3,276,904
edits
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
(CSV import) |
||
(20 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ypervatos | |Transliteration C=ypervatos | ||
|Beta Code=u(perbato/s | |Beta Code=u(perbato/s | ||
|Definition= | |Definition=ὑπερβατή, ὑπερβατόν, later ός, όν (v. infr.),<br><span class="bld">A</span> that can be [[pass]]ed or [[cross]]ed, [[scaleable]], of a [[wall]], Th.3.25, ''PEnteux.'' 13.5 (iii B. C.); [[accessible]] to [[trespasser]]s, ''PFay.''110.9 (i A. D.); ἐξ ὑπερβατῶν ''PRyl.''138.16 (i A. D.).<br><span class="bld">2</span> [[transposed]], of words, ὑπερβατὸν δεῖ θεῖναι.. τὸ ἀλαθέως [[Plato|Pl.]]''[[Protagoras|Prt.]]'' 343e; σύνθεσις ὀνομάτων ὑπερβατή Arist.''Rh.Al.''1435a37; <b class="b3">νοήσεις ὑπερβατοί</b> [[thought]]s [[express]]ed in [[invert]]ed [[phrase]]s, D.H.''Th.''52. Adv. [[ὑπερβατῶς]] = [[in inverted order]], Arist.''Rh. Al.''1438a28, Str.8.3.10, 8.6.7; so δι' ὑπερβατοῦ D.H.''Th.''31; cf. [[ὑπερβατόν]]<br><span class="bld">3</span> Subst. [[ὑπερβατός]], ὁ, name of a [[βρόχος]], Heraclasap.Orib. 48.18.1.<br><span class="bld">II</span> Act., [[going beyond]], <b class="b3">τῶνδ' ὑπερβατώτερα</b> [[going far beyond]] these, A.''Ag.''428 (lyr.); [[extravagant]], ἐνύπνια Arist.''Div.Somn.'' 463b1. Adv. [[ὑπερβατῶς]] = [[miraculously]], δημιουργεῖται Hp. ''de Arte'' 11. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1192.png Seite 1192]] adj. verb. zu [[ὑπερβαίνω]]; 1) überschritten, übertreten, zu übersteigen, ᾗ ὑπερβατὸν ἦν τὸ [[περιτείχισμα]], Thuc. 3, 25. – 2) umgesetzt, verstellt, ὑπερβατὸν δεῖ [[θεῖναι]] ἐν τῷ ᾄσματι τὸ ἀλαθέως, Plat. Prot. 343 e; bes. von der Wortstellung, [[λέξις]] ὑπερβατή, Arist. rhet. Alex. 26; auch ὑπερβατῶς δηλοῦν, ib. 31; wenn die Wörter nicht in ihrer natürlichen Ordnung, sondern durch einander geworfen stehen; dah. ὑπερβατῶς δέξασθαί τι, Etwas nach solcher verkehrten Wortfolge verstehen und erklären, Gramm.; ὑπερβαταὶ νοήσεις, in verkehrter Wortfolge ausgedrückte Gedanken, D. Hal. iud. Thuc. 52. – 3) akt., überschreitend, übertreffend, τάδ' ἐστὶ καὶ τῶνδ' ὑπερβατώτερα, Aesch. Ag. 428; dah. vorzüglich, ausgezeichnet; auch im tadelnden Sinne, über Maaß und Ziel hinausgehend, ausschweifend, Sp. [[ὑπερβεβλημένως]], adv. part. perf. pass. zu [[ὑπερβάλλω]], auf eine übertriebene od. übermäßige Weise, Arist. eth. 3, 10 u. Sp. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1192.png Seite 1192]] adj. verb. zu [[ὑπερβαίνω]]; 1) [[überschritten]], [[übertreten]], zu übersteigen, ᾗ ὑπερβατὸν ἦν τὸ [[περιτείχισμα]], Thuc. 3, 25. – 2) [[umgesetzt]], [[verstellt]], ὑπερβατὸν δεῖ [[θεῖναι]] ἐν τῷ ᾄσματι τὸ ἀλαθέως, Plat. Prot. 343 e; bes. von der Wortstellung, [[λέξις]] ὑπερβατή, Arist. rhet. Alex. 26; auch ὑπερβατῶς δηλοῦν, ib. 31; wenn die Wörter nicht in ihrer natürlichen Ordnung, sondern durch einander geworfen stehen; dah. ὑπερβατῶς δέξασθαί τι, Etwas nach solcher verkehrten Wortfolge verstehen und erklären, Gramm.; ὑπερβαταὶ νοήσεις, in verkehrter Wortfolge ausgedrückte Gedanken, D. Hal. iud. Thuc. 52. – 3) akt., [[überschreitend]], [[übertreffend]], τάδ' ἐστὶ καὶ τῶνδ' ὑπερβατώτερα, Aesch. Ag. 428; dah. vorzüglich, ausgezeichnet; auch im tadelnden Sinne, über Maaß und Ziel hinausgehend, [[ausschweifend]], Sp. [[ὑπερβεβλημένως]], adv. part. perf. pass. zu [[ὑπερβάλλω]], auf eine übertriebene od. übermäßige Weise, Arist. eth. 3, 10 u. Sp. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> [[qu'on peut traverser]] <i>ou</i> [[qu'on peut franchir]];<br /><b>2</b> [[qui dépasse toute mesure]] ; [[excessif]], [[énorme]], [[extraordinaire]].<br />'''Étymologie:''' [[ὑπερβαίνω]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὑπερβᾰτός:''' 3<br /><b class="num">1</b> [[переходимый]], (без труда) [[преодолимый]] (τὸ [[περιτείχισμα]] Thuc.);<br /><b class="num">2</b> [[превышающий]], [[превосходящий]]: τάδ᾽ ἐστὶ καὶ τῶνδ᾽ ὑπερβατώτερα Aesch. они таковы, а, пожалуй, и больше того;<br /><b class="num">3</b> [[переставленный]], [[перемещенный]]: ὑπερβατὸν [[δεῖ]] [[θεῖναι]] ἐν τῷ ᾄσματι Plat. повидимому, (это слово) в песне переставлено; [[σύνθεσις]] τῶν ὀνομάτων ὑπερβατή Arst. обратный или неправильный порядок слов;<br /><b class="num">4</b> [[необычайный]], [[невероятный]] (τὰ ἐνύπνια Arst.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑπερβᾰτός''': -ή, -όν, μεταγεν., ός, όν, (ἴδε κατωτ.), ῥημ. ἐπίθ. τοῦ [[ὑπερβαίνω]], ὃν δύναταί τις νὰ ὑπερβῇ, νὰ ἀναβῇ, ἐπὶ τείχους, Θουκ. 3. 25. 2) μετατεθειμένος, ἐπὶ λέξεων, ὑπερβατὸν δεῖ [[θεῖναι]]... τὸ ‘[[ἀλαθέως]]’ Πλάτ. Πρωταγ. 343Ε· [[σύνθεσις]] ὑπερβατὴ Ἀριστ. Ρητ. πρὸς Ἀλέξ. 26, 1 καὶ 3· νοήσεις ὑπερβατοί, νοήματα ἐκφερόμενα ἐν ἀντιστρόφοις φράσεσι, Διον. Ἁλ. π. Θουκ. 52· - [[οὕτως]] ἐπίρρ. -τως, = καθ’ [[ὑπερβατόν]], ἐν ἀντιστρόφῳ τάξει, Ἀριστ. Ρητ. π. Ἀλέξ. 31, 5, Στράβ. 342, 370· οὕτω, δι’ ὑπερβατοῦ Διον. Ἁλ. π. Θουκ. 31· πρβλ. [[ὑπερβατόν]]. 3) ὃν παρέρχεταί τις ἐν παρόδῳ ἢ διὰ βραχέων· - Ἐπίρρ. -τῶς, συντόμως, ἐν παρόδῳ, Ἱππ. 7. 31. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ ὑπερβαίνων, προχωρῶν [[πέραν]] ἢ περαιτέρω, τῶν δ’ ὑπερβατώτερα, περαιτέρω τούτων, Αἰσχύλ. 428· [[ἔκτακτος]], [[ἀσυνήθης]], ἐνύπνια Ἀριστ. περὶ τῆς Καθ’ Ὕπν. Μαντ. 1, 12. | |lstext='''ὑπερβᾰτός''': -ή, -όν, μεταγεν., ός, όν, (ἴδε κατωτ.), ῥημ. ἐπίθ. τοῦ [[ὑπερβαίνω]], ὃν δύναταί τις νὰ ὑπερβῇ, νὰ ἀναβῇ, ἐπὶ τείχους, Θουκ. 3. 25. 2) μετατεθειμένος, ἐπὶ λέξεων, ὑπερβατὸν δεῖ [[θεῖναι]]... τὸ ‘[[ἀλαθέως]]’ Πλάτ. Πρωταγ. 343Ε· [[σύνθεσις]] ὑπερβατὴ Ἀριστ. Ρητ. πρὸς Ἀλέξ. 26, 1 καὶ 3· νοήσεις ὑπερβατοί, νοήματα ἐκφερόμενα ἐν ἀντιστρόφοις φράσεσι, Διον. Ἁλ. π. Θουκ. 52· - [[οὕτως]] ἐπίρρ. -τως, = καθ’ [[ὑπερβατόν]], ἐν ἀντιστρόφῳ τάξει, Ἀριστ. Ρητ. π. Ἀλέξ. 31, 5, Στράβ. 342, 370· οὕτω, δι’ ὑπερβατοῦ Διον. Ἁλ. π. Θουκ. 31· πρβλ. [[ὑπερβατόν]]. 3) ὃν παρέρχεταί τις ἐν παρόδῳ ἢ διὰ βραχέων· - Ἐπίρρ. -τῶς, συντόμως, ἐν παρόδῳ, Ἱππ. 7. 31. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ ὑπερβαίνων, προχωρῶν [[πέραν]] ἢ περαιτέρω, τῶν δ’ ὑπερβατώτερα, περαιτέρω τούτων, Αἰσχύλ. 428· [[ἔκτακτος]], [[ἀσυνήθης]], ἐνύπνια Ἀριστ. περὶ τῆς Καθ’ Ὕπν. Μαντ. 1, 12. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό / [[ὑπερβατός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[ὑπερβαίνω]]<br /><b>1.</b> αυτός τον οποίο μπορεί [[κανείς]] να υπερβεί, να ξεπεράσει<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> το [[υπερβατό]] και <i>τὸ ὑπερβατὸν</i><br />(γραμμ.-ρητ.) [[σχήμα]] λόγου [[κατά]] το οποίο δύο λέξεις της πρότασης, οι οποίες συνδέονται [[στενά]] ή συναποτελούν ενιαίο [[σύνολο]], χωρίζονται και απομακρύνονται [[μεταξύ]] τους, με την [[παρεμβολή]] άλλων λέξεων, που [[είναι]] άσχετες ή, [[τουλάχιστον]] όχι τόσο συνδεδεμένες με αυτές, όπως λ.χ. στις φράσεις «με τη <i>δική</i> σου ήρθα στον κόσμο τη [[λατρεία]]» ή «μὴ λέγετε ὡς ὑφ' <i>ἑνὸς</i> | |mltxt=-ή, -ό / [[ὑπερβατός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[ὑπερβαίνω]]<br /><b>1.</b> αυτός τον οποίο μπορεί [[κανείς]] να υπερβεί, να ξεπεράσει<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> το [[υπερβατό]] και <i>τὸ ὑπερβατὸν</i><br />(γραμμ.-ρητ.) [[σχήμα]] λόγου [[κατά]] το οποίο δύο λέξεις της πρότασης, οι οποίες συνδέονται [[στενά]] ή συναποτελούν ενιαίο [[σύνολο]], χωρίζονται και απομακρύνονται [[μεταξύ]] τους, με την [[παρεμβολή]] άλλων λέξεων, που [[είναι]] άσχετες ή, [[τουλάχιστον]] όχι τόσο συνδεδεμένες με αυτές, όπως λ.χ. στις φράσεις «με τη <i>δική</i> σου ήρθα στον κόσμο τη [[λατρεία]]» ή «μὴ λέγετε ὡς ὑφ' <i>ἑνὸς</i> τοιαῦτα πέπονθ' ἡ Ἑλλὰς <i>ἀνθρωπου</i>»<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «[[υπερβατό]] [[διάστημα]]»<br /><b>μουσ.</b> [[κάθε]] [[διάστημα]] μεγαλύτερο του συνεχούς διαστήματος δευτέρας<br />β) «[[σχήμα]] [[υπερβατό]]» — το [[υπερβατό]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που υπερβαίνει [[κάτι]], που προχωρεί πιο [[πέρα]] από [[κάτι]] («τὰ δ' ἔστι καὶ τῶνδ' ὑπερβατώτερα», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ασυνήθιστος]], [[παράξενος]] («ὑπερβατὰ ἐνύπνια», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «νοήσεις ὑπερβαταί» — νοήματα που εκφέρονται σε αντίστροφες φράσεις (Διον. Αλ.). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ὑπερβατῶς</i> Α<br /><b>1.</b> [[σύντομα]], εν παρόδω<br /><b>2.</b> αντίστροφη [[σειρά]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὑπερβᾰτός:''' -ή, -όν, ρημ. επίθ. του [[ὑπερβαίνω]],<br /><b class="num">I. 1.</b> [[διαβατός]] ή αυτός που μπορεί να τον ανέβει [[κάποιος]], [[κλιμακωτός]], αναρριχήσιμος, λέγεται για [[τείχος]], σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> μετατιθέμενος, χρησιμ. για λέξεις, σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> Ενεργ., αυτός που πηγαίνει [[παραπέρα]], <i>τῶνδ' ὑπερβατώτερα</i>, αυτά που πηγαίνουν πιο πέρα από εκείνα, σε Αισχύλ. | |lsmtext='''ὑπερβᾰτός:''' -ή, -όν, ρημ. επίθ. του [[ὑπερβαίνω]],<br /><b class="num">I. 1.</b> [[διαβατός]] ή αυτός που μπορεί να τον ανέβει [[κάποιος]], [[κλιμακωτός]], αναρριχήσιμος, λέγεται για [[τείχος]], σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> μετατιθέμενος, χρησιμ. για λέξεις, σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> Ενεργ., αυτός που πηγαίνει [[παραπέρα]], <i>τῶνδ' ὑπερβατώτερα</i>, αυτά που πηγαίνουν πιο πέρα από εκείνα, σε Αισχύλ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{mdlsj | ||
| | |mdlsjtxt=ὑπερ-βᾰτός, ή, όν verb. adj. of [[ὑπερβαίνω]]<br /><b class="num">I.</b> to be passed or crossed, scaleable, of a [[wall]], Thuc.<br /><b class="num">2.</b> [[transposed]], [[of words]], Plat.<br /><b class="num">II.</b> act. [[going]] [[beyond]], τῶνδ' ὑπερβατώτερα [[going]] far [[beyond]] these, Aesch. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{lxth | ||
| | |lthtxt=''[[superabilis]]'', [[that can be overcome]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:3.25.1/ 3.25.1]. | ||
}} | }} |