύπος]] πρυημενὴς ἀπαντᾷ ἐν Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 618. 40). | |lstext='''πρευμενής''': -ές, ποιητ. ἐπίθ. [[ἤπιος]] τὴν διάθεσιν, [[ἀγαθός]], [[φιλικός]], [[εὐμενής]], τινι, [[πρός]] τινα, Αἰσχύλ. Ἀγ. 840, Εὐρ. Ἑκ. 538· ἀπολ., ἴδοιτο... πρευμενοῦς ἀπ’ ὄμματος Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 207· Ἀχαιῶν πρευμενεστέρων τύχοις Εὐρ. Τρῳ. 734· ― ἐπίρρ. πρευμενῶς αἰτεῖσθαι, παραινεῖν Αἰσχύλ. Πέρσ. 220. 224· δέχεσθαι ὁ αὐτ. ἐν Εὐμ. 236. 3) ἐπὶ γεγονότων, εὐνοϊκὸς, [[αἴσιος]], κατελθών... πρευμενεῖ τύχῃ ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 1647· τελευτάς... πρευμενεῖς κτίσειεν ὁ αὐτ. ἐν Ἱκέτ. 140· πρευμενοῦς… νόστου τυχόντας Εὐρ. Ἑκ. 540. ΙΙ. ἐξευμενίζων, [[ἱλαστήριος]], χοαὶ Αἰσχύλ. Πέρσ. 609, πρβλ. 685. ― (Ἐκ τοῦ πραῢ (πρηΰ), [[μένος]], ὁ δὲ [[τύπος]] πρυημενὴς ἀπαντᾷ ἐν Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 618. 40). | ||
}} | }} | ||
{{ | {{grml | ||
| | |mltxt=και [[πραϋμενής]], πραϋμενές, Α<br /><b>1.</b> ο [[ήπιος]], [[φιλικός]] [[απέναντι]] σε κάποιον, [[πράος]] («δοκοῦντας [[εἶναι]] [[κάρτα]] πρευμενεῖς [[ἐμοί]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> (για γεγονότα, συμβάντα) [[ευνοϊκός]], [[αίσιος]], [[καλός]] («πρευμενοῦς.,. νόστου τυχόντας», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> αυτός που εξευμενίζει, [[εξιλαστήριος]], [[εξιλαστικός]] («πρευμενεῖς χοάς», <b>Αισχύλ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b>..<br />[[πρευμενῶς]] και [[πραϋμενῶς]] και ιων. τ. [[πρηϋμενῶς]], Α<br />με πρευμενή τρόπο, με ήπια [[διάθεση]], με φιλικό τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το επίθ. [[πρευμενής]], [[κατά]] μία [[άποψη]], ανάγεται σε αμάρτυρο τ. πρηυμενής, ο [[οποίος]] προήλθε, με διφθογγισμό τών -ηϋ-, από το επίθ. [[πρᾶος]] / [[πρηΰς]] και τη λ. [[μένος]] «[[πάθος]], ψυχική [[ορμή]], ψυχική [[διάθεση]]» (<b>πρβλ.</b> και τον τ. που παραδίδει ο <b>Ησύχ.</b> [[πραϋμενῶς]]<br />[[προθύμως]], πράῳ τῷ μένει χρώμενος). Σύμφωνα με την [[άποψη]] αυτή, ο τ. [[πρευμενής]] [[πρέπει]] να θεωρηθεί ως ιων. τ. της τραγωδίας που έχει προέλθει από το πρηυμενής με [[βράχυνση]] της μακράς διφθόγγου προ του ημιφώνου -μ- [[κατά]] τον νόμο του Osthoff (<b>πρβλ.</b> [[βασιλεύς]] <span style="color: red;"><</span> βασιληύς). Κατ' [[άλλη]], όμως, [[άποψη]], η λ. [[πρευμενής]] έχει χρησιμοποιηθεί για μετρικούς λόγους [[αντί]] του απλού [[εὐμενής]] και [[επομένως]] έχει προέλθει από τον σύνθ. τ. [[προευμενής]] με [[έκθλιψη]] του -ο- του πρώτου συνθετικού πρό (<b>πρβλ.</b> [[πρηγορεών]] <span style="color: red;"><</span> προη-γορεών)]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''πρευμενής:''' -ὲς ([[πρᾶος]], [[μένος]]), ποιητ. επίθ.,<br /><b class="num">I.</b> [[πράος]] στη [[διάθεση]], [[φιλικός]], [[ήπιος]], [[αγαπητός]], σε Αισχύλ., Ευρ.· επίρρ. <i>-νῶς</i>, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> [[εξιλαστήριος]], [[εξευμενιστικός]], στον ίδ. | |||
}} | |||
{{etym | |||
|etymtx=Grammatical information: adj.<br />Meaning: [[gentle]], [[merciful]], [[pleasing]], [[welcome]] (A., E.).<br />Derivatives: [[πρευμένεια]] f. [[gentleness]] (A., E.).<br />Origin: GR [a formation built with Greek elements]<br />Etymology: Prob. from <b class="b3">*πρηϋ-μενής</b> [[with diphthongisation and shortening of the long diphthong]]; so Ionism in the language of the tragedians. Diff. Chantraine Maia N. S. 1, 17 ff. (with criticism of the traditional interpretation): from <b class="b3">*προ-ευμενής</b>; formally not without problems. On [[προευμενής]] (Soloi, Cyprus) may be a reinterpretation, Brixhe-Hodot, Asie Mineure (1988) 147f. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[πρευμενής]], ές [[πρᾶος]], [[μένος]]<br /><b class="num">I.</b> poet. adj. [[gentle]] of [[mood]], [[friendly]], [[gracious]], [[favourable]], Aesch., Eur.:—adv. -νῶς, Aesch.<br /><b class="num">II.</b> [[propitiatory]], Aesch. | |||
}} | |||
{{FriskDe | |||
|ftr='''πρευμενής''': {preumenḗs}<br />'''Meaning''': [[sanftmütig]], [[gnädig]], [[angenehm]], [[willkommen]]<br />'''Derivative''': mit [[πρευμένεια]] f. [[Sanftmut]] (A., E.).<br />'''Etymology''': Wohl aus *πρηϋ-μενής mit Diphthongierung und Kürzung des Langdiphthongs; somit Ionismus in der Tragikersprache. Anders Chantraine Maia N. S. 1, 17 ff. (mit Kritik der herkömmlichen Auffassung): aus *προευμενής; formal nicht ohne Bedenken.<br />'''Page''' 2,593 | |||
}} | |||
{{WoodhouseReversedUncategorized | |||
|woodrun=[[auspicious]], [[favourable]], [[friendly]], [[gentle]], [[kind]], [[favorable]], [[of omens]] | |||
}} | }} |