προπηλακίζω: Difference between revisions

CSV import
(4)
(CSV import)
 
(34 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=propilakizo
|Transliteration C=propilakizo
|Beta Code=prophlaki/zw
|Beta Code=prophlaki/zw
|Definition=Att. fut. <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> -ιῶ <span class="bibl">Th.6.54</span>: (apparently from <b class="b3">πήλαξ</b> = [[πηλός]], though neither <b class="b3">πήλαξ</b> nor the simple <b class="b3">πηλακίζω</b> certainly existed): —<b class="b2">bespatter with mud</b>, or <b class="b2">trample in the mire</b>: only metaph., <b class="b2">treat with contumely</b>, τοὐμὸν στόμα <span class="bibl">S.<span class="title">OT</span>427</span>, cf.<span class="bibl">Ar.<span class="title">Th.</span>386</span> (Pass.); freq. in Att. Prose, Th. l. c., <span class="bibl">And.4.16</span>, <span class="bibl">Pl.<span class="title">R.</span>562d</span>, etc.:—Pass., <span class="bibl">Lys.15.6</span>, etc.; ἰδὼν προπεπηλακισμένην [τὴν φιλοσοφίαν] ἀναξίως <span class="bibl">Pl.<span class="title">R.</span>536c</span>; προπηλακισθέντες λόγοις ἢ καὶ ἀτίμοις ἔργοις <span class="bibl">Id.<span class="title">Lg.</span>866e</span>; ὑβρίζετο καὶ προὐπηλακίζεθ' ὑπὸ τοῦ δήμου <span class="bibl">D.9.60</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> c. acc. rei, <b class="b2">throw in one's teeth, reproach one with</b>, εἴ τις πενίαν π. <span class="bibl">Id.18.256</span>.</span>
|Definition=<span class="bld">A</span> Att. fut. προπηλακιῶ Th.6.54: (apparently from [[πήλαξ]] = [[πηλός]], though neither [[πήλαξ]] nor the simple [[πηλακίζω]] certainly existed): —[[bespatter with mud]], or [[trample in the mire]]: only metaph., [[treat with contumely]], τοὐμὸν στόμα [[Sophocles|S.]]''[[Oedipus Tyrannus|OT]]''427, cf.Ar.''Th.''386 (Pass.); freq. in Att. Prose, Th. l. c., And.4.16, [[Plato|Pl.]]''[[Republic|R.]]'' 562d, etc.:—Pass., Lys.15.6, etc.; ἰδὼν προπεπηλακισμένην [τὴν φιλοσοφίαν] ἀναξίως [[Plato|Pl.]]''[[Republic|R.]]'' 536c; προπηλακισθέντες λόγοις ἢ καὶ ἀτίμοις ἔργοις Id.''Lg.''866e; ὑβρίζετο καὶ προὐπηλακίζεθ' ὑπὸ τοῦ δήμου D.9.60.<br><span class="bld">II</span> c. acc. rei, [[throw in one's teeth]], [[reproach one with]], εἴ τις πενίαν π. Id.18.256.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0739.png Seite 739]] eigtl. mit Koth bewerfen, od. in den Koth treten, Buttm. Lexil. IL p. 163; übertr., verächtlich, schimpflich behandeln, beschimpfen, Soph. O. R. 427, Ar. Thesm. 386 u. öfter; bes. in Prosa: τινἀ, Thuc. 6, 54. 56, Plat. Theaet. 164 e u. öfter; fut. προπηλακιεῖ Gorg. 527 a; u. pass., προπηλακίζονται ὑπὸ ξένων τε καὶ ἀστῶν, Rep. X, 613 d; προπεπηλακισμένη, VII, 536 c; Xen. Mem. 1, 2, 29; u. häufig bei den Rednern: Andoc. 4, 16; Lys. 9, 4; τινὰ λόγοις, Dem. 24, 124; πενίαν, 18, 256; προπεπηλάκισται τὸ [[σῶμα]], Mid. 7; Folgde, wie Pol. 4, 4, 4.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0739.png Seite 739]] eigtl. [[mit Kot bewerfen]], od. [[in den Kot treten]], Buttm. Lexil. IL p. 163; übertr., [[verächtlich behandeln]], [[schimpflich behandeln]], [[beschimpfen]], Soph. O. R. 427, Ar. Thesm. 386 u. öfter; bes. in Prosa: τινἀ, Thuc. 6, 54. 56, Plat. Theaet. 164 e u. öfter; fut. προπηλακιεῖ Gorg. 527 a; u. pass., προπηλακίζονται ὑπὸ ξένων τε καὶ ἀστῶν, Rep. X, 613 d; προπεπηλακισμένη, VII, 536 c; Xen. Mem. 1, 2, 29; u. häufig bei den Rednern: Andoc. 4, 16; Lys. 9, 4; τινὰ λόγοις, Dem. 24, 124; πενίαν, 18, 256; προπεπηλάκισται τὸ [[σῶμα]], Mid. 7; Folgde, wie Pol. 4, 4, 4.
}}
}}
{{ls
{{bailly
|lstext='''προπηλᾰκίζω''': μέλλ. Ἀττ. -ιῶ· ὡς φαίνεται ἐκ τοῦ πῆλαξ = πηλός, εἰ καὶ [[οὔτε]] τὸ πῆλαξ [[οὔτε]] τὸ ἁπλοῦν [[ῥῆμα]] [[πηλακίζω]] εὕρηνται). Κυρίως, [[ἐπιχρίω]], «πασαλείφω» διὰ πηλοῦ, [[καλύπτω]] διὰ βορβόρου, [[ῥίπτω]] εἰς τὴν «λάσπην»· ἀλλ’ [[εἶναι]] ἐν χρήσει μόνον ἐπὶ μεταφορικῆς σημασίας, ὀνείδεσι [[περιβάλλω]] τινά, κακῶς ἢ ὑβριστικῶς μεταχειρίζομαί τινα, ἐξουθενῶ, [[διασύρω]], μετ’ αἰτ., Σοφ. Ο. Τ. 427, Ἀριστοφ. Θεσμ. 386· καὶ [[συχν]]. ἐν τῷ πεζῷ Ἀττικῷ λόγῳ, Θουκ. 6. 54, 56, Ἀνδοκ. 31. 14, Λυσί. 144. 39, Πλάτ., κλπ. ― Παθ., ἰδὼν προπεπηλακισμένην [τὴν φιλοσοφίαν] ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 536C· προπηλακισθέντες λόγοις ἢ καὶ ἀτίμοις λόγοις ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 866Ε· ὑβρίζετο καὶ προεπηλακίζετο ὑπὸ τοῦ δήμου Δημ. 126. 9. ΙΙ. μετ’ αἰτ. πράγματος, [[ὀνειδίζω]] τινὰ ἐπί τινι, εἴ τις πενίαν πρ. Δημ. 312. 16. ― [[Κατὰ]] Σουΐδ.: «προπηλακίζων, ἀδικῶν, ὑβρίζων, διασύρων,... εἴρηται δὲ ἀπὸ τοῦ πηλὸν ἐπιχρίεσθαι τὰ πρόσωπα τῶν ἀτιμίαν καὶ ὕβριν καταψηφιζομένων, οὓς [[ἀρτίως]] ἀσβόλῳ χρίουσι».
|btext=couvrir de boue, <i>fig.</i> :<br /><b>1</b> [[insulter]], [[outrager]], acc.;<br /><b>2</b> [[reprocher en termes grossiers]] <i>ou</i> violents, acc..<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[πηλακίζω]].
}}
{{elnl
|elnltext=προπηλακίζω &#91;[[πρό]], [[πηλός]]] imperf. προυπηλάκιζον en προεπηλάκιζον, med.-pass. προυπηλακιζόμην; aor. προυπηλάκισα en προεπηλάκισα; aor. pass. προεπηλακίσθην; perf. med.-pass. προπεπηλάκισμαι; fut. act. προπηλακιῶ, [[met modder gooien]], [[beledigen]]: met acc..; (εἰ) κακῶς ἔλεγον τουτονὶ καὶ προπηλακίζειν ἐπεχείρουν als ik kwaad van hem zou spreken en hem probeerde met modder te gooien Dem. 19.214; met acc. v. h. inw. obj.. πενίαν π. armoede tot verwijt maken Dem. 18.256.
}}
}}
{{bailly
{{elru
|btext=couvrir de boue, <i>fig.</i> :<br /><b>1</b> insulter, outrager, acc.;<br /><b>2</b> reprocher en termes grossiers <i>ou</i> violents, acc..<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], πηλακίζω.
|elrutext='''προπηλᾰκίζω:'''<br /><b class="num">1</b> досл. [[забрасывать грязью]], перен. [[втаптывать в грязь]], [[помыкать]], [[презирать]], [[оскорблять]] (τινά Soph.; λόγοις ἢ ἔργοις Plat.; ὑπὸ πάντων προπηλακιζόμενος Lys.);<br /><b class="num">2</b> [[грубо попрекать]] (π. πενίαν Dem.).
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΑ<br /><b>1.</b> [[ρίχνω]] σε κάποιον [[λάσπη]], τον [[αλείφω]] με πηλό, [[καλύπτω]] κάποιον με βόρβορο ή τον [[ρίχνω]] στη [[λάσπη]], [[λασπώνω]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[περιλούω]] κάποιον με ύβρεις και κατηγορίες, [[διασύρω]], [[εξυβρίζω]], [[εξευτελίζω]] κάποιον<br /><b>αρχ.</b><br />[[επιρρίπτω]] [[κατηγορία]] σε κάποιον («εἴ τις πενίαν προπηλακίζει νοῡν ἔχει ἡγοῡμαι», <b>Δημοσθ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[πηλός]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ακίζω</i> (<b>πρβλ.</b> [[κλιμακίζω]], [[σκορακίζω]], [[φενακίζω]]). Το ρ. [[πηλακίζω]] και το ουσ. <i>πηλαξ</i>, -<i>ακος</i>«[[λάσπη]], [[πηλός]]» [[μάλλον]] επινοήθηκαν από τους λεξικογράφους προκειμένου να δικαιολογηθεί ο [[σχηματισμός]] του συνθ. <i>προ</i>-[[πηλακίζω]]. Το ρ. [[προπηλακίζω]] με αρχική σημ. «[[επιχρίω]], [[αλείφω]] κάποιον με πηλό» χρησιμοποιήθηκε [[κυρίως]] μτφ. με σημ. «[[περιλούω]] κάποιον με ύβρεις, [[χλευάζω]], [[λασπολογώ]]»].
|mltxt=ΝΑ<br /><b>1.</b> [[ρίχνω]] σε κάποιον [[λάσπη]], τον [[αλείφω]] με πηλό, [[καλύπτω]] κάποιον με βόρβορο ή τον [[ρίχνω]] στη [[λάσπη]], [[λασπώνω]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[περιλούω]] κάποιον με ύβρεις και κατηγορίες, [[διασύρω]], [[εξυβρίζω]], [[εξευτελίζω]] κάποιον<br /><b>αρχ.</b><br />[[επιρρίπτω]] [[κατηγορία]] σε κάποιον («εἴ τις πενίαν προπηλακίζει νοῦν ἔχει ἡγοῦμαι», <b>Δημοσθ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[πηλός]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ακίζω</i> (<b>πρβλ.</b> [[κλιμακίζω]], [[σκορακίζω]], [[φενακίζω]]). Το ρ. [[πηλακίζω]] και το ουσ. <i>πηλαξ</i>, -<i>ακος</i>«[[λάσπη]], [[πηλός]]» [[μάλλον]] επινοήθηκαν από τους λεξικογράφους προκειμένου να δικαιολογηθεί ο [[σχηματισμός]] του συνθ. <i>προ</i>-[[πηλακίζω]]. Το ρ. [[προπηλακίζω]] με αρχική σημ. «[[επιχρίω]], [[αλείφω]] κάποιον με πηλό» χρησιμοποιήθηκε [[κυρίως]] μτφ. με σημ. «[[περιλούω]] κάποιον με ύβρεις, [[χλευάζω]], [[λασπολογώ]]»].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προπηλᾰκίζω:''' μέλ. Αττ. <i>-ιῶ</i> (από πῆλαξ = [[πηλός]])·<br /><b class="num">I.</b> [[λασπώνω]], [[επιχρίω]] με [[λάσπη]] ή [[καλύπτω]] με [[λάσπη]]· μεταφ., [[συμπεριφέρομαι]] υβριστικά, [[προσβάλλω]] αισχρά, <i>τινά</i>, σε Σοφ., Θουκ. κ.λπ. — Παθ., <i>ἰδὼν προπεπηλακισμένην</i> (<i>τὴν φιλοσοφίαν</i>), σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> με αιτ. πράγμ., [[εξυβρίζω]] καποιον για κάποιο [[πράγμα]], σε Δημ.
|lsmtext='''προπηλᾰκίζω:''' μέλ. Αττ. <i>-ιῶ</i> (από πῆλαξ = [[πηλός]])·<br /><b class="num">I.</b> [[λασπώνω]], [[επιχρίω]] με [[λάσπη]] ή [[καλύπτω]] με [[λάσπη]]· μεταφ., [[συμπεριφέρομαι]] υβριστικά, [[προσβάλλω]] αισχρά, <i>τινά</i>, σε Σοφ., Θουκ. κ.λπ. — Παθ., <i>ἰδὼν προπεπηλακισμένην</i> (<i>τὴν φιλοσοφίαν</i>), σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> με αιτ. πράγμ., [[εξυβρίζω]] καποιον για κάποιο [[πράγμα]], σε Δημ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''προπηλᾰκίζω:''' <b class="num">1)</b> досл. забрасывать грязью, перен. втаптывать в грязь, помыкать, презирать, оскорблять (τινά Soph.; λόγοις ἢ ἔργοις Plat.; ὑπὸ πάντων προπηλακιζόμενος Lys.);<br /><b class="num">2)</b> грубо попрекать (π. πενίαν Dem.).
|lstext='''προπηλᾰκίζω''': μέλλ. Ἀττ. -ιῶ· ὡς φαίνεται ἐκ τοῦ πῆλαξ = πηλός, εἰ καὶ [[οὔτε]] τὸ πῆλαξ [[οὔτε]] τὸ ἁπλοῦν [[ῥῆμα]] [[πηλακίζω]] εὕρηνται). Κυρίως, [[ἐπιχρίω]], «πασαλείφω» διὰ πηλοῦ, [[καλύπτω]] διὰ βορβόρου, ἢ [[ῥίπτω]] εἰς τὴν «λάσπην»· ἀλλ’ [[εἶναι]] ἐν χρήσει μόνον ἐπὶ μεταφορικῆς σημασίας, ὀνείδεσι [[περιβάλλω]] τινά, κακῶς ἢ ὑβριστικῶς μεταχειρίζομαί τινα, ἐξουθενῶ, [[διασύρω]], μετ’ αἰτ., Σοφ. Ο. Τ. 427, Ἀριστοφ. Θεσμ. 386· καὶ συχν. ἐν τῷ πεζῷ Ἀττικῷ λόγῳ, Θουκ. 6. 54, 56, Ἀνδοκ. 31. 14, Λυσί. 144. 39, Πλάτ., κλπ. ― Παθ., ἰδὼν προπεπηλακισμένην [τὴν φιλοσοφίαν] ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 536C· προπηλακισθέντες λόγοις ἢ καὶ ἀτίμοις λόγοις ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 866Ε· ὑβρίζετο καὶ προεπηλακίζετο ὑπὸ τοῦ δήμου Δημ. 126. 9. ΙΙ. μετ’ αἰτ. πράγματος, [[ὀνειδίζω]] τινὰ ἐπί τινι, εἴ τις πενίαν πρ. Δημ. 312. 16. ― [[Κατὰ]] Σουΐδ.: «προπηλακίζων, ἀδικῶν, ὑβρίζων, διασύρων,... εἴρηται δὲ ἀπὸ τοῦ πηλὸν ἐπιχρίεσθαι τὰ πρόσωπα τῶν ἀτιμίαν καὶ ὕβριν καταψηφιζομένων, οὓς [[ἀρτίως]] ἀσβόλῳ χρίουσι».
}}
{{etym
|etymtx=See also: s. [[πηλός]].
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. [[Attic]] ιῶ [from πῆλαξ = [[πηλός]]<br /><b class="num">I.</b> to [[bespatter]] with mud or to [[trample]] in the [[mire]]: metaph. to [[treat]] with [[contumely]], to [[abuse]] [[foully]], τινά Soph., Thuc., etc.:—Pass., ἰδὼν προπεπηλακισμένην [τὴν φιλοσοφίαν] Plat.<br /><b class="num">II.</b> c. acc. rei, to [[throw]] in one's teeth, Dem.
}}
{{FriskDe
|ftr='''προπηλακίζω''': {propēlakízō}<br />'''See also''': s. [[πηλός]].<br />'''Page''' 2,600
}}
{{mantoulidis
|mantxt=(=πασαλείβω μέ λάσπη, [[προσβάλλω]], [[βρίζω]]). Ἀπό τό [[πρό]] + [[πηλός]] (=[[λάσπη]]).<br><b>Παράγωγα:</b> [[προπηλάκισις]], [[προπηλακισμός]], [[προπηλακιστικός]].
}}
{{lxth
|lthtxt=''[[contumelia afficere]]'', to [[treat with insult]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:6.54.4/ 6.54.4], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:6.56.1/ 6.56.1].
}}
}}