πόριμος: Difference between revisions

3,116 bytes added ,  Saturday at 15:21
m
Text replacement - "(?s)({{trml.*}}\n)({{.*}}$)" to "$2 $1"
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "(?s)({{trml.*}}\n)({{.*}}$)" to "$2 $1")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
(28 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=porimos
|Transliteration C=porimos
|Beta Code=po/rimos
|Beta Code=po/rimos
|Definition=ον also η, ον <span class="bibl">Hp.<span class="title">Acut.</span>50</span>:—<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">able to provide, resourceful, inventive</b>, <span class="bibl">Gorg.<span class="title">Pal.</span> 25</span>; πόριμον αὑτῷ, τῇ πόλει δ' ἀμήχανον <span class="bibl">Ar.<span class="title">Ra.</span>1429</span>; πόριμος τόλμα <span class="bibl">Id.<span class="title">Pax</span> 1031</span>; φρονήσεως ἐπιθυμητὴς καὶ π. [ὁ ἔρως] <span class="bibl">Pl.<span class="title">Smp.</span>203d</span>; ῥήτωρ <span class="bibl">Poll. 4.34</span>: c.acc., <b class="b3">ἄπορα πόριμος</b> [[making possible]] the impossible, <span class="bibl">A.<span class="title">Pr.</span>904</span> (lyr.). </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> of things, <b class="b2">affording means of safety, saving</b>, ἔργον <span class="bibl">Ar.<span class="title">Th.</span> 777</span>; ἐπιβολή Anon. ap. Suid. (Sup.); [<b class="b3">τὸ] π</b>. the [[profitable]], Gal.5.751. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">3</span> Medic., [[finding]] or <b class="b2">making a passage</b>, <b class="b3">ἡ ἀπὸ τοῦ γλυκέος οἴνου φῦσα π</b>. Hipp.l.c.; <b class="b2">passing rapidly through</b> the system, τροφή Gal.6.570. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> Pass., [[compassable]], [[practicable]], ἄπορα γίγνεται τὰ π. J.<span class="title">AJProoem.</span>3; ἔρωτι πάντα π. <span class="bibl">Luc.<span class="title">Dem.Enc.</span>14</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> <b class="b2">well-provided</b>, ποριμώτεροι ἐς πάντα <span class="bibl">Th.8.76</span>; ἐποίησε τὸν ἀνθρώπινον βίον π. ἐξ ἀπόρου <span class="bibl">Gorg.<span class="title">Pal.</span>30</span>.</span>
|Definition=πόριμον also η, ον Hp.Acut.50:—<br><span class="bld">A</span> [[able to provide]], [[resourceful]], [[inventive]], Gorg.Pal. 25; πόριμον αὑτῷ, τῇ πόλει δ' ἀμήχανον Ar.Ra.1429; πόριμος τόλμα Id.Pax 1031; φρονήσεως ἐπιθυμητὴς καὶ πόριμος [ὁ ἔρως] Pl.Smp.203d; ῥήτωρ Poll. 4.34: c.acc., ἄπορα πόριμος [[making possible]] the [[impossible]], A.Pr.904 (lyr.).<br><span class="bld">2</span> of things, [[affording means of safety]], [[saving]], [[ἔργον]] Ar.Th. 777; ἐπιβολή Anon. ap. Suid. (Sup.); [τὸ] [[πόριμον]] = the [[profitable]], Gal.5.751.<br><span class="bld">3</span> Medic., [[finding]] or [[making]] a [[passage]], ἡ ἀπὸ τοῦ γλυκέος οἴνου φῦσα π. Hipp.l.c.; [[passing rapidly through]] the [[system]], τροφή Gal.6.570.<br><span class="bld">II</span> Pass., [[compassable]], [[practicable]], ἄπορα γίγνεται τὰ π. J.AJProoem.3; ἔρωτι πάντα π. Luc.Dem.Enc.14.<br><span class="bld">2</span> [[well-provided]], ποριμώτεροι ἐς πάντα Th.8.76; ἐποίησε τὸν ἀνθρώπινον βίον πόριμον ἐξ ἀπόρου Gorg.Pal.30.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0683.png Seite 683]] fähig zu gewähren, gebend, Aesch. Prom. 906; auch fähig, Mittel u. Wege ausfindig zu machen, erfinderisch, πόριμον αὑτῷ, τῇ πόλει δ' ἀμήχανον, Ar. Ran. 1425; τόλμῃ, Pax 1030; auch [[ἔργον]], rettend, Thesm. 777; Ἔρως, Plat. Conv. 203 d; ἔρωτι πάντα πόριμα, Luc. Dem. enc. 23. – Compar., Thuc. 8, 76, ποριμώτερος ἐς πάντα, u. Folgde. – Bei den Aerzten ist [[πόριμος]] [[οἶνος]] = der durchgeht, durchdringt.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0683.png Seite 683]] fähig zu gewähren, gebend, Aesch. Prom. 906; auch fähig, Mittel u. Wege ausfindig zu machen, erfinderisch, πόριμον αὑτῷ, τῇ πόλει δ' ἀμήχανον, Ar. Ran. 1425; τόλμῃ, Pax 1030; auch [[ἔργον]], rettend, Thesm. 777; Ἔρως, Plat. Conv. 203 d; ἔρωτι πάντα πόριμα, Luc. Dem. enc. 23. – Compar., Thuc. 8, 76, ποριμώτερος ἐς πάντα, u. Folgde. – Bei den Aerzten ist [[πόριμος]] [[οἶνος]] = der durchgeht, durchdringt.
}}
}}
{{ls
{{bailly
|lstext='''πόρῐμος''': -ον, ([[πόρος]]) ὁ δυνάμενος νὰ πορίσῃ, [[πλήρης]] μέσων, [[ἐπινοητικός]], [[πόριμος]] αὑτῷ, τῇ πόλει δ’ [[ἀμήχανος]] Ἀριστοφ. Βάτρ. 1429· [[πόριμος]] [[τόλμα]] ὁ αὐτ. ἐν Εἰρ. 1031· π. ὁ [[ἔρως]] Πλάτ. Συμπ. 203D· [[ῥήτωρ]] [[Πολυδ]]. Δ΄, 34· πρὸς τὰ καλὰ ποριμώτατος Συνέσ. 187Β ― μετ’ αἰτ., ἄπορα [[πόριμος]], ὁ ποιῶν τὰ ἀδύνατα δυνατά, Αἰσχύλ. Πρ. 905. 2) ἐπὶ πραγμάτων, ὁ παρέχων μέσα ἀσφαλείας, [[σωτήριος]], [[ἔργον]] Ἀριστοφ. Θεσμ. 777· ἐπιβολὴ Ἀνών. παρὰ Σουΐδ. 3) παρὰ τοῖς ἰατρικοῖς συγγρ., ὁ εὑρίσκων ἢ παρασκευάζων δίοδον, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 392. ΙΙ. παθ., ὃν δύναταί τις νὰ διέλθῃ, [[δυνατός]], κατορθωτός, ἄπορα. γίγνεται τὰ π. Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. ἐν Προοιμ. 3· ἔρωτι πάντα π. Λουκ. Δημ. Ἐγκώμ. 14. 2) ὁ ἔχων πολλὰς εὐκολίας, ἄφθονα τὰ μέσα, ὡς τὸ [[εὔπορος]]· ποριμώτεροι ἐς πάντα Θουκ. 8. 76· ἐποίησε τὸν ἀνθρώπινον βίον π. ἐξ ἀπόρου Γοργ. Ρητ. 190. 42.
|btext=ος, ον :<br /><b>I.</b> [[pénétrable]], [[accessible]] ; <i>fig.</i> possible : τινι à qqn;<br /><b>II. 1</b> [[qui ouvre un passage]] ; <i>fig.</i> qui aboutit : ἄπορα [[πόριμος]] ESCHL qui ne peut aboutir, dont les efforts sont inutiles;<br /><b>2</b> [[pourvu de ressources]];<br /><i>Cp.</i> ποριμώτερος, <i>Sp.</i> ποριμώτατος.<br />'''Étymologie:''' [[πόρος]].
}}
{{elnl
|elnltext=πόριμος -ον [πόρος] iets opleverend (resultaat) opleverend, productief: met obj. acc. (~ πορίζων):. ἄπορα πόριμος opleverend wat niets oplevert Aeschl. PV 904; ἔργον πόριμον een taak die wat oplevert Aristoph. Th. 777; πολίτην... αὑτῷ πόριμον een burger die op zijn eigen belang uit is Aristoph. Ran. 1429. vindingrijk. Gorg. B 11a.25. goed voorzien, rijk:. τίς γὰρ ἂν ἐποίησε τὸν ἀνθρώπειον βίον πόριμον ἐξ ἀπόρου; wie had dan het menselijk leven van armoedig rijk gemaakt? Gorg. B 11a.30; ἐς πάντα ποριμώτεροι in alle opzichten beter toegerust Thuc. 8.76.3. geneesk. doorheen gaand:. ἐς κύστιν μᾶλλον πόριμος ἐών (witte wijn) die gemakkelijker naar de blaas gaat Hp. Acut. 51.
}}
}}
{{bailly
{{elru
|btext=ος, ον :<br /><b>I.</b> pénétrable, accessible ; <i>fig.</i> possible : τινι à qqn;<br /><b>II. 1</b> qui ouvre un passage ; <i>fig.</i> qui aboutit : ἄπορα [[πόριμος]] ESCHL qui ne peut aboutir, dont les efforts sont inutiles;<br /><b>2</b> pourvu de ressources;<br /><i>Cp.</i> ποριμώτερος, <i>Sp.</i> ποριμώτατος.<br />'''Étymologie:''' [[πόρος]].
|elrutext='''πόρῐμος:'''<br /><b class="num">1</b> [[умеющий найти выход]], [[находчивый]] (ὁ [[Ἔρως]] Plat.; [[τόλμη]] Arph.): π. [[αὑτῷ]], τῇ πόλει δ᾽ [[ἀμήχανος]] Arph. изобретательный для себя, но беспомощный в общественных делах; ἄπορα π. Aesch. пытающийся достичь невозможного;<br /><b class="num">2</b> [[дающий выход]], [[приносящий избавление]], [[спасительный]] ([[ἔργον]] Arph.);<br /><b class="num">3</b> [[обладающий средствами или возможностями]] (ποριμώτερος ἐς πάντα Thuc.);<br /><b class="num">4</b> [[возможный]] (Ἔρωτι πάντα πόριμα Luc.).
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, θηλ. και -ίμη, Α<br /><b>1.</b> αυτός που έχει τη [[δυνατότητα]] να βρίσκει [[μέσα]], [[επινοητικός]] («[[ῥήτωρ]] [[πόριμος]]», <b>[[Πολυδ]].</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που παρέχει [[μέσα]] ασφαλείας, [[σωτήριος]]<br /><b>3.</b> αυτός που βρίσκει δίοδο («ἡ ἀπὸ τοῦ γλυκέος οἴνου φῡσα πορίμη», Ιπποκρ.)<br /><b>4.</b> (για [[τροφή]]) εύπεπτη<br /><b>5.</b> αυτός που έχει άφθονους πόρους, [[εύπορος]]<br /><b>6.</b> αυτός τον οποίο μπορεί να διαβεί [[κάποιος]]<br /><b>7.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[δυνατός]], [[κατορθωτός]] («ἔρωτι δὴ [[πάντα]] πόριμα», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>8.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ πόριμον</i><br />το ωφέλιμο, το επωφελές<br /><b>9.</b> <b>φρ.</b> «ἄπορα [[πόριμος]]» — αυτός που κάνει τα αδύνατα [[δυνατά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πόρος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιμος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>χρήσ</i>-<i>ιμος</i>)].
|mltxt=-ον, θηλ. και -ίμη, Α<br /><b>1.</b> αυτός που έχει τη [[δυνατότητα]] να βρίσκει [[μέσα]], [[επινοητικός]] («[[ῥήτωρ]] [[πόριμος]]», <b>Πολυδ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που παρέχει [[μέσα]] ασφαλείας, [[σωτήριος]]<br /><b>3.</b> αυτός που βρίσκει δίοδο («ἡ ἀπὸ τοῦ γλυκέος οἴνου φῡσα πορίμη», Ιπποκρ.)<br /><b>4.</b> (για [[τροφή]]) εύπεπτη<br /><b>5.</b> αυτός που έχει άφθονους πόρους, [[εύπορος]]<br /><b>6.</b> αυτός τον οποίο μπορεί να διαβεί [[κάποιος]]<br /><b>7.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[δυνατός]], [[κατορθωτός]] («ἔρωτι δὴ [[πάντα]] πόριμα», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>8.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ πόριμον</i><br />το ωφέλιμο, το επωφελές<br /><b>9.</b> <b>φρ.</b> «ἄπορα [[πόριμος]]» — αυτός που κάνει τα αδύνατα [[δυνατά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πόρος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιμος</i> ([[πρβλ]]. [[χρήσιμος]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πόρῐμος:''' -ον ([[πόρος]]),<br /><b class="num">I.</b> [[ικανός]] να προμηθεύσει, [[γεμάτος]] από πόρους, [[επινοητικός]], [[εφευρετικός]], σε Αριστοφ.· με αιτ., ἄπορα [[πόριμος]], αυτός που κάνει τα αδύνατα [[δυνατά]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II. 1.</b> Παθ., [[κατορθωτός]], σε Λουκ.<br /><b class="num">2.</b> αυτός που διαθέτει πολλές ευκολίες, σε Θουκ.
|lsmtext='''πόρῐμος:''' -ον ([[πόρος]]),<br /><b class="num">I.</b> [[ικανός]] να προμηθεύσει, [[γεμάτος]] από πόρους, [[επινοητικός]], [[εφευρετικός]], σε Αριστοφ.· με αιτ., ἄπορα [[πόριμος]], αυτός που κάνει τα αδύνατα [[δυνατά]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II. 1.</b> Παθ., [[κατορθωτός]], σε Λουκ.<br /><b class="num">2.</b> αυτός που διαθέτει πολλές ευκολίες, σε Θουκ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''πόρῐμος:'''<br /><b class="num">1)</b> умеющий найти выход, находчивый (ὁ [[Ἔρως]] Plat.; [[τόλμη]] Arph.): π. [[αὑτῷ]], τῇ πόλει δ᾽ [[ἀμήχανος]] Arph. изобретательный для себя, но беспомощный в общественных делах; ἄπορα π. Aesch. пытающийся достичь невозможного;<br /><b class="num">2)</b> дающий выход, приносящий избавление, спасительный ([[ἔργον]] Arph.);<br /><b class="num">3)</b> обладающий средствами или возможностями (ποριμώτερος ἐς πάντα Thuc.);<br /><b class="num">4)</b> возможный (Ἔρωτι πάντα πόριμα Luc.).
|lstext='''πόρῐμος''': -ον, ([[πόρος]]) δυνάμενος νὰ πορίσῃ, [[πλήρης]] μέσων, [[ἐπινοητικός]], [[πόριμος]] αὑτῷ, τῇ πόλει δ’ [[ἀμήχανος]] Ἀριστοφ. Βάτρ. 1429· [[πόριμος]] [[τόλμα]] ὁ αὐτ. ἐν Εἰρ. 1031· π. [[ἔρως]] Πλάτ. Συμπ. 203D· [[ῥήτωρ]] Πολυδ. Δ΄, 34· πρὸς τὰ καλὰ ποριμώτατος Συνέσ. 187Β ― μετ’ αἰτ., ἄπορα [[πόριμος]], ὁ ποιῶν τὰ ἀδύνατα δυνατά, Αἰσχύλ. Πρ. 905. 2) ἐπὶ πραγμάτων, ὁ παρέχων μέσα ἀσφαλείας, [[σωτήριος]], [[ἔργον]] Ἀριστοφ. Θεσμ. 777· ἐπιβολὴ Ἀνών. παρὰ Σουΐδ. 3) παρὰ τοῖς ἰατρικοῖς συγγρ., ὁ εὑρίσκων ἢ παρασκευάζων δίοδον, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 392. ΙΙ. παθ., ὃν δύναταί τις νὰ διέλθῃ, [[δυνατός]], κατορθωτός, ἄπορα. γίγνεται τὰ π. Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. ἐν Προοιμ. 3· ἔρωτι πάντα π. Λουκ. Δημ. Ἐγκώμ. 14. 2) ὁ ἔχων πολλὰς εὐκολίας, ἄφθονα τὰ μέσα, ὡς τὸ [[εὔπορος]]· ποριμώτεροι ἐς πάντα Θουκ. 8. 76· ἐποίησε τὸν ἀνθρώπινον βίον π. ἐξ ἀπόρου Γοργ. Ρητ. 190. 42.
}}
{{elnl
|elnltext=πόριμος -ον [πόρος] iets opleverend (resultaat) opleverend, productief: met obj. acc. ( ~ πορίζων ):. ἄπορα πόριμος opleverend wat niets oplevert Aeschl. PV 904; ἔργον πόριμον een taak die wat oplevert Aristoph. Th. 777; πολίτην... αὑτῷ πόριμον een burger die op zijn eigen belang uit is Aristoph. Ran. 1429. vindingrijk. Gorg. B 11a.25. goed voorzien, rijk:. τίς γὰρ ἂν ἐποίησε τὸν ἀνθρώπειον βίον πόριμον ἐξ ἀπόρου; wie had dan het menselijk leven van armoedig rijk gemaakt? Gorg. B 11a.30; ἐς πάντα ποριμώτεροι in alle opzichten beter toegerust Thuc. 8.76.3. geneesk. doorheen gaand:. ἐς κύστιν μᾶλλον πόριμος ἐών (witte wijn) die gemakkelijker naar de blaas gaat Hp. Acut. 51.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=πόρῐμος, ον, [[πόρος]]<br /><b class="num">I.</b> [[able]] to [[provide]], [[full]] of [[resources]], [[inventive]], [[contriving]], Ar.:—c. acc., ἄπορα [[πόριμος]] [[making]] [[possible]] the [[impossible]], Aesch.<br /><b class="num">II.</b> [[pass]]. [[practicable]], Luc.<br /><b class="num">2.</b> well-provided, Thuc.
|mdlsjtxt=πόρῐμος, ον, [[πόρος]]<br /><b class="num">I.</b> [[able]] to [[provide]], [[full]] of [[resources]], [[inventive]], [[contriving]], Ar.:—c. acc., ἄπορα [[πόριμος]] [[making]] [[possible]] the [[impossible]], Aesch.<br /><b class="num">II.</b> [[pass]]. [[practicable]], Luc.<br /><b class="num">2.</b> well-provided, Thuc.
}}
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[inventive]]
}}
{{lxth
|lthtxt=''[[qui facilius sibi aliquid parat]]'', [[who more easily provides something for himself]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:8.76.3/ 8.76.3].
}}
{{trml
|trtx====[[passable]]===
Bulgarian: проходим; Catalan: transitable; Finnish: kulkukelpoinen; German: [[passierbar]]; Greek: [[διαβατός]]; Ancient Greek: [[ἀμεύσιμος]], [[βάσιμος]], [[βατός]], [[διαβατός]], [[ἐμβατός]], [[εὔβατος]], [[εὔπορος]], [[ἰτός]], [[ὁδεύσιμος]], [[ὁδοιπόριστος]], [[ὁδωτός]], [[περάσιμος]], [[πορεύσιμος]], [[πορευτός]], [[πόριμος]], [[πρακτός]]; Italian: [[passabile]]; Latin: [[pervius]]; Norwegian Bokmål: farbar; Nynorsk: farbar; Polish: przekraczalny
===[[profitable]]===
Asturian: rentable; Belarusian: карысны, выгадны, даходны, прыбытковы, рэнтабельны; Bulgarian: доходен; Catalan: profitós, rendible; Chinese Mandarin: 可獲利的/可获利的, 有利可圖/有利可图, 有益; Czech: ziskový, výhodný; Danish: rentabel, fortjenstgivende; Dutch: [[winstgevend]]; Esperanto: profitodona, profitebla; Estonian: kasumlik; Finnish: tuottava, tuottoisa, kannattava; French: [[profitable]], [[fructueux]], [[lucratif]], [[rentable]]; Galician: rendible; Georgian: მომგებიანი; German: [[gewinnbringend]], [[profitabel]], [[lukrativ]], [[einträglich]], [[rentabel]]; Gothic: 𐌱𐍂𐌿𐌺𐍃; Greek: [[επικερδής]], [[κερδοφόρος]]; Ancient Greek: [[διάφορος]], [[ἔμφορος]], [[ἐπικερδής]], [[ἐπῳδός]], [[καρπώσιμος]], [[κερδαλέος]], [[λυσιτελής]], [[ξύμφορος]], [[ὀνήσιμος]], [[ὀνητός]], [[ὀφέλλιμος]], [[πόριμος]], [[ποτίφορος]], [[πρὸ ἔργου]], [[πρόσφορος]], [[προὔργου]], [[συμφέρων]], [[σύμφορος]], [[φόριμος]], [[ὠφελήσιμος]], [[ὠφέλιμος]]; Hungarian: nyereséges; Irish: airgeadúil; Italian: [[redditizio]], [[fruttifero]], [[remunerativo]]; Japanese: 有益な, 利益になる; Korean: 유익하다, 유리하다; Latin: [[lucrosus]], [[lucrificus]]; Macedonian: доходовен, доходен; Maori: whaihua; Norwegian Bokmål: lønnsom; Nynorsk: lønsam, lønnsam; Polish: dochodowy, korzystny; Portuguese: [[lucrativo]]; Romanian: profitabil, fructuos, lucrativ; Russian: [[выгодный]], [[прибыльный]], [[доходный]], [[рентабельный]]; Sanskrit: सफल; Serbo-Croatian: isplativ, unosan; Spanish: [[rentable]], [[provechoso]], [[lucrativo]], [[ventajoso]], [[remunerativo]]; Swedish: lönsam, vinstgivande; Turkish: kârlı, kazançlı; Ukrainian: вигідний, дохі́дний, прибутковий, рентабельний
===[[resourceful]]===
Afrikaans: vindingryk; Bulgarian: находчив, съобразителен; Chinese Mandarin: [[机灵的]], [[有辦法]], [[有办法]]; Dutch: [[vindingrijk]]; Finnish: neuvokas, kekseliäs; French: [[débrouillard]], [[futé]]; German: [[findig]], [[einfallsreich]]; Greek: [[πολυμήχανος]], [[επινοητικός]]; Ancient Greek: [[εὐμήχανος]], [[εὔπορος]], [[μηχανικός]], [[πολυμήχανος]], [[πόριμος]]; Hungarian: találékony, leleményes, ötletes, élelmes; Indonesian: banyak akal; Macedonian: снаодлив, досетлив; Polish: zaradny, pomysłowy; Portuguese: [[inventivo]], [[engenhoso]], [[habilidoso]], [[capaz]]; Russian: [[находчивый]], [[изобретательный]]; Scottish Gaelic: seòlta, dèanadach; Spanish: [[habilidoso]], [[capaz]], [[ingenioso]]; Swedish: fyndig, finurlig
}}
}}