3,274,216
edits
mNo edit summary |
m (Text replacement - "(?s)({{trml.*}}\n)({{.*}}$)" to "$2 $1") |
||
(30 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{LSJ1 | {{LSJ1 | ||
|Full diacritics= | |Full diacritics=μᾰ́ντῐς | ||
|Medium diacritics=μάντις | |Medium diacritics=μάντις | ||
|Low diacritics=μάντις | |Low diacritics=μάντις | ||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=mantis | |Transliteration C=mantis | ||
|Beta Code=ma/ntis | |Beta Code=ma/ntis | ||
|Definition=ὁ, gen. | |Definition=ὁ, gen. μάντεως, Ion. μάντιος; voc. μάντῐ: pl., gen. μάντεων (written μαντειον IG12.503); dat.<br><span class="bld">A</span> μάντεσι Thgn.545: also fem., acc. sg. μάντιδα δάφνην App.Anth.6.122; nom. pl. [[μάντιδες]] Suid.s.v. [[Σίβυλλα]]:—[[diviner]], [[seer]], [[prophet]], ἀλλ' ἄγε δή τινα μ. ἐρείομεν ἢ ἱερῆα ἢ καὶ ὀνειροπόλον Il.1.62, cf. Od.17.384; μάντι κακῶν = [[prophet]] of [[ill]], Il.1.106; with the [[Greek]] armies, Simon.94, IG12.929.129: distinguished from [[χρησμολόγος]], Th.8.1; μ. ἀνήρ Pi.I.6(5).51; of [[Apollo]], A.Ag.1202, Ch.559, Eu. 169 (lyr.); ὁ μάντις μάντιν ἐκπράξας ἐμέ, of [[Apollo]] and [[Cassandra]], Id.Ag.1275; of the [[Pythian]] [[priestess]], Id.Eu.29; of [[Amphiaraus]], Id.Th. 382, etc.: c. dat. pers., ὁ Θρῃξὶ μ. E.Hec.1267 (of Dionysus), cf. Or. 363: c. acc. neut. Pron., μάντις… οὐ καλὸς τάδε Id.Heracl.65: as fem., A.Ag. [[l.c.]], S.El.472 (lyr.), E.Med.239; μ. κόρα Pi.P.11.33.<br><span class="bld">2</span> metaph., [[presager]], [[foreboder]], μ. εἴμ' ἐσθλῶν ἀγώνων S.OC1080 (lyr.), cf.Ant.1160, A.Th.402; οὐδεὶς μ. τῶν μελλόντων S.Aj.1419 (anap.); γνώμη δ' ἀρίστη μ. E.Hel.757.<br><span class="bld">3</span> Adj., τοῦδε μάντεως χοροῦ of this [[prophetic]] [[band]], dub. in S.Fr.113.<br><span class="bld">II</span> a kind of [[grasshopper]], the [[praying mantis]], [[Mantis religiosa]], Theoc.10.18, Dsc.Eup.1.149.<br><span class="bld">III</span> [[European tree frog]], [[green garden-frog]], [[Hyla arborea]], [[Rana arborea]], [[Rana hyla]], [[Hyla viridi]], so called as [[predict]]ing the [[weather]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]<br><span class="bld">IV</span> a kind of [[cabbage]], Nic.Fr.85.7.<br><span class="bld">V</span> applied to [[comet]]s, Herm. ap. Stob.1.21.9. (Deriv. from [[μαίνομαι]] by Pl.Ti.72a, 72b.) | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0094.png Seite 94]] | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0094.png Seite 94]] μάντεως, ion. μάντιος, ὁ, 1) der [[Wahrsager]], [[Prophet]]; μάντιν ἐρείομεν Il. 1, 62, öfter; μάντι κακῶν, [[Unglücksprophet]], 1, 106; zu den δημιοεργοί gerechnet, neben ἰητήρ u. [[τέκτων]], Od. 17, 384; Pind., der auch [[μάντις]] [[ἀνήρ]] vrbdt, I. 5, 49, u. es als fem. braucht, μάντιν κόραν, P. 11, 33; ὡς ὁ [[μάντις]] φησίν, οἰωνῶν [[βοτήρ]], Aesch. Spt. 24, u. öfter in diesem Stücke von Amphiaraus. Apollon selbst, Ag. 1175, wie Ch. 552; auch [[μάντις]] ὁὐξ ὀνειράτων [[φόβος]], 916, wie τάχ' ἂν γένοιτο [[μάντις]] ἡ 'ννοία τινί, Spt. 402; Soph. oft, [[μάντις]] οὐδεὶς τῶν καθεστώτων βροτοῖς, Ant. 1145, vgl. οὐδεὶς [[μάντις]] τῶν μελλόντων, Ai. 1398; er braucht es auch adj., τοῦδε μάντεως χοροῦ, frg. 116; fem. ist es Eur. Med. 234 Hipp. 346; auch [[γνώμη]] ἀρίστη [[μάντις]], Mel. 763. – Auch in Prosa, Her., der οἱ μάντιες, τοὺς μάντιας sagt; καὶ χρησμολόγοι, Thuc. 8, 1; Plat. öfter, αἰνιγματωδέστερον ὡς [[μάντις]] λέγει Charm. 164 e, καὶ ἱερεῖς Legg. X, 885 d, καὶ ἐξηγηταί IX, 871 d, καὶ χρησμῳδοί Ion 534 e; er leitet es gewiß richtig von [[μαίνομαι]] ab, Tim. 72 b, denn der Seher weissagt von Gott begeistert, verzückt; auch bei Xen. bes. die aus den Eingeweiden der Opferthiere weissagen, vgl. An. 1, 7, 18. 4, 3, 18; Sp., [[ἀγυρτικός]] Plut. Lyc. 9. – 2) ἡ μ., eine Heuschrecken- od. Cicadenart, sonst καλαμαία, Theocr. 10, 18. – Auch der grüne Garten- od. Laubfrosch heißt so, als der Wetterprophet, Hesych. – Bei Nic. Ath. IX, 370 a eine Art Kohl. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=εως (ὁ, ἡ)<br />[[devin]], [[prophète]] <i>ou</i> [[prophétesse]].<br />'''Étymologie:''' R. Μαν, être inspiré ; cf. [[μανία]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μάντις:''' εως ἡ зоол. [[кузнечик]] или [[богомол]] (Mantis religiosa) Theocr.<br />εως, ион. ιος ὁ и ἡ (ῐο, иногда ῑο) [[прорицатель]], [[прорицательница]], [[предсказатель]], [[предсказательница]] (μάντεις καὶ χρησμολόγοι Thuc.; οἱ μάντεις [[πῶς]] ἀμφίβολα λέγουσιν Arst.): οὐδεὶς μ. τῶν μελλόντων Soph. никто не может предсказать грядущее. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μάντῐς''': ὁ, γεν. εως, Ἰων. ιος, (περὶ τῆς, γεν. μάντηος, ἴδε ἐν λ. [[ἀλαός]] III)· κλητ. μάντῐ· πλ. δοτ. μάντεσι Θέογν. 545· - ὁ προλέγων, προφητεύων, [[προφήτης]], ἀλλ’ ἄγε δή τινα μ. [[ἐρείομεν]] ἢ ἱερῆα ἢ καὶ ὀνειροπόλον Ἰλ. Α. 62· μάντι κακῶν [[αὐτόθι]] 106· ἐλογίζετο δὲ μεταξὺ τῶν δημιοεργῶν, ἐν οἷς οἱ ἰατροί, οἱ ἀοιδοί, οἱ τέκτονες, μάντιν ἢ ἰητῆρα κακῶν ἢ τέκτονα δούρων ἢ καὶ θέσπιν ἀοιδὸν Ὀδ. Ρ. 384· διακρίνεται δὲ ἀπὸ τοῦ χρησμολόγου Θουκ. 8. 1· μ. ἀνὴρ Πινδ. Ι. 6 (5). 75· ἐπὶ τοῦ Ἀπόλλωνος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1202, Χο. 559, Εὐμ. 169, 595, 615· ὁ [[μάντις]] μάντιν ἐκπράξας ἐμέ, ἐπὶ τοῦ Ἀπόλλωνος καὶ τῆς Κασσάνδρας, ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 1275· ἐπὶ τῆς Πυθίας ἱερείας, ὁ αὐτ. ἐν Εὐμ. 29· ἐπὶ τοῦ Ἀμφιαράου, ὁ αὐτ. ἐν Θήβ. 382, κτλ.· - μετὰ δοτ. προσ., ὁ Θρῃξὶ μ. Εὐρ. Ἑκ. 1267, πρβλ. Ὀρ. 363· μετ’ οὐδ. ἐπιθ., [[μάντις]]... οὐ καλὸς τάδε ὁ αὐτ. ἐν | |lstext='''μάντῐς''': ὁ, γεν. εως, Ἰων. ιος, (περὶ τῆς, γεν. μάντηος, ἴδε ἐν λ. [[ἀλαός]] III)· κλητ. μάντῐ· πλ. δοτ. μάντεσι Θέογν. 545· - ὁ προλέγων, προφητεύων, [[προφήτης]], ἀλλ’ ἄγε δή τινα μ. [[ἐρείομεν]] ἢ ἱερῆα ἢ καὶ ὀνειροπόλον Ἰλ. Α. 62· μάντι κακῶν [[αὐτόθι]] 106· ἐλογίζετο δὲ μεταξὺ τῶν δημιοεργῶν, ἐν οἷς οἱ ἰατροί, οἱ ἀοιδοί, οἱ τέκτονες, μάντιν ἢ ἰητῆρα κακῶν ἢ τέκτονα δούρων ἢ καὶ θέσπιν ἀοιδὸν Ὀδ. Ρ. 384· διακρίνεται δὲ ἀπὸ τοῦ χρησμολόγου Θουκ. 8. 1· μ. ἀνὴρ Πινδ. Ι. 6 (5). 75· ἐπὶ τοῦ Ἀπόλλωνος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1202, Χο. 559, Εὐμ. 169, 595, 615· ὁ [[μάντις]] μάντιν ἐκπράξας ἐμέ, ἐπὶ τοῦ Ἀπόλλωνος καὶ τῆς Κασσάνδρας, ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 1275· ἐπὶ τῆς Πυθίας ἱερείας, ὁ αὐτ. ἐν Εὐμ. 29· ἐπὶ τοῦ Ἀμφιαράου, ὁ αὐτ. ἐν Θήβ. 382, κτλ.· - μετὰ δοτ. προσ., ὁ Θρῃξὶ μ. Εὐρ. Ἑκ. 1267, πρβλ. Ὀρ. 363· μετ’ οὐδ. ἐπιθ., [[μάντις]]... οὐ καλὸς τάδε ὁ αὐτ. ἐν Ἡρακλ. 65· - [[ὡσαύτως]] ὡς θηλ., Αἰσχύλ. (ἴδε ἀνωτ.), Σοφ. Ἠλ. 472, Θουκ. 3. 20, Εὐρ. Μήδ. 239· μ. κόρα Πινδ. Π. 11. 49. 2) μεταφορ., ὁ προλέγων, προμηνύων, μ. εἴμ’ ἐσθλῶν ἀγώνων, ἔχω τὸ προαίσθημα νίκης ἐν τῷ ἀγῶνι, Σοφ. Ο. Κ. 1080, πρβλ. Ἀντ. 1160, Αἰσχύλ. Θήβ. 402· οὐδεὶς μ. τῶν μελλόντων Σοφ. Αἴ. 1419. 3) ὡς ἐπίθ., τοῦδε μάντεως χοροῦ, τοῦ προφητικοῦ τούτου ὁμίλου, ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 116. II. [[εἶδος]] ἀκρίδος ἐχούσης τοὺς προσθίους πόδας μακροὺς καὶ ἰσχνοὺς καὶ συνεχῶς κινουμένους, [[ἴσως]] ἡ Mantis religiosa Λατ., [[ὡσαύτως]] καλαμαία, καλαμῖτις, ἴδε Θεόκρ. 10. 18, Νικ. παρ’ Ἀθην. 370Α. III. ὁ ἐν τοῖς κήποις [[βάτραχος]], Rana arborea, καλούμενος [[οὕτως]] ὡς προαγγέλλων τὰς μεταβολὰς τοῦ καιροῦ, Ἡσύχ. (Ἡ [[ἐτυμολογία]] ἐκ τῆς √ΜΑΝ, [[μαίνομαι]] [[εἶναι]] ἀρχαία, [[διότι]] εὕρηται ἐν Πλάτ. Τιμ. 72Β, [[ἔνθα]] διακρίνονται οἱ μάντεις ἀπὸ τῶν προφητῶν, καθ’ ὅσον οἱ μὲν μάντεις ἐξέφερον χρησμοὺς ἐν καταστάσει μανίας θείας ἢ ἐμπνεύσεως ὄντες, οἱ δὲ προφῆται ἦσαν οἱ ἑρμηνευταὶ τῶν χρησμῶν ἐκείνων, πρβλ. [[προφήτης]], [[μανία]] 2. Ἡ √ΜΑΝ [[εἶναι]] ἐκτεταμένος [[τύπος]] τῆς ῥίζης, ΜΑ, ἴδε ἐν λ. *μάω· - [[ἴσως]] λοιπὸν τὸ [[μάντις]] [[εἶναι]] ταὐτὸν τῷ Λατ. vates, πρβλ. [[μαλλός]], villus). | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
Line 23: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{Slater | {{Slater | ||
|sltr=[[μάντις]] (ὁ, ἡ.) (-ις, -ιν, -ιες, -ίων.) | |sltr=[[μάντις]] (ὁ, ἡ.) (-ις, -ιν, -ιες, -ίων.) [[prophet]](ess) ([[αἶνος]]), ὃν Ἄδραστος μάντιν Οἰκλείδαν ποτ' ἐς Ἀμφιάρηον φθέγξατ (O. 6.13) “ἀμφότερον μάντιν τ' ἀγαθὸν καὶ δουρὶ μάρνασθαι Amphiareus (O. 6.17) περὶ θνατῶν δ' [[ἔσσεσθαι]] μάντιν ἐπιχθονίοις ἔξοχον Iamos (O. 6.50) Οὐλυμπία [[ἵνα]] μάντιες [[ἄνδρες]] ἐμπύροις τεκμαιρόμενοι παραπειρῶνται Διὸς ἀργικεραύνου (O. 8.2) ἐπιχώριον μάντιν [[ἄσμενος]] εὗρεν Polyidos (O. 13.74) [[μάντις]] ὀρνίχεσσι καὶ κλάροισι θεοπροπέων ἱεροῖς [[Μόψος]] (P. 4.190) Ἰσμήνιον δ' ὀνύμαξεν, ἀλαθέα μαντίων θῶκον (Hermann: μαντείων, -εῖον codd.) (P. 11.6) μάντιν τ' ὄλεσσε κόραν Kassandra (P. 11.33) μάντιν Οἰκλείδαν, πολέμοιο [[νέφος]] Amphiareus (N. 10.9) εἶπέν τε φωνήσαις [[ἅτε]] [[μάντις]] [[ἀνήρ]] Herakles (I. 6.51) ναοπόλον μάντιν δαπέδοισιν ὁμοκλέα Teneros fr. 51d. κλυτοὶ μάντιες Ἀπόλλωνος (Pae. 8.13) Δελφοὶ θεμίστων μάντιες Ἀπολλωνίδαι (ὕμνων [[post]] θεμ. del. Heyne) fr. 192. ἐναργέα τ' ἔμ [[ὥστε]] μάντιν οὐ λανθάνει (v. fr. 150.) fr. 75. 13. [[μάντις]] ὡς τελέσσω [[ἱεραπόλος]] Παρθ. 1. 5. | ||
}} | }} | ||
{{eles | {{eles | ||
Line 33: | Line 36: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''μάντῐς:''' ὁ, γεν. <i>-εως</i>, Ιων. <i>-ιος</i> και <i>-ηος</i>, κλητ. <i>μάντῐ</i>, δοτ. πληθ. <i>μάντεσι</i> ([[μαίνομαι]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> αυτός που δίνει χρησμούς, που προβλέπει τα μελλούμενα, [[προφήτης]], σε Όμηρ., κ.λπ.· ως θηλ., η [[προφήτις]], σε Τραγ., Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., [[οιωνοσκόπος]], [[προφήτης]], σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> είδος ακρίδας, σε Θεόκρ. | |lsmtext='''μάντῐς:''' ὁ, γεν. <i>-εως</i>, Ιων. <i>-ιος</i> και <i>-ηος</i>, κλητ. <i>μάντῐ</i>, δοτ. πληθ. <i>μάντεσι</i> ([[μαίνομαι]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> αυτός που δίνει χρησμούς, που προβλέπει τα μελλούμενα, [[προφήτης]], σε Όμηρ., κ.λπ.· ως θηλ., η [[προφήτις]], σε Τραγ., Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., [[οιωνοσκόπος]], [[προφήτης]], σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> είδος ακρίδας, σε Θεόκρ. | ||
}} | }} | ||
{{etym | {{etym | ||
|etymtx=Grammatical information: m. and f.<br />Meaning: [[seer]], [[prophet]] (Il.); also name of a plant (Nic.), a grasshopper, [[praying manti]] (Theoc., Dsc.), a garden-frog (H.); as announcing the weather, cf. Strömberg Pflanzennamen 79.<br />Other forms: <b class="b3">-εως</b>, Ion. <b class="b3">-ιος</b>.<br />Compounds: often as 2. member in the tragics, e.g. <b class="b3">ἰατρό-μαντις</b> | |etymtx=Grammatical information: m. and f.<br />Meaning: [[seer]], [[prophet]] (Il.); also name of a plant (Nic.), a grasshopper, [[praying manti]] (Theoc., Dsc.), a garden-frog (H.); as announcing the weather, cf. Strömberg Pflanzennamen 79.<br />Other forms: <b class="b3">-εως</b>, Ion. <b class="b3">-ιος</b>.<br />Compounds: often as 2. member in the tragics, e.g. <b class="b3">ἰατρό-μαντις</b> [[soothsayer]], [[who is also a physician]] (A.), cf. Risch IF 59, 272f. Rarely as 1. member, e.g. <b class="b3">μαντι-πόλος</b> [[predicting]] (E. in anap., Orac. ap. Luc., Man.).<br />Derivatives: 1. [[μαντεῖος]], <b class="b3">-ήϊος</b> [[regarding the soothsayer]], [[prophetic]] (P., trag.; after [[βασιλεῖος]] etc.), [[μαντεῖον]], <b class="b3">-ήϊον</b> n. [[oracle]], [[place of an oracle]] (μ 272). 2. [[μαντικός]] <b class="b2">id.</b>, [[μαντική]] ([[τέχνη]]) [[the art of seeing]] (IA.; Chantraine Études 130 a. 143). 3. <b class="b3">μαντῳ̃ος</b> <b class="b2">id.</b> (AP; after <b class="b3">ἡρῳ̃ος</b> a. o.). 4. [[μαντοσύνη]] [[gift of prophecy]] (Il., Pi., Emp.; after <b class="b3">ἱππο-σύνη</b> etc., Wyss <b class="b3">-συνη</b> 24f., Porzig Satzinhalte 226), <b class="b3">-συνος</b> [[belonging to the seer]], [[oracle]] (Corinna, E. in lyr.; Wyss <b class="b3">-συνη</b> 42). 5. [[μαντεύομαι]], late also <b class="b3">-εύω</b>, [[prophesy]], [[predict]], [[ask an oracle]] (Il., after [[βασιλεύειν]] etc.; cf. Schwyzer 732) with [[μαντεία]], <b class="b3">-είη</b>, <b class="b3">η-ΐη</b> [[prophecy]], [[the gift of prophecy]], [[oracle]] (h. Merc.; Zumbach Neuerungen 9), [[μάντευμα]] [[oracle]] (Pi., trag.), [[μαντευτής]] = [[μάντις]] (Hdt.), <b class="b3">-εύτρια</b> (Sch.). - PN [[Μάντιος]] (Od.).<br />Origin: IE [Indo-European]X [probably] [726] <b class="b2">*men-</b> [[think]]?<br />Etymology: As masc. concretum, esp. as nom. agentis in <b class="b3">-τι-</b>, [[μάντις]] is rather isolated; similar only [[μάρπτις]] [[brigand]] (A. Supp. 826 f.; text defect), [[πόρτις]] [[calf]]; quite uncertain the PN [[Σίντιες]] (Lemnos; [[σίνομαι]]?, s. Fraenkel Nom. ag. 1, 76). It lies at hand, to take it like [[φάτις]] as an original abstract fem. (Brugmann; e.g. 4239); on the question Holt Les noms d'action en <b class="b3">-σις</b> 40f., G. Liebert Das Nominalsuffix -ti- im Aind. (Lund 1949) 142ff. After Benveniste Origines 83 we should rather reconstruct an old neuter <b class="b3">*τὸ μάντι</b> [[divination]]; but <b class="b3">μαντι-πόλος</b>, adduced by B., can easily be explained differently, s. above. In nay case [[μάντις]] belongs to [[μαίνομαι]], [[μανῆναι]] (<b class="b3">ὑπὸ τοῦ θεοῦ μαίνεται</b> Hdt. 4, 79; rejected by v. Wilamowitz Glaube 1, 40); semantically agrees the formally cognate but differently built Skt. [[múni-]] m. [[illuminated]], [[seer]] (rejected by Mayrhofer KEWA 2, 654); in the West there is a different word for it (Lat. [[vātēs]] etc.; Porzig Gliederung 127). The [[ti-]]deriv. in Lat. [[mens]] etc. is qua content far off.<br />See also: Weiteres s. [[μέμονα]] und [[μένος]]. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
Line 44: | Line 44: | ||
}} | }} | ||
{{FriskDe | {{FriskDe | ||
|ftr='''μάντις''': -εως<br />{mántis}<br />'''Forms''': ion. -ιος<br />'''Grammar''': m., auch f.,<br />'''Meaning''': [[Seher]], [[Wahrsager]], [[Weissager]], [[Prophet]] (seit Il.), auch als N. einer Pflanze (Nik.), einer Heuschrecke, [[Fangheuschrecke]] (Theok., Dsk.), eines Frosches (H.); als Wetterverkünder, vgl. Strömberg Pflanzennamen 79.<br />'''Composita''' : Selten als Vorderglied, z.B. [[μαντιπόλος]] [[weissagend]] (E. in anap., Orac. ap. Luk., Man.), -έω [[weissagen]] (A. in lyr.); formale Nachbildung nach [[οἰωνοπόλος]], -έω [[Vogelschauer]], [[Vogelschau anstellen]] u. a. (Wackernagel KZ 29, 143 = Kl. Schr. 1, 646; vgl. unten); oft als Hinterglied in der Tragikersprache, z.B. [[ἰατρόμαντις]] [[Wahrsager]], [[der zugleich Arzt ist]] (A.), vgl. Risch IF 59, 272f. m. Lit.<br />'''Derivative''': Ableitungen: 1. [[μαντεῖος]], -ήϊος [[den Wahrsager betreffend]], [[prophetisch]] (P., Trag.; nach βασιλεῖος usw.), [[μαντεῖον]], -ήϊον n. ‘Orakelspruch, -statte’ (seit μ 272). 2. [[μαντικός]] ib., μαντική ([[τέχνη]]) [[Seherkunst]] (ion. att.; Chantraine Études 130 u. 143). 3. μαντῳ̃ος ib. (''AP''; nach ἡρῳ̃ος u. a.). 4. [[μαντοσύνη]] [[Sehergabe]] (Il., Pi., Emp.; nach [[ἱπποσύνη]] usw., Wyss -συνη 24f., Porzig Satzinhalte 226), -συνος [[zum Seher]], [[Orakel gehörig]] (Korinna, E. in lyr.; Wyss -συνη 42). 5. [[μαντεύομαι]], spät auch -εύω, [[weissagen]], [[voraussagen]], [[ein Orakel befragen]] (seit Il., analog nach βασιλεύειν usw.; vgl. Schwyzer 732) mit [[μαντεία]], -είη, ηΐη [[das Weissagen]], [[die Sehergabe]], [[Orakelspruch]] (seit ''h''. ''Merc''.; Zumbach Neuerungen 9), [[μάντευμα]] [[Orakelspruch]] (Pi., Trag. u. a.), [[μαντευτής]] = [[μάντις]] (Hdt.), -εύτρια (Sch.). — PN Μάντιος (Od.).<br />'''Etymology''' : Als mask. Konkretum, zumal als Nom. agentis auf -τι-, steht [[μάντις]] ziemlich vereinzelt da; ähnlich nur [[μάρπτις]] [[Räuber]] (A. ''Supp''. 826 f.; Text defekt), [[πόρτις]] [[Kalb]]; ganz unsicher der VN [[Σίντιες]] (Lemnos; [[σίνομαι]]?, s. Fraenkel Nom. ag. 1, 76). Der Gedanke, darin wie in [[φάτις]] ein urspr. abstraktes Fem. zu sehen (Brugmann; z.B. <sup>4</sup>239), liegt nahe; zur ganzen Frage Holt Les noms | |ftr='''μάντις''': -εως<br />{mántis}<br />'''Forms''': ion. -ιος<br />'''Grammar''': m., auch f.,<br />'''Meaning''': [[Seher]], [[Wahrsager]], [[Weissager]], [[Prophet]] (seit Il.), auch als N. einer Pflanze (Nik.), einer Heuschrecke, [[Fangheuschrecke]] (Theok., Dsk.), eines Frosches (H.); als Wetterverkünder, vgl. Strömberg Pflanzennamen 79.<br />'''Composita''': Selten als Vorderglied, z.B. [[μαντιπόλος]] [[weissagend]] (E. in anap., Orac. ap. Luk., Man.), -έω [[weissagen]] (A. in lyr.); formale Nachbildung nach [[οἰωνοπόλος]], -έω [[Vogelschauer]], [[Vogelschau anstellen]] u. a. (Wackernagel KZ 29, 143 = Kl. Schr. 1, 646; vgl. unten); oft als Hinterglied in der Tragikersprache, z.B. [[ἰατρόμαντις]] [[Wahrsager]], [[der zugleich Arzt ist]] (A.), vgl. Risch IF 59, 272f. m. Lit.<br />'''Derivative''': Ableitungen: 1. [[μαντεῖος]], -ήϊος [[den Wahrsager betreffend]], [[prophetisch]] (P., Trag.; nach βασιλεῖος usw.), [[μαντεῖον]], -ήϊον n. ‘Orakelspruch, -statte’ (seit μ 272). 2. [[μαντικός]] ib., μαντική ([[τέχνη]]) [[Seherkunst]] (ion. att.; Chantraine Études 130 u. 143). 3. μαντῳ̃ος ib. (''AP''; nach ἡρῳ̃ος u. a.). 4. [[μαντοσύνη]] [[Sehergabe]] (Il., Pi., Emp.; nach [[ἱπποσύνη]] usw., Wyss -συνη 24f., Porzig Satzinhalte 226), -συνος [[zum Seher]], [[Orakel gehörig]] (Korinna, E. in lyr.; Wyss -συνη 42). 5. [[μαντεύομαι]], spät auch -εύω, [[weissagen]], [[voraussagen]], [[ein Orakel befragen]] (seit Il., analog nach βασιλεύειν usw.; vgl. Schwyzer 732) mit [[μαντεία]], -είη, ηΐη [[das Weissagen]], [[die Sehergabe]], [[Orakelspruch]] (seit ''h''. ''Merc''.; Zumbach Neuerungen 9), [[μάντευμα]] [[Orakelspruch]] (Pi., Trag. u. a.), [[μαντευτής]] = [[μάντις]] (Hdt.), -εύτρια (Sch.). — PN Μάντιος (Od.).<br />'''Etymology''': Als mask. Konkretum, zumal als Nom. agentis auf -τι-, steht [[μάντις]] ziemlich vereinzelt da; ähnlich nur [[μάρπτις]] [[Räuber]] (A. ''Supp''. 826 f.; Text defekt), [[πόρτις]] [[Kalb]]; ganz unsicher der VN [[Σίντιες]] (Lemnos; [[σίνομαι]]?, s. Fraenkel Nom. ag. 1, 76). Der Gedanke, darin wie in [[φάτις]] ein urspr. abstraktes Fem. zu sehen (Brugmann; z.B. <sup>4</sup>239), liegt nahe; zur ganzen Frage Holt Les noms d'action en -σις 40f., G. Liebert Das Nominalsuffix -''ti''- im Aind. (Lund 1949) 142ff. m. Lit. Nach Benveniste Origines 83 wäre vielmehr auf ein altes Neutrum *τὸ μάντι [[divination]] zurückzuschließen; das von B. dafür angeführte [[μαντιπόλος]] läßt sich indessen unschwer anders erklären, s. oben. Jedenfalls gehört [[μάντις]] zu [[μαίνομαι]], μανῆναι (ὑπὸ τοῦ θεοῦ μαίνεται Hdt. 4, 79; ablehnend v. Wilamowitz Glaube 1, 40); semantisch stimmt dazu das auch formal verwandte aber anders gebildete aind. ''múni''- m. [[Begeisterter]], [[Seher]]; im Westen dafür ein anderes Wort (lat. ''vātēs'' usw.; Porzig Gliederung 127). Die ''ti''-Ableitung in lat. ''mens'' usw. steht dagegen begrifflich fern. Weiteres s. [[μέμονα]] und [[μένος]].<br />'''Page''' 2,172-173 | ||
}} | }} | ||
{{WoodhouseReversedUncategorized | {{WoodhouseReversedUncategorized | ||
|woodrun=[[priestess]], [[prophet]], [[any one who predicts the future]], [[presaging]], [[prophetic of]] | |woodrun=[[priestess]], [[prophet]], [[any one who predicts the future]], [[presaging]], [[prophetic of]] | ||
}} | |||
{{mantoulidis | |||
|mantxt=-εως καί -ιος ὁ (=[[προφήτης]]). Ἀπό ρίζα μαν- τοῦ [[μαίνομαι]], γιατί οἱ μάντεις ἔλεγαν [[τούς]] χρησμούς ἐνῶ βρίσκονταν σέ κατάσταση θείας μανίας. Ἴσως νά [[ἔχει]] σχέση καί μέ τό [[ματεύω]] (=[[ἀναζητῶ]]). (Ὁ [[προφήτης]] ἦταν ὁ [[ἑρμηνευτής]] τῶν χρησμῶν τῶν μάντεων).<br><b>Παράγωγα:</b> [[μαντεύομαι]], [[μαντεία]], [[μαντεῖον]], [[μάντευμα]], [[μαντευτέον]], [[μαντευτής]], [[μαντευτικός]], [[μαντευτός]], [[μαντικός]]. | |||
}} | |||
{{elmes | |||
|esmgtx=ὁ [[adivino]] ref. a Apolo μόλε, δεῦρ' ἴθι, μάντι, χάρμα φέρων, Σμινθεῦ <b class="b3">corre, ven aquí, adivino, portando alegría</b> P III 249 ref. a un espíritu ἢν γαίης κευθμῶνα μόλῃς, νεκύων ἐνὶ χώρῳ, πέμψον μάντιν <b class="b3">si llegas a la profundidad de la tierra, en la región de los muertos, envía un adivino</b> P VIII 81 | |||
}} | |||
{{lxth | |||
|lthtxt=''[[vates]]'', [[prophet]], [[seer]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:3.20.1/ 3.20.1], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:6.69.2/ 6.69.2], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:7.50.4/ 7.50.4], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:8.1.1/ 8.1.1]. | |||
}} | |||
{{trml | |||
|trtx=Bulgarian: пророк, гадател; Catalan: vident, endeví, endevinaire, endevinador; Czech: jasnovidec, prorok; Dutch: [[ziener]], [[helderziende]]; Finnish: näkijä, tietäjä; French: [[voyant]], [[voyante]]; Galician: vidente, adiviño, adiviña; Georgian: წინასწარმეტყველი; German: [[Seher]], [[Seherin]], [[Wahrsager]], [[Wahrsagerin]], [[Weissager]], Weissagerin, Hellseher, Hellseherin, Visionär, Visionärin, Prophet, Prophetin; Ancient Greek: [[μάντις]]; Hindi: ऋषि; Hungarian: látnok; Irish: fáidh; Italian: [[veggente]], [[chiaroveggente]], [[indovino]]; Latin: [[vates]], [[fatidica]]; Latvian: pareģis, ziletajs; Lithuanian: pranašas, aiškiaregys; Persian: پیشگو; Polish: jasnowidz; Portuguese: [[vidente]]; Russian: [[прорицатель]], [[провидец]]; Scottish Gaelic: taibhsear; Serbo-Croatian Cyrillic: видовњак, пророк, пророчица, видјелац; Roman: vidovnjak, pròrok, pròročica, vidjelac; Slovak: jasnovidec, prorok, veštec; Spanish: [[vidente]], [[adivino]], [[adivina]]; Swedish: siare, sierska; Tocharian B: rṣake; Turkish: falcı; Volapük: visionan, hivisionan, jivisionan | |||
===[[prophet]]=== | |||
Afrikaans: profeet; Albanian: profet, mrrim; Amharic: ነቢይ; Arabic: نَبِيّ, نَبِيء; Aramaic: נביא; Classical Syriac: ܢܒܝܐ mā); Armenian: մարգարե; Asturian: profeta; Avar: авараг; Azerbaijani: peyğəmbər, nəbi, rəsul; Bashkir: пәйғәмбәр; Beaver: naachin; Belarusian: прарок, прарочыца; Bengali: নবী; Bulgarian: пророк, пророчица; Burmese: ပရောဖက်; Catalan: profeta; Chechen: пайхамар; Chinese Mandarin: 先知, 預言家/预言家; Chuvash: пӳлӗхҫӗ; Czech: prorok, prorokyně; Danish: profet, profetinde; Dutch: [[profeet]], [[profete]], [[ziener]], [[zieneres]]; Esperanto: profeto, profetino; Estonian: prohvet; Ewe: nyagblɔɖila; Faroese: profetur, spámaður; Finnish: profeetta; French: [[prophète]], [[prophétesse]]; Galician: profeta, profetisa; Georgian: წინასწარმეტყველი; German: [[Prophet]], [[Prophetin]], [[Weissager]]; Gothic: 𐍀𐍂𐌰𐌿𐍆𐌴𐍄𐌴𐍃; Greek: [[προφήτης]]; Ancient Greek: [[ἀφήτωρ]], [[ἐνθεάτης]], [[θεσπιστής]], [[θεοπρόπος]], [[μάντις]], [[πρόμαντις]], [[προφάτας]], [[προφήτης]], [[προφῆτις]], [[προφήτωρ]], [[φοιβητήρ]], [[φοιβητής]], [[χρησμοδότης]], [[χρήστης]]; Haitian Creole: profèt; Hausa: annabi; Hebrew: נָבִיא, איש האלוהים; Hindi: नबी; Hungarian: próféta; Icelandic: spámaður; Indonesian: nabi; Irish: fáidh; Italian: [[profeta]], [[vate]], [[divinatore]], [[aedo]]; Japanese: 預言者; Kazakh: пайғамбар; Khmer: ព្យាការី; Konkani: पैगंबर; Korean: 선지자(先知者), 예언자(豫言者); Kumyk: пайхаммар; Kurdish Central Kurdish: پێغەمەر; Northern Kurdish: resûl, nebî, pêxember; Kyrgyz: пайгамбар; Lao: ສາດສະດາ; Latin: [[propheta]], [[vates]], [[fatidicus]], [[fatidica]], [[vaticinator]]; Latvian: pravietis; Lezgi: пайгъамбар; Lithuanian: pranašas; Luxembourgish: Prophéit, Prophéitin; Macedonian: пророк, пророчица; Malay: nabi; Maltese: profeta; Manchu: ᡦᠣᡵᠣᡶᡳᠶᡝᡨᠠ; Mongolian Cyrillic: бошиглогч; Mwani: ntume; Ngazidja Comorian: mtrume; Niuean: perofeta; Norwegian Bokmål: profet, profetinne; Nynorsk: profet, profetinne; Old English: wītga; Old Norse: spámaðr; Ottoman Turkish: پیغامبر; Pashto: نبي, رسول, پيغمبر; Persian: پیامبر, نبی, رسول, وخشور, پیغمبر; Plautdietsch: Profeet; Polish: prorok, prorokini; Portuguese: [[profeta]], [[profetisa]]; Romanian: proroc, profet; Romansch: profet; Russian: [[пророк]], [[пророчица]]; Sakha: көрбүөччү; Samoan: perofeta; Serbo-Croatian Cyrillic: про̀рок, про̀рочица; Roman: pròrok, pròročica; Sinhalese: තුමා; Slovak: prorok, prorokyňa; Slovene: prerok, prerokinja; Somali: nebi; Spanish: [[profeta]], [[profetisa]]; Swahili: nabii, mtume; Swedish: profet; Tagalog: propeta, manghahawo; Tajik: расул, пайғамбар; Tashelhiyt: arqqas; Tatar: пәйгамбәр; Tausug: nabī; Thai: ศาสดา; Turkish: peygamber, nebi, resul, serdar-ı ekrem, Allah'ın elçisi, yalvaç; Turkmen: pygamber; Ukrainian: пророк, пророчиця; Urdu: نَبی; Uyghur: پەيغەمبەر, نەبى, روسۇل; Uzbek: paygʻambar, nabi, rasul; Vietnamese: nhà tiên tri; Volapük: profetan, hiprofetan, jiprofetan; Welsh: proffwyd; Yiddish: נבֿיא, נבֿיאה | |||
}} | }} |