3,277,172
edits
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
(CSV import) |
||
(11 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=oudeteros | |Transliteration C=oudeteros | ||
|Beta Code=ou)de/teros | |Beta Code=ou)de/teros | ||
|Definition=α, ον, < | |Definition=α, ον,<br><span class="bld">A</span> [[not either]], [[neither of the two]], [[Herodotus|Hdt.]]1.51, Ar.''Ra.''1412, [[Plato|Pl.]]''[[Philebus|Phlb.]]'' 21e: in plural, when each party is pl., first in Hes.''Th.''638, ''Sc.'' 171, cf. [[Herodotus|Hdt.]]1.76, etc.: divisim, v. [[ἕτερος]] ''1''. Adv. [[οὐδετέρως]] [[in neither of two ways]], [[Plato|Pl.]]''[[Leges|Lg.]]''902c: also neuter plural as adverb, = [[οὐδετέρως]], Id.''Plt.'' 258a, ''Tht.''184a, etc.<br><span class="bld">II</span> [[neutral]], <b class="b3">τῶν μὲν αἱρετῶν οὐσῶν, τῶν δὲ φευκτῶν, τῶν δ' οὐ.</b> [[Aristotle|Arist.]]''[[Nicomachean Ethics|EN]]''1175b26: so in Medic., of a state which is neither illness nor health, διάθεσις Herophil. ap. Gal.6.388; σῶμα Gal.1.307,311.<br><span class="bld">2</span> in Gramm., [[neuter]], <b class="b3">ἀρσενικῶν καὶ θηλυκῶν καὶ οὐ.</b> D.H.''Amm.''2.10; <b class="b3">τὸ οὐ.</b> (''[[sc.]]'' [[γένος]]) the [[neuter]] gender, A.D.''Pron.'' 6.19. Adv. [[οὐδετέρως]] = [[in the neuter]], Id.''Synt.''199.20, Gal.9.458, Ath.15.701a; also of Verbs, <b class="b3">οὐδετέρα διάθεσις</b> Sch.D.T.p.246 H. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0410.png Seite 410]] auch nicht einer von beiden, d. i. keiner von beiden, neuter; Hes. Th. 638 Sc. 171; Her. 1, 51, u. im plur., 3, 16; [[οὐδέτερος]] ὁ [[βίος]] ἔμοιγε τούτων [[αἱρετός]], Plat. Phil. 21 e, öfter; οὐδέτερα wie ἀμφότερα adverbial, Theact. 184 a Polit. 258 a. Bei den Grammatikern τὸ οὐδέτερον, sc. [[γένος]], genus neutrum. – Οὐδ' [[ἕτερος]] ist nachdrücklicher, auch nicht einer von beiden. – Sp. haben auch, wie [[οὐθείς]], [[οὐθέτερος]] gesagt. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0410.png Seite 410]] auch nicht einer von beiden, d. i. keiner von beiden, neuter; Hes. Th. 638 Sc. 171; Her. 1, 51, u. im plur., 3, 16; [[οὐδέτερος]] ὁ [[βίος]] ἔμοιγε τούτων [[αἱρετός]], Plat. Phil. 21 e, öfter; οὐδέτερα wie ἀμφότερα adverbial, Theact. 184 a Polit. 258 a. Bei den Grammatikern τὸ οὐδέτερον, ''[[sc.]]'' [[γένος]], genus neutrum. – Οὐδ' [[ἕτερος]] ist nachdrücklicher, auch nicht einer von beiden. – Sp. haben auch, wie [[οὐθείς]], [[οὐθέτερος]] gesagt. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=α, ον :<br /><b>1</b> ni l'un ni l'autre, aucun des deux;<br /><b>2</b> indifférent;<br /><b>3</b> <i>t. de gramm.</i> neutre.<br />'''Étymologie:''' [[οὐδέ]], [[ἕτερος]]. | |btext=α, ον :<br /><b>1</b> [[ni l'un ni l'autre]], [[aucun des deux]];<br /><b>2</b> [[indifférent]];<br /><b>3</b> <i>t. de gramm.</i> neutre.<br />'''Étymologie:''' [[οὐδέ]], [[ἕτερος]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''οὐδέτερος:'''<br /><b class="num">1</b> [[ни тот]], [[ни другой]], [[ни один]] (из обоих): οὐ. τούτων Plat. ни один из них обоих; οὐδέτεροι νικήσαντες διέστησαν Her. оба (противника), из которых ни один не одержал победы, разошлись;<br /><b class="num">2</b> [[нейтральный]]: τῶν οὐδετέρων εἶναι Arst. быть в числе нейтральных. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 20: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[οὐδέτερος]], -έρα, -ον, Α και [[οὐθέτερος]], -έρα, -ον)<br />(αόρ. αντων.)<br /><b>1.</b> [[ούτε]] ο [[ένας]] [[ούτε]] ο [[άλλος]], [[κανένας]] από τους δύο (α. «οὐ γὰρ δι' ἔχθρας οὐδετέρῳ γενήσομαι», <b>Αριστοφ.</b><br />β. «[[οὐδέ]] τις ἦν ἔριδυς χαλεπῆς [[λύσις]]... οὐδετέροις», <b>Ησίοδ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ουδέτερο</i>(<i>ν</i>)<br /><b>γραμμ.</b> [[γένος]] της γραμματικής στο οποίο κατατάσσονται όλα τα ουσιαστικά που δεν [[είναι]] αρσενικού ή θηλυκού γένους<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν τάσσεται με καμία [[πλευρά]], [[αμέτοχος]], [[αμερόληπτος]] («στη διένεξή τους έμεινα [[ουδέτερος]]»)<br /><b>2.</b> [[αδιάφορος]], [[αδρανής]], [[ψυχρός]]<br /><b>3.</b> <b>διεθν. δίκ.</b> αυτός που δεν ακολουθεί κανένα από τα εμπόλεμα μέρη, που δεν μετέχει στον πόλεμο<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «ουδέτερη [[ζώνη]]» ή «ουδέτερο [[έδαφος]]» — εδαφική [[περιοχή]] συμβατικώς προσδιορισμένη που παρεμβάλλεται [[μεταξύ]] τών εμπολέμων [[έπειτα]] από τη [[σύναψη]] ανακωχής και στην οποία απαγορεύονται οι οχυρώσεις και οι δραστηριότητες που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε [[αναζωπύρωση]] τών συγκρούσεων και στην [[επανάληψη]] τών εχθροπραξιών, ώστε να ευνοηθεί το [[κλίμα]] εν όψει της οριστικής κατάπαυσης της σύρραξης και της υπογραφής συνθήκης ειρήνης<br />β) «ουδέτερο [[σημείο]]»<br /><b>(ηλεκτρον.)</b> καθένα από τα δύο [[σημεία]] σε μία [[γεννήτρια]] ηλεκτρονικού συστήματος, τα οποία μπορούν να ενωθούν [[χωρίς]] να διαφοροποιηθεί το ηλεκτρικό [[σύστημα]]<br />γ) «ουδέτερη ίνα»<br /><b>(μηχαν.)</b> καθεμιά από τις ίνες μιας ράβδου οι οποίες, στην [[περίπτωση]] κάμψης της ράβδου όταν αυτή υπόκειται σε μία [[δύναμη]] κάθετη [[προς]] τον κύριο άξονά της, διατηρούν το αρχικό τους [[μέγεθος]], ενώ άλλες επιμηκύνονται και άλλες βραχύνονται<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν ανήκει σε καμία από δύο τάξεις, κατηγορίες, ιδιότητες ή ομάδες οι οποίες αντιτίθενται [[μεταξύ]] τους («διαφερουσῶν δὲ τῶν ἐνεργειῶν... τῶν μὲν αἱρετῶν οὐσῶν, τῶν δὲ φευκτῶν, τῶν δ' οὐδετέρων», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> (στην ιατρ.) αυτός που δεν μπορεί να θεωρηθεί [[ούτε]] [[υγιής]] [[ούτε]] [[ασθενής]] («οὐδέτερον [[σώμα]]», Γαλην.). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[ουδετέρως]] και <i>ουδέτερα</i> (ΑΜ ούδετέρως, Α και οὐδέτερα)<br /><b>νεοελλ.</b><br />με αμέτοχο, με αμερόληπτο τρόπο<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />με κανέναν από τους δύο τρόπους, [[ούτε]] [[έτσι]], [[ούτε]] [[αλλιώς]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[χωρίς]] να ανήκει σε κανένα από τα αντιτιθέμενα μέρη<br /><b>2.</b> σε ουδέτερο [[γένος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οὐδέ]] <span style="color: red;">+</span> [[ἕτερος]] ( | |mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[οὐδέτερος]], -έρα, -ον, Α και [[οὐθέτερος]], -έρα, -ον)<br />(αόρ. αντων.)<br /><b>1.</b> [[ούτε]] ο [[ένας]] [[ούτε]] ο [[άλλος]], [[κανένας]] από τους δύο (α. «οὐ γὰρ δι' ἔχθρας οὐδετέρῳ γενήσομαι», <b>Αριστοφ.</b><br />β. «[[οὐδέ]] τις ἦν ἔριδυς χαλεπῆς [[λύσις]]... οὐδετέροις», <b>Ησίοδ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ουδέτερο</i>(<i>ν</i>)<br /><b>γραμμ.</b> [[γένος]] της γραμματικής στο οποίο κατατάσσονται όλα τα ουσιαστικά που δεν [[είναι]] αρσενικού ή θηλυκού γένους<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν τάσσεται με καμία [[πλευρά]], [[αμέτοχος]], [[αμερόληπτος]] («στη διένεξή τους έμεινα [[ουδέτερος]]»)<br /><b>2.</b> [[αδιάφορος]], [[αδρανής]], [[ψυχρός]]<br /><b>3.</b> <b>διεθν. δίκ.</b> αυτός που δεν ακολουθεί κανένα από τα εμπόλεμα μέρη, που δεν μετέχει στον πόλεμο<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «ουδέτερη [[ζώνη]]» ή «ουδέτερο [[έδαφος]]» — εδαφική [[περιοχή]] συμβατικώς προσδιορισμένη που παρεμβάλλεται [[μεταξύ]] τών εμπολέμων [[έπειτα]] από τη [[σύναψη]] ανακωχής και στην οποία απαγορεύονται οι οχυρώσεις και οι δραστηριότητες που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε [[αναζωπύρωση]] τών συγκρούσεων και στην [[επανάληψη]] τών εχθροπραξιών, ώστε να ευνοηθεί το [[κλίμα]] εν όψει της οριστικής κατάπαυσης της σύρραξης και της υπογραφής συνθήκης ειρήνης<br />β) «ουδέτερο [[σημείο]]»<br /><b>(ηλεκτρον.)</b> καθένα από τα δύο [[σημεία]] σε μία [[γεννήτρια]] ηλεκτρονικού συστήματος, τα οποία μπορούν να ενωθούν [[χωρίς]] να διαφοροποιηθεί το ηλεκτρικό [[σύστημα]]<br />γ) «ουδέτερη ίνα»<br /><b>(μηχαν.)</b> καθεμιά από τις ίνες μιας ράβδου οι οποίες, στην [[περίπτωση]] κάμψης της ράβδου όταν αυτή υπόκειται σε μία [[δύναμη]] κάθετη [[προς]] τον κύριο άξονά της, διατηρούν το αρχικό τους [[μέγεθος]], ενώ άλλες επιμηκύνονται και άλλες βραχύνονται<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν ανήκει σε καμία από δύο τάξεις, κατηγορίες, ιδιότητες ή ομάδες οι οποίες αντιτίθενται [[μεταξύ]] τους («διαφερουσῶν δὲ τῶν ἐνεργειῶν... τῶν μὲν αἱρετῶν οὐσῶν, τῶν δὲ φευκτῶν, τῶν δ' οὐδετέρων», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> (στην ιατρ.) αυτός που δεν μπορεί να θεωρηθεί [[ούτε]] [[υγιής]] [[ούτε]] [[ασθενής]] («οὐδέτερον [[σώμα]]», Γαλην.). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[ουδετέρως]] και <i>ουδέτερα</i> (ΑΜ ούδετέρως, Α και οὐδέτερα)<br /><b>νεοελλ.</b><br />με αμέτοχο, με αμερόληπτο τρόπο<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />με κανέναν από τους δύο τρόπους, [[ούτε]] [[έτσι]], [[ούτε]] [[αλλιώς]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[χωρίς]] να ανήκει σε κανένα από τα αντιτιθέμενα μέρη<br /><b>2.</b> σε ουδέτερο [[γένος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οὐδέ]] <span style="color: red;">+</span> [[ἕτερος]] ([[πρβλ]]. [[μηδέτερος]]). Για τον τ. [[οὐθέτερος]] <b>πρβλ.</b> [[ουδείς]]: [[ουθείς]]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''οὐδέτερος:''' -α, -ον,<br /><b class="num">I.</b> [[ούτε]] [[ένας]] από τους [[δύο]], [[κανένας]] από τους [[δύο]], Λατ. [[neuter]] αντί ne [[uter]], σε Ηρόδ.· στον πληθ., όταν και τα [[δύο]] μέρη είναι στον πληθ., σε Ησίοδ., Ηρόδ.· επίρρ. [[οὐδετέρως]], με κανέναν από τους [[δύο]] τρόπους, σε Πλάτ.· επίσης, το ουδ. ως επίρρ. [[οὐδετέρως]], στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> ο [[ουδέτερος]], αυτός που διάκειται με [[ουδετερότητα]], | |lsmtext='''οὐδέτερος:''' -α, -ον,<br /><b class="num">I.</b> [[ούτε]] [[ένας]] από τους [[δύο]], [[κανένας]] από τους [[δύο]], Λατ. [[neuter]] αντί ne [[uter]], σε Ηρόδ.· στον πληθ., όταν και τα [[δύο]] μέρη είναι στον πληθ., σε Ησίοδ., Ηρόδ.· επίρρ. [[οὐδετέρως]], με κανέναν από τους [[δύο]] τρόπους, σε Πλάτ.· επίσης, το ουδ. ως επίρρ. [[οὐδετέρως]], στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> ο [[ουδέτερος]], αυτός που διάκειται με [[ουδετερότητα]], τῶν μὲν αἱρετῶν οὐσῶν, τῶν δὲ φευκτῶν, τῶν δ' οὐδετέρων, σε Αριστ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=οὐδ-έτερος, η, ον<br /><b class="num">I.</b> not [[either]], [[neither]] of the two, Lat. [[neuter]] for ne [[uter]], Hdt.; in plural, [[when]] [[each]] [[party]] is pl., Hes., Hdt.:—adv. [[οὐδετέρως]], in [[neither]] of two ways, Plat.; also neut. pl. as adv. = [[οὐδετέρως]], Plat.<br /><b class="num">II.</b> [[neutral]], τῶν μὲν αἱρετῶν οὐσῶν, τῶν δὲ φευκτῶν, τῶν δ' οὐδετέρων Arist. | |mdlsjtxt=οὐδ-έτερος, η, ον<br /><b class="num">I.</b> not [[either]], [[neither]] of the two, Lat. [[neuter]] for ne [[uter]], Hdt.; in plural, [[when]] [[each]] [[party]] is pl., Hes., Hdt.:—adv. [[οὐδετέρως]], in [[neither]] of two ways, Plat.; also neut. pl. as adv. = [[οὐδετέρως]], Plat.<br /><b class="num">II.</b> [[neutral]], τῶν μὲν αἱρετῶν οὐσῶν, τῶν δὲ φευκτῶν, τῶν δ' οὐδετέρων Arist. | ||
}} | |||
{{lxth | |||
|lthtxt=''[[neuter]]'', [[neither]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:2.81.7/ 2.81.7], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:2.89.7/ 2.89.7],<br>PLUR. [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:1.30.5/ 1.30.5], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:1.63.2/ 1.63.2], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:3.82.8/ 3.82.8]. [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:4.72.4/ 4.72.4]. [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:5.84.2/ 5.84.2], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:5.97.1/ 5.97.1], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:7.34.6/ 7.34.6]. [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:7.38.1/ 7.38.1]. [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:7.59.1/ 7.59.1]. [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:8.43.3/ 8.43.3], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:8.60.3/ 8.60.3]. | |||
}} | }} |