προκαταγιγνώσκω: Difference between revisions

CSV import
(4)
(CSV import)
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
(21 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=prokatagignosko
|Transliteration C=prokatagignosko
|Beta Code=prokatagignw/skw
|Beta Code=prokatagignw/skw
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">vote against beforehand, condemn by a prejudgement</b>, τινος <span class="bibl">D.21.227</span>, <span class="bibl">Plb.21.42.2</span>, etc.; μὴ προκαταγίγνωσκ'... πρὶν ἄν γ' ἀκούσῃς ἀμφοτέρων <span class="bibl">Ar.<span class="title">V.</span>919</span>; <b class="b3">μὴ προκατεγνωκέναι μηδέν</b> not to <b class="b2">prejudge</b> in any point, <span class="bibl">D.18.2</span>: generally, <b class="b2">condemn, disapprove of in advance</b>, Gal.12.260. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> c. inf., <b class="b3">π. ἡμῶν . . ἥσσους εἶναι</b> <b class="b2">prejudge</b> us and say we are... <span class="bibl">Th.3.53</span>; σφῶν αὐτῶν π. ἀδικεῖν <span class="bibl">Lys.20.21</span>; <b class="b3">π. ἀδικεῖν</b> (without τινος) <span class="bibl">And.1.3</span>; also π. ὡς ἀδικῶ <span class="bibl">Aeschin.2.7</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">3</span> <b class="b3">π. τινὸς φόνον</b> <b class="b2">give a verdict of</b> murder <b class="b2">against</b> one <b class="b2">beforehand</b>, <span class="bibl">Antipho 5.85</span>; <b class="b3">π. τινῶν ἄδικόν τι</b> ib.4; ἀδικίαν τινός <span class="bibl">Lys.19.10</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">4</span> <b class="b3">π. θανατόν τινος</b> <b class="b2">pass sentence</b> of death <b class="b2">on before</b>, <span class="bibl">D.S.18.60</span>; τὴν τιμωρίαν αὐτὸς σαυτοῦ π. <span class="bibl">D.C.46.11</span>.</span>
|Definition=<span class="bld">A</span> [[vote against beforehand]], [[condemn by a prejudgement]], τινος D.21.227, Plb.21.42.2, etc.; μὴ προκαταγίγνωσκ'... πρὶν ἄν γ' ἀκούσῃς ἀμφοτέρων Ar.''V.''919; <b class="b3">μὴ προκατεγνωκέναι μηδέν</b> not to [[prejudge]] in any point, D.18.2: generally, [[condemn]], [[disapprove of in advance]], Gal.12.260.<br><span class="bld">2</span> c. inf., <b class="b3">π. ἡμῶν… ἥσσους εἶναι</b> [[prejudge]] us and say we are... Th.3.53; σφῶν αὐτῶν π. ἀδικεῖν Lys.20.21; <b class="b3">π. ἀδικεῖν</b> (without τινος) And.1.3; also π. ὡς ἀδικῶ Aeschin.2.7.<br><span class="bld">3</span> <b class="b3">π. τινὸς φόνον</b> [[give a verdict of]] murder [[against]] one [[beforehand]], Antipho 5.85; <b class="b3">π. τινῶν ἄδικόν τι</b> ib.4; ἀδικίαν τινός Lys.19.10.<br><span class="bld">4</span> <b class="b3">π. θανατόν τινος</b> [[pass sentence]] of death [[on before]], [[Diodorus Siculus|D.S.]]18.60; τὴν τιμωρίαν αὐτὸς σαυτοῦ π. D.C.46.11.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0728.png Seite 728]] (s. [[γιγνώσκω]]), vorher verurtheilen od. verdammen, Ar. Vesp. 919; τινός; übh. durch ein vorausgefälltes Urtheil verdammen, vorher seine Meinung zum Nachtheil Jemandes aussprechen, ὑμῶν ἄδικόν τι, Antiph. 5, 4; τινὸς φόνον, ib. 85, wie ἀδικίαν τινός Lys. 19, 10; προκαταγνόντες ἡμῶν τὰς ἀρετὰς ἥσσους εἶναι, Thuc. 3, 53; Dem. 21, 227 u. A., wie Pol. 22, 25, 2; προκαταγνωστέον, Clem. Al.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0728.png Seite 728]] (s. [[γιγνώσκω]]), vorher verurteilen od. verdammen, Ar. Vesp. 919; τινός; übh. durch ein vorausgefälltes Urtheil verdammen, vorher seine Meinung zum Nachtheil Jemandes aussprechen, ὑμῶν ἄδικόν τι, Antiph. 5, 4; τινὸς φόνον, ib. 85, wie ἀδικίαν τινός Lys. 19, 10; προκαταγνόντες ἡμῶν τὰς ἀρετὰς ἥσσους εἶναι, Thuc. 3, 53; Dem. 21, 227 u. A., wie Pol. 22, 25, 2; προκαταγνωστέον, Clem. Al.
}}
}}
{{ls
{{bailly
|lstext='''προκαταγιγνώσκω''': καταγινώσκω ἐκ τῶν προτέρων, [[καταδικάζω]] τινὰ κατὰ προηγουμένην ἰδίαν ἀπόφασιν, [[προδικάζω]] πρὶν ἢ ἀκούσω τὴν κατηγορίαν ἢ ἀπολογίαν, τινὸς Δημ. 586. 23, Πολύβ. κτλ.· μὴ προκαταγίγνωσκ’..., πρὶν ἂν γ’ ἀκούσῃς ἀμφοτέρων Ἀριστ. Σφ. 919· μὴ προκατεγνωκέναι μηδὲν Δημ. 226. 9. 2) μετ’ ἀπαρ., πρ. ἡμῶν… ἥσσους [[εἶναι]], καταδικάζετε ἡμᾶς ἐκ τῶν προτέρων καὶ λέγετε ὅτι εἴμεθα..., Θουκ. 3. 53· οὕτω, σφῶν αὐτῶν πρ. ἀδικεῖν Λυσ. 160. 1. πρ. ἀδικεῖν ([[ἄνευ]] τοῦ τινός), Ἀνδοκ. 1. 18· καὶ πρ. ὡς ἀδικῶ Αἰσχίν. 29. 10. 3) πρ. τὶ τινος, [[οἷον]], φόνον τινός, ἀποφασίζω ἐκ τῶν προτέρων κατὰ τινος ὡς φονέως, Ἀντιφῶν 139. 30· οὕτω, πρ. ἄδικόν τι ὁ αὐτ. 129. 40· ἀδικίαν τινὸς Λυσ. 152. 40· ― [[ἀλλά]], πρ. θάνατόν τινος, [[καταδικάζω]] τινὰ εἰς θάνατον [[προηγουμένως]], Διόδ. 18. 60, πρβλ. Δίωνα Κ. 46. 11. ― Ῥημ. ἐπίθ. προκαταγνωστέον, δεῖ προκαταγινώσκειν, Κλήμ. Ἀλ. 773.
|btext=<i>f.</i> προκαταγνώσομαι, <i>ao.2</i> προκατέγνων, <i>etc.</i><br /><b>1</b> [[condamner d'avance]] : τινός, qqn;<br /><b>2</b> se prononcer d'avance (par la pensée) contre qqn : τινὸς ἀδικίαν LUC juger d'avance une faute commise par qqn, préjuger la culpabilité de qqn.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[καταγιγνώσκω]].<br /><i><b>Par.</b></i> [[προκατακρίνω]].
}}
{{elnl
|elnltext=προ-καταγι(γ)νώσκω eerder veroordelen:; μὴ προκαταγίγνωσκ (ε)... πρὶν ἄν γ’ ἀκούσῃς ἀμφοτέρων veroordeel hem niet eerder dan dat je tenminste beide partijen gehoord hebt Aristoph. Ve. 919; met gen..; προκατέγνωκεν ὁ δῆμος τούτου de volksvergadering heeft hem eerder al veroordeeld Dem. 21.227; met gen. van pers. en acc. van misdrijf; μὴ προκαταγιγνώσκετε ἀδικίαν τοῦ εἰς αὑτὸν μὲν μικρὰ δαπανῶντος veroordeel niet iemand die voor zichzelf weinig uigaven doet bij voorbaat voor onrecht Lys. 19.10; met gen. en inf.. σφῶν αὐτῶν προκαταγνόντες ἀδικεῖν zichzelf bij voorbaat voor onrecht veroordelend Lys. 20.21. vooroordeel hebben (tegen), bevooroordeeld zijn (over); met gen. en inf.. προκαταγνόντες ἡμῶν τὰς ἀρετὰς ἥσσους εἶναι met als vooroordeel over ons dat onze kwaliteiten minder zijn Thuc. 3.53.4.
}}
}}
{{bailly
{{elru
|btext=<i>f.</i> προκαταγνώσομαι, <i>ao.2</i> προκατέγνων, <i>etc.</i><br /><b>1</b> condamner d’avance : τινός, qqn;<br /><b>2</b> se prononcer d’avance (par la pensée) contre qqn : τινὸς ἀδικίαν LUC juger d’avance une faute commise par qqn, préjuger la culpabilité de qqn.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[καταγιγνώσκω]].<br /><i><b>Par.</b></i> [[προκατακρίνω]].
|elrutext='''προκαταγιγνώσκω:''' [[заранее осуждать]] Thuc., Arph., Dem., Polyb.: π. ἀδικίαν τινός Lys. предрешать чью-л. виновность; π. θάνατόν τινος Diod. заранее осуждать кого-л. на смерть.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''προκαταγιγνώσκω:''' μέλ. -[[γνώσομαι]],<br /><b class="num">1.</b> [[καταψηφίζω]] ομόφωνα εκ των προτέρων, [[καταδικάζω]] με προηγούμενη [[απόφαση]], με γεν. προσ., σε Δημ. κ.λπ.· απόλ., σε Αριστοφ.· μὴ προκατεγνωκέναι [[μηδέν]], μην προδικάζεις [[τίποτα]], σε Δημ.<br /><b class="num">2.</b> με απαρ., προκαταγιγνώσκετε [[ἡμῶν]] ἥσσους [[εἶναι]], μας καταδικάζεται εκ των προτέρων και λέτε ότι είμαστε κατώτεροι, σε Θουκ.<br /><b class="num">3.</b> [[προκαταγιγνώσκω]] τί τινος, όπως το <i>φόνον τινός</i>, [[εκδίδω]] εκ των προτέρων καταδικαστική [[απόφαση]] για φόνο, σε Ρήτ.
|lsmtext='''προκαταγιγνώσκω:''' μέλ. -[[γνώσομαι]],<br /><b class="num">1.</b> [[καταψηφίζω]] ομόφωνα εκ των προτέρων, [[καταδικάζω]] με προηγούμενη [[απόφαση]], με γεν. προσ., σε Δημ. κ.λπ.· απόλ., σε Αριστοφ.· μὴ προκατεγνωκέναι [[μηδέν]], μην προδικάζεις [[τίποτα]], σε Δημ.<br /><b class="num">2.</b> με απαρ., προκαταγιγνώσκετε [[ἡμῶν]] ἥσσους [[εἶναι]], μας καταδικάζεται εκ των προτέρων και λέτε ότι είμαστε κατώτεροι, σε Θουκ.<br /><b class="num">3.</b> [[προκαταγιγνώσκω]] τί τινος, όπως το <i>φόνον τινός</i>, [[εκδίδω]] εκ των προτέρων καταδικαστική [[απόφαση]] για φόνο, σε Ρήτ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''προκαταγιγνώσκω:''' заранее осуждать Thuc., Arph., Dem., Polyb.: π. ἀδικίαν τινός Lys. предрешать чью-л. виновность; π. θάνατόν τινος Diod. заранее осуждать кого-л. на смерть.
|lstext='''προκαταγιγνώσκω''': καταγινώσκω ἐκ τῶν προτέρων, [[καταδικάζω]] τινὰ κατὰ προηγουμένην ἰδίαν ἀπόφασιν, [[προδικάζω]] πρὶν ἢ ἀκούσω τὴν κατηγορίαν ἢ ἀπολογίαν, τινὸς Δημ. 586. 23, Πολύβ. κτλ.· μὴ προκαταγίγνωσκ’..., πρὶν ἂν γ’ ἀκούσῃς ἀμφοτέρων Ἀριστ. Σφ. 919· μὴ προκατεγνωκέναι μηδὲν Δημ. 226. 9. 2) μετ’ ἀπαρ., πρ. ἡμῶν… ἥσσους [[εἶναι]], καταδικάζετε ἡμᾶς ἐκ τῶν προτέρων καὶ λέγετε ὅτι εἴμεθα..., Θουκ. 3. 53· οὕτω, σφῶν αὐτῶν πρ. ἀδικεῖν Λυσ. 160. 1. πρ. ἀδικεῖν ([[ἄνευ]] τοῦ τινός), Ἀνδοκ. 1. 18· καὶ πρ. ὡς ἀδικῶ Αἰσχίν. 29. 10. 3) πρ. τὶ τινος, [[οἷον]], φόνον τινός, ἀποφασίζω ἐκ τῶν προτέρων κατὰ τινος ὡς φονέως, Ἀντιφῶν 139. 30· οὕτω, πρ. ἄδικόν τι ὁ αὐτ. 129. 40· ἀδικίαν τινὸς Λυσ. 152. 40· ― [[ἀλλά]], πρ. θάνατόν τινος, [[καταδικάζω]] τινὰ εἰς θάνατον [[προηγουμένως]], Διόδ. 18. 60, πρβλ. Δίωνα Κ. 46. 11. ― Ῥημ. ἐπίθ. προκαταγνωστέον, δεῖ προκαταγινώσκειν, Κλήμ. Ἀλ. 773.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[from [[προκαταγγέλλω]] fut. -[[γνώσομαι]]<br /><b class="num">1.</b> to [[vote]] [[against]] [[beforehand]], [[condemn]] by a prejudgment, c. gen. pers., Dem., etc.; absol., Ar.; μὴ προκατεγνωκέναι [[μηδέν]] not to [[prejudge]] in any [[point]], Dem.<br /><b class="num">2.</b> c. inf., πρ. [[ἡμῶν]] ἥσσους [[εἶναι]] to [[prejudge]] us and say we are [[inferior]], Thuc.<br /><b class="num">3.</b> πρ. τί τινος, as, φόνον τινός, to [[give]] a [[verdict]] of [[murder]] [[against]] one [[beforehand]], Oratt.
}}
{{lxth
|lthtxt=''[[praeiudicare]] (contemptim)'', to [[prejudge]] (scornfully), [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:3.53.4/ 3.53.4].
}}
}}