εὐλάκα: Difference between revisions

CSV import
(1b)
(CSV import)
 
(14 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=evlaka
|Transliteration C=evlaka
|Beta Code=eu)la/ka
|Beta Code=eu)la/ka
|Definition=ἡ, Dor. word, <span class=foreign>ἀργυρέᾳ εὐλάκᾳ εὐλαξεῖν (Lacon. fut. inf.), <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">should plough</b> with silver <b class="b2">ploughshare</b>, intimating that there would be a dearth, corn being worth its weight in silver, Orac. ap. <span class="bibl">Th.5.16</span> (v.l. [[εὐλάχα]], Phot.).—Neither Verb nor Noun occurs elsewh. (Cf. <b class="b3">αὐλάχα, αὖλαξ</b>.)</span>
|Definition=ἡ, Dor. word, ἀργυρέᾳ εὐλάκᾳ [[εὐλαξεῖν]] (Lacon. fut. inf.), [[should]] [[plough]] [[with]] [[silver]] [[ploughshare]], intimating that there would be a [[dearth]], [[corn]] being worth its weight in [[silver]], Orac. ap. Th.5.16 ([[varia lectio|v.l.]] [[εὐλάχα]], Phot.).—Neither Verb nor Noun occurs elsewhere (Cf. [[αὐλάχα]], [[αὖλαξ]].)
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1077.png Seite 1077]] nur in einem Orakel bei Thuc. 5. 16, ἀργυρέᾳ εὐλάκᾳ εὐλάξειν, mit silberner Pflugschaar pflügen (wahrscheinlich alte lakon. Formen von [[αὖλαξ]]), von eiuer Theuerung, wo das Getreide so theuer wird, als hätte man mit silberner Pflugschaar pflügen müssen.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1077.png Seite 1077]] nur in einem Orakel bei Thuc. 5. 16, ἀργυρέᾳ εὐλάκᾳ εὐλάξειν, mit silberner Pflugschaar pflügen (wahrscheinlich alte lakon. Formen von [[αὖλαξ]]), von eiuer Theuerung, wo das Getreide so theuer wird, als hätte man mit silberner Pflugschaar pflügen müssen.
}}
{{bailly
|btext=(ἡ) :<br />soc de la charrue <i>ou</i> hoyau.<br />'''Étymologie:''' mot laconien, c. [[αὖλαξ]].
}}
{{elru
|elrutext='''εὐλάκᾱ:''' ἡ дор. лемех: ἀργυρέᾳ εὐλάκᾳ εὐλάξειν Thuc. (слова оракула) пахать серебряным лемехом, т. е. оставить землю невспаханной и страдать от голода.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''εὐλάκα''': ἡ, ἐν Χρησμῷ τινι παρὰ Θουκ. 5. 16, εἰ δὲ μὴ ἀργυρέᾳ εὐλάκᾳ εὐλαξεῖν, εἰ δὲ μὴ θὰ ἀρόσωσι (τὴν γῆν) μὲ ἀργυρᾶν ὕνιν, [[ὅπερ]] ἐδήλου ὅτι ἔμελλε νὰ ἐπέλθῃ [[σιτοδεία]], [[ὥστε]] νὰ πορίζωνται τὸν σῖτον [[ἄλλοθεν]], ὠνούμενοι αὐτὸν δι’ ἀργυρίου. Οὔτε τὸ [[ῥῆμα]] [[οὔτε]] τὸ [[ὄνομα]] ἀπαντᾷ ἀλλαχοῦ. Εἶναι ἀρχαῖοι Λακωνικοὶ τύποι πιθαν. συγγενεῖς τῷ [[αὖλαξ]].
|lstext='''εὐλάκα''': ἡ, ἐν Χρησμῷ τινι παρὰ Θουκ. 5. 16, εἰ δὲ μὴ ἀργυρέᾳ εὐλάκᾳ εὐλαξεῖν, εἰ δὲ μὴ θὰ ἀρόσωσι (τὴν γῆν) μὲ ἀργυρᾶν ὕνιν, [[ὅπερ]] ἐδήλου ὅτι ἔμελλε νὰ ἐπέλθῃ [[σιτοδεία]], [[ὥστε]] νὰ πορίζωνται τὸν σῖτον [[ἄλλοθεν]], ὠνούμενοι αὐτὸν δι’ ἀργυρίου. Οὔτε τὸ [[ῥῆμα]] [[οὔτε]] τὸ [[ὄνομα]] ἀπαντᾷ ἀλλαχοῦ. Εἶναι ἀρχαῖοι Λακωνικοὶ τύποι πιθαν. συγγενεῖς τῷ [[αὖλαξ]].
}}
{{bailly
|btext=(ἡ) :<br />soc de la charrue <i>ou</i> hoyau.<br />'''Étymologie:''' mot laconien, c. [[αὖλαξ]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εὐλάκα]], ἡ (Α)<br />(δωρ. [[λέξη]]) απαντά μόνο στη [[φράση]] «εἰ δὲ μὴ ἀργυρέᾳ εὐλάκᾳ εὐλαξεῑν» — διαφορετικά θα οργώσουν (τη γη) με αργυρό υνί, <b>Θουκ.</b> (η [[φράση]] [[είναι]] [[απόσπασμα]] από χρησμό, με τον οποίο προμηνυόταν στους Λακεδαιμονίους ότι θα ερχόταν [[περίοδος]] σιτοδείας, ώστε να προμηθεύονται [[σιτάρι]] αγοράζοντάς το από [[αλλού]] με [[πολλά]] χρήματα. Ούτε το [[ρήμα]] [[ούτε]] το όνομα απαντούν σε [[άλλο]] [[χωρίο]]).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> [[Λακωνικός]] τ. <span style="color: red;"><</span> <i>ε</i>-<i>Fλακ</i>-, με [[θέμα]] που απαντά στο <i>αύλαξ</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>α</i>-<i>Fλακ</i>-) και διαφορετικό [[πρόθημα]]].
|mltxt=[[εὐλάκα]], ἡ (Α)<br />(δωρ. [[λέξη]]) απαντά μόνο στη [[φράση]] «εἰ δὲ μὴ ἀργυρέᾳ εὐλάκᾳ εὐλαξεῖν» — διαφορετικά θα οργώσουν (τη γη) με αργυρό υνί, <b>Θουκ.</b> (η [[φράση]] [[είναι]] [[απόσπασμα]] από χρησμό, με τον οποίο προμηνυόταν στους Λακεδαιμονίους ότι θα ερχόταν [[περίοδος]] σιτοδείας, ώστε να προμηθεύονται [[σιτάρι]] αγοράζοντάς το από [[αλλού]] με [[πολλά]] χρήματα. Ούτε το [[ρήμα]] [[ούτε]] το όνομα απαντούν σε [[άλλο]] [[χωρίο]]).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> [[Λακωνικός]] τ. <span style="color: red;"><</span> <i>ε</i>-<i>Fλακ</i>-, με [[θέμα]] που απαντά στο <i>αύλαξ</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>α</i>-<i>Fλακ</i>-) και διαφορετικό [[πρόθημα]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εὐλάκα:''' ἡ, Χρησμ. [[παρά]] Θουκ. (αρχαίοι Λακ. τύποι, πιθ. συγγενές προς το [[αὖλαξ]]).
|lsmtext='''εὐλάκα:''' ἡ, Χρησμ. [[παρά]] Θουκ. (αρχαίοι Λακ. τύποι, πιθ. συγγενές προς το [[αὖλαξ]]).
}}
{{elru
|elrutext='''εὐλάκᾱ:''' ἡ дор. лемех: ἀργυρέᾳ εὐλάκᾳ εὐλάξειν Thuc. (слова оракула) пахать серебряным лемехом, т. е. оставить землю невспаханной и страдать от голода.
}}
}}
{{etym
{{etym
Line 36: Line 36:
{{FriskDe
{{FriskDe
|ftr='''εὐλάκα''': {eulákā}<br />'''Grammar''': f.<br />'''Meaning''': [[Pflug]], [[Pflugschar]] (dor.).<br />'''See also''': S. [[ἄλοξ]].<br />'''Page''' 1,588
|ftr='''εὐλάκα''': {eulákā}<br />'''Grammar''': f.<br />'''Meaning''': [[Pflug]], [[Pflugschar]] (dor.).<br />'''See also''': S. [[ἄλοξ]].<br />'''Page''' 1,588
}}
{{lxth
|lthtxt=(<i>Dor.</i> <i>Doric dialect</i>), ''[[vomer]]'', [[ploughshare]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:5.16.2/ 5.16.2].
}}
}}