3,274,921
edits
(6_17) |
(CSV import) |
||
(37 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=yperorios | |Transliteration C=yperorios | ||
|Beta Code=u(pero/rios | |Beta Code=u(pero/rios | ||
|Definition= | |Definition=ὑπερόριον, also [[ὑπερορία]], ὑπερόριον (v. infr.), ''poet.'' [[ὑπερούριος]] Theoc. (v. infr.): ([[ὅρος]]):—<br><span class="bld">A</span> [[over the boundaries]], [[abroad]], D.46.7; ῥιψάτω ὑπερούριον Theoc.24.95, cf. Anon. ap. Suid.; ὑπερόριος [[ἀσχολία]] = [[occupation]] [[in foreign parts]], [[abroad]], Th.8.72; <b class="b3">ὑπερόριος ἀρχή</b>, opp. [[ἔνδημος]], Lexap.Aeschin.1.19; [[δικαστήριον|δικαστήρια]], opp. [[ἐπιχώριος|ἐπιχώρια]], ''PMonac.'' 14.83 (vi A.D.); [[τὰ ὑπερόρια]] = [[foreign affairs]], opp. [[τὰ κατὰ πόλιν]] and [[τὰ ἔνδημα]], Arist.''Pol.''1285b14.<br><span class="bld">2</span> ἡ [[ὑπερορία]] (''[[sc.]]'' [[γῆ]]) [[the country beyond one's own frontiers]], [[foreign land]], IG12.56.7, And.3.36, Lys.31.9, [[Plato|Pl.]]''[[Phaedrus|Phdr.]]''230d; also [[εἰς]] τὰν ὑπερόριον [[στρατεύομαι|στρατεύεσθαι]] ''Foed.Delph.Pell.'' 2 ''B'' 22; opp. [[τὰ ἔνδημα]], X.''An.''7.1.27; <b class="b3">ἐκ τῆς ὑπερορίας ἀνακαλεῖσθαι</b>, i.e. from the [[land]] where he had been in [[exile]], Plu.2.508a; hence, actually, [[banishment]], φόνοις καὶ ὑπερορίαις D.C.67.3; [[τὰ ὑπερόρια]] (''[[sc.]]'' [[χωρία]]) X.''Ath.'' 1.19, ''Smp.''4.31.<br><span class="bld">II</span> [[foreign to the purpose]], [[outlandish]], [[alien]], [[λαλιά]] Aeschin.2.49; ἀρχὰς ἐνυπνίων οἵας εἴπομεν͵ ἀλλ' ὑπερορίας ἢ τοῖς χρόνοις ἢ τοῖς τόποις ἢ τοῖς μεγέθεσιν Arist.''Div.Somn.''464a1, cf. Aristid.1.128 J.; τὸ τῶν ἀέρων ἄηθες καὶ ὑπερόριον Anon. ap. Suid.<br><span class="bld">III</span> c. gen., [[ὑπερόριος τοῦ νομοῦ]] = [[beyond the boundaries of]] the [[nome]], ''PPetr.''2p.16 (iii B.C.): metaph., λιμὸς . . βρώσεις ὑποβάλλων . . τῆς φύσεως ὑπερορίους Procop.''Goth.''3.17: abs., <b class="b3">ἰσχναίνειν καὶ γυμνάζειν τὸ σῶμα, . . ποιεῖν δὲ ὡς μὴ ὑπερόριοι ἀπέλθωμεν</b> [[go]] [[over the mark]], Pall. ''in Hp.''2.77D. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1200.png Seite 1200]] über die Gränze, jenseit der Gränze, ausländisch, fremd; bes. ἡ [[ὑπερορία]], sc. γῆ, das Ausland, die Fremde, Plat. ἐκ τοῦ ἄστεος οὔτ' εἰς τὴν ὑπερορίαν ἀποδημεῖς, Phaedr. 230 d, u. öfter; Andoc. 3, 36; Lys. 31, 8; Is. 4, 1; [[ἀρχή]], im | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1200.png Seite 1200]] über die Gränze, jenseit der Gränze, ausländisch, fremd; bes. ἡ [[ὑπερορία]], ''[[sc.]]'' γῆ, das Ausland, die Fremde, Plat. ἐκ τοῦ ἄστεος οὔτ' εἰς τὴν ὑπερορίαν ἀποδημεῖς, Phaedr. 230 d, u. öfter; Andoc. 3, 36; Lys. 31, 8; Is. 4, 1; [[ἀρχή]], im <span class="ggns">Gegensatz</span> von [[ἔνδημος]], Aesch. 1, 20; vgl. Xen. An. 7, 1, 27; auch ἡ [[ὑπερόριος]] [[ἀσχολία]], Thuc. 8, 72. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος <i>ou</i> α, ον :<br /><b>1</b> [[qui est au delà des frontières]], [[qui a lieu au dehors]], [[étranger]] : [[πόλεμος]] ARSTT guerre au dehors ; [[ἀρχή]] ESCHN pourvoir qui s'exerce au dehors ; ἡ [[ὑπερορία]] ([[γῆ]]) le territoire situé hors des frontières, <i>particul.</i> hors de l'Attique ; τὰ ὑπερόρια (κτήματα) XÉN les possessions à l'étranger;<br /><b>2</b> <i>p. anal.</i> qui est en dehors, qui est hors du sujet : λαλιὰ [[ὑπερόριος]] ESCHN bavardage en dehors du sujet.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπέρ]], [[ὅρος]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὑπερόριος:''' ион. [[ὑπερούριος]] 2 и 3 [[ὅρος]]<br /><b class="num">1</b> [[заграничный]], [[зарубежный]], [[иностранный]], Arst. etc.: ἡ ὑ. [[ἀσχολία]] Thuc. иностранные дела, зарубежные интересы;<br /><b class="num">2</b> [[внешний]], [[посторонний]] ([[λαλιά]] Aeschin.). - см. тж. [[ὑπερορία]] и [[ὑπερόρια]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑπερόριος''': -ον, καὶ α, ον (ἴδε κατωτ.), ποιητικ. -ούριος· (ὅρος)· - ὁ [[πέραν]] τῶν ὁρίων, κατοικῶν ἐν τῇ ξένῃ, Δημ. 1130 ἐν τέλει· ῥίπτειν ὑπερούριον Θεόκρ. 24. 93· ὑπ. [[ἀσχολία]], [[ἀσχολία]] ἐν ξένοις τόποις, «εἰς τὰ ξένα», Θουκ. 8. 72· ὑπ. [[ἀρχή]], ἀντίθετον τῷ [[ἔνδημος]], Αἰσχίν. 3. 34· τὰ ὑπερόρια, ξέναι ὑποθέσεις, ἐργασίαι, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰ κατὰ πόλιν καὶ τὰ ἔνδημα, Ἀριστ. Πολιτ. 3. 14, 12. 2) ἡ [[ὑπερορία]] (ἐξυπακ. γῆ), ἡ [[χώρα]] ἡ [[πέραν]] τῶν συνόρων, [[ξένη]] [[χώρα]], [[ξένη]] γῆ, Ἀνδοκ. 28. 10, Λυσί. 187. 26, Πλάτ. Φαῖδρ. 230D· [[τοὐναντίον]] τὰ ἔνδημα, Ξεν. Ἀν. 7. 1, 27· ἐκ τῆς ὑπ. ἀνακαλεῖσθαι, δηλ. ἐκ τῆς χώρας ἐν ᾗ διετέλει [[ἐξόριστος]], Πλούτ. 2. 508Α· [[ἐντεῦθεν]] καὶ αὐτὸ τοῦτο [[ἐξορία]], φόνοις καὶ ὑπερορίαις Δίων Κ. 67. 3· - οὕτω, τὰ ὑπερόρια (ἐξυπακ. χωρία) Ξεν. Ἀθην. 1. 19, Συμπ. 4. 31. ΙΙ. [[ξένος]] πρὸς τὸν σκοπόν, [[ἀλλότριος]], [[ἀσυνήθης]], [[λαλιά]] Αἰσχίνης 34. 29· ἀρχαὶ ἐνυπνίων ὑπερόριοι ἢ τοῖς χρόνοις ἢ τοῖς τόποις ἢ τοῖς μεγέθεσιν Ἀριστ. περὶ τῆς καθ’ Ὕμν. Μαντ. 2. 5· πρβλ. Ἀριστείδ. 1, σ. 128, Σουΐδ. ἐν λέξ. ΙΙΙ. | |lstext='''ὑπερόριος''': -ον, καὶ α, ον (ἴδε κατωτ.), ποιητικ. -ούριος· (ὅρος)· - ὁ [[πέραν]] τῶν ὁρίων, κατοικῶν ἐν τῇ ξένῃ, Δημ. 1130 ἐν τέλει· ῥίπτειν ὑπερούριον Θεόκρ. 24. 93· ὑπ. [[ἀσχολία]], [[ἀσχολία]] ἐν ξένοις τόποις, «εἰς τὰ ξένα», Θουκ. 8. 72· ὑπ. [[ἀρχή]], ἀντίθετον τῷ [[ἔνδημος]], Αἰσχίν. 3. 34· τὰ ὑπερόρια, ξέναι ὑποθέσεις, ἐργασίαι, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰ κατὰ πόλιν καὶ τὰ ἔνδημα, Ἀριστ. Πολιτ. 3. 14, 12. 2) ἡ [[ὑπερορία]] (ἐξυπακ. γῆ), ἡ [[χώρα]] ἡ [[πέραν]] τῶν συνόρων, [[ξένη]] [[χώρα]], [[ξένη]] γῆ, Ἀνδοκ. 28. 10, Λυσί. 187. 26, Πλάτ. Φαῖδρ. 230D· [[τοὐναντίον]] τὰ ἔνδημα, Ξεν. Ἀν. 7. 1, 27· ἐκ τῆς ὑπ. ἀνακαλεῖσθαι, δηλ. ἐκ τῆς χώρας ἐν ᾗ διετέλει [[ἐξόριστος]], Πλούτ. 2. 508Α· [[ἐντεῦθεν]] καὶ αὐτὸ τοῦτο [[ἐξορία]], φόνοις καὶ ὑπερορίαις Δίων Κ. 67. 3· - οὕτω, τὰ ὑπερόρια (ἐξυπακ. χωρία) Ξεν. Ἀθην. 1. 19, Συμπ. 4. 31. ΙΙ. [[ξένος]] πρὸς τὸν σκοπόν, [[ἀλλότριος]], [[ἀσυνήθης]], [[λαλιά]] Αἰσχίνης 34. 29· ἀρχαὶ ἐνυπνίων ὑπερόριοι ἢ τοῖς χρόνοις ἢ τοῖς τόποις ἢ τοῖς μεγέθεσιν Ἀριστ. περὶ τῆς καθ’ Ὕμν. Μαντ. 2. 5· πρβλ. Ἀριστείδ. 1, σ. 128, Σουΐδ. ἐν λέξ. ΙΙΙ. μετὰ γεν., ἐξωρισμένος ἀπό τινος, ἐστερημένος τινός, [[ἀμέτοχος]], τοῦ ἡδέος Φωτ. Βιβλιοθ. 55. 27, Προκόπ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-α, -ο / [[ὑπερόριος]], -ία, -ον, ΝΜΑ, θηλ. και -ος, και ποιητ. ιων. τ. [[ὑπερούριος]], -ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται ή τελείται [[πέρα]] από τα όρια ενός κράτους<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> η [[υπερορία]]<br />α) η [[πέρα]] από τα όρια ενός κράτους [[χώρα]], η [[ξενιτιά]] (α. «έζησε [[χρόνια]] ολόκληρα στην [[υπερορία]]» β. «εἰς τὴν ὑπερορίαν ἀποδημεῖν», <b>Πλάτ.</b>)<br />β) αναγκαστική [[απομάκρυνση]] ενός προσώπου έξω ή [[πέρα]] από τα όρια μιας επικράτειας, [[εξορία]]<br /><b>μσν.</b><br />(για [[φήμη]]) ο [[ευρέως]] διαδεδομένος<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για πρὀσ.) αυτός που κατοικεί [[μακριά]] από τα [[σύνορα]] της πατρίδας του, ξενιτεμένος<br /><b>2.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[εξόριστος]]<br /><b>3.</b> (<b>για πράγμ.</b>) αυτός που στερείται [[κάτι]] ή αυτός που δεν συμμετέχει σε [[κάτι]], [[αμέτοχος]] («γραφὴ [[ὑπερόριος]] τῆς φύσεως», Πρόκ.<br />β. «δυσχερὴς ἀκοῦσαι καὶ τοῦ ἡδέος [[ὑπερόριος]]», <b>Φώτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ασυνήθιστος]] («τὴν ὑπερόριον λαλιὰν ἀγαπῶντες ἐν τοῖς οἰκείοις πράγμασιν», Αισχίν.)<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ ὑπερόρια</i><br />α) οι ξένες υποθέσεις («τὰ κατὰ πόλιν καὶ τὰ ἔνδημα καὶ τὰ ὐπερόρια συνεχῶς ἦρχον», <b>Αριστοτ.</b>)<br />β) οι τόποι που βρίσκονται έξω ή [[μακριά]] από τα [[σύνορα]] μιας χώρας («διὰ τὴν κτῆσιν τὴν ἐν τοῖς ὑπερορίοις», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ὑπερορίως</i> Μ<br />[[πέρα]], [[μακριά]] από τα [[σύνορα]] μιας χώρας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπερ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>οριος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ὅρος]] [Ι] «όριο, [[σύνορο]]»), [[πρβλ]]. [[μεθόριος]]]. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ὑπερόριος:''' -ον και -α, -ον, ποιητ. -[[ούριος]]· ([[ὅρος]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> ο πέρα από τα όρια, [[σύνορα]] ή πλαίσια, [[κάτοικος]] σε [[ξένη]] γη, σε Δημ., Θεόκρ.· [[ὑπερορία]] [[ἀσχολία]], [[απασχόληση]], [[επάγγελμα]] σε ξένους τόπους, σε Θουκ.· <i>τὰὑπερόρια</i>, ξένες υποθέσεις, ζητήματα, θέματα, σε Αριστ.<br /><b class="num">2.</b> ἡ [[ὑπερορία]] (ενν. <i>γῆ</i>), [[χώρα]] που βρίσκεται έξω από τα [[σύνορα]] της χώρας κάποιου, [[ξένη]] [[χώρα]], [[ξένη]] γη, σε Πλάτ., Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> [[ξένος]], [[άσχετος]] προς τον σκοπό, [[αλλότριος]], [[ασυνήθιστος]], σε Αισχίν. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=ὑπερ-όριος, ον, [[ὅρος]]<br /><b class="num">I.</b> [[over]] the boundaries or [[confines]], [[living]] [[abroad]], Dem., Theocr.; ὑπ. [[ἀσχολία]] [[occupation]] in [[foreign]] parts, Thuc.; τὰ ὑπ. [[foreign]] affairs, Arist.<br /><b class="num">2.</b> ἡ [[ὑπερορία]] (''[[sc.]]'' γῆ), the [[country]] [[beyond]] one's own frontiers, a [[foreign]] [[country]], Plat., Xen.<br /><b class="num">II.</b> [[foreign]] to the [[purpose]], [[outlandish]], out-of-the-way, Aeschin. | |||
}} | |||
{{lxth | |||
|lthtxt=''[[extra fines]]'', [[outside the borders]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:8.72.1/ 8.72.1]. | |||
}} | }} |