3,273,769
edits
m (Text replacement - "εῑσαν" to "εῖσαν") |
(CSV import) |
||
(27 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=synallasso | |Transliteration C=synallasso | ||
|Beta Code=sunalla/ssw | |Beta Code=sunalla/ssw | ||
|Definition=Att. συναλλάττω, pf. < | |Definition=Att. [[συναλλάττω]], pf.<br><span class="bld">A</span> συνήλλαχα ''SIG''742.55 (Ephesus, i B.C.). etc.: 2 aor. Pass. συνηλλάγην ''PTeb.''329.10:—[[bring into intercourse with]], [[associate with]], δίκαιον ἄνδρα τοῖσι δυσσεβεστέροις A. ''Th.''597:—Pass., [[have intercourse with]], Ἑλένῳ συναλλαχθεῖσαν εὐναίοις γάμοις [[Euripides|E.]]''[[Andromache|Andr.]]''1245; ᾗ [εὐνῇ] ξυνηλλάχθης ἐμοί [[Sophocles|S.]]''[[Ajax|Aj.]]''493.<br><span class="bld">2</span> [[reconcile]], τινάς τισι Th.1.24; τινας, opp. [[διαλλάττειν]], X.''Vect.''5.8; τινὰς εἰς εἰρήνην ''Act.Ap.''7.26: abs., [[Plato|Pl.]]''[[Leges|Lg.]]''930a:—Pass. and Med., to [[be reconciled]] or [[come to terms with]], [[make a league]] or [[alliance with]], πρός τινας Th.8.90, X.''An.''1.2.1: abs., [[make peace]], Th.5.5, X.''HG''2.4.43, etc.; [[μετρίως]] on fair terms, Th.4.19.<br><span class="bld">II</span> intr., [[have dealings with]] another, [[Sophocles|S.]]''[[Oedipus Tyrannus|OT]]''1110, E.''Heracl.''4; <b class="b3">ἦ ξυνήλλαξάς τί που</b>; [[hast thou had]] any [[dealings with]] him, [[Sophocles|S.]]''[[Oedipus Tyrannus|OT]]''1130.<br><span class="bld">2</span> [[enter into engagements]] or [[contracts]] (cf. [[συνάλλαγμα]] ''ΙΙ''), ''Leg.Gort.''9.44, al., [[Aristotle|Arist.]]''[[Nicomachean Ethics|EN]]''1162b24, 1178b11, D.24.192, Din. ap. Gramm. in Reitzenstein ''Ind.Lect.Rost.'' 1892/3p.7, ''PCair.Zen.''359.6, 12 (iii B.C.), ''SIG''l.c.; <b class="b3">οἱ συνηλλαχότες</b> the [[parties to a contract]], PTeb.5.212 (ii B.C.), cf. ''[[Oxyrhynchus Papyri|POxy.]]''34i 10, al. (ii A.D.): c. acc. cogn., τοιοῦτον πρᾶγμα συναλλάττων D.30.12, cf. D.H.6.22, ''BGU''1062.10:—Pass., to [[be the subject of a contract]], PTeb.329.10 (ii A.D.). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0998.png Seite 998]] att. -ττω, mit einem Andern Etwas wechseln, umtauschen, vertauschen, Sp. – Dah. übertr., | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0998.png Seite 998]] att. -ττω, mit einem Andern Etwas wechseln, umtauschen, vertauschen, Sp. – Dah. übertr., [[aussöhnen]], [[vereinigen]], Aesch. Spt. 579; so pass., [[καί]] σ' [[ἀντιάζω]] [[πρός]] τ' ἐφεστίου Διὸς εὐνῆς τε τῆς σῆς, ᾑ συνηλλάχθης [[ἐμοί]], Soph. Ai. 493; Eur. Heracl. 4; Plat. Legg. XI, 930 a; [[πρός]] τινα, Thuc. 8, 90; Folgde; – intr. mit Einem Umgang, Verkehr haben, Soph. O. R. 1110; Eur. Heracl. 4; mit ihm umgehen, χρώμεθα ἀλλήλοις καὶ συναλλάττομεν, Dem. 24, 192. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{bailly | ||
| | |btext=<b>I.</b> <i>tr.</i> <b>1</b> [[mettre en relation]], [[unir]] : τινά τινι une personne à une autre ; <i>Pass.</i> avoir des relations avec, être uni <i>ou</i> s'unir avec, τινι;<br /><b>2</b> [[réconcilier]] : τινά τινι une personne avec une autre ; <i>Pass.</i> se réconcilier : [[πρός]] τινα avec qqn;<br /><b>II.</b> <i>intr.</i> avoir des relations avec, τινι;<br />[[NT]]: négocier.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἀλλάσσω]]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=συν-αλλάσσω, zie συναλλάττω. | |||
}} | }} | ||
{{ | {{elru | ||
| | |elrutext='''συναλλάσσω:''' атт. [[συναλλάττω]]<br /><b class="num">1</b> [[связывать взаимоотношениями]], [[соединять]], [[приобщать]]: σ. τινά τισι Aesch. вводить кого-л. в чье-л. общество; συναλλαχθεῖσα εὐναίοις γάμοις τινί Eur. сочетавшаяся законным браком с кем-л.;<br /><b class="num">2</b> [[примирять]] (τινά τινι Thuc. и τινάς Xen.): συναλλάσσεσθαι πρός τινα Thuc., Xen. мириться с кем-л.;<br /><b class="num">3</b> [[находиться во взаимоотношениях]], [[общаться]] (ἀλλήλοις Dem.): σ. [[βαρύς]] Eur. невыносимый в обществе, неуживчивый; ἢ ξυναλλάξας τί πω; Soph. встречался ли ты (с ним) когда-л.?;<br /><b class="num">4</b> [[вступать в соглашение]], [[заключать сделки]] Arst., Dem. | ||
}} | }} | ||
{{Thayer | {{Thayer | ||
|txtha=([[συνελαύνω]]) 1st aorist συνήλασα; from | |txtha=([[συνελαύνω]]) 1st aorist συνήλασα; from Homer down; to [[drive]] [[together]], to [[compel]]; tropically, to [[constrain]] by [[exhortation]], [[urge]]: τινα εἰς εἰρήνην, to be at [[peace]] [[again]], R G (εἰς [[τόν]] τῆς σοφίας ἐρωτᾷ, Aelian v. h. 4,15). | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ΝΜΑ, και [[συναλλάζω]] Ν, και συναλλάττω Α [[ἀλλάσσω]], -<i>ομαι</i>]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (στον τ. [[συναλλάζω]]) [[αλλάζω]] [[συχνά]] τα ρούχα μου, [[φορώ]] διαδοχικά το ένα [[μετά]] το [[άλλο]]<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>συναλλάσσομαι</i><br />α) έχω συναλλαγές, έχω δοσοληψίες, έχω εμπορικές και, γενικότερα, οικονομικές σχέσεις με κάποιον («συναλλάσσεται με μεγάλους εμπορικούς οίκους του εξωτερικού»)<br />β) <b>μτφ.</b> [[καθιστώ]] αθέμιτα [[κάτι]] [[αντικείμενο]] συναλλαγής, [[εμπορεύομαι]] την [[πολιτική]] ή την επίσημη [[θέση]] μου («συναλλάσσεται ασύστολα με τους ισχυρούς του χρήματος»)<br /><b>μσν.</b><br />[[αλλάζω]], [[μεταβάλλω]] [[κάτι]] ταυτόχρονα με [[κάτι]] [[άλλο]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> έχω σχέσεις με κάποιον, [[γνωρίζω]] κάποιον («εἴ χρή τι κἀμὲ μὴ ξυναλλάξαντά πω», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> [[συνδιαλλάσσω]], [[συμφιλιώνω]] (α. «ἀλλὰ τους τε φεύγοντας ξυναλλάξαι σφίσι», <b>Θουκ.</b><br />β. «καὶ συνήλασσεν αὐτοὺς εἰς εἰρήνην», ΚΔ)<br /><b>3.</b> <b>μέσ.</b> έχω σαρκική [[σχέση]] ή παντρεύομαι («Ἑλένῳ συναλλαχθεῖσαν εὐναίοις γάμοις», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[σχετίζω]] κάποιον με κάποιον [[άλλο]] («φεῡ τοῦ ξυναλλάσσοντος ὄρνιθος | |mltxt=ΝΜΑ, και [[συναλλάζω]] Ν, και συναλλάττω Α [[ἀλλάσσω]], -<i>ομαι</i>]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (στον τ. [[συναλλάζω]]) [[αλλάζω]] [[συχνά]] τα ρούχα μου, [[φορώ]] διαδοχικά το ένα [[μετά]] το [[άλλο]]<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>συναλλάσσομαι</i><br />α) έχω συναλλαγές, έχω δοσοληψίες, έχω εμπορικές και, γενικότερα, οικονομικές σχέσεις με κάποιον («συναλλάσσεται με μεγάλους εμπορικούς οίκους του εξωτερικού»)<br />β) <b>μτφ.</b> [[καθιστώ]] αθέμιτα [[κάτι]] [[αντικείμενο]] συναλλαγής, [[εμπορεύομαι]] την [[πολιτική]] ή την επίσημη [[θέση]] μου («συναλλάσσεται ασύστολα με τους ισχυρούς του χρήματος»)<br /><b>μσν.</b><br />[[αλλάζω]], [[μεταβάλλω]] [[κάτι]] ταυτόχρονα με [[κάτι]] [[άλλο]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> έχω σχέσεις με κάποιον, [[γνωρίζω]] κάποιον («εἴ χρή τι κἀμὲ μὴ ξυναλλάξαντά πω», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> [[συνδιαλλάσσω]], [[συμφιλιώνω]] (α. «ἀλλὰ τους τε φεύγοντας ξυναλλάξαι σφίσι», <b>Θουκ.</b><br />β. «καὶ συνήλασσεν αὐτοὺς εἰς εἰρήνην», ΚΔ)<br /><b>3.</b> <b>μέσ.</b> έχω σαρκική [[σχέση]] ή παντρεύομαι («Ἑλένῳ συναλλαχθεῖσαν εὐναίοις γάμοις», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[σχετίζω]] κάποιον με κάποιον [[άλλο]] («φεῡ τοῦ ξυναλλάσσοντος ὄρνιθος βροτοῖς δίκαιον ἄνδρα τοῖσι δυσσεβεστάτοις», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> α) [[έρχομαι]] σε [[συνδιαλλαγή]] με κάποιον («ἐπιτείλαντες παντὶ τρόπῳ... ξυναλλαγῆναι πρὸς τοὺς Λακεδαιμονίους», <b>Θουκ.</b>)<br />β) [[συνάπτω]] [[ειρήνη]] («μόνοι γὰρ τῶν ξυμμάχων, ὅτε Σικελιῶται ξυνηλάσσοντο, οὐκ ἐσπείσαντο Ἀθηναίοις», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[μετρίως]] συναλλάττομαι» — [[συνάπτω]] [[ειρήνη]] με δίκαιους όρους (<b>Θουκ.</b>). | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''συναλλάσσω:''' Αττ. -ττω, μέλ. <i>-ξω</i>,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[φέρνω]] σε [[σχέση]] με, [[σχετίζω]], <i>τινάτινι</i>, σε Αισχύλ. — Παθ., έχω σχέσεις με, σχετίζομαι, <i>τινί</i>, σε Σοφ., Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> [[συμφιλιώνω]], <i>τινά τινι</i>, σε Θουκ. — Παθ. και Μέσ., συμφιλιώνομαι, [[συμμαχώ]] ή [[συνεταιρίζομαι]] με, [[πρός]] τινα, στον ίδ., Ξεν.· απόλ., [[συνάπτω]] [[ειρήνη]], [[ειρηνεύω]], σε Θουκ., Ξεν.<br /><b class="num">II. 1.</b> αμτβ., έχω επαφές, συναλλαγές με κάποιον, σε Σοφ., Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> [[έρχομαι]] σε σχέσεις ή αμοιβαίες συμφωνίες, [[διαπραγματεύομαι]], σε Δημ., Αριστ. | |lsmtext='''συναλλάσσω:''' Αττ. -ττω, μέλ. <i>-ξω</i>,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[φέρνω]] σε [[σχέση]] με, [[σχετίζω]], <i>τινάτινι</i>, σε Αισχύλ. — Παθ., έχω σχέσεις με, σχετίζομαι, <i>τινί</i>, σε Σοφ., Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> [[συμφιλιώνω]], <i>τινά τινι</i>, σε Θουκ. — Παθ. και Μέσ., συμφιλιώνομαι, [[συμμαχώ]] ή [[συνεταιρίζομαι]] με, [[πρός]] τινα, στον ίδ., Ξεν.· απόλ., [[συνάπτω]] [[ειρήνη]], [[ειρηνεύω]], σε Θουκ., Ξεν.<br /><b class="num">II. 1.</b> αμτβ., έχω επαφές, συναλλαγές με κάποιον, σε Σοφ., Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> [[έρχομαι]] σε σχέσεις ή αμοιβαίες συμφωνίες, [[διαπραγματεύομαι]], σε Δημ., Αριστ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''συναλλάσσω''': Ἀττικ. -ττω· μέλλ. -ξω· ― [[φέρω]] εἰς σχέσιν μετά τινος, σχετίζω, δίκαιον ἄνδρα τοῖσι δυσσεβεστέροις Αἰσχ. Θήβ. 597. ― Παθητ., Ἑλένῳ συναλλαχθεῖσαν εὐναίοις γάμοις Εὐριπ. Ἀνδρ. 1245· ᾖ [εὐνῇ] ξυνηλλάχθης ἐμοὶ Σοφ. Αἴ. 493. 2) διαλλάττω, συμφιλιώνω, τινά τινι Θουκ. 1. 24· τινὰς Ξενοφ. Πόροι 5. 8· ἀπολ., Πλάτ. Νόμ. 930Α. ― Παθητ. καὶ μέσ., συνδιαλλάττομαι, ἢ [[ἔρχομαι]] εἰς συνεννόησιν μετά τινος, συμμαχῶ ἢ συνεταιρίζομαι μετά τινος, [[πρός]] τινα Θουκ. 8. 90, Ξενοφ. Ἀνάβ. 1. 2, 1· ἀπολ., [[κάμνω]] εἰρήνην, Θουκ. 5. 5, Ξεν., κλπ.· μετρίως, ἐπὶ δικαίοις ὅροις, Θουκ. 4. 19. ΙΙ. ἀμεταβ., ἔχω σχέσεις μετά τινος, συναντῶ αὐτόν που, μὴ συναλλάξαντά πω Σοφ. Ο. Τ. 1110, Εὐρ. Ἡρακλ. 4, Δημ. 760. 12· [[ὡσαύτως]], ἦ ξυνήλλαξας τί πω; ἔσχες σχέσεις μετ’ [[αὐτοῦ]] ποτέ; Σοφ. Ο. Τ. 1130. 2) [[ἔρχομαι]] εἰς σχέσεις ἢ συμφωνίας μετά τινος (ἴδε [[συνάλλαγμα]] ΙΙ), Ἀριστ. Ἠθικ. Ν. 10. 8, 7, πρβλ. 8. 13, 5· κἑξ.· μετὰ συστοίχ. αἰτ., τοιοῦτο [[πρᾶγμα]] συναλλάττων Δημ. 867. 11, πρβλ. 8. 9. 21. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt= | |mdlsjtxt=Attic -ττω fut. ξω<br /><b class="num">I.</b> to [[bring]] [[into]] [[intercourse]] with, [[associate]] with, τινά τινι Aesch.:—Pass. to [[have]] [[intercourse]] with, τινί Soph., Eur.<br /><b class="num">2.</b> to [[reconcile]], τινά τινι Thuc.:—Pass. and Mid. to be reconciled, to make a [[league]] or [[alliance]] with, πρός τινα Thuc., Xen.; absol. to make [[peace]], Thuc., Xen.<br /><b class="num">II.</b> intr. to [[have]] [[dealings]] with [[another]], Soph., Eur.<br /><b class="num">2.</b> to [[enter]] [[into]] engagements or contracts, Dem., Arist. | ||
}} | }} | ||
{{Chinese | {{Chinese | ||
|sngr='''原文音譯''':sunelaÚnw 尋-誒老挪<br />'''詞類次數''':動詞(1)<br />'''原文字根''':共同-驅使<br />'''字義溯源''':共同驅使,迫使,同拉起,勸,導,和好;由([[σύν]] / [[συνεπίσκοπος]])*=同)與([[ἐλαύνω]])*=推)組成<br />'''出現次數''':總共(1);徒(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 導(1) 徒7:26 | |sngr='''原文音譯''':sunelaÚnw 尋-誒老挪<br />'''詞類次數''':動詞(1)<br />'''原文字根''':共同-驅使<br />'''字義溯源''':共同驅使,迫使,同拉起,勸,導,和好;由([[σύν]] / [[συνεπίσκοπος]])*=同)與([[ἐλαύνω]])*=推)組成<br />'''出現次數''':總共(1);徒(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 導(1) 徒7:26 | ||
}} | |||
{{lxth | |||
|lthtxt=''[[conciliare]]'', to [[reconcile]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:1.24.6/ 1.24.6], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:5.45.2/ 5.45.2],<br>PASS. [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:4.19.2/ 4.19.2], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:4.58.1/ 4.58.1], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:4.117.1/ 4.117.1], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:5.5.3/ 5.5.3], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:8.90.2/ 8.90.2]. | |||
}} | }} |