ῥύομαι: Difference between revisions

CSV import
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(btext.*?)’([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)" to "$1'$2")
(CSV import)
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0851.png Seite 851]] (vgl. [[ἐρύω]]), fut. ῥύσομαι, aor. ἐῤῥυσάμην; ep. Iterativform des imperf. ῥύσκευ, Il. 24, 730; syncop. aor. ἔρυτο, [[ῥύατο]], ῥῦσθαι, 15, 141; erst Sp. haben auch den aor. pass. ἐῤῥύσθην; – eigtl. Einen an sich ziehen, nämlich aus der Gefahr, daher im wirklichen Sprachgebrauche = aus der Gefahr reißen, d. i. [[retten]], erretten; u. überhaupt [[schützen]]; Hom. u. Hes.; c. accus. der Person u. der Sache; Hom. οἵτε πτολίεθρα ῥύονται, Il. 9, 396; ἵνα Τρώων ἀλόχους καὶ τέκνα ῥύοισθε ὑπ' Ἀχαιῶν, vor den Achäern, 17, 224; ἐῤῥύσατο καὶ ἐσάωσεν Ἕκτορα, 15, 290; οὐ γάρ κεν ῥύσαιτό σ' ὑπὲκ κακοῦ, Od. 12, 107, aus dem Unglück, vgl. Il. 20, 300; Her. 1, 87; ὑπ' ἠέρος, aus dem Nebel retten, Il. 17, 645; auch τινά τινος, Her. 9, 76; τοῦ μὴ κατακαυθῆναι, 1, 86; νούσου, 4, 187, von einer Krankheit heilen, wie ῥύεο νούσου C. Long. 1 (VI, 191); daher [[befreien]], τὸν [[ἔνθεν]] ῥυσάμην, ihn befrei'te ich von dort, Il. 15, 29; ἐκ δουλοσύνης, Her. 5, 49. 9, 90, wie ῥυσάμενοι πόλιας δουλοσύνης Ep. ad. 144 (App. 168); Ar. Lys. 342 πολέμου καὶ μανιῶν ῥυσάμεναι Ἑλλάδα καὶ πολίτας, sie befreien vom Kriege; ῥύσασθε δυσάμμορον ἀνέρα λύμης, Ap. Rh. 2, 218; ἐκ πόνων ἄνδρα ἐῤῥύσατο, Pind. P. 12, 19. – Uebh. [[schirmen]], [[schützen]], bewahren, erhalten; von Göttern, die Sterbliche beschirmen, Il. 15, 275 Od. 15, 35 u. sonst; von Fürsten und Anführern, welche ihre Städte und Völker beschützen und vertheidigen, Il. 9, 396, s. oben; von Wachen des Heeres, 10, 417; von Hirten, welche ihre Heerden bewachen, mit φυλάσσειν vrbdn, Od. 14, 107. 17, 201; Pind. I. 7, 53; πόλιν καὶ στρατὸν ῥύεσθε, Aesch. Spt. 285; δαίμονες, οἳ δὴ Κάδμου πύργους τούσδε ῥύεσθε, 806, u. öfter; ῥύου με κἀκφύλασσε, Soph. O. C. 286; O. R. 72; ὄλοιθ' [[ὅστις]] μ' ἀπό τε φόνου ἔῤῥυτο κἀνέσωσεν, 1352; ῥῦσαί με πρὸς θεῶν, Eur. Andr. 576; auch von Schutzwaffen, [[κυνέη]] ῥύεται [[κάρη]], Il. 10, 259; ἔρυτο γὰρ [[ἔνδοθι]] [[θώρηξ]] [[χρόα]], 23, 819; von der Schutzmauer der Schiffe, 12, 8; auch verdecken, verhüllen, Od. 6, 129; vgl. Thuc. 5, 63, ῥύσεσθαι ἔργῳ ἀγαθῷ τὰς αἰτίας, er werde die Beschuldigungen mit einer tapfern That bedecken, wieder gut machen, Schol. ἀπολύσειν; zurückhalten, hemmen, Ἠῶ δ' [[αὖτε]] ῥύσατ' ἐπ' Ὠκεανῷ, Od. 23, 244; τὸ [[σῶμα]] ῥύεται μὴ κατθανεῖν, Eur. Herc. Fur. 197, wie ὃν [[θανεῖν]] ἐῤῥυσάμην, Alc. 11, vgl. Or. 598. Auch in späterer Prosa, [[schützen]]: ῥύεσθαι τὰς Ῥωμαίων ὄχθας, Hdn. 6, 7, 11; ῥύεσθαι γὰρ αὐτοῖς τὰ σώματα, οὐ μάχεσθαι ἀγαπητόν, 6, 5, 21; ῥῦσαι ἡμᾶς ἀπὸ τοῦ πονηροῦ, Matth. 7, 13; ῥυσθέντες, gerettet, Ev. Luc. 1, 74; ῥυσθῆναι τῆς θυσίας, Heliod. 10, 7. – [Υ braucht Hom. im praes. kurz, wo ein kurzer Vocal folgt, aber Il. 15, 257. 16, 799, wo es den Vers anfängt, lang; im optat. ῥύοιτο ist υ immer lang, Il. 12, 8. 17, 224, wie im fut. Hes. Th. 660, u. gewöhnlich im aor.; nur ῥυσάμην ist kurz, Il. 15, 29; ἔρυτο steht Il. 23, 819, aber mit kurzem υ Hes. Th. 304, wie in [[ῥύατο]], Od. 17, 201 Il. 18, 515; bei den Attik. im fut. u. aor. immer lang. Vgl. noch Buttm. Lexil. I p. 66.]
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0851.png Seite 851]] (vgl. [[ἐρύω]]), fut. ῥύσομαι, aor. ἐῤῥυσάμην; ep. Iterativform des imperf. ῥύσκευ, Il. 24, 730; syncop. aor. ἔρυτο, [[ῥύατο]], ῥῦσθαι, 15, 141; erst Sp. haben auch den aor. pass. ἐῤῥύσθην; – eigtl. Einen an sich ziehen, nämlich aus der Gefahr, daher im wirklichen Sprachgebrauche = aus der Gefahr reißen, d. i. [[retten]], erretten; u. überhaupt [[schützen]]; Hom. u. Hes.; c. accus. der Person u. der Sache; Hom. οἵτε πτολίεθρα ῥύονται, Il. 9, 396; ἵνα Τρώων ἀλόχους καὶ τέκνα ῥύοισθε ὑπ' Ἀχαιῶν, vor den Achäern, 17, 224; ἐῤῥύσατο καὶ ἐσάωσεν Ἕκτορα, 15, 290; οὐ γάρ κεν ῥύσαιτό σ' ὑπὲκ κακοῦ, Od. 12, 107, aus dem Unglück, vgl. Il. 20, 300; Her. 1, 87; ὑπ' ἠέρος, aus dem Nebel retten, Il. 17, 645; auch τινά τινος, Her. 9, 76; τοῦ μὴ κατακαυθῆναι, 1, 86; νούσου, 4, 187, von einer Krankheit heilen, wie ῥύεο νούσου C. Long. 1 (VI, 191); daher [[befreien]], τὸν [[ἔνθεν]] ῥυσάμην, ihn befrei'te ich von dort, Il. 15, 29; ἐκ δουλοσύνης, Her. 5, 49. 9, 90, wie ῥυσάμενοι πόλιας δουλοσύνης Ep. ad. 144 (App. 168); Ar. Lys. 342 πολέμου καὶ μανιῶν ῥυσάμεναι Ἑλλάδα καὶ πολίτας, sie befreien vom Kriege; ῥύσασθε δυσάμμορον ἀνέρα λύμης, Ap. Rh. 2, 218; ἐκ πόνων ἄνδρα ἐῤῥύσατο, Pind. P. 12, 19. – Übh. [[schirmen]], [[schützen]], bewahren, erhalten; von Göttern, die Sterbliche beschirmen, Il. 15, 275 Od. 15, 35 u. sonst; von Fürsten und Anführern, welche ihre Städte und Völker beschützen und vertheidigen, Il. 9, 396, s. oben; von Wachen des Heeres, 10, 417; von Hirten, welche ihre Heerden bewachen, mit φυλάσσειν vrbdn, Od. 14, 107. 17, 201; Pind. I. 7, 53; πόλιν καὶ στρατὸν ῥύεσθε, Aesch. Spt. 285; δαίμονες, οἳ δὴ Κάδμου πύργους τούσδε ῥύεσθε, 806, u. öfter; ῥύου με κἀκφύλασσε, Soph. O. C. 286; O. R. 72; ὄλοιθ' [[ὅστις]] μ' ἀπό τε φόνου ἔῤῥυτο κἀνέσωσεν, 1352; ῥῦσαί με πρὸς θεῶν, Eur. Andr. 576; auch von Schutzwaffen, [[κυνέη]] ῥύεται [[κάρη]], Il. 10, 259; ἔρυτο γὰρ [[ἔνδοθι]] [[θώρηξ]] [[χρόα]], 23, 819; von der Schutzmauer der Schiffe, 12, 8; auch verdecken, verhüllen, Od. 6, 129; vgl. Thuc. 5, 63, ῥύσεσθαι ἔργῳ ἀγαθῷ τὰς αἰτίας, er werde die Beschuldigungen mit einer tapfern Tat bedecken, wieder gut machen, Schol. ἀπολύσειν; zurückhalten, hemmen, Ἠῶ δ' [[αὖτε]] ῥύσατ' ἐπ' Ὠκεανῷ, Od. 23, 244; τὸ [[σῶμα]] ῥύεται μὴ κατθανεῖν, Eur. Herc. Fur. 197, wie ὃν [[θανεῖν]] ἐῤῥυσάμην, Alc. 11, vgl. Or. 598. Auch in späterer Prosa, [[schützen]]: ῥύεσθαι τὰς Ῥωμαίων ὄχθας, Hdn. 6, 7, 11; ῥύεσθαι γὰρ αὐτοῖς τὰ σώματα, οὐ μάχεσθαι ἀγαπητόν, 6, 5, 21; ῥῦσαι ἡμᾶς ἀπὸ τοῦ πονηροῦ, Matth. 7, 13; ῥυσθέντες, gerettet, Ev. Luc. 1, 74; ῥυσθῆναι τῆς θυσίας, Heliod. 10, 7. – [Υ braucht Hom. im praes. kurz, wo ein kurzer Vocal folgt, aber Il. 15, 257. 16, 799, wo es den Vers anfängt, lang; im optat. ῥύοιτο ist υ immer lang, Il. 12, 8. 17, 224, wie im fut. Hes. Th. 660, u. gewöhnlich im aor.; nur ῥυσάμην ist kurz, Il. 15, 29; ἔρυτο steht Il. 23, 819, aber mit kurzem υ Hes. Th. 304, wie in [[ῥύατο]], Od. 17, 201 Il. 18, 515; bei den Attik. im fut. u. aor. immer lang. Vgl. noch Buttm. Lexil. I p. 66.]
}}
}}
{{bailly
{{bailly
Line 24: Line 24:
{{Slater
{{Slater
|sltr=[[ῥύομαι]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[rescue]] [[ἐπεὶ]] ἐκ τούτων φίλον ἄνδρα πόνων ἐρρσατο (P. 12.19) ]ντος αὐχὴν ῥύοιτο πα[ Δ. 3. 14.<br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>2</b> [[hinder]] Τροίας ἶνας ἐκταμὼν [[δορί]], [[ταί]] μιν ῥᾰοντό ποτε μάχας ἐναριμβρότου [[ἔργον]] ἐν πεδίῳ κορύσσοντα (I. 8.52)
|sltr=[[ῥύομαι]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[rescue]] [[ἐπεὶ]] ἐκ τούτων φίλον ἄνδρα πόνων ἐρρσατο (P. 12.19) ]ντος αὐχὴν ῥύοιτο πα[ Δ. 3. 14.<br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>2</b> [[hinder]] Τροίας ἶνας ἐκταμὼν [[δορί]], [[ταί]] μιν ῥᾰοντό ποτε μάχας ἐναριμβρότου [[ἔργον]] ἐν πεδίῳ κορύσσοντα (I. 8.52)
}}
{{eles
|esgtx=[[salvar]]
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR
Line 35: Line 32:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ῥύομαι:''' μέλ. ῥύσομαι [ῡ]· αόρ. αʹ <i>ἐρρῡσάμην</i>· Επικ. γʹ ενικ. αορ. βʹ <i>ἔρῡτο</i>, γʹ πληθ. <i>ἔρυντο</i>, ῥύᾰτο [ῡ], απαρ. [[ῥῦσθαι]]· αποθ., [[αλλά]] και αόρ. αʹ <i>ἐρρύσθην</i> με Παθ. [[σημασία]]·<br /><b class="num">I.</b> [[σύρω]] προς τον εαυτό μου, δηλ. σύροντας [[βγάζω]] απ' τον κίνδυνο, [[σώζω]], [[λυτρώνω]], σε Όμηρ., Ησίοδ. κ.λπ.· <i>ῥύομαί τινα ὑπὲκ θανάτου</i>, <i>ὑπὲκ κακοῦ</i>, [[σώζω]] κάποιον από..., σε Όμηρ.· ομοίως, με γεν., <i>ῥύομαί τινατοῦ μὴ κατακαυθῆναι</i>, σε Ηρόδ.· ή μόνο με απαρ., ῥύομαί τινα [[θανεῖν]] ή <i>μὴ κατθανεῖν</i>, σε Ευρ.· επίσης, [[σώζω]] από [[ασθένεια]], [[γιατρεύω]], [[θεραπεύω]], σε Ηρόδ.· [[ελευθερώνω]], [[απολυτρώνω]], [[αποδεσμεύω]], σε Ομήρ. Ιλ.· <i>ἐκ δουλοσύνης</i>, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> γενικά, [[θωρακίζω]], [[φρουρώ]], [[περιφρουρώ]], [[προστατεύω]], λέγεται για φύλακες, προστάτες θεούς, ηγεμόνες, βασιλείς κ.λπ., σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· επίσης, για αμυντικό οπλισμό, όπλα, στο ίδ.<br /><b class="num">2.</b> στο Σοφ., το <i>ῥῦσαι</i> με [[διπλή]] [[σημασία]], <i>ῥῦσαι σεαυτόν..</i>., ῥῦσαι δὲ [[μίασμα]] τοῦ τεθνηκότος, λύτρωσε τον εαυτό [[σου]]..., και απάλλαξέ μας από το [[μίασμα]]· ομοίως και, ῥύσεσθαι τὰς αἰτίας, να απαλλάξει από τις κατηγορίες, να αναιρέσει τις κατηγορίες, σε Θουκ.<br /><b class="num">III.</b> [[σύρω]] [[πίσω]], [[αναχαιτίζω]], [[εμποδίζω]], [[ανακόπτω]], [[αναστέλλω]], [[παρεμποδίζω]], σε Ομήρ. Οδ., Πίνδ.<br /><b class="num">IV.</b> [[αποκρούω]], [[απομακρύνω]], [[κρατώ]] σε [[απόσταση]], σε Πίνδ.
|lsmtext='''ῥύομαι:''' μέλ. ῥύσομαι [ῡ]· αόρ. αʹ <i>ἐρρῡσάμην</i>· Επικ. γʹ ενικ. αορ. βʹ <i>ἔρῡτο</i>, γʹ πληθ. <i>ἔρυντο</i>, ῥύᾰτο [ῡ], απαρ. [[ῥῦσθαι]]· αποθ., [[αλλά]] και αόρ. αʹ <i>ἐρρύσθην</i> με Παθ. [[σημασία]]·<br /><b class="num">I.</b> [[σύρω]] προς τον εαυτό μου, δηλ. σύροντας [[βγάζω]] απ' τον κίνδυνο, [[σώζω]], [[λυτρώνω]], σε Όμηρ., Ησίοδ. κ.λπ.· <i>ῥύομαί τινα ὑπὲκ θανάτου</i>, <i>ὑπὲκ κακοῦ</i>, [[σώζω]] κάποιον από..., σε Όμηρ.· ομοίως, με γεν., <i>ῥύομαί τινατοῦ μὴ κατακαυθῆναι</i>, σε Ηρόδ.· ή μόνο με απαρ., ῥύομαί τινα [[θανεῖν]] ή <i>μὴ κατθανεῖν</i>, σε Ευρ.· επίσης, [[σώζω]] από [[ασθένεια]], [[γιατρεύω]], [[θεραπεύω]], σε Ηρόδ.· [[ελευθερώνω]], [[απολυτρώνω]], [[αποδεσμεύω]], σε Ομήρ. Ιλ.· <i>ἐκ δουλοσύνης</i>, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> γενικά, [[θωρακίζω]], [[φρουρώ]], [[περιφρουρώ]], [[προστατεύω]], λέγεται για φύλακες, προστάτες θεούς, ηγεμόνες, βασιλείς κ.λπ., σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· επίσης, για αμυντικό οπλισμό, όπλα, στο ίδ.<br /><b class="num">2.</b> στο Σοφ., το <i>ῥῦσαι</i> με [[διπλή]] [[σημασία]], <i>ῥῦσαι σεαυτόν..</i>., ῥῦσαι δὲ [[μίασμα]] τοῦ τεθνηκότος, λύτρωσε τον εαυτό [[σου]]..., και απάλλαξέ μας από το [[μίασμα]]· ομοίως και, ῥύσεσθαι τὰς αἰτίας, να απαλλάξει από τις κατηγορίες, να αναιρέσει τις κατηγορίες, σε Θουκ.<br /><b class="num">III.</b> [[σύρω]] [[πίσω]], [[αναχαιτίζω]], [[εμποδίζω]], [[ανακόπτω]], [[αναστέλλω]], [[παρεμποδίζω]], σε Ομήρ. Οδ., Πίνδ.<br /><b class="num">IV.</b> [[αποκρούω]], [[απομακρύνω]], [[κρατώ]] σε [[απόσταση]], σε Πίνδ.
}}
{{etym
|etymtx=See also: s. [[ἔρυμαι]].
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br /><b class="num">I.</b> to [[draw]] to [[oneself]], i. e. [[draw]] out of [[danger]], to [[rescue]], [[save]], [[deliver]], Hom., Hes., etc.; ῥ. τινα ὑπὲκ θανάτου, ὑπὲκ κακοῦ to [[save]] from . ., Hom.;—so c. gen., ῥ. τινα τοῦ μὴ κατακαυθῆναι Hdt.; or c. inf. [[alone]], ῥ. τινα [[θανεῖν]] or μὴ κατθανεῖν Eur.: also, to [[save]] from an [[illness]], [[cure]], Hdt.: to set [[free]], [[redeem]], Il.; ἐκ δουλοσύνης Hdt.<br /><b class="num">II.</b> [[generally]], to [[shield]], [[guard]], [[protect]], of [[guardian]] gods, chiefs, etc., Il. etc.:—of [[defensive]] [[armour]], Il.<br /><b class="num">2.</b> Soph. has ῥῦσαι in a [[double]] [[sense]], ῥῦσαι σεαυτὸν . ., ῥῦσαι δὲ [[μίασμα]] τοῦ τεθνηκότος [[deliver]] [[thyself]],—and [[deliver]] us from the [[pollution]]; so, ῥ. τὰς αἰτίας to [[remove]] the charges, Thuc.<br /><b class="num">III.</b> to [[draw]] [[back]], to [[hold]] [[back]], [[check]], Od., Pind.<br /><b class="num">IV.</b> to [[keep]] off, Pind.
|mdlsjtxt=<b class="num">I.</b> to [[draw]] to [[oneself]], i. e. [[draw]] out of [[danger]], to [[rescue]], [[save]], [[deliver]], Hom., Hes., etc.; ῥ. τινα ὑπὲκ θανάτου, ὑπὲκ κακοῦ to [[save]] from . ., Hom.;—so c. gen., ῥ. τινα τοῦ μὴ κατακαυθῆναι Hdt.; or c. inf. [[alone]], ῥ. τινα [[θανεῖν]] or μὴ κατθανεῖν Eur.: also, to [[save]] from an [[illness]], [[cure]], Hdt.: to set [[free]], [[redeem]], Il.; ἐκ δουλοσύνης Hdt.<br /><b class="num">II.</b> [[generally]], to [[shield]], [[guard]], [[protect]], of [[guardian]] gods, chiefs, etc., Il. etc.:—of [[defensive]] [[armour]], Il.<br /><b class="num">2.</b> Soph. has ῥῦσαι in a [[double]] [[sense]], ῥῦσαι σεαυτὸν . ., ῥῦσαι δὲ [[μίασμα]] τοῦ τεθνηκότος [[deliver]] [[thyself]],—and [[deliver]] us from the [[pollution]]; so, ῥ. τὰς αἰτίας to [[remove]] the charges, Thuc.<br /><b class="num">III.</b> to [[draw]] [[back]], to [[hold]] [[back]], [[check]], Od., Pind.<br /><b class="num">IV.</b> to [[keep]] off, Pind.
}}
}}
{{FriskDe
{{FriskDe
|ftr='''ῥύομαι''': {rhúomai}<br />'''See also''': s. [[ἔρυμαι]].<br />'''Page''' 2,665
|ftr='''ῥύομαι''': {rhúomai}<br />'''See also''': s. [[ἔρυμαι]].<br />'''Page''' 2,665
}}
{{elmes
|esmgtx=[[salvar]] como acción de Dios ὁρκίζω σε τὸν ὀπτανθέντα τῷ Ὀσραὴλ ἐν στύλῳ φωτινῷ καὶ νεφέλῃ ἡμερινῇ καὶ ῥυσάμενον αὐτοῦ τὸν λαὸν ἐκ τοῦ Φαραώ <b class="b3">te conjuro a ti, que fuiste contemplado por Israel en una columna luminosa y en una nube durante el día, que salvó a su pueblo del Faraón</b> P IV 3035
}}
{{eles
|esgtx=[[salvar]]
}}
{{Autenrieth
|auten=([[ἐρύω]]), inf. ῥυ[[εσθαι]] and [[ῥῦσθαι]], ipf. ῥύετο, 3 pl. ῥύατ (ο), iter. [[ῥύσκευ]], aor. [[ῥυσάμην]], (ἐρ) ρύσατο, imp. [[ῥῦσαι]]: [[rescue]], [[save]]; [[ὑπέκ]], [[ὑπό]] τινος, ‘[[out]] of, ’ ‘[[from]], ’ Il. 12.107, Il. 17.645; in [[general]], ‘[[protect]], ’ ‘[[cover]], ’ ‘[[hide]], ’ Od. 6.129, Il. 17.224, Il. 12.8; [[detain]] , Od. 23.244.
}}
{{Thayer
|txtha=[[future]] ῤύσομαι; 1st aorist ἐρρυσάμην G (ἐρρυσάμην R, so T in L [[everywhere]] [[except]] in ἐρυσαμην (so Tr WH [[everywhere]], T in L [[text]] in ἐρρύσθην G (ἐρρύσθην R), and (so L T Tr WH in ἐρυσθην; (on the doubling of rho ῥ, and the [[breathing]], [[see]] in Rho); from Homer down; the Sept. [[chiefly]] for הִצִּיל; [[also]] for גָּאַל, פִּלֵּט (to [[cause]] to [[escape]], to [[deliver]]), חָלַץ (to [[draw]] [[out]]), מִלֵּט, הושִׁיעַ , etc.; from Ρ᾽ΥΩ to [[draw]], [[hence]], [[properly]], to [[draft]], to [[oneself]], to [[rescue]], to [[deliver]]: τινα, τινα [[ἀπό]] τίνος (cf. Winer's Grammar, § 30,6a.), R L; T Tr WH ἐκ; τινα ἐκ τίνος (Winer's Grammar, as [[above]]): Winer's Grammar, § 41a. 5); ὁ ῤυόμενος, the [[deliverer]], Isaiah 59:20).
}}
}}
{{Chinese
{{Chinese
|sngr='''原文音譯''':?Úomai 呂哦買<br />'''詞類次數''':動詞(18)<br />'''原文字根''':運輸 相當於: ([[גְּאוּלִים]]&#x200E; / [[גָּאַל]]&#x200E;)  ([[יָשַׁע]]&#x200E; / [[יׄשַׁע]]&#x200E; / [[מֹושִׁיעַ]]&#x200E;)  ([[מָלַט]]&#x200E;)  ([[נָצַל]]&#x200E;)  ([[פָּלַט]]&#x200E;)<br />'''字義溯源''':衝進,拉出,救出來,救,脫,拯救,拯救的(拯救者),搭救,解救,釋放;源自([[ῥέω]])*=湧流)。我們雖是蒙主拯救,但那惡者總是伺機殺害和毀壞,所以主耶穌就教導門徒在禱告中向父祈求,不叫我們遇見試探,救我們脫離凶惡( 太6:13)。在那裏可以看見,拯救與保護交匯在一起。保羅用這編號最多,在18次出現中,他使用了12次。在歌羅西書中他把拯救的範圍說的非常透徹:他救了我們脫離黑暗的權勢,把我們遷到他愛子的國裏( 羅1:13)。註:新約使用 ([[ῥύομαι]])這字只18次,但另一個同義字([[ἐκσῴζω]] / [[σῴζω]])=救),卻使用了110次。參讀 ([[ἀναλύω]])  ([[διασῴζω]])同義字<br />'''出現次數''':總共(18);太(2);路(2);羅(3);林後(3);西(1);帖前(1);帖後(1);提後(3);彼後(2)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 救(3) 太6:13; 路11:4; 帖前1:10;<br />2) 拯救(1) 提後3:11;<br />3) 我們可以脫(1) 帖後3:2;<br />4) 必搭救(1) 提後4:18;<br />5) 搭救了(1) 彼後2:7;<br />6) 我⋯被救出來(1) 提後4:17;<br />7) 搭救(1) 彼後2:9;<br />8) 救了(1) 西1:13;<br />9) 在拯救(1) 林後1:10;<br />10) 救出來(1) 路1:74;<br />11) 可以救(1) 太27:43;<br />12) 能救(1) 羅7:24;<br />13) 拯救者(1) 羅11:26;<br />14) 曾拯救(1) 林後1:10;<br />15) 我得拯救(1) 羅15:31;<br />16) 要拯救(1) 林後1:10
|sngr='''原文音譯''':?Úomai 呂哦買<br />'''詞類次數''':動詞(18)<br />'''原文字根''':運輸 相當於: ([[גְּאוּלִים]]&#x200E; / [[גָּאַל]]&#x200E;)  ([[יָשַׁע]]&#x200E; / [[יׄשַׁע]]&#x200E; / [[מֹושִׁיעַ]]&#x200E;)  ([[מָלַט]]&#x200E;)  ([[נָצַל]]&#x200E;)  ([[פָּלַט]]&#x200E;)<br />'''字義溯源''':衝進,拉出,救出來,救,脫,拯救,拯救的(拯救者),搭救,解救,釋放;源自([[ῥέω]])*=湧流)。我們雖是蒙主拯救,但那惡者總是伺機殺害和毀壞,所以主耶穌就教導門徒在禱告中向父祈求,不叫我們遇見試探,救我們脫離凶惡( 太6:13)。在那裏可以看見,拯救與保護交匯在一起。保羅用這編號最多,在18次出現中,他使用了12次。在歌羅西書中他把拯救的範圍說的非常透徹:他救了我們脫離黑暗的權勢,把我們遷到他愛子的國裏( 羅1:13)。註:新約使用 ([[ῥύομαι]])這字只18次,但另一個同義字([[ἐκσῴζω]] / [[σῴζω]])=救),卻使用了110次。參讀 ([[ἀναλύω]])  ([[διασῴζω]])同義字<br />'''出現次數''':總共(18);太(2);路(2);羅(3);林後(3);西(1);帖前(1);帖後(1);提後(3);彼後(2)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 救(3) 太6:13; 路11:4; 帖前1:10;<br />2) 拯救(1) 提後3:11;<br />3) 我們可以脫(1) 帖後3:2;<br />4) 必搭救(1) 提後4:18;<br />5) 搭救了(1) 彼後2:7;<br />6) 我⋯被救出來(1) 提後4:17;<br />7) 搭救(1) 彼後2:9;<br />8) 救了(1) 西1:13;<br />9) 在拯救(1) 林後1:10;<br />10) 救出來(1) 路1:74;<br />11) 可以救(1) 太27:43;<br />12) 能救(1) 羅7:24;<br />13) 拯救者(1) 羅11:26;<br />14) 曾拯救(1) 林後1:10;<br />15) 我得拯救(1) 羅15:31;<br />16) 要拯救(1) 林後1:10
}}
}}
{{elmes
{{etym
|esmgtx=[[salvar]] como acción de Dios ὁρκίζω σε τὸν ὀπτανθέντα τῷ Ὀσραὴλ ἐν στύλῳ φωτινῷ καὶ νεφέλῃ ἡμερινῇ καὶ ῥυσάμενον αὐτοῦ τὸν λαὸν ἐκ τοῦ Φαραώ <b class="b3">te conjuro a ti, que fuiste contemplado por Israel en una columna luminosa y en una nube durante el día, que salvó a su pueblo del Faraón</b> P IV 3035
|etymtx=See also: s. [[ἔρυμαι]].
}}
{{lxth
|lthtxt=''[[redimere]]'', to [[ransom]], [[redeem]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:5.63.3/ 5.63.3].
}}
}}