συναγείρω: Difference between revisions

CSV import
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")
(CSV import)
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
(17 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=synageiro
|Transliteration C=synageiro
|Beta Code=sunagei/rw
|Beta Code=sunagei/rw
|Definition=aor. <b class="b3">συνήγειρα</b>, Ep. <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> ξυνάγειρα <span class="bibl">Il.20.21</span>: Ep. 3pl. aor.1 Pass. συνάγερθεν <span class="bibl">Theoc.22.76</span>:—<b class="b2">gather together, assemble</b>, <b class="b3">ὧν ἕνεκα ξυνάγειρα</b> (sc. <b class="b3">τοὺς θεούς</b>) Il. l.c., cf. <span class="bibl">Pl.<span class="title">Criti.</span>121c</span>; ἐκκλησίην <span class="bibl">Hdt.3.142</span>, cf. <span class="bibl">1.206</span>; τὸν Ὀλυμπικὸν . . ἀγῶνα, ἵνα τοὺς Ἕλληνας ἅπαντας . . ξυναγείρει <span class="bibl">Ar.<span class="title">Pl.</span>584</span>; also σ. ἀγῶνα <span class="bibl">Lys.33.1</span>; σ. κύκλους <span class="bibl">Antiph. 190.9</span>; esp., [[collect]] armies, soldiers, etc., <span class="bibl">Hdt.1.4</span>, <span class="bibl">4.4</span>, <span class="bibl">Plb.2.18.7</span>, etc.; σ. στρατιὰν εἰς Βαβυλῶνα <span class="bibl">X.<span class="title">Cyr.</span>8.6.19</span>; τοὺς ἀριστέας ἐπὶ τὸν σῦν <span class="bibl">Ant.Lib.2</span>:—Pass., <b class="b2">gather together, come together, assemble</b>, συναγειρόμενοι <span class="bibl">Il.24.802</span>; but <b class="b3">συναγρόμενοι</b>, Ep. part. aor. 2 Pass., <span class="bibl">11.687</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> [[collect]] the means of living, βίοτον <span class="bibl">Od.4.90</span>:—Med., <b class="b2">collect for oneself</b>, ὅσα [κτήματα] ξυναγείρατ' Ὀδυσσεύς <span class="bibl">14.323</span>, <span class="bibl">19.293</span>; for <span class="bibl">Il.15.680</span>, v. [[συναείρω]]. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">3</span> metaph., <b class="b3">σ. ἐμαυτόν</b> [[collect]] myself, <span class="bibl">Pl. <span class="title">Prt.</span>328d</span>:—Pass., of the soul, <b class="b3">πανταχόθεν ἐκ τοῦ σώματος σ</b>. <span class="bibl">Id.<span class="title">Phd.</span> 67c</span>; μοι ἡ θρασύτης συνηγείρετο <span class="bibl">Id.<span class="title">Chrm.</span>156d</span>, cf. <span class="bibl">Theoc.15.57</span>:— Med., συναγείρατο θυμόν <span class="bibl">A.R.1.1233</span>.</span>
|Definition=aor. συνήγειρα, Ep.<br><span class="bld">A</span> ξυνάγειρα Il.20.21: Ep. 3pl. aor.1 Pass. συνάγερθεν Theoc.22.76:—[[gather together]], [[assemble]], <b class="b3">ὧν ἕνεκα ξυνάγειρα</b> (''[[sc.]]'' <b class="b3">τοὺς θεούς</b>) Il. [[l.c.]], cf. Pl.''Criti.''121c; ἐκκλησίην [[Herodotus|Hdt.]]3.142, cf. 1.206; τὸν Ὀλυμπικὸν.. ἀγῶνα, ἵνα τοὺς Ἕλληνας ἅπαντας.. ξυναγείρει Ar.''Pl.''584; also σ. ἀγῶνα Lys.33.1; σ. κύκλους Antiph. 190.9; esp., [[collect]] armies, soldiers, etc., [[Herodotus|Hdt.]]1.4, 4.4, Plb.2.18.7, etc.; σ. στρατιὰν εἰς Βαβυλῶνα [[Xenophon|X.]]''[[Cyropaedia|Cyr.]]''8.6.19; τοὺς ἀριστέας ἐπὶ τὸν σῦν Ant.Lib.2:—Pass., [[gather together]], [[come together]], [[assemble]], συναγειρόμενοι Il.24.802; but [[συναγρόμενοι]], Ep. part. aor. 2 Pass., 11.687.<br><span class="bld">2</span> [[collect]] the means of living, βίοτον Od.4.90:—Med., [[collect for oneself]], ὅσα [κτήματα] ξυναγείρατ' Ὀδυσσεύς 14.323, 19.293; for Il.15.680, v. [[συναείρω]].<br><span class="bld">3</span> metaph., <b class="b3">σ. ἐμαυτόν</b> [[collect]] myself, Pl. ''Prt.''328d:—Pass., of the soul, <b class="b3">πανταχόθεν ἐκ τοῦ σώματος σ.</b> Id.''Phd.'' 67c; μοι ἡ θρασύτης συνηγείρετο Id.''Chrm.''156d, cf. Theoc.15.57:—Med., συναγείρατο θυμόν A.R.1.1233.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0995.png Seite 995]] (s. [[ἀγείρω]]), [[sammeln]], zusammenführen, -bringen; πολὺν βίοτον συναγείρων, Od. 4, 90; στόλον, Her. 1, 4; Thuc. 7, 31; ξυνήγειρε θεοὺς πάντας εἰς τὴν οἴκησιν, Plat. Critia. 121 c; u. übrtr., [[μόγις]] πως ἐμαυτὸν ὡςπερεὶ συναγείρας [[εἶπον]], Prot. 328 d, wie auch wir sagen: nachdem ich mich gesammelt hatte; ἅπαντας τοὺς ἐξ Ἀσίας συναγείρας, Isocr. 4, 88; τοὺς συμμάχους, Pol. 2, 18, 7; med. für sich sammeln, κτήματ' ἔδειξεν, ὅσα ξυναγείρατ' [[Ὀδυσσεύς]], Od. 14, 323. 19, 293; Menschen versammeln, Il. 20, 21; πίσυρας συναγείρεται ἵππους, 15, 680. – Med. sich versammeln, zusammenkommen, συναγειρόμενοι δαίνυντο, Il. 24, 802; οἱ δὲ συναγρόμενοι, die Versammelten, 11, 687; τοὺς Ἕλληνας ἀεὶ δι' ἔτους πέμπτου ξυναγείρει, Ar. Plut. 584; u. in Prosa, besonders übertr., [[καί]] μοι κατὰ σμικρὸν [[πάλιν]] ἡ [[θρασύτης]] ξυνηγείρετο, Plat. Charm. 156 d, vgl. Phaed. 67 c; Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0995.png Seite 995]] (s. [[ἀγείρω]]), [[sammeln]], zusammenführen, -bringen; πολὺν βίοτον συναγείρων, Od. 4, 90; στόλον, Her. 1, 4; Thuc. 7, 31; ξυνήγειρε θεοὺς πάντας εἰς τὴν οἴκησιν, Plat. Critia. 121 c; u. übrtr., [[μόγις]] πως ἐμαυτὸν ὡςπερεὶ συναγείρας [[εἶπον]], Prot. 328 d, wie auch wir sagen: nachdem ich mich gesammelt hatte; ἅπαντας τοὺς ἐξ Ἀσίας συναγείρας, Isocr. 4, 88; τοὺς συμμάχους, Pol. 2, 18, 7; med. für sich sammeln, κτήματ' ἔδειξεν, ὅσα ξυναγείρατ' [[Ὀδυσσεύς]], Od. 14, 323. 19, 293; Menschen versammeln, Il. 20, 21; πίσυρας συναγείρεται ἵππους, 15, 680. – Med. sich versammeln, zusammenkommen, συναγειρόμενοι δαίνυντο, Il. 24, 802; οἱ δὲ συναγρόμενοι, die Versammelten, 11, 687; τοὺς Ἕλληνας ἀεὶ δι' ἔτους πέμπτου ξυναγείρει, Ar. Plut. 584; u. in Prosa, besonders übertr., [[καί]] μοι κατὰ σμικρὸν [[πάλιν]] ἡ [[θρασύτης]] ξυνηγείρετο, Plat. Charm. 156 d, vgl. Phaed. 67 c; Sp.
}}
}}
{{ls
{{bailly
|lstext='''συνᾰγείρω''': μέλλ. -αγερῶ· ἀόρ. συνήγειρα, Ἐπικ. ξυνάγειρα Ἰλ. Υ. 21· Ἐπικ. ἀόριστ. α΄ παθητ. συνάγερθεν (ἀντὶ -ησαν) Θεόκρ. 22. 76. Συνάγω ἐπὶ τὸ αὐτό, [[συναθροίζω]], συγκαλῶ, ὧν [[ἕνεκα]] ξυνάγειρα (ἐξυπακ. τοὺς θεοὺς) Ἰλ. ἔνθ’ ἀνωτ.· ἐκκλησίην Ἡρόδ. 3. 142, πρβλ. 1. 206· τὸν Ὀλυμπικόν... ἀγῶνα, ἵνα τοὺς Ἕλληνας ἅπαντας… ξυναγείρει Ἀριστοφ. Πλ. 584, πρβλ. Πλάτ. Κριτί. 121C· [[ὡσαύτως]], σ. ἀγῶνα Λυσί. 911. 3· σ. κύκλους Ἀντιφάν. ἐν «Πλουσίοις» 1. 9· ― ἰδίως, [[συλλέγω]] στρατόν, [[συναθροίζω]] στρατιώτας, ἀγωνιστάς, κτλ., στόλον, [[στράτευμα]] Ἡρόδ. 1. 4., 4. 4, Πολύβ., κλπ.· σ. στρατιὰν εἰς Βαβυλῶνα Ξεν. Κύρ. 8. 6, 19· τοὺς ἀριστέας ἐπὶ τὸν σῦν Ἀντών. Λιβερ. 2. ― Παθ., [[συνέρχομαι]], συναθροίζομαι, συναγειρόμενοι, οἱ συναθροιζόμενοι, Ἰλ. Ω. 802· [[ἀλλά]], συναγρόμενοι, Ἐπικ. συγκεκομμ. μετοχὴ ἀορ. β΄ παθ., οἱ συναθροισθέντες, [[συνάθροισις]], [[σύλλογος]], Ἰλ. Λ. 687. 2) [[συλλέγω]] τὰ πρὸς ζωὴν χρήσιμα, βίοτον Ὀδ. Δ. 90· καὶ ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, [[συλλέγω]] δι’ ἐμαυτόν, καί μοι κτήματ’ ἔδειξεν ὅσα ξυναγείρατ’ Ὀδυσσεὺς Ξ. 323, Τ. 293· περὶ τοῦ ἐν Ἰλ. Ο. 680, ἴδε ἐν λέξ. [[συναείρω]]. 3) μεταφορ., [[μόγις]] πως ἐμαυτόν… συναγείρας, συνελθὼν εἰς ἐμαυτόν, Πλάτ. Πρωτ. 328D· ― [[οὕτως]] ἐν τῷ παθητ., [[ἔρχομαι]] εἰς ἐμαυτόν, [[συνέρχομαι]], ὁ αὐτ. ἐν Φαίδωνι 67C, Χαρμ. 156D, Θεόκρ. 15. 57· ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, συναγείρατο θυμὸν Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1233.
|btext=<i>ao.</i> συνήγειρα;<br />rassembler, réunir, acc. ; <i>particul.</i> rassembler une armée, acc. ; <i>Pass.</i> [[se rassembler]], [[se condenser]], [[prendre de la force]].<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἀγείρω]].
}}
{{elnl
|elnltext=συν-αγείρω, Att. en soms ep. ξυναγείρω, Aeol. perf. med. 3 sing. συναγάγρεται Alc. 119.10. act. met acc. (caus.) maken dat... bijeenkomen, bijeenbrengen, verzamelen:; στρατιάν een leger Xen. Cyr. 8.6.19; ἐκκλησίην σ. πάντων τῶν ἀστῶν een vergadering bijeenroepen van alle burgers Hdt. 3.142.2; σ. ἀγῶνα mensen bijeenbrengen voor een wedstrijd, een wedstrijd organiseren Lys. 33.1; van materiële zaken, ook med. (‘ten eigen bate’); σ. βίοτον levensonderhoud verzamelen Od. 4.90; overdr.. ἐμαυτὸν ὡσπερεὶ συναγείρας nadat ik mezelf als het ware weer had verzameld (d.w.z. hernomen) Plat. Prot. 328d. pass. intrans. bijeenkomen, zich verzamelen; overdr.. μοι ἡ θρασύτης συνηγείρετο ‘mijn durf keerde weer terug’ (d.w.z. ik verzamelde weer moed) Plat. Chrm. 156d. zich hernemen, tot zichzelf komen. Theocr. Id. 15.57.
}}
}}
{{bailly
{{elru
|btext=<i>ao.</i> συνήγειρα;<br />rassembler, réunir, acc. ; <i>particul.</i> rassembler une armée, acc. ; <i>Pass.</i> se rassembler, se condenser, prendre de la force.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἀγείρω]].
|elrutext='''συνᾰγείρω:''' (aor. συνήγειρα - эп. ξυνάγειρα)<br /><b class="num">1</b> [[собирать]], [[созывать]] (ἐκκλησίην Her.; τοὺς Ἓλληνας ἅπαντας Arph.): συναγειρόμενοι и [[συναγρόμενοι]] Hom. собравшиеся; σ. πολὺν βίοτον Hom. накапливать большие богатства; κτήματ᾽, ὅσα ξυναγείρατο Hom. имущество, которое он нажил; σ. ἑαυτόν Plat. собираться с силами, приходить в себя; ἡ [[θρασύτης]] ξυνηγείρετό μοι Plat. я воспрянул духом;<br /><b class="num">2</b> [[набирать]], [[снаряжать]] (στόλον Her.; στρατόν Xen.);<br /><b class="num">3</b> [[устраивать]], [[учреждать]] (τόνδε τὸν ἀγῶνα Lys.).
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 26: Line 29:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συνᾰγείρω:''' μέλ. <i>-αγερῶ</i>, αόρ. αʹ <i>συνήγειρα</i>, Επικ. <i>ξυνάγειρα</i> — Παθ., γʹ πληθ. αορ. <i>συνάγερθεν</i> (αντί <i>-ησαν</i>)·<br /><b class="num">1.</b> [[συνάγω]], [[συναθροίζω]], σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.· [[ιδίως]], [[στρατολογώ]], [[συναθροίζω]] στρατιώτες, σε Ηρόδ. — Παθ., συνάγομαι, [[συνέρχομαι]], συναθροίζομαι, σε Ομήρ. Ιλ.· [[συναγρόμενοι]], Επικ. συγκεκ. μτχ. Παθ. αορ. βʹ, αυτοί που έχουν συναχθεί, [[σύνταξη]], [[συνάθροιση]], στο ίδ.<br /><b class="num">2.</b> [[συλλέγω]] τα αναγκαία για βιοπορισμό, σε Ομήρ. Οδ.· Μέσ., [[συλλέγω]], [[μαζεύω]] για τον εαυτό μου, στο ίδ.<br /><b class="num">3.</b> μεταφ., [[συνέρχομαι]], [[έρχομαι]] στα συγκαλά μου, συγκεντρώνομαι, σε Πλάτ.· ομοίως στην Παθ., στο ίδ.
|lsmtext='''συνᾰγείρω:''' μέλ. <i>-αγερῶ</i>, αόρ. αʹ <i>συνήγειρα</i>, Επικ. <i>ξυνάγειρα</i> — Παθ., γʹ πληθ. αορ. <i>συνάγερθεν</i> (αντί <i>-ησαν</i>)·<br /><b class="num">1.</b> [[συνάγω]], [[συναθροίζω]], σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.· [[ιδίως]], [[στρατολογώ]], [[συναθροίζω]] στρατιώτες, σε Ηρόδ. — Παθ., συνάγομαι, [[συνέρχομαι]], συναθροίζομαι, σε Ομήρ. Ιλ.· [[συναγρόμενοι]], Επικ. συγκεκ. μτχ. Παθ. αορ. βʹ, αυτοί που έχουν συναχθεί, [[σύνταξη]], [[συνάθροιση]], στο ίδ.<br /><b class="num">2.</b> [[συλλέγω]] τα αναγκαία για βιοπορισμό, σε Ομήρ. Οδ.· Μέσ., [[συλλέγω]], [[μαζεύω]] για τον εαυτό μου, στο ίδ.<br /><b class="num">3.</b> μεταφ., [[συνέρχομαι]], [[έρχομαι]] στα συγκαλά μου, συγκεντρώνομαι, σε Πλάτ.· ομοίως στην Παθ., στο ίδ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''συνᾰγείρω:''' (aor. συνήγειρα - эп. ξυνάγειρα)<br /><b class="num">1)</b> собирать, созывать (ἐκκλησίην Her.; τοὺς Ἓλληνας ἅπαντας Arph.): συναγειρόμενοι и [[συναγρόμενοι]] Hom. собравшиеся; σ. πολὺν βίοτον Hom. накапливать большие богатства; κτήματ᾽, ὅσα ξυναγείρατο Hom. имущество, которое он нажил; σ. ἑαυτόν Plat. собираться с силами, приходить в себя; ἡ [[θρασύτης]] ξυνηγείρετό μοι Plat. я воспрянул духом;<br /><b class="num">2)</b> набирать, снаряжать (στόλον Her.; στρατόν Xen.);<br /><b class="num">3)</b> устраивать, учреждать (τόνδε τὸν ἀγῶνα Lys.).
|lstext='''συνᾰγείρω''': μέλλ. -αγερῶ· ἀόρ. συνήγειρα, Ἐπικ. ξυνάγειρα Ἰλ. Υ. 21· Ἐπικ. ἀόριστ. α΄ παθητ. συνάγερθεν (ἀντὶ -ησαν) Θεόκρ. 22. 76. Συνάγω ἐπὶ τὸ αὐτό, [[συναθροίζω]], συγκαλῶ, ὧν [[ἕνεκα]] ξυνάγειρα (ἐξυπακ. τοὺς θεοὺς) Ἰλ. ἔνθ’ ἀνωτ.· ἐκκλησίην Ἡρόδ. 3. 142, πρβλ. 1. 206· τὸν Ὀλυμπικόν... ἀγῶνα, ἵνα τοὺς Ἕλληνας ἅπαντας… ξυναγείρει Ἀριστοφ. Πλ. 584, πρβλ. Πλάτ. Κριτί. 121C· [[ὡσαύτως]], σ. ἀγῶνα Λυσί. 911. 3· σ. κύκλους Ἀντιφάν. ἐν «Πλουσίοις» 1. 9· ― ἰδίως, [[συλλέγω]] στρατόν, [[συναθροίζω]] στρατιώτας, ἀγωνιστάς, κτλ., στόλον, [[στράτευμα]] Ἡρόδ. 1. 4., 4. 4, Πολύβ., κλπ.· σ. στρατιὰν εἰς Βαβυλῶνα Ξεν. Κύρ. 8. 6, 19· τοὺς ἀριστέας ἐπὶ τὸν σῦν Ἀντών. Λιβερ. 2. ― Παθ., [[συνέρχομαι]], συναθροίζομαι, συναγειρόμενοι, οἱ συναθροιζόμενοι, Ἰλ. Ω. 802· [[ἀλλά]], συναγρόμενοι, Ἐπικ. συγκεκομμ. μετοχὴ ἀορ. β΄ παθ., οἱ συναθροισθέντες, [[συνάθροισις]], [[σύλλογος]], Ἰλ. Λ. 687. 2) [[συλλέγω]] τὰ πρὸς ζωὴν χρήσιμα, βίοτον Ὀδ. Δ. 90· καὶ ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, [[συλλέγω]] δι’ ἐμαυτόν, καί μοι κτήματ’ ἔδειξεν ὅσα ξυναγείρατ’ Ὀδυσσεὺς Ξ. 323, Τ. 293· περὶ τοῦ ἐν Ἰλ. Ο. 680, ἴδε ἐν λέξ. [[συναείρω]]. 3) μεταφορ., [[μόγις]] πως ἐμαυτόν… συναγείρας, συνελθὼν εἰς ἐμαυτόν, Πλάτ. Πρωτ. 328D· ― [[οὕτως]] ἐν τῷ παθητ., [[ἔρχομαι]] εἰς ἐμαυτόν, [[συνέρχομαι]], ὁ αὐτ. ἐν Φαίδωνι 67C, Χαρμ. 156D, Θεόκρ. 15. 57· ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, συναγείρατο θυμὸν Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1233.
}}
{{elnl
|elnltext=συν-αγείρω, Att. en soms ep. ξυναγείρω, Aeol. perf. med. 3 sing. συναγάγρεται Alc. 119.10. act. met acc. ( caus. ) maken dat... bijeenkomen, bijeenbrengen, verzamelen:; στρατιάν een leger Xen. Cyr. 8.6.19; ἐκκλησίην σ. πάντων τῶν ἀστῶν een vergadering bijeenroepen van alle burgers Hdt. 3.142.2; σ. ἀγῶνα mensen bijeenbrengen voor een wedstrijd, een wedstrijd organiseren Lys. 33.1; van materiële zaken, ook med. (‘ten eigen bate’); σ. βίοτον levensonderhoud verzamelen Od. 4.90; overdr.. ἐμαυτὸν ὡσπερεὶ συναγείρας nadat ik mezelf als het ware weer had verzameld (d.w.z. hernomen) Plat. Prot. 328d. pass. intrans. bijeenkomen, zich verzamelen; overdr.. μοι ἡ θρασύτης συνηγείρετο ‘mijn durf keerde weer terug’ (d.w.z. ik verzamelde weer moed) Plat. Chrm. 156d. zich hernemen, tot zichzelf komen. Theocr. Id. 15.57.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. -αγερῶ aor1 συνήγειρα epic ξυνάγειρα Pass., 3rd pl. aor1 συνάγερθεν<br /><b class="num">1.</b> to [[gather]] [[together]], [[assemble]], Il., Hdt.:—esp. to [[collect]] an [[army]], Hdt.:—Pass. to [[gather]] [[together]], [[come]] [[together]], [[assemble]], Il.; [[συναγρόμενοι]], epic syncop. aor2 [[pass]]. [[part]]., those [[assembled]], an [[assembly]], Il.<br /><b class="num">2.</b> to [[collect]] the [[means]] of [[living]], Od.; and in Mid. to [[collect]] for [[oneself]], Od.<br /><b class="num">3.</b> metaph., ς. ἑαυτόν to [[collect]] [[oneself]], Plat.:—so in Pass., Plat.
|mdlsjtxt=fut. -αγερῶ aor1 συνήγειρα epic ξυνάγειρα Pass., 3rd pl. aor1 συνάγερθεν<br /><b class="num">1.</b> to [[gather]] [[together]], [[assemble]], Il., Hdt.:—esp. to [[collect]] an [[army]], Hdt.:—Pass. to [[gather]] [[together]], [[come]] [[together]], [[assemble]], Il.; [[συναγρόμενοι]], epic syncop. aor2 [[pass]]. [[part]]., those [[assembled]], an [[assembly]], Il.<br /><b class="num">2.</b> to [[collect]] the [[means]] of [[living]], Od.; and in Mid. to [[collect]] for [[oneself]], Od.<br /><b class="num">3.</b> metaph., ς. ἑαυτόν to [[collect]] [[oneself]], Plat.:—so in Pass., Plat.
}}
{{lxth
|lthtxt=''[[congregare]]'', to [[gather together]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:3.115.3/ 3.115.3], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:4.52.2/ 4.52.2], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:4.75.1/ 4.75.1], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:7.31.5/ 7.31.5], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:7.32.1/ 7.32.1], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:8.5.3/ 8.5.3].
}}
}}