λυσιτελέω: Difference between revisions

CSV import
m (Text replacement - " sts. " to " sometimes ")
(CSV import)
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
(13 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=lysiteleo
|Transliteration C=lysiteleo
|Beta Code=lusitele/w
|Beta Code=lusitele/w
|Definition=prop. <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[indemnify for expenses incurred]], or [[pay what is due]], and then '[[pay]]', i.e. [[profit]], [[avail]] (cf. [[λύω]] v. <span class="bibl">2</span>), c. dat., </span><span class="sense"><span class="bld">I</span> with subject expressed, <b class="b3">οὔ φημ' ἂν λυσιτελεῖν σφῷν [τοῦτο</b>] <span class="bibl">Ar.<span class="title">Pl.</span>509</span>; λυσιτελεῖ ἡμῖν ἡ δικαιοσύνη <span class="bibl">Pl. <span class="title">Prt.</span>327b</span>; δοῦλος τοιοῦτος οἷος μηδενὶ δεσπότῃ λυσιτελεῖν <span class="bibl">X.<span class="title">Mem.</span>2.1.15</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> mostly impers., <b class="b3">λυσιτελεῖ μοι</b> [[it profits]] me, [[is better]] for me, c. part., οἷς οὐδ' ἅπαξ ἐλυσιτέλησε πειθομένοις <span class="bibl">Lys.25.27</span>; πολλοῖς δὴ ἐλυσιτέλησεν ἀδικήσασι Pl.<span class="title">Alc.</span>1.113d: c. inf., λ. προϊέναι <span class="bibl">Id.<span class="title">Tht.</span> 181b</span>; <b class="b3">τεθνάναι νομίσασα λυσιτελεῖν ἢ ζῆν</b> thinking it [[better]] to be dead than alive, <span class="bibl">And.1.125</span>, cf. <span class="bibl">Pl.<span class="title">R.</span>407a</span>, <span class="bibl">X.<span class="title">Cyr.</span>2.4.12</span> (v.l.), <span class="bibl"><span class="title">PHamb.</span>27.17</span> (iii B. C.), etc.: c. dat. pers., [[it profits]] one to do so and so, οὐ γάρ οἱ λυσιτελέειν… δικάζειν <span class="bibl">Hdt.1.97</span>; ὅτι μοι λυσιτελοῖ ὥσπερ ἔχω ἔχειν <span class="bibl">Pl. <span class="title">Ap.</span>22e</span>, cf. <span class="bibl">X.<span class="title">Hier.</span>7.13</span>: sometimes c. acc. pers., [[it is good]] that... λυσιτελεῖ τὸν μέλλοντα κακῶς ἰητρεύεσθαι ἀμφότερα καταγῆναι τὰ σκέλεα <span class="bibl">Hp. <span class="title">Fract.</span>19</span>, cf. <span class="bibl">Pl.<span class="title">R.</span>406d</span>: abs., ἐλυσιτέλει γάρ <span class="bibl">Axionic.6.6</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">3</span> in bad sense, [[conspire]], as gloss on [[ἐς τὸ κακὸν ἀλλήλοισι συντιμωρεῖ]] (<span class="bibl">Hp. <span class="title">Acut.</span>17</span>), Gal.15.494 (v.l. [[συντελεῖ]]). </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> neut. part. as Subst., <b class="b3">τὸ λυσιτελοῦν</b> [[profit]], [[gain]], [[advantage]], <span class="bibl">Th.6.85</span>, <span class="bibl">Pl.<span class="title">R.</span>336d</span>, <span class="bibl">D.2.28</span>; a wrong etym. is given in <span class="bibl">Pl.<span class="title">Cra.</span>417c</span>.</span>
|Definition=prop.<br><span class="bld">A</span> [[indemnify for expenses incurred]], or [[pay what is due]], and then '[[pay]]', i.e. [[profit]], [[avail]] (cf. [[λύω]] v. 2), c. dat.,<br><span class="bld">I</span> with subject expressed, <b class="b3">οὔ φημ' ἂν λυσιτελεῖν σφῷν [τοῦτο]</b> Ar.''Pl.''509; λυσιτελεῖ ἡμῖν ἡ δικαιοσύνη Pl. ''Prt.''327b; δοῦλος τοιοῦτος οἷος μηδενὶ δεσπότῃ λυσιτελεῖν [[Xenophon|X.]]''[[Memorabilia|Mem.]]''2.1.15.<br><span class="bld">2</span> mostly impers., <b class="b3">λυσιτελεῖ μοι</b> [[it profits]] me, [[is better]] for me, c. part., οἷς οὐδ' ἅπαξ ἐλυσιτέλησε πειθομένοις Lys.25.27; πολλοῖς δὴ ἐλυσιτέλησεν ἀδικήσασι Pl.''Alc.''1.113d: c. inf., λ. προϊέναι Id.''Tht.'' 181b; <b class="b3">τεθνάναι νομίσασα λυσιτελεῖν ἢ ζῆν</b> thinking it [[better]] to be dead than alive, And.1.125, cf. [[Plato|Pl.]]''[[Republic|R.]]'' 407a, [[Xenophon|X.]]''[[Cyropaedia|Cyr.]]''2.4.12 ([[varia lectio|v.l.]]), ''PHamb.''27.17 (iii B. C.), etc.: c. dat. pers., [[it profits]] one to do so and so, οὐ γάρ οἱ λυσιτελέειν… δικάζειν [[Herodotus|Hdt.]]1.97; ὅτι μοι λυσιτελοῖ ὥσπερ ἔχω ἔχειν Pl. ''Ap.''22e, cf. X.''Hier.''7.13: sometimes c. acc. pers., [[it is good]] that... λυσιτελεῖ τὸν μέλλοντα κακῶς ἰητρεύεσθαι ἀμφότερα καταγῆναι τὰ σκέλεα Hp. ''Fract.''19, cf. [[Plato|Pl.]]''[[Republic|R.]]'' 406d: abs., ἐλυσιτέλει γάρ Axionic.6.6.<br><span class="bld">3</span> in bad sense, [[conspire]], as ''Glossaria'' on [[ἐς τὸ κακὸν ἀλλήλοισι συντιμωρεῖ]] (Hp. ''Acut.''17), Gal.15.494 ([[varia lectio|v.l.]] [[συντελεῖ]]).<br><span class="bld">II</span> neut. part. as [[substantive]], <b class="b3">τὸ λυσιτελοῦν</b> [[profit]], [[gain]], [[advantage]], Th.6.85, [[Plato|Pl.]]''[[Republic|R.]]'' 336d, D.2.28; a wrong etym. is given in [[Plato|Pl.]]''[[Cratylus|Cra.]]''417c.
}}
{{bailly
|btext=[[λυσιτελῶ]] :<br /><i>impf.</i> ἐλυσιτέλουν;<br />être avantageux, être utile à, τινι ; • <i>impers.</i> λυσιτελεῖ ATT cela est avantageux ; μοὶ λυσιτελεῖ [[ὥσπερ]] [[ἔχω]] ἔχειν PLAT mieux vaut pour moi être comme je suis ; τὸ λυσιτελοῦν, τὰ λυσιτελοῦντα, ce qui est utile, avantageux.<br />'''Étymologie:''' [[λυσιτελής]].
}}
{{pape
|ptext=[ῡ], <i>[[nutzbar]], [[vorteilhaft]] sein, [[nützen]]</i>, nach Plat. <i>Crat</i>. 417c τὸ τῆς φορᾶς λύον τὸ [[τέλος]] λυσιτελοῦν καλέσαι (s. [[λυσιτελής]]); λυσιτελεῖ γὰρ [[ἡμῖν]] ἡ ἀλλήλων [[δικαιοσύνη]] καὶ [[ἀρετή]] <i>Prot</i>. 327b, <i>es frommt uns die gegenseitige [[Gerechtigkeit]]</i>; auch ὠφέλιμον καὶ λυσιτελοῦν vrbdt <i>Crat</i>. 419a, und λυσιτελοῦντα καὶ κερδαλέα <i>Legg</i>. II.662 o; οὐκ ἐλυσιτέλει [[ζῆν]], <i>es fruchtete, frommte nicht, Rep</i>. III.407a; [[τεθνάναι]] λυσιτελεῖ ἢ [[ζῆν]], <i>es ist [[besser]]</i>, Andoc. 2.10; Isocr. 4.95; Xen. <i>Cyr</i>. 2.4.12 und Sp., wie Luc. <i>[[Necyom]]</i>. 3; – τὸ λυσιτελοῦν, <i>der [[Nutzen]]</i>, Thuc. 6.85 und A., s. Pierson zu Moeris p. 249.
}}
{{elru
|elrutext='''λῡσῐτελέω:''' [[быть полезным]], [[представлять выгоду]], [[быть целесообразным]] (τινι NT): λυσιτελεῖ μοι [[ὥσπερ]] [[ἔχω]] ἔχειν Plat. для меня лучше оставаться (таким), какой я есть; [[οἶς]] οὐδὲ [[ἅπαξ]] ἐλυσιτέλησε πειθομένοις Lys. (советники), следование которым ни разу не принесло пользы; τὸ λυσιτελοῦν Plat. и τὰ λυσιτελοῦντα Thuc. польза, выгода, преимущество.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''λῡσιτελέω''': [[κυρίως]], ἀποζημιώνω διὰ γενομένην δαπάνην, ἢ πληρώνω τὸ ὀφειλόμενον καὶ ἀκολούθως «πληρώνω», δηλ. [[παρέχω]] ὠφέλειαν, [[παρέχω]] [[κέρδος]] (πρβλ. λύω V. 2), μετὰ δοτ., Ι. γ΄ ἑνικ. καὶ ἀπαρ., οὔ φημ’ ἂν λυσιτελεῖν [[σφῷν]] [τοῦτο] Ἀριστοφ. Πλ. 509· λυσιτελεῖ ἡμῖν ἡ [[δικαιοσύνη]] Πλάτ. Πρωταγ. 327Β· [[τοιοῦτος]] οἷος δεσπότῃ λυσιτελεῖν Ξεν. Ἀπομν. 2. 1, 15. 2) τὸ πλεῖστον ἀπροσ., λυσιτελεῖ μοι, μὲ ὠφελεῖ, [[εἶναι]] καλλίτερον δι’ ἐμέ, μετὰ μετοχ., οἷς λυσιτελεῖ πειθομένοις Λυσ. 174. 14· πολλοῖς δεῖ ἐλυσιτέλησεν ἀδικήσασι Πλάτ. Ἄλκ. 1. 113D· ― μετ’ ἀπαρ., λ. προϊέναι ὁ αὐτ. ἐν Θεαιτ. 181Β· τεθνάναι λυσιτελεῖ ἢ ζῆν, [[εἶναι]] καλλίτερον νὰ ἀποθάνῃ τις παρὰ νὰ ζῇ, Ἀνδοκ. 16. 28, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 407Α, Ξεν. Κύρ. 2. 4, 12· ― τὸ δὲ [[πρόσωπον]] ἐκφέρεται κατὰ δοτ., ὠφελεῖ τινα νὰ πράξῃ τοῦτο ἢ ἐκεῖνο, οὐ γάρ οἱ λυσιτελέειν... δικάζειν Ἡρόδ. 1. 97· ὅτι μοι λυσιτελοῖ [[ὥσπερ]] ἔχω ἔχειν Πλάτ. Ἀπολ. 22Ε, πρβλ. Ξεν. Ἱέρ. 7. 13· ἀλλ’ [[ἐνίοτε]] κατ’ αἰτ., = [[εἶναι]] καλὸν νά..., λυσιτελέει τὸν μέλλοντα κακῶς ἰητρεύεσθαι ἀμφότερα καταγῆναι τὰ σκέλεα [[μᾶλλον]] ἢ τὸ ἕτερον Ἱππ. περὶ Ἀγμ. 765, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 406D· ― ἀπολ., ἐλυσιτέλει γὰρ Ἀξιόνικ. ἐν «Χαλκιδικῷ» 1. 6. ΙΙ. πλὴν τοῦ γ΄ ἑνικ., τὸ οὐδέτ. τῆς μετοχ. [[εἶναι]] ἐν χρήσει ὡς οὐσιαστ., τὸ λυσιτελοῦν, [[ὠφέλεια]], [[κέρδος]], [[πλεονέκτημα]], Πλάτ. Πολ. 336D, Δημ. 26. 16· τὰ λυσιτελοῦντα Θουκ. 6. 85, Πλάτ. κτλ.· τὸ [[τέλος]] λυσιτελοῦν καλέσαι Πλάτ. Κρατ. 417C.
|lstext='''λῡσιτελέω''': [[κυρίως]], ἀποζημιώνω διὰ γενομένην δαπάνην, ἢ πληρώνω τὸ ὀφειλόμενον καὶ ἀκολούθως «πληρώνω», δηλ. [[παρέχω]] ὠφέλειαν, [[παρέχω]] [[κέρδος]] (πρβλ. λύω V. 2), μετὰ δοτ., Ι. γ΄ ἑνικ. καὶ ἀπαρ., οὔ φημ’ ἂν λυσιτελεῖν [[σφῷν]] [τοῦτο] Ἀριστοφ. Πλ. 509· λυσιτελεῖ ἡμῖν ἡ [[δικαιοσύνη]] Πλάτ. Πρωταγ. 327Β· [[τοιοῦτος]] οἷος δεσπότῃ λυσιτελεῖν Ξεν. Ἀπομν. 2. 1, 15. 2) τὸ πλεῖστον ἀπροσ., λυσιτελεῖ μοι, μὲ ὠφελεῖ, [[εἶναι]] καλλίτερον δι’ ἐμέ, μετὰ μετοχ., οἷς λυσιτελεῖ πειθομένοις Λυσ. 174. 14· πολλοῖς δεῖ ἐλυσιτέλησεν ἀδικήσασι Πλάτ. Ἄλκ. 1. 113D· ― μετ’ ἀπαρ., λ. προϊέναι ὁ αὐτ. ἐν Θεαιτ. 181Β· τεθνάναι λυσιτελεῖ ἢ ζῆν, [[εἶναι]] καλλίτερον νὰ ἀποθάνῃ τις παρὰ νὰ ζῇ, Ἀνδοκ. 16. 28, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 407Α, Ξεν. Κύρ. 2. 4, 12· ― τὸ δὲ [[πρόσωπον]] ἐκφέρεται κατὰ δοτ., ὠφελεῖ τινα νὰ πράξῃ τοῦτο ἢ ἐκεῖνο, οὐ γάρ οἱ λυσιτελέειν... δικάζειν Ἡρόδ. 1. 97· ὅτι μοι λυσιτελοῖ [[ὥσπερ]] ἔχω ἔχειν Πλάτ. Ἀπολ. 22Ε, πρβλ. Ξεν. Ἱέρ. 7. 13· ἀλλ’ [[ἐνίοτε]] κατ’ αἰτ., = [[εἶναι]] καλὸν νά..., λυσιτελέει τὸν μέλλοντα κακῶς ἰητρεύεσθαι ἀμφότερα καταγῆναι τὰ σκέλεα [[μᾶλλον]] ἢ τὸ ἕτερον Ἱππ. περὶ Ἀγμ. 765, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 406D· ― ἀπολ., ἐλυσιτέλει γὰρ Ἀξιόνικ. ἐν «Χαλκιδικῷ» 1. 6. ΙΙ. πλὴν τοῦ γ΄ ἑνικ., τὸ οὐδέτ. τῆς μετοχ. [[εἶναι]] ἐν χρήσει ὡς οὐσιαστ., τὸ λυσιτελοῦν, [[ὠφέλεια]], [[κέρδος]], [[πλεονέκτημα]], Πλάτ. Πολ. 336D, Δημ. 26. 16· τὰ λυσιτελοῦντα Θουκ. 6. 85, Πλάτ. κτλ.· τὸ [[τέλος]] λυσιτελοῦν καλέσαι Πλάτ. Κρατ. 417C.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>impf.</i> ἐλυσιτέλουν;<br />être avantageux, être utile à, τινι ; • <i>impers.</i> λυσιτελεῖ ATT cela est avantageux ; μοὶ λυσιτελεῖ [[ὥσπερ]] [[ἔχω]] ἔχειν PLAT mieux vaut pour moi être comme je suis ; τὸ λυσιτελοῦν, τὰ λυσιτελοῦντα, ce qui est utile, avantageux.<br />'''Étymologie:''' [[λυσιτελής]].
}}
}}
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=λυσιτέλω; (from [[λυσιτελής]], and [[this]] from [[λύω]] to [[pay]], and τά τέλη (cf. [[τέλος]], 2)); (from [[Herodotus]] [[down]]); [[properly]], to [[pay]] the taxes; to [[return]] expenses, [[hence]], to be [[useful]], [[advantageous]]; impersonally, [[λυσιτελεῖ]], it profits; followed by ἤ ([[see]] ἤ, 3f.), it is [[better]]: τίνι; followed by εἰ, Luke 17:2.
|txtha=λυσιτέλω; (from [[λυσιτελής]], and [[this]] from [[λύω]] to [[pay]], and τά τέλη (cf. [[τέλος]], 2)); (from [[Herodotus]] down); [[properly]], to [[pay]] the taxes; to [[return]] expenses, [[hence]], to be [[useful]], [[advantageous]]; impersonally, [[λυσιτελεῖ]], it profits; followed by ἤ ([[see]] ἤ, 3f.), it is [[better]]: τίνι; followed by εἰ, Luke 17:2.
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''λῡσῐτελέω:''' μέλ. <i>λυσιτελήσω</i>, = [[λύω]] [[τέλη]] (βλ. [[λύω]] V)·<br /><b class="num">I.</b> [[πληρώνω]] το οφειλόμενο, [[αποζημιώνω]] και [[έπειτα]] «[[πληρώνω]]», δηλ. [[παρέχω]] [[ωφέλεια]], [[κέρδος]], με δοτ., <i>λυσιτελεῖ τί τινι</i>, σε Αριστοφ., Πλάτ.· απρόσ., <i>λυσιτελεῖ μοι</i>, με ωφελεί, είναι καλύτερο για μένα· [[τεθνάναι]] λυσιτελεῖ ἢ [[ζῆν]], είναι καλύτερο να πεθάνει [[κάποιος]] [[παρά]] να ζει, σε Ανδοκ.· λυσιτελεῖ μοι [[ὥσπερ]] [[ἔχω]] ἔχειν, είναι προσφορότερο, καλύτερο για μένα να είμαι όπως είμαι, σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> ουδ. μτχ., ως ουσ., <i>τὸ λυσιτελοῦν</i>, [[ωφέλεια]], [[κέρδος]], [[πλεονέκτημα]], στον ίδ., Δημ.· <i>τὰ λυσιτελοῦντα</i>, σε Θουκ.
|lsmtext='''λῡσῐτελέω:''' μέλ. <i>λυσιτελήσω</i>, = [[λύω]] [[τέλη]] (βλ. [[λύω]] V)·<br /><b class="num">I.</b> [[πληρώνω]] το οφειλόμενο, [[αποζημιώνω]] και [[έπειτα]] «[[πληρώνω]]», δηλ. [[παρέχω]] [[ωφέλεια]], [[κέρδος]], με δοτ., <i>λυσιτελεῖ τί τινι</i>, σε Αριστοφ., Πλάτ.· απρόσ., <i>λυσιτελεῖ μοι</i>, με ωφελεί, είναι καλύτερο για μένα· [[τεθνάναι]] λυσιτελεῖ ἢ [[ζῆν]], είναι καλύτερο να πεθάνει [[κάποιος]] [[παρά]] να ζει, σε Ανδοκ.· λυσιτελεῖ μοι [[ὥσπερ]] [[ἔχω]] ἔχειν, είναι προσφορότερο, καλύτερο για μένα να είμαι όπως είμαι, σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> ουδ. μτχ., ως ουσ., <i>τὸ λυσιτελοῦν</i>, [[ωφέλεια]], [[κέρδος]], [[πλεονέκτημα]], στον ίδ., Δημ.· <i>τὰ λυσιτελοῦντα</i>, σε Θουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''λῡσῐτελέω:''' быть полезным, представлять выгоду, быть целесообразным (τινι NT): λυσιτελεῖ μοι [[ὥσπερ]] [[ἔχω]] ἔχειν Plat. для меня лучше оставаться (таким), какой я есть; [[οἶς]] οὐδὲ [[ἅπαξ]] ἐλυσιτέλησε πειθομένοις Lys. (советники), следование которым ни разу не принесло пользы; τὸ λυσιτελοῦν Plat. и τὰ λυσιτελοῦντα Thuc. польза, выгода, преимущество.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=λῡσιτελέω, fut. -ήσω = λύω, τέλη, v. λύω V]<br /><b class="num">I.</b> to pay [[what]] is due, and then "to pay, " i. e. to [[profit]], [[avail]], c. dat., λυσιτελεῖ τί τινι Ar., Plat.:—impers., λυσιτελεῖ μοι it profits me, is [[better]] for me, [[τεθνάναι]] λυσιτελεῖ ἢ ζῆν 'tis [[better]] to be [[dead]] [[than]] [[alive]], Andoc.; λυσιτελεῖ μοι [[ὥσπερ]] ἔχω ἔχειν it is [[expedient]] for me to be as I am, Plat.<br /><b class="num">II.</b> neut. [[part]]. as Subst., τὸ λυσιτελοῦν, [[profit]], [[gain]], [[advantage]], Plat., Dem.; τὰ λυσιτελοῦντα Thuc. [from λῡσιτελής]
|mdlsjtxt=λῡσιτελέω, fut. -ήσω = λύω, τέλη, v. [[λύω]] V]<br /><b class="num">I.</b> to pay [[what]] is due, and then "to pay, " i. e. to [[profit]], [[avail]], c. dat., λυσιτελεῖ τί τινι Ar., Plat.:—impers., λυσιτελεῖ μοι it profits me, is [[better]] for me, [[τεθνάναι]] λυσιτελεῖ ἢ ζῆν 'tis [[better]] to be [[dead]] [[than]] [[alive]], Andoc.; λυσιτελεῖ μοι [[ὥσπερ]] ἔχω ἔχειν it is [[expedient]] for me to be as I am, Plat.<br /><b class="num">II.</b> neut. [[part]]. as [[substantive]], τὸ λυσιτελοῦν, [[profit]], [[gain]], [[advantage]], Plat., Dem.; τὰ λυσιτελοῦντα Thuc. [from λῡσιτελής]
}}
}}
{{Chinese
{{Chinese
|sngr='''原文音譯''':lusitele‹, (lusitelšw) 呂西-帖累<br />'''詞類次數''':動詞(1)<br />'''原文字根''':釋放-完成<br />'''字義溯源''':達到目的,有利,有用,有益,強,強如,還強(如);由([[λύσις]])=解脫)與([[τέλος]])=界限)組成;其中 ([[λύσις]])出自([[λύω]])*=解開),而 ([[τέλος]])出自([[τελέω]])X*=有目標的計劃)<br />'''出現次數''':總共(1);路(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 還強(1) 路17:2
|sngr='''原文音譯''':lusitele‹, (lusitelšw) 呂西-帖累<br />'''詞類次數''':動詞(1)<br />'''原文字根''':釋放-完成<br />'''字義溯源''':達到目的,有利,有用,有益,強,強如,還強(如);由([[λύσις]])=解脫)與([[τέλος]])=界限)組成;其中 ([[λύσις]])出自([[λύω]])*=解開),而 ([[τέλος]])出自([[τελέω]])X*=有目標的計劃)<br />'''出現次數''':總共(1);路(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 還強(1) 路17:2
}}
{{lxth
|lthtxt=''[[commodum]]'', [[advantage]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:6.85.3/ 6.85.3].
}}
}}