3,277,218
edits
m (Text replacement - "as Subst." to "as substantive") |
(CSV import) |
||
(16 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=rothios | |Transliteration C=rothios | ||
|Beta Code=r(o/qios | |Beta Code=r(o/qios | ||
|Definition= | |Definition=ῥόθιον, also α, ον ''AP''9.32, 10.2 (Antip.Sid.):—<br><span class="bld">A</span> [[rushing]], [[roaring]], [[dashing]], especially of waves, ἀμφὶ δὲ κῦμα βέβρυχεν ῥόθιον Od.5.412; of oars, ῥ. πλάται E.''IT''1133 (lyr.); of a ship [[dashing through the waves]], AP10.2 (Antip. Sid.); μετὰ ῥοθίου βίας Arist.''Mu.''396a14: metaph. of an orator, Poll.6.147; of a horse, J.''BJ''6.2.8. Adv. [[ῥόθίως]] Poll.4.24 codd., Vett.Val.345.33.<br><span class="bld">2</span> of fishes, [[guttling]], Numen. ap. Ath.7.306d; cf. [[ῥοθιάζω]] 2.<br><span class="bld">3</span> [[swift]], πόδες Leonid.''Oxy.''662.45.<br><span class="bld">II</span> Subst. [[ῥόθια]], τά, [[waves dashing on the beach]], [[breakers]], [[waves]], S.''Ph.''688 (lyr.); ἀνέμων εὐαέσσιν ῥοθίοις E.''Fr.''773.36 (lyr.); cf.οὐτιδανός ''ΙΙ''; and collectively in sg., [[surf]], [[surge]], [[Aeschylus|A.]]''[[Prometheus Vinctus|Pr.]]''1048 (anap.), E.''IT''426 (lyr.), Th.4.10: especially of [[the dash and sound of oars]], ῥοθίοις.. κώπας E.''IT''407 ([[κώπαις]] codd., lyr.), cf.''Cyc.''17; so in sg., Th. [[l.c.]] (acc. to Sch.), Hyp.''Fr.''157, Str. 15.2.12, [[Diodorus Siculus|D.S.]]13.99, etc.; <b class="b3">γλυκερὰ ῥ.</b>, of wine, ''AP''11.64 (Agath.): generally, of [[rushing]], [[dashing motion]], τῆς ἵππου τὸ ῥ. ἀνέχεσθαι D.H. 6.10, cf. Arr.''Frr.''164, 165 J.; so <b class="b3">τῆς ὁρμῆς, τοῦ θυμοῦ</b>, Luc. ''Tox.''19,55: metaph., ἀοιδᾶν ῥόθια Pi.''Pae.''6.129; <b class="b3">ῥοθ[ίῳ τινὶ] ἥκω τύχης</b> prob.in Men. ''Pk.''353.<br><span class="bld">2</span> [[loud shout]], especially of applause, ῥ. αἴρεσθαί τινι [[Aristophanes|Ar.]]''[[The Knights|Eq.]]''546: generally, [[tumult]], [[riot]], ἐχώρει ῥ. ἐν πόλει κακόν [[Euripides|E.]]''[[Andromache|Andr.]]''1096. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0847.png Seite 847]] zweier, auch dreier Endg., rauschend, brausend; bes. vom Anschlagen der Wellen, κῦμα [[ῥόθιον]], Od. 5, 412; daher auch τὸ [[ῥόθιον]] substantivisch gebraucht, die rauschende Woge, das Wogengebrause, κῦμα τὸ μετὰ ψόφου γενόμενον, VLL.; κῦμα δὲ πόντου τραχεῖ ῥοθίῳ συγχώσειεν, Aesch. Prom. 1050, vgl. γᾶς [[δόσις]] οὐτιδανοῖς ἐν ῥοθίοις φορεῖται, Spt. 344; Soph. Phil. 683; ἐχώρει [[ῥόθιον]] ἐν πόλει κακόν, böses Wogengebrause, Eur. Andr. 1097; ἐπ' Ἀμφιτρίτας ῥοθίῳ, I. T. 426; so auch Thuc. 4, 10 u. Sp., wie ῥόθια κλύζοντο Ap. Rh. 1, 541; vgl. noch Harpocr. Vom Plätschern, Klatschen der Ruder, [[ῥόθιον]] αἴρεσθαί τινι, Ar. Equ. 544, übtr. mit Anspielung auf den Beifall durch Händeklatschen; γλυκερὰ ῥόθια, vom Weine, Agath. 24 (XI, 64). – Uebtr. = Heftigkeit, θυμοῦ, όργῆς, Luc. Tox. 19. 55. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0847.png Seite 847]] zweier, auch dreier Endg., rauschend, brausend; bes. vom Anschlagen der Wellen, κῦμα [[ῥόθιον]], Od. 5, 412; daher auch τὸ [[ῥόθιον]] substantivisch gebraucht, die rauschende Woge, das Wogengebrause, κῦμα τὸ μετὰ ψόφου γενόμενον, VLL.; κῦμα δὲ πόντου τραχεῖ ῥοθίῳ συγχώσειεν, Aesch. Prom. 1050, vgl. γᾶς [[δόσις]] οὐτιδανοῖς ἐν ῥοθίοις φορεῖται, Spt. 344; Soph. Phil. 683; ἐχώρει [[ῥόθιον]] ἐν πόλει κακόν, böses Wogengebrause, Eur. Andr. 1097; ἐπ' Ἀμφιτρίτας ῥοθίῳ, I. T. 426; so auch Thuc. 4, 10 u. Sp., wie ῥόθια κλύζοντο Ap. Rh. 1, 541; vgl. noch Harpocr. Vom Plätschern, Klatschen der Ruder, [[ῥόθιον]] αἴρεσθαί τινι, Ar. Equ. 544, übtr. mit Anspielung auf den Beifall durch Händeklatschen; γλυκερὰ ῥόθια, vom Weine, Agath. 24 (XI, 64). – Uebtr. = Heftigkeit, θυμοῦ, όργῆς, Luc. Tox. 19. 55. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> [[qui gronde comme les vagues]] ; bruyant ; τὸ [[ῥόθιον]] bruit des vagues, <i>d'où</i> bruit tumultueux ; τὰ ῥόθια vagues qui se brisent;<br /><b>2</b> [[véhément]], [[impétueux]] ; τὸ [[ῥόθιον]], mouvement impétueux, impétuosité.<br />'''Étymologie:''' [[ῥόθος]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ῥόθιος:''' 3, редко Anth. 2 шумящий, плещущий, рокочущий ([[κῦμα]] Hom.; κῶπαι Eur.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ῥόθιος''': -ον, [[ὡσαύτως]], -α, -ον, Ἀνθ. Π. 9. 32., 10. 2· ([[ῥόθος]])· ― [[ὁρμητικός]], βρυχώμενος, ὁρμῶν θορυβωδῶς, [[μάλιστα]] ὡς τὰ κύματα, «[[ῥόθιον]]· [[ῥεῦμα]], [[κῦμα]] τὸ μετὰ ψόφου γινόμενον» (Ἡσύχ.), ἀμφὶ δὲ [[κῦμα]] [[βέβρυχε]] [[ῥόθιον]] Ὀδ. Ε. 412· [[οὕτως]] ἐπὶ κωπῶν, ῥ. κῶπαι, πλάται Εὐρ. Ι. Τ. 407, 1133· ἐπὶ πλοίου ὁρμητικῶς φερομένου διὰ μέσου τῶν κυμάτων. Ἀνθ. Π. 10. 2· μετὰ ῥοθίου βίας Ἀριστ. π. Κόσμου 4, 32· ― μεταφορ., ἐπὶ ῥήτορος, Πολυδ. Ϛ΄, 147· ἐπὶ ἵππου, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 6. 2, 8. ― Ἐπίρρ. ῥοθίως Πολυδ. Δ΄, 24. 2) ἐπὶ χοίρων μετὰ ψόφου ἐσθιόντων, Νουμήνιος παρ’ Ἀθην. 327Α· πρβλ. [[ῥοθιάζω]] 2. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ. ῥόθια, τά, κύματα ὁρμητικῶς φερόμενα κατὰ τῆς παραλίας, κύματα, Σοφ. Φιλ. 689, Εὐρ. Κύκλ. 17, κτλ.· πρβλ. οὐτιδανὸς ΙΙ· ― καὶ περιληπτικῶς ἐν τῷ ἑνικῷ, τραχεῖ ῥοθίῳ, «σφοδρῷ ῥεύματι» (Σχόλ.), Αἰσχύλ. Πρ. 1048, Εὐρ. Ι. Τ. 426, Θουκ. 4. 10· [[μάλιστα]] ἐπὶ τοῦ πατάγου, τῆς ὁρμῆς καὶ τοῦ ἐξ αὐτῆς ἤχου τῶν κωπῶν, Ὑπερείδ. παρὰ Σουΐδ. ἐν λ., Στράβ. 725, κτλ.· οἷα δὲ λέμβοι κισσύβια γλυκερῶν νήχεθ’ [[ὑπὲρ]] ῥοθίων, ἐπὶ οἴνου, Ἀνθ. Π. 11. 64 ― [[καθόλου]], ἐπὶ κινήσεως βιαίας, ὁρμητικῆς ἢ μετὰ ῥόθου γενομένης, τῆς ἵππου τὸ ῥ. ἀνέχεσθαι Διον. Ἁλ. 6. 10· οὕτω. τῆς ὁρμῆς, τοῦ θυμοῦ Λουκιαν. Τόξ. 19. 55. 2) [[μεγάλη]] [[κραυγή]], [[μάλιστα]] δὲ ἐπὶ τοῦ εὐμενῶς ἐπιθορυβεῖν, ῥ. αἴρεσθαί τινι Ἀριστοφ. Ἱππ. 546· [[καθόλου]], [[θόρυβος]], [[ταραχή]], ἐχώρει ῥ. ἐν πόλει κακὸν Εὐρ. Ἀνδρ. 1906. | |lstext='''ῥόθιος''': -ον, [[ὡσαύτως]], -α, -ον, Ἀνθ. Π. 9. 32., 10. 2· ([[ῥόθος]])· ― [[ὁρμητικός]], βρυχώμενος, ὁρμῶν θορυβωδῶς, [[μάλιστα]] ὡς τὰ κύματα, «[[ῥόθιον]]· [[ῥεῦμα]], [[κῦμα]] τὸ μετὰ ψόφου γινόμενον» (Ἡσύχ.), ἀμφὶ δὲ [[κῦμα]] [[βέβρυχε]] [[ῥόθιον]] Ὀδ. Ε. 412· [[οὕτως]] ἐπὶ κωπῶν, ῥ. κῶπαι, πλάται Εὐρ. Ι. Τ. 407, 1133· ἐπὶ πλοίου ὁρμητικῶς φερομένου διὰ μέσου τῶν κυμάτων. Ἀνθ. Π. 10. 2· μετὰ ῥοθίου βίας Ἀριστ. π. Κόσμου 4, 32· ― μεταφορ., ἐπὶ ῥήτορος, Πολυδ. Ϛ΄, 147· ἐπὶ ἵππου, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 6. 2, 8. ― Ἐπίρρ. ῥοθίως Πολυδ. Δ΄, 24. 2) ἐπὶ χοίρων μετὰ ψόφου ἐσθιόντων, Νουμήνιος παρ’ Ἀθην. 327Α· πρβλ. [[ῥοθιάζω]] 2. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ. ῥόθια, τά, κύματα ὁρμητικῶς φερόμενα κατὰ τῆς παραλίας, κύματα, Σοφ. Φιλ. 689, Εὐρ. Κύκλ. 17, κτλ.· πρβλ. οὐτιδανὸς ΙΙ· ― καὶ περιληπτικῶς ἐν τῷ ἑνικῷ, τραχεῖ ῥοθίῳ, «σφοδρῷ ῥεύματι» (Σχόλ.), Αἰσχύλ. Πρ. 1048, Εὐρ. Ι. Τ. 426, Θουκ. 4. 10· [[μάλιστα]] ἐπὶ τοῦ πατάγου, τῆς ὁρμῆς καὶ τοῦ ἐξ αὐτῆς ἤχου τῶν κωπῶν, Ὑπερείδ. παρὰ Σουΐδ. ἐν λ., Στράβ. 725, κτλ.· οἷα δὲ λέμβοι κισσύβια γλυκερῶν νήχεθ’ [[ὑπὲρ]] ῥοθίων, ἐπὶ οἴνου, Ἀνθ. Π. 11. 64 ― [[καθόλου]], ἐπὶ κινήσεως βιαίας, ὁρμητικῆς ἢ μετὰ ῥόθου γενομένης, τῆς ἵππου τὸ ῥ. ἀνέχεσθαι Διον. Ἁλ. 6. 10· οὕτω. τῆς ὁρμῆς, τοῦ θυμοῦ Λουκιαν. Τόξ. 19. 55. 2) [[μεγάλη]] [[κραυγή]], [[μάλιστα]] δὲ ἐπὶ τοῦ εὐμενῶς ἐπιθορυβεῖν, ῥ. αἴρεσθαί τινι Ἀριστοφ. Ἱππ. 546· [[καθόλου]], [[θόρυβος]], [[ταραχή]], ἐχώρει ῥ. ἐν πόλει κακὸν Εὐρ. Ἀνδρ. 1906. | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
Line 23: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ον, θηλ. και ῥοθία και ποιητ. τ. [[ῥοθιάς]], -[[άδος]], Α [[ῥόθος]]<br /><b>1.</b> ([[κυρίως]] για τα κύματα) αυτός που κινείται ορμητικά, με θόρυβο (α. «ἀμφὶ δὲ κῡμα βέβρυκε [[ῥόθιον]]», <b>Ομ. Οδ.</b><br />β. «ἦ ῥοθίοις εἰλατίναις δικρότοισι κώπαις ἔπλευσαν», <b>Ευρ.</b><br />γ. «εὐθὺς δὲ κώπης ῥοθιάδος ξυνεμβολῇ ἔπαισαν ἅλμην», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> (για ίππο) αυτός που τρέχει [[γρήγορα]], που καλπάζει («[[ῥόθιον]] ἐκ πλαγίου παρελαύνων τὴν ἵππον», <b>Ιώσ.</b>)<br /><b>3.</b> [[ταχύς]] («ῥόθιοι πόδες»)<br /><b>4.</b> (για [[κίνηση]]) ορμητική, γρήγορη («μετὰ ῥοθίου βίας», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>μτφ.</b> (για ρήτορα) αυτός που αγορεύει θορυβωδώς<br /><b>6.</b> (για [[ψάρι]]) αυτός που μασάει με θόρυβο («[[ἄλλοτε]] καρχαρίην ὁτὲ δὲ [[ῥόθιον]] | |mltxt=-ον, θηλ. και ῥοθία και ποιητ. τ. [[ῥοθιάς]], -[[άδος]], Α [[ῥόθος]]<br /><b>1.</b> ([[κυρίως]] για τα κύματα) αυτός που κινείται ορμητικά, με θόρυβο (α. «ἀμφὶ δὲ κῡμα βέβρυκε [[ῥόθιον]]», <b>Ομ. Οδ.</b><br />β. «ἦ ῥοθίοις εἰλατίναις δικρότοισι κώπαις ἔπλευσαν», <b>Ευρ.</b><br />γ. «εὐθὺς δὲ κώπης ῥοθιάδος ξυνεμβολῇ ἔπαισαν ἅλμην», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> (για ίππο) αυτός που τρέχει [[γρήγορα]], που καλπάζει («[[ῥόθιον]] ἐκ πλαγίου παρελαύνων τὴν ἵππον», <b>Ιώσ.</b>)<br /><b>3.</b> [[ταχύς]] («ῥόθιοι πόδες»)<br /><b>4.</b> (για [[κίνηση]]) ορμητική, γρήγορη («μετὰ ῥοθίου βίας», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>μτφ.</b> (για ρήτορα) αυτός που αγορεύει θορυβωδώς<br /><b>6.</b> (για [[ψάρι]]) αυτός που μασάει με θόρυβο («[[ἄλλοτε]] καρχαρίην ὁτὲ δὲ [[ῥόθιον]] ψαμαθῖδα», Νουμήν.)<br /><b>7.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> τὸ [[ῥόθιον]]<br />α) το [[κύμα]] που έρχεται με θόρυβο και [[ορμή]] [[προς]] την [[παραλία]] (α. «ἀμφιπλάγκτων ῥοθίων [[μόνος]] κλύων», <b>Σοφ.</b><br />β. «παρ' ἅλιον αἰγιαλὸν ἐπ' Ἀμφιτρίτας ῥοθίῳ δραμόντες», <b>Ευρ.</b>)<br />β) η ροή, το [[ρεύμα]] τών κυμάτων («κῡμα δὲ ποντον τραχεῖ ῥοθίῳ», <b>Αισχύλ.</b>)<br />γ) η [[σφοδρότητα]], η [[ορμή]] τών κυμάτων («εἴ τις ὑπομένοι καὶ μὴ φόβῳ ῥοθίου καὶ νεῶν δεινότητος κατάπλου ὑποχωροίη», <b>Θουκ.</b>)<br />δ) ο [[πάταγος]], ο συγχρονισμένος [[χτύπος]] τών κουπιών («Νέαρχος ταῖς ναυσὶν ἐπήγε μὲν τὸ [[ῥόθιον]]», <b>Στράβ.</b>)<br />ε) ορμητική, [[θορυβώδης]] [[κίνηση]] («τῆς ἵππου τὸ [[ῥόθιον]] ἀνέχεσθαι», Δίον. Αλ.)<br />στ) (για [[πάθη]] και συναισθήματα) βίαιη [[εκδήλωση]], [[έκρηξη]] («τὸ [[ῥόθιον]] τοῦ θυμοῦ», <b>Λουκιαν.</b>)<br />ζ) [[θόρυβος]], [[ταραχή]] («κἀκ τοῦ δ' ἐχώρει [[ῥόθιον]] ἐν πόλει κακόν», <b>Ευρ.</b>)<br />η) [[θορυβώδης]] [[επιδοκιμασία]] («αἴρεσθ' αὐτῷ πολὺ τὸ [[ῥόθιον]]», <b>Αριστοφ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ῥοθίως</i> Α<br /><b>1.</b> με θόρυβο, ηχηρά<br /><b>2.</b> [[γρήγορα]], με [[ταχύτητα]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ῥόθιος:''' -ον και -α, -ον ([[ῥόθος]])·<br /><b class="num">I.</b> [[ορμητικός]], [[βροντερός]], [[παταγώδης]], αυτός που χτυπά κι εκδηλώνεται με παφλασμό, λέγεται για τα κύματα, σε Ομήρ. Οδ.· επίσης, λέγεται για τα [[κουπιά]], σε Ευρ.<br /><b class="num">II. 1.</b> ως ουσ., <i>ῥόθια</i>, <i>τά</i>, κύματα που συντρίβονται στην [[ακτή]], σε Σοφ. κ.λπ.· και περιληπτικά, στον ενικ., [[αντιμάμαλο]], [[κύμα]] που σπάει στην [[ακτή]], [[φούσκωμα]] του κύματος, μεγάλο [[κύμα]], σε Αισχύλ., Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> [[φωνή]], [[κραυγή]] επιδοκιμασίας, σε Αριστοφ.· γενικά, [[θόρυβος]], [[ταραχή]], σε Ευρ. | |lsmtext='''ῥόθιος:''' -ον και -α, -ον ([[ῥόθος]])·<br /><b class="num">I.</b> [[ορμητικός]], [[βροντερός]], [[παταγώδης]], αυτός που χτυπά κι εκδηλώνεται με παφλασμό, λέγεται για τα κύματα, σε Ομήρ. Οδ.· επίσης, λέγεται για τα [[κουπιά]], σε Ευρ.<br /><b class="num">II. 1.</b> ως ουσ., <i>ῥόθια</i>, <i>τά</i>, κύματα που συντρίβονται στην [[ακτή]], σε Σοφ. κ.λπ.· και περιληπτικά, στον ενικ., [[αντιμάμαλο]], [[κύμα]] που σπάει στην [[ακτή]], [[φούσκωμα]] του κύματος, μεγάλο [[κύμα]], σε Αισχύλ., Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> [[φωνή]], [[κραυγή]] επιδοκιμασίας, σε Αριστοφ.· γενικά, [[θόρυβος]], [[ταραχή]], σε Ευρ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
Line 36: | Line 36: | ||
{{WoodhouseReversedUncategorized | {{WoodhouseReversedUncategorized | ||
|woodrun=[[echoing]], [[noisy]], [[of a noise]] | |woodrun=[[echoing]], [[noisy]], [[of a noise]] | ||
}} | |||
{{lxth | |||
|lthtxt=''[[strepitus remorum]]'', [[sound of oars]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:4.10.5/ 4.10.5]. | |||
}} | }} |