φιάλη: Difference between revisions

CSV import
m (LSJ1 replacement)
(CSV import)
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=fiali
|Transliteration C=fiali
|Beta Code=fia/lh
|Beta Code=fia/lh
|Definition=[ᾰ], ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[phiale]], [[cup]], [[bowl]] or [[pan]] used as a [[saucepan]] for boiling liquids, ἀμφίθετος φιάλη ἀπύρωτος Il.23.270; also used as a [[cinerary urn]], ὀστέα ἐν χρυσέῃ φιάλῃ καὶ δίπλακι δημῷ θείομεν ib.243, cf. 253.<br><span class="bld">2</span> after Hom., [[broad]], [[flat bowl]] or [[saucer]] for drinking or pouring libations, φιάλας τε καὶ ἄλλα ἐκπώματα [[Herodotus|Hdt.]]9.80, cf. 2.151, 7.54; δωροφοροῦσιν.. φιάλας Ar.''V.''677 (anap.); οἰνοδόκον φιάλη χρυσῷ πεφρικυῖαν Pi.''I.''6 (5).40; ἀργυρωθέντες σὺν οἰνηραῖς φ. Id.''N.''10.43; of gold, [[Herodotus|Hdt.]]2.151, 7.54, Pi.''I.''1.20, Pl.''Criti.''120a (pl.), ''PCair.Zen.''21.16 (iii B. C., [[si vera lectio|s.v.l.]]), ''Apoc.''5.8, etc.; ἔλαβε σύμβολον παρὰ βασιλέως τοῦ μεγάλου φ. χρυσῆν Lys.19.25; of silver, Pi.''N.''9.51, ''IG''12.313.15, al., Lys.12.11, ''PCair.Zen.''327.5, al. (iii B. C.); ἀργυρηλάτους χρυσέας τε φ. E.''Ion'' 1182; φ. λυκιουργεῖς D.49.31; as a votive offering, [[Herodotus|Hdt.]]1.50, ''PTeb.''6.27 (ii B. C.), etc.; πίνειν ἐκ φ. μεγάλης ἐπὶ δεξιά [[Plato|Pl.]]''[[Symposium|Smp.]]'' 223c, cf. X.''Smp.'' 2.23; φιάλη καρυωτή, v. [[καρυωτός]] ''ΙΙ''.<br><span class="bld">b</span> used for unguents, ἄλλος δ' εὐῶδες μύρον ἐν φ. παρατείνει Xenoph.1.3; for administering medicines, ''IG''42(1).122.125 (Epid., iv B. C.).<br><span class="bld">c</span> [[τὸ ἐκ φιάλης]] = [[revenue from a collecting bowl]] (perhaps), IG11(2).161''A''116 (Delos, iii B. C.), cf. ''Inscr.Delos'' 442''A''156 (ii B. C.).<br><span class="bld">II</span> from its broad flat shape, [[φιάλη Ἄρεως]] metaph. for [[ἀσπίς]], [[shield]], cited from Tim. (''Fr.''22) by Antiph.112, cf. Anaxandr.80, Arist.''Rh.''1412b35.<br><span class="bld">III</span> [[ornament used in a coffered ceiling]], Agatharch.102.—The form [[φιέλη]] was less Att., Moer.p.389 P.
|Definition=[ᾰ], ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[phiale]], [[cup]], [[bowl]] or [[pan]] used as a [[saucepan]] for boiling liquids, ἀμφίθετος φιάλη ἀπύρωτος Il.23.270; also used as a [[cinerary urn]], ὀστέα ἐν χρυσέῃ φιάλῃ καὶ δίπλακι δημῷ θείομεν ib.243, cf. 253.<br><span class="bld">2</span> after Hom., [[broad]], [[flat bowl]] or [[saucer]] for drinking or pouring libations, φιάλας τε καὶ ἄλλα ἐκπώματα [[Herodotus|Hdt.]]9.80, cf. 2.151, 7.54; δωροφοροῦσιν.. φιάλας Ar.''V.''677 (anap.); οἰνοδόκον φιάλη χρυσῷ πεφρικυῖαν Pi.''I.''6 (5).40; ἀργυρωθέντες σὺν οἰνηραῖς φ. Id.''N.''10.43; of gold, [[Herodotus|Hdt.]]2.151, 7.54, Pi.''I.''1.20, Pl.''Criti.''120a (pl.), ''PCair.Zen.''21.16 (iii B. C., [[si vera lectio|s.v.l.]]), ''Apoc.''5.8, etc.; ἔλαβε σύμβολον παρὰ βασιλέως τοῦ μεγάλου φ. χρυσῆν Lys.19.25; of silver, Pi.''N.''9.51, ''IG''12.313.15, al., Lys.12.11, ''PCair.Zen.''327.5, al. (iii B. C.); ἀργυρηλάτους χρυσέας τε φ. [[Euripides|E.]]''[[Ion]]''1182; φ. λυκιουργεῖς D.49.31; as a votive offering, [[Herodotus|Hdt.]]1.50, ''PTeb.''6.27 (ii B. C.), etc.; πίνειν ἐκ φ. μεγάλης ἐπὶ δεξιά [[Plato|Pl.]]''[[Symposium|Smp.]]'' 223c, cf. X.''Smp.'' 2.23; φιάλη καρυωτή, v. [[καρυωτός]] ''ΙΙ''.<br><span class="bld">b</span> used for unguents, ἄλλος δ' εὐῶδες μύρον ἐν φ. παρατείνει Xenoph.1.3; for administering medicines, ''IG''42(1).122.125 (Epid., iv B. C.).<br><span class="bld">c</span> [[τὸ ἐκ φιάλης]] = [[revenue from a collecting bowl]] (perhaps), IG11(2).161''A''116 (Delos, iii B. C.), cf. ''Inscr.Delos'' 442''A''156 (ii B. C.).<br><span class="bld">II</span> from its broad flat shape, [[φιάλη Ἄρεως]] metaph. for [[ἀσπίς]], [[shield]], cited from Tim. (''Fr.''22) by Antiph.112, cf. Anaxandr.80, Arist.''Rh.''1412b35.<br><span class="bld">III</span> [[ornament used in a coffered ceiling]], Agatharch.102.—The form [[φιέλη]] was less Att., Moer.p.389 P.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1273.png Seite 1273]] ἡ (gew. von [[πίνω]] abgeleitet, Ath. XI, 501 b), ein Geschirr mit breitem Boden, mehr Umfang als Tiefe habend, [[Schaale]], bes. Trinkschaale; Il. 23, 270. 616; Pind. Ol. 7, 1; οἰνοδόκον χρυσῷ πεφρικυῖαν I. 5, 37; οἰνηραί N. 10, 43, u. öfter; Ar. Vesp. 677 Av. 975; ἀργυρήλατοι Eur. Ion 1182, πίνειν ἐκ φιάλης μεγάλης Plat. Conv. 223 c; Critia. 120 a; oft bei Her.; auch ein Gefäß, die Gebeine eines Todten aufzunehmen, Aschenkrug, Urne, Il. 23, 243. 253, was v. 91 [[σορός]] hieß. – Wegen der Aehnlichkeit [[Ἄρεος]] [[φιάλη]] = [[ἀσπίς]], ein Schild, poet. bei Arist. rhet. 3, 11; vgl. Anaxandr. fr. inc. 22; auch ohne weitern Zusatz, Paus. 5, 8; – die vertiefte und ausgelegte Arbeit an der Decke, lacunar, tectum laqueatum, D. Sic. 3, 47. – Die Form [[φιέλη]] ist minder gut attisch, s. Moeris p. 390.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1273.png Seite 1273]] ἡ (gew. von [[πίνω]] abgeleitet, Ath. XI, 501 b), ein Geschirr mit breitem Boden, mehr Umfang als Tiefe habend, [[Schaale]], bes. Trinkschaale; Il. 23, 270. 616; Pind. Ol. 7, 1; οἰνοδόκον χρυσῷ πεφρικυῖαν I. 5, 37; οἰνηραί N. 10, 43, u. öfter; Ar. Vesp. 677 Av. 975; ἀργυρήλατοι Eur. Ion 1182, πίνειν ἐκ φιάλης μεγάλης Plat. Conv. 223 c; Critia. 120 a; oft bei Her.; auch ein Gefäß, die Gebeine eines Todten aufzunehmen, Aschenkrug, Urne, Il. 23, 243. 253, was v. 91 [[σορός]] hieß. – Wegen der Ähnlichkeit [[Ἄρεος]] [[φιάλη]] = [[ἀσπίς]], ein Schild, poet. bei Arist. rhet. 3, 11; vgl. Anaxandr. fr. inc. 22; auch ohne weitern Zusatz, Paus. 5, 8; – die vertiefte und ausgelegte Arbeit an der Decke, lacunar, tectum laqueatum, D. Sic. 3, 47. – Die Form [[φιέλη]] ist minder gut attisch, s. Moeris p. 390.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
Line 35: Line 35:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=η, ΝΜΑ, και δ. γρφ. [[φιάλλη]] και ιων. τ. [[φιέλη]] Α<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>τεχνολ.</b> επίμηκες [[δοχείο]] με στενό [[στόμιο]], από [[γυαλί]], πλαστικό, [[μέταλλο]] ή άργιλο, που χρησιμοποιείται για [[αποθήκευση]] και [[μεταφορά]] υγρών, [[μπουκάλι]], [[μποτίλια]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «[[φιάλη]] αερίου»<br /><b>τεχνολ.</b> κινητό μεταλλικό [[δοχείο]] προοριζόμενο για την [[αποθήκευση]] και τη [[μεταφορά]] αερίων πεπιεσμένων, υγροποιημένων ή διαλυμένων, λ.χ. του βουτανίου, του προπανίου, του οξυγόνου ή του ακετυλενίου κ.ά., για οικιακή ή βιομηχανική [[χρήση]]<br />β) «μαγνητική [[φιάλη]]»<br /><b>φυσ.</b> μαγνητικό [[πεδίο]] κλειστού σχήματος το οποίο δεν επιτρέπει τη [[διαφυγή]] [[εκτός]] τών ορίων του του πλάσματος που [[είναι]] εγκλωβισμένο στο εσωτερικό του<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>εκκλ.</b> [[υδροφόρος]] [[λεκάνη]] στο [[αίθριο]] ή, όταν δεν υπήρχε [[αίθριο]], στον νάρθηκα αρχικά τών βασιλικών και [[κατόπιν]] τών βυζαντινών ναών, της οποίας το [[νερό]] χρησιμοποιούνταν για τους καθαρμούς τών πιστών που μετείχαν στις λατρευτικές συνάξεις, [[γεγονός]] που συμβόλιζε την [[ανάγκη]] της ψυχικής καθαρότητας την ώρα της προσευχής<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[κρήνη]] με [[λεκάνη]] σε διάφορους χώρους για [[χρήση]] τών πολιτών<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ὁ ἐπὶ τῆς φιάλης»<br /><b>(βυζ.)</b> Βυζαντινός [[αξιωματούχος]] προερχόμενος από το πολεμικό [[ναυτικό]] της αυτοκρατορίας, στις διαταγές του οποίου υπάγονταν οι <i>ἐλάται</i>, οι ναύτες τών βασιλικών πλοίων<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> πλατύ και ρηχό [[αγγείο]] για το [[βράσιμο]] υγρών<br /><b>2.</b> [[είδος]] κοίλου αγγείου για την [[εναπόθεση]] τών οστών ή της τέφρας νεκρού («τὰ μὲν ἐν χρυσέῃ φιάλῃ καὶ δίπλακι δημῷ [[θείομεν]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> [[μυροθήκη]]<br /><b>4.</b> ανοιχτό [[αγγείο]] με αβαθές [[στόμιο]], [[χωρίς]] λαβές, που το χρησιμοποιούσαν για [[πόση]] στα συμπόσια [[αλλά]], συνηθέστερα, στις λατρευτικές εκδηλώσεις για [[έκχυση]] σπονδών<br /><b>5.</b> [[κοίλο]] και σκαλιστό [[φάτνωμα]] οροφής («τὰς δ' ὀροφὰς καὶ θύρας χρυσαῑς φιάλαις λιθοκολλήτοις καὶ πυκναῑς διειληφότες», Διοδ.)<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> «Ἄρεως [[φιάλη]]»<br /><b>μτφ.</b> [[ασπίδα]] <b>(Αντιφάν.)</b>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Τεχνικός όρος με [[επίθημα]] -<i>άλη</i> ([[πρβλ]]. [[σκυτάλη]]) και [[εναλλαγή]] <i>α</i>/<i>ε</i> στο [[επίθημα]] (<b>πρβλ.</b> [[ὕαλος]] / [[ὕελος]]). Κατά μία [[άποψη]], η λ. [[φιάλη]] έχει σχηματιστεί <span style="color: red;"><</span> <i>πι</i>-<i>Fhaλᾱ</i> <span style="color: red;"><</span> <i>pi</i>-<i>swal</i><i>ā</i> (<span style="color: red;"><</span> ΙΕ [[ρίζα]] <i>swel</i>- «[[καίω]], σιγοκαίω», <b>πρβλ.</b> [[εἵλη]] «[[θέρμη]] του ήλιου»). Αλλά οι μυκην. τ. <i>pia</i><sub>2</sub><i>ra</i> = [[φιάλη]] και <i>pijera</i><sub>3</sub> = [[φιέλη]] αποτρέπουν την [[υπόθεση]] ενός εσωτερικού -<i>F</i>- ή -<i>σF</i>-, ενώ ενισχύουν την [[άποψη]] ότι πρόκειται για έναν δασύ φθόγγο (<b>πρβλ.</b> και μυκην. <i>ijero</i> = [[ἱερός]]). Συνεπώς, η λ. [[φιάλη]] μπορεί να αναχθεί σε έναν τ. <i>φῑσαλᾱ</i> ή <i>πῑσαλᾱ</i> με προληπτική δάσυνση του <i>π</i>. Ο τ. <i>πισαλᾱ</i>, [[ωστόσο]], παραμένει [[δυσερμήνευτος]], [[αφού]] τόσο η [[άποψη]] ότι έχει προέλθει <span style="color: red;"><</span> (<i>ἐ</i>)<i>πί</i> <span style="color: red;">+</span> [[ἑλεῖν]], απρμφ. αορ. του <i>αἱρῶ</i> «[[πιάνω]]», όσο και η [[σύνδεση]] του με το θ. <i>πῑ</i>- του <i>πίω</i> «[[πίνω]]», δεν θεωρούνται πιθανές. Ίσως τελικά θα έπρεπε να θεωρηθεί ως τ. του προελληνικού γλωσσικού υποστρώματος ή δάνεια λ.].
|mltxt=η, ΝΜΑ, και δ. γρφ. [[φιάλλη]] και ιων. τ. [[φιέλη]] Α<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>τεχνολ.</b> επίμηκες [[δοχείο]] με στενό [[στόμιο]], από [[γυαλί]], πλαστικό, [[μέταλλο]] ή άργιλο, που χρησιμοποιείται για [[αποθήκευση]] και [[μεταφορά]] υγρών, [[μπουκάλι]], [[μποτίλια]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «[[φιάλη]] αερίου»<br /><b>τεχνολ.</b> κινητό μεταλλικό [[δοχείο]] προοριζόμενο για την [[αποθήκευση]] και τη [[μεταφορά]] αερίων πεπιεσμένων, υγροποιημένων ή διαλυμένων, λ.χ. του βουτανίου, του προπανίου, του οξυγόνου ή του ακετυλενίου κ.ά., για οικιακή ή βιομηχανική [[χρήση]]<br />β) «μαγνητική [[φιάλη]]»<br /><b>φυσ.</b> μαγνητικό [[πεδίο]] κλειστού σχήματος το οποίο δεν επιτρέπει τη [[διαφυγή]] [[εκτός]] τών ορίων του του πλάσματος που [[είναι]] εγκλωβισμένο στο εσωτερικό του<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>εκκλ.</b> [[υδροφόρος]] [[λεκάνη]] στο [[αίθριο]] ή, όταν δεν υπήρχε [[αίθριο]], στον νάρθηκα αρχικά τών βασιλικών και [[κατόπιν]] τών βυζαντινών ναών, της οποίας το [[νερό]] χρησιμοποιούνταν για τους καθαρμούς τών πιστών που μετείχαν στις λατρευτικές συνάξεις, [[γεγονός]] που συμβόλιζε την [[ανάγκη]] της ψυχικής καθαρότητας την ώρα της προσευχής<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[κρήνη]] με [[λεκάνη]] σε διάφορους χώρους για [[χρήση]] τών πολιτών<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ὁ ἐπὶ τῆς φιάλης»<br /><b>(βυζ.)</b> Βυζαντινός [[αξιωματούχος]] προερχόμενος από το πολεμικό [[ναυτικό]] της αυτοκρατορίας, στις διαταγές του οποίου υπάγονταν οι <i>ἐλάται</i>, οι ναύτες τών βασιλικών πλοίων<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> πλατύ και ρηχό [[αγγείο]] για το [[βράσιμο]] υγρών<br /><b>2.</b> [[είδος]] κοίλου αγγείου για την [[εναπόθεση]] τών οστών ή της τέφρας νεκρού («τὰ μὲν ἐν χρυσέῃ φιάλῃ καὶ δίπλακι δημῷ [[θείομεν]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> [[μυροθήκη]]<br /><b>4.</b> ανοιχτό [[αγγείο]] με αβαθές [[στόμιο]], [[χωρίς]] λαβές, που το χρησιμοποιούσαν για [[πόση]] στα συμπόσια [[αλλά]], συνηθέστερα, στις λατρευτικές εκδηλώσεις για [[έκχυση]] σπονδών<br /><b>5.</b> [[κοίλο]] και σκαλιστό [[φάτνωμα]] οροφής («τὰς δ' ὀροφὰς καὶ θύρας χρυσαῑς φιάλαις λιθοκολλήτοις καὶ πυκναῑς διειληφότες», Διοδ.)<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> «Ἄρεως [[φιάλη]]»<br /><b>μτφ.</b> [[ασπίδα]] <b>(Αντιφάν.)</b>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Τεχνικός όρος με [[επίθημα]] -<i>άλη</i> ([[πρβλ]]. [[σκυτάλη]]) και [[εναλλαγή]] <i>α</i>/<i>ε</i> στο [[επίθημα]] (<b>πρβλ.</b> [[ὕαλος]] / [[ὕελος]]). Κατά μία [[άποψη]], η λ. [[φιάλη]] έχει σχηματιστεί <span style="color: red;"><</span> <i>πι</i>-<i>Fhaλᾱ</i> <span style="color: red;"><</span> <i>pi</i>-<i>swal</i><i>ā</i> (<span style="color: red;"><</span> ΙΕ [[ρίζα]] <i>swel</i>- «[[καίω]], σιγοκαίω», <b>πρβλ.</b> [[εἵλη]] «[[θέρμη]] του ήλιου»). Αλλά οι μυκην. τ. <i>pia</i><sub>2</sub><i>ra</i> = [[φιάλη]] και <i>pijera</i><sub>3</sub> = [[φιέλη]] αποτρέπουν την [[υπόθεση]] ενός εσωτερικού -<i>F</i>- ή -<i>σF</i>-, ενώ ενισχύουν την [[άποψη]] ότι πρόκειται για έναν δασύ φθόγγο (<b>πρβλ.</b> και μυκην. <i>ijero</i> = [[ἱερός]]). Συνεπώς, η λ. [[φιάλη]] μπορεί να αναχθεί σε έναν τ. <i>φῑσαλᾱ</i> ή <i>πῑσαλᾱ</i> με προληπτική δάσυνση του <i>π</i>. Ο τ. <i>πισαλᾱ</i>, [[ωστόσο]], παραμένει [[δυσερμήνευτος]], [[αφού]] τόσο η [[άποψη]] ότι έχει προέλθει <span style="color: red;"><</span> (<i>ἐ</i>)<i>πί</i> <span style="color: red;">+</span> [[ἑλεῖν]], απρμφ. αορ. του <i>αἱρῶ</i> «[[πιάνω]]», όσο και η [[σύνδεση]] του με το θ. <i>πῖ</i>- του <i>πίω</i> «[[πίνω]]», δεν θεωρούνται πιθανές. Ίσως τελικά θα έπρεπε να θεωρηθεί ως τ. του προελληνικού γλωσσικού υποστρώματος ή δάνεια λ.].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
Line 41: Line 41:
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=φιᾰ́λη, ἡ,<br /><b class="num">1.</b> a [[broad]], [[flat]] [[vessel]], a [[bowl]], used to [[boil]] liquids in, Il.; used as a cinerary urn, Il.<br /><b class="num">2.</b> [[after]] Hom. a [[broad]], [[flat]] [[bowl]] for [[drinking]] or pouring libations, Lat. [[patera]], Hdt., [[attic]] [deriv. uncertain]
|mdlsjtxt=φιᾰ́λη, ἡ,<br /><b class="num">1.</b> a [[broad]], [[flat]] [[vessel]], a [[bowl]], used to [[boil]] liquids in, Il.; used as a cinerary urn, Il.<br /><b class="num">2.</b> [[after]] Hom. a [[broad]], [[flat]] [[bowl]] for [[drinking]] or pouring libations, Lat. [[patera]], Hdt., Attic [deriv. uncertain]
}}
}}
{{FriskDe
{{FriskDe
Line 54: Line 54:
{{elmes
{{elmes
|esmgtx=ἡ [[cuenco]], [[bol]] usado para adivinaciones λαβὼν ἄγγος χαλκοῦν, ἢ λεκάνην ἢ φιάλην ... βάλε ὕδωρ <b class="b3">toma un recipiente de bronce, un plato o una taza y échale agua</b> P IV 224 ἁγνεύσας ἡμέρας ζʹ καὶ λαβὼν φιάλην λευκὴν πλῆσον ὕδατος <b class="b3">habiéndote mantenido puro durante siete días, toma un cuenco blanco y llénalo de agua</b> P IV 3210 εἶτα ἀτένιζε εἰς τὴν φιάλην <b class="b3">luego mira fijamente el cuenco</b> P IV 3223 μαντεῖον Σαραπιακὸν ἐπὶ παιδὸς, ἐπὶ λύχνου καὶ φιάλης καὶ βάθρου <b class="b3">fórmula de petición de un oráculo a Sarapis con la ayuda de un niño, una lámpara, un cuenco y un pedestal</b> P V 2 <ταῦτα δίωκε> ἐπὶ φιάλης, εἰς ἣν βαλεῖς ἐλαίου χρηστοῦ κοτ(ύλην) αʹ <b class="b3">recita esto sobre un cuenco en el que echarás una cotila de buen aceite</b> P LXII 39 πήξεις τὸν λίθον ἐξ ἀριστερῶν τῆς φιάλης ἔξωθεν <b class="b3">fijarás la piedra por la izquierda al exterior del cuenco</b> P LXII 43 ποίησον αὐτὸν ψηφίσαι τόδ(ε) τῇ φιάλῃ <b class="b3">haz que él realice el cálculo en el cuenco</b> P LXII 48  
|esmgtx=ἡ [[cuenco]], [[bol]] usado para adivinaciones λαβὼν ἄγγος χαλκοῦν, ἢ λεκάνην ἢ φιάλην ... βάλε ὕδωρ <b class="b3">toma un recipiente de bronce, un plato o una taza y échale agua</b> P IV 224 ἁγνεύσας ἡμέρας ζʹ καὶ λαβὼν φιάλην λευκὴν πλῆσον ὕδατος <b class="b3">habiéndote mantenido puro durante siete días, toma un cuenco blanco y llénalo de agua</b> P IV 3210 εἶτα ἀτένιζε εἰς τὴν φιάλην <b class="b3">luego mira fijamente el cuenco</b> P IV 3223 μαντεῖον Σαραπιακὸν ἐπὶ παιδὸς, ἐπὶ λύχνου καὶ φιάλης καὶ βάθρου <b class="b3">fórmula de petición de un oráculo a Sarapis con la ayuda de un niño, una lámpara, un cuenco y un pedestal</b> P V 2 <ταῦτα δίωκε> ἐπὶ φιάλης, εἰς ἣν βαλεῖς ἐλαίου χρηστοῦ κοτ(ύλην) αʹ <b class="b3">recita esto sobre un cuenco en el que echarás una cotila de buen aceite</b> P LXII 39 πήξεις τὸν λίθον ἐξ ἀριστερῶν τῆς φιάλης ἔξωθεν <b class="b3">fijarás la piedra por la izquierda al exterior del cuenco</b> P LXII 43 ποίησον αὐτὸν ψηφίσαι τόδ(ε) τῇ φιάλῃ <b class="b3">haz que él realice el cálculo en el cuenco</b> P LXII 48  
}}
{{lxth
|lthtxt=''[[phiala]]'', [[bowl]], [[goblet]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:6.46.3/ 6.46.3].
}}
}}