3,276,318
edits
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
(CSV import) |
||
(26 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ypoptos | |Transliteration C=ypoptos | ||
|Beta Code=u(/poptos | |Beta Code=u(/poptos | ||
|Definition= | |Definition=ὕποπτον, ([[ὑφοράω]], fut. ὑπόψομαι)<br><span class="bld">A</span> [[viewed with suspicion]] or [[jealousy]], of persons, A.''Ag.''1637; opp. [[πιστός]] (trusted), Th.3.82; c. dat., an [[object of suspicion to]] one, πόλει E.''El.''644, cf. Th.4.103, 104, etc.; <b class="b3">ὕ. τινός</b> [[suspected]] in relation to a thing, Plu ''Pomp.''56; ἐπί τινι Luc.''Cal.''29: c. inf., <b class="b3">ὑ. αὐτοῖς μὴ προθύμως πέμψαι</b> [[suspected]] by them of not having sent... Th.6.75.<br><span class="bld">2</span> of things, τάδ' ἦν ὕποπτα E.''IT''1334; τούτων ὑπόπτων ὄντων Antipho 2.2.4, cf. Epicur.''Sent.''13, ''Sammelb.''5761.22 (i A. D.); ὕ. ἂν γένοιτο [[Xenophon|X.]]''[[Cyropaedia|Cyr.]]''2.4.16; <b class="b3">ὕ. καθειστήκει</b> c. inf., it was [[matter for suspicion]] to... Th.4.78: τὰ ὕ. [[suspected defects]], Plu.''Galb.''24.<br><span class="bld">b</span> [[expected]], [[foreseen]], of ague fits, ὕποπτος ἡμέρα, ὕποπτος προσβολή, Ruf.''Fr.''68, Dsc.5.113.<br><span class="bld">3</span> Adv., [[ὑπόπτως διακεῖσθαι]] or [[ὑπόπτως ἔχειν]] to [[lie under suspicion]], τινι Th.8.68, X.''HG''2.3.40.<br><span class="bld">II</span> Act., [[suspecting]], [[fearing]], c. gen., ἁλώσεως [[Euripides|E.]]''[[Hecuba|Hec.]]''1135; πρὸς φαρμακίην ὕ. Aret. ''SD''1.5, etc.: [[τὸ ὕποπτον]] = [[suspicion]], [[jealousy]], τὸ ὕποπτον τῆς γνώμης Th.1.90, cf. Plu.''Cleom.''36, Hdn.4.1.1; <b class="b3">τῷ ὑ. μου</b> [[from suspicion]] of me, Th.6.89; εἰς ὕποπτα μὴ μόλῃς ἐμοί E.''El.''345. Adv., [[with suspicion]], [[ὑπόπτως]] ἀποδέχεσθαι πάντα Th.6.53, cf. 8.66; ὑ. ἔχειν πρός τινα Isoc.8.112, D.19.132; περὶ τὰ προσφερόμενα Arist.''Pr.''926b22.<br><span class="bld">2</span> of a horse, = [[ὑπόπτης]] 2, Poll.1.197. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qu'on regarde en dessous, avec défiance ; suspect : τινι à qqn ; τινος <i>ou</i> ἐπί τινι suspect de qch ; avec un inf. : suspect de ; <i>en parl. de choses</i> ὕποπτον καθεστήκει THC il y avait lieu de se défier;<br /><b>2</b> [[soupçonneux]], [[méfiant]] : τινος qui redoute qch ; [[πρός]] τινα soupçonneux <i>ou</i> défiant à l'égard de qqn ; εἰς ὕποπτα μὴ μόλῃς [[ἐμοί]] EUR n'entre pas en défiance à mon égard ; τὸ ὕποπτον la défiance ; <i>adv.</i> • ὕποπτον LUC avec méfiance.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπόψομαι]] de [[ὑφοράω]]. | |||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=<b class="num">1</b> eigtl. <i>von [[unten]] [[angesehen]], [[verdächtig]]</i>; [[ἐχθρός]] Aesch. <i>Ag</i>. 1620; [[ὕποπτος]] [[οὖσα]] γιγνώσκει πόλει Eur. <i>El</i>. 644; <i>zu [[argwöhnen]], zu [[befürchten]]</i>, τάδ' ἦν ὕποπτα <i>I.T</i>. 1334; εἰς ὕποπτα μὴ μόλοις [[ἐμοί]] <i>El</i>. 345, vgl. <i>Phoen</i>. 1216; ὕποπτον καθειστήκει Thuc. 4.78; τινί, 4.103; ἐπί τινι, Luc. <i>[[Calumn]]</i>. 29; auch τινός, Plut. <i>Pomp</i>. 56; • adv., [[ὑπόπτως]] ἔχειν τινί, <i>Einem [[verdächtig]] sein</i>. Xen. <i>Hell</i>. 2.3.40, wie διακεῖσθαι Thuc. 8.68.<br><b class="num">2</b> akt. <i>[[argwöhnisch]], [[befürchtend]]</i>; ἁλώσεως, <i>die [[Eroberung]] [[befürchtend]]</i>, Eur. <i>Hec</i>. 1125; τὸ ὕποπτον, <i>[[Argwohn]]</i>, Thuc. 1.85, vgl. 1.20; • adv., [[ὑπόπτως]] ἔχειν πρὸς Φίλιππον Dem. 19.132, wie Pol. 3.11.3; πρός τινα, Plut. <i>Alex</i>. 74. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὕποπτος:'''<br /><b class="num">1</b> [[подозрительный]], [[недоверчивый]] (πρός τινα Plut.);<br /><b class="num">2</b> [[предполагающий]], [[опасающийся]]: ὕ. ὢν Τρωϊκῆς ἁλώσεως Eur. предвидя взятие Трои;<br /><b class="num">3</b> [[внушающий подозрение]], [[подозрительный]]: ὕ. τινι Thuc., Eur.; внушающий подозрение кому-л.; ὕ. τινος Plut. или ἐπί τινι Luc. подозреваемый в чем-л.; [[τοῦτο]] [[ὕποπτον]] ἂν γένοιτο Xen. это могло бы возбудить подозрение - см. тж. [[ὕποπτον]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὕποπτος''': ον· ([[ὑφοράω]], μέλλ. ὑπόψομαι)· - ὃν βλέπει τις καταβιβάζων τὰς ὀφρῦς ἢ πλαγίως ἢ [[κάτωθεν]], καὶ μεθ’ ὑποψίας ἢ φθόνου, Λατιν. suspectus, ἐπὶ προσώπων, ἐγὼ δ’ [[ὕποπτος]] ἐχθρὸς ἦ παλαιγενὴς Αἰσχύλ. Ἀγ. 1637· ἀντίθετον τῷ [[πιστός]], Θουκ. 3. 82· ὑπ. τινι, ἀντικείμενον ὑποψίας εἴς τινα, Εὐρ. Ἠλ. 644, Θουκ. 4. 103, 104, κλπ.· ἀλλ’ [[οἷον]] ἡττηθεὶς ὁ Πομπήϊος, [[ὕποπτος]] ἦν [[μᾶλλον]] ὧν ἐφρόνει περὶ Καίσαρος Πλουτ. Πομπ. 56· ἐπί τινι Λουκ. περὶ Διαβολ. 29· μετ’ ἀπαρεμφ., ὑπ. αὐτοῖς μὴ προθύμως πέμψαι Θουκ. 6. 75. 2) ἐπὶ πραγμάτων, τάδ’ ἦν ὕποπτα Εὐρ. Ι. Τ. 1334· τούτων ὑπόπτων ὄντων Ἀντιφῶν 116. 45· ὑπ. ἂν γένοιτο Ξενοφ. Κύρ. 2. 4, 16· καὶ τοῖς πᾶσι γε ὁμοίως Ἕλλησιν ὕποπτον καθεστήκει, τὴν τῶν [[πέλας]] μὴ πείσαντας διιέναι Θουκ. 4. 78· - τὰ ὕποπτα, τὰ ὕποπτα μέρη, Πλουτ. Γάλβ. 24. 3) Ἐπίρρ., ὑπόπτως [[διάκειμαι]] ἢ ἔχω, ἔχω ὑποψίαν, τινὶ Θουκ. 8. 68, Ξεν. Ἑλλ. 2. 3, 40· οὕτω, εἰς ὕποπτα [[μολεῖν]] τινι Εὐρ. Ἠλ. 345. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ ὑποπτεύων, ἔχων ὑποψίαν, [[πλήρης]] ὑποψίας, [[πλήρης]] φόβου, Λατ. suspicax, suspiciosns, | |lstext='''ὕποπτος''': ον· ([[ὑφοράω]], μέλλ. ὑπόψομαι)· - ὃν βλέπει τις καταβιβάζων τὰς ὀφρῦς ἢ πλαγίως ἢ [[κάτωθεν]], καὶ μεθ’ ὑποψίας ἢ φθόνου, Λατιν. suspectus, ἐπὶ προσώπων, ἐγὼ δ’ [[ὕποπτος]] ἐχθρὸς ἦ παλαιγενὴς Αἰσχύλ. Ἀγ. 1637· ἀντίθετον τῷ [[πιστός]], Θουκ. 3. 82· ὑπ. τινι, ἀντικείμενον ὑποψίας εἴς τινα, Εὐρ. Ἠλ. 644, Θουκ. 4. 103, 104, κλπ.· ἀλλ’ [[οἷον]] ἡττηθεὶς ὁ Πομπήϊος, [[ὕποπτος]] ἦν [[μᾶλλον]] ὧν ἐφρόνει περὶ Καίσαρος Πλουτ. Πομπ. 56· ἐπί τινι Λουκ. περὶ Διαβολ. 29· μετ’ ἀπαρεμφ., ὑπ. αὐτοῖς μὴ προθύμως πέμψαι Θουκ. 6. 75. 2) ἐπὶ πραγμάτων, τάδ’ ἦν ὕποπτα Εὐρ. Ι. Τ. 1334· τούτων ὑπόπτων ὄντων Ἀντιφῶν 116. 45· ὑπ. ἂν γένοιτο Ξενοφ. Κύρ. 2. 4, 16· καὶ τοῖς πᾶσι γε ὁμοίως Ἕλλησιν ὕποπτον καθεστήκει, τὴν τῶν [[πέλας]] μὴ πείσαντας διιέναι Θουκ. 4. 78· - τὰ ὕποπτα, τὰ ὕποπτα μέρη, Πλουτ. Γάλβ. 24. 3) Ἐπίρρ., ὑπόπτως [[διάκειμαι]] ἢ ἔχω, ἔχω ὑποψίαν, τινὶ Θουκ. 8. 68, Ξεν. Ἑλλ. 2. 3, 40· οὕτω, εἰς ὕποπτα [[μολεῖν]] τινι Εὐρ. Ἠλ. 345. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ ὑποπτεύων, ἔχων ὑποψίαν, [[πλήρης]] ὑποψίας, [[πλήρης]] φόβου, Λατ. suspicax, suspiciosns, μετὰ γεν., [[ὕποπτος]] ὢν δὴ Τρωϊκῆς ἁλώσεως ὁ αὐτ. ἐν Ἑκ. 1135· ὕπ. [[πρός]] τι Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 1. 5, κλπ.· -τὸ ὕποπτον, [[ὑποψία]], [[ζηλοτυπία]], τὸ ὕποπτον τῆς γνώμης Θουκ. 1. 90· τῷ ὑπ. μου, ἐξ ὑποψίας περὶ ἐμοῦ, ὁ αὐτ. 6. 89. - Ἐπίρρ., μεθ’ ὑποψίας, ὑπόπτως ἀποδέχεσθαι τοὺς μηνυτὰς ὁ αὐτ. 6. 53, πρβλ. 8. 66· ὑπ. ἔχειν [[πρός]] τινα Δημ. 381 ἐν τέλ., Ἰσοκρ. 182Α· [[περί]] τινος Ἀριστ. Προβλ. 20. 34. 2) ἐπὶ ἵππου, = [[ὑπόπτης]], Πολυδ. Α΄, 197. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὕποπτος:''' -ον ([[ὑπόψομαι]]),<br /><b class="num">I. 1.</b> αυτόν που βλέπει [[κάποιος]] [[κάτω]] από τα φρύδια, δηλ. αυτός που αντιμετωπίζεται με [[καχυποψία]] ή φθόνο, Λατ. [[suspectus]], σε Αισχύλ., Θουκ.· με απαρ., [[ὕποπτος]] αὐτοῖς μὴ πέμψαι, τον υποψιάζονται ότι δεν έχει αποστείλει, σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για πράγματα, <i>τάδ' ἦν ὕποπτα</i>, σε Ευρ.· <i>ὕποπτον καθεστήκει</i>, ήταν [[θέμα]] φθόνου, σε Θουκ.<br /><b class="num">3.</b> επίρρ., [[ὑπόπτως]] διακεῖσθαι ή <i>ἔχειν</i>, βρίσκομαι, [[τελώ]] υπό [[αμφισβήτηση]], [[αμφιβολία]], [[υποψία]], στον ίδ., Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> Ενεργ., αυτος που υποψιάζεται, που υποπτεύεται [[κάτι]], με γεν., σε Ευρ.· <i>τὸ ὕποπτον</i>, [[υποψία]], ζήλια, σε Θουκ.· <i>τῷ ὑπόπτῳ μου</i>, από [[υποψία]] για το άτομό μου, στον ίδ.· επίρρ., με [[καχυποψία]], στον ίδ.· ὕποπτον ἔχειν [[πρός]] τινα, σε Δημ. | |lsmtext='''ὕποπτος:''' -ον ([[ὑπόψομαι]]),<br /><b class="num">I. 1.</b> αυτόν που βλέπει [[κάποιος]] [[κάτω]] από τα φρύδια, δηλ. αυτός που αντιμετωπίζεται με [[καχυποψία]] ή φθόνο, Λατ. [[suspectus]], σε Αισχύλ., Θουκ.· με απαρ., [[ὕποπτος]] αὐτοῖς μὴ πέμψαι, τον υποψιάζονται ότι δεν έχει αποστείλει, σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για πράγματα, <i>τάδ' ἦν ὕποπτα</i>, σε Ευρ.· <i>ὕποπτον καθεστήκει</i>, ήταν [[θέμα]] φθόνου, σε Θουκ.<br /><b class="num">3.</b> επίρρ., [[ὑπόπτως]] διακεῖσθαι ή <i>ἔχειν</i>, βρίσκομαι, [[τελώ]] υπό [[αμφισβήτηση]], [[αμφιβολία]], [[υποψία]], στον ίδ., Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> Ενεργ., αυτος που υποψιάζεται, που υποπτεύεται [[κάτι]], με γεν., σε Ευρ.· <i>τὸ ὕποπτον</i>, [[υποψία]], ζήλια, σε Θουκ.· <i>τῷ ὑπόπτῳ μου</i>, από [[υποψία]] για το άτομό μου, στον ίδ.· επίρρ., με [[καχυποψία]], στον ίδ.· ὕποπτον ἔχειν [[πρός]] τινα, σε Δημ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[ὕποπτος]], ον, [[ὑπόψομαι]]<br /><b class="num">I.</b> looked at from [[beneath]] the brows, i. e. viewed with [[suspicion]] or [[jealousy]], Lat. [[suspectus]], Aesch., Thuc.; c. inf., ὑπ. αὐτοῖς μὴ πέμψαι [[suspected]] by them of not having sent, Thuc.<br /><b class="num">2.</b> of things, τάδ' ἦν ὕποπτα Eur.; ὕποπτον καθεστήκει it was a [[matter]] of [[jealousy]], Thuc.<br /><b class="num">3.</b> adv., [[ὑπόπτως]] διακεῖσθαι or ἔχειν to lie under [[suspicion]], Thuc., Xen.<br /><b class="num">II.</b> act. suspecting, [[suspicious]] of a [[thing]], c. gen., Eur.:— τὸ ὕποπτον [[suspicion]], [[jealousy]], Thuc.; τῷ ὑπ. μου from [[suspicion]] of me, Thuc.:—adv. with [[suspicion]], Thuc.; ὑπ. ἔχειν πρός τινα Dem. | |mdlsjtxt=[[ὕποπτος]], ον, [[ὑπόψομαι]]<br /><b class="num">I.</b> looked at from [[beneath]] the brows, i. e. viewed with [[suspicion]] or [[jealousy]], Lat. [[suspectus]], Aesch., Thuc.; c. inf., ὑπ. αὐτοῖς μὴ πέμψαι [[suspected]] by them of not having sent, Thuc.<br /><b class="num">2.</b> of things, τάδ' ἦν ὕποπτα Eur.; ὕποπτον καθεστήκει it was a [[matter]] of [[jealousy]], Thuc.<br /><b class="num">3.</b> adv., [[ὑπόπτως]] διακεῖσθαι or ἔχειν to lie under [[suspicion]], Thuc., Xen.<br /><b class="num">II.</b> act. suspecting, [[suspicious]] of a [[thing]], c. gen., Eur.:— τὸ ὕποπτον [[suspicion]], [[jealousy]], Thuc.; τῷ ὑπ. μου from [[suspicion]] of me, Thuc.:—adv. with [[suspicion]], Thuc.; ὑπ. ἔχειν πρός τινα Dem. | ||
}} | |||
{{WoodhouseReversedUncategorized | |||
|woodrun=[[suspected]], [[suspicious]], [[suspecting]], [[viewed with suspicion]] | |||
}} | |||
{{mantoulidis | |||
|mantxt=Ἀπό τό [[ὑπό]] + [[ὄψομαι]], μέλλ. τοῦ [[ὁράω]] -ῶ, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. Παράγωγα τοῦ [[ὕποπτος]]: [[ὑποπτεύω]]. | |||
}} | |||
{{lxth | |||
|lthtxt=''[[suspectus]]'', [[under suspicion]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:1.75.4/ 1.75.4], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:1.131.2/ 1.131.2], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:3.42.3/ 3.42.3], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:3.82.5/ 3.82.5]. [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:4.78.2/ 4.78.2], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:4.103.4/ 4.103.4], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:4.104.1/ 4.104.1], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:5.25.2/ 5.25.2], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:5.26.3/ 5.26.3], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:5.84.1/ 5.84.1]. [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:6.56.2/ 6.56.2], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:6.75.3/ 6.75.3]. [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:8.45.1/ 8.45.1],<br>''[[suspicio]]'', [[mistrust]], [[suspicion]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:1.90.2/ 1.90.2], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:1.102.4/ 1.102.4], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:6.85.3/ 6.85.3], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:6.86.5/ 6.86.5]. [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:6.89.1/ 6.89.1]. | |||
}} | }} |