3,274,916
edits
m (Text replacement - "τοῦ" to "τοῦ") |
m (Text replacement - "(?s)({{trml.*}}\n)({{.*}}$)" to "$2 $1") |
||
(14 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ploytos | |Transliteration C=ploytos | ||
|Beta Code=plou=tos | |Beta Code=plou=tos | ||
|Definition=ὁ, < | |Definition=ὁ,<br><span class="bld">A</span> [[wealth]], [[riches]], ἄφενος καὶ πλοῦτον ἀφύξειν Il.1.171; ὄλβῳ τε πλούτῳ τε 16.596; πλοῦτος ἀρεταῖς δεδαιδαλμένος Pi.''O.''2.53; opp. [[πενία]], Pl.''R.''421d; ἀνατετροφέναι πλοῦτον And.1.131: pl., τῶν γὰρ π. ὁδ' ἄριστος [[treasure]]s, E.''Fr.''137 (anap.); πλούτοις καὶ πενίαις Pl.''R.''618b; γένη καὶ πλοῦτοι Id.''Grg.''523c, cf. ''Prt.''354b, etc.: c. gen. rei, <b class="b3">πλοῦτος ἀργύρου, πλοῦτος χρυσοῦ</b>, [[treasure]] of [[silver]] or [[gold]], [[Herodotus|Hdt.]]2.121.ά, ''Anacreont.''34.1; οὔτε ἀργυροῦς πλοῦτος οὔτε χρυσοῦς [[Plato|Pl.]]''[[Leges|Lg.]]''801b; <b class="b3">ἀφανὴς πλοῦτος</b>, opp. [[γῆ]], Ar.''Ec.''602.<br><span class="bld">2</span> metaph., πραπίδων πλοῦτος Emp.129.2; πλοῦτος τῆς σοφίας Pl.''Euthphr.''12a; <b class="b3">γᾶς πλοῦτος ἄβυσσος</b>, of the [[whole]] [[earth]], A.''Th.''948 (lyr.); πλοῦτον εἵματος κακόν Id.''Ag.''1383; ὁ ἐν τῇ ἐμῇ ψυχῇ π. X.''Smp.''4.43, cf. 34, etc.<br><span class="bld">II</span> masc. pr. n. [[Plutus]], god of riches, Hes.''Th.''969; represented as blind, Timocr.8; ὁ δὲ Π. ἡμᾶς… τυφλοὺς ποιεῖ Antiph.259:—[[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] [[sub verbo|s.v.]] [[εὔπλουτον]] says that [[πλοῦτος]] originally meant [[wealth]] in [[corn]]. (Prob. from [[πλέω]] in an early sense '*[[flow]]', '*[[abound]]', as [[φόρτος]] from [[φέρω]].)εος, τό, = πλοῦτος, ὁ, ''2 Ep.Cor.''8.2, [[varia lectio|v.l.]] in ''Ep.Rom.''9.23, ''Ep.Col.''1.27,2.2. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0638.png Seite 638]] ὁ, [[ | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0638.png Seite 638]] ὁ, [[Reichtum]], [[Vermögen]], [[Überfluß]]; Hom. u. Hes. u. Folgde; [[ἄφενος]] καὶ πλοῦτον ἀφύξειν, Il. 1, 171; ὄλβῳ τε πλούτῳ τε μετέπρεπε Μυρμιδόνεσσι, 16, 596, u. öfter, wie Pind. u. Tragg.; in Prosa: [[οὔτε]] τιμαί, [[οὔτε]] πλοῦτος, Plat. Conv. 178 d; <span class="ggns">Gegensatz</span> [[πενία]], Rep. IV, 451 d u. öfter; im plur., [[Schätze]], Prot. 354 b Gorg. 523 c; Schäf. Dion. comp. p. 365; – c. gen. der Sache, χρυσοῦ, ἀργύρου u. dgl., Her. 2, 121, 1; vgl. Pors. Eur. Med. 542. – S. auch nom. pr. – Die Ableitung der Alten von [[πλέον]] od. π ολὺ [[ἔτος]], gleichsam πλόετος, ein volles, gesegnetes Jahr, ist unrichtig. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=πλοῦτος -ου, ὁ en NT. ook πλοῦτος -εος, contr. -ους, τό [~ πλέω of πολύς?] rijkdom, overvloed:; πλοῦτος... καὶ εἰρήνη ἅλις ἔστω welvaart en vrede moeten genoeg zijn Od. 24.486; ἀφανὴς π. onzichtbare rijkdom Aristoph. Eccl. 602; met gen..; π. ἀργύρου rijkdom bestaande uit zilver Hdt. 2.121.α 1; οὔτε ἀργυροῦς π. οὔτε χρυσοῦς rijkdom die niet bestaat uit zilver of goud Plat. Lg. 801b; overdr.. πραπίδων π. rijkdom aan gedachten Emp. B 129.2. | |elnltext=πλοῦτος -ου, ὁ en NT. ook πλοῦτος -εος, contr. -ους, τό [~ πλέω of πολύς?] [[rijkdom]], [[overvloed]]:; πλοῦτος... καὶ εἰρήνη ἅλις ἔστω welvaart en vrede moeten genoeg zijn Od. 24.486; ἀφανὴς π. onzichtbare rijkdom Aristoph. Eccl. 602; met gen..; π. ἀργύρου rijkdom bestaande uit zilver Hdt. 2.121.α 1; οὔτε ἀργυροῦς π. οὔτε χρυσοῦς rijkdom die niet bestaat uit zilver of goud Plat. Lg. 801b; overdr.. πραπίδων π. rijkdom aan gedachten Emp. B 129.2. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
Line 35: | Line 35: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />ο / πλοῦτος, και [[πλούτος]], το / πλοῦτος, -εος, ΝΜΑ, πληθ. ουδ. και πλούτια Ν, πληθ. αρσ. οἱ πλοῦτοι Α<br /><b>1.</b> [[αφθονία]] αγαθών, [[κυρίως]] εκείνων που [[είναι]] αναγκαία για να ζήσει [[κανείς]]<br /><b>2.</b> [[αφθονία]] οποιουδήποτε πράγματος, [[πληθώρα]], [[πλησμονή]] (α. «[[πλούτος]] γνώσεων» β. «το [[πλούτος]] της αντρείας», <b>Ερωτόκρ.</b> γ. «πλοῦτος τῆς σοφίας» <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[πολυτέλεια]] («[[πλούτος]] διακοσμήσεως»)<br /><b>2.</b> η [[τάξη]] τών πλουσίων, οι πλούσιοι<br /><b>3.</b> αρετές και προτερήματα ενός ανθρώπου («[[γεις]] [[καβαλάρης]] [[δυνατός]] και με μεγάλο [[πλούτος]]» <b>Ερωτόκρ.</b>)<br /><b>4.</b> [[ωφέλεια]] («[[ανάθεμα]] το [[διάφορο]] τών τραγουδιών το [[πλούτος]]» <b>Ερωτόκρ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «[[εθνικός]] [[πλούτος]]» — το [[σύνολο]] τών πλουτοπαραγωγικών πηγών και υλικών αγαθών μιας χώρας<br />β) «[[ιδιωτικός]] [[πλούτος]]»<br />i) ο [[πλούτος]] που ανήκει σε ένα [[άτομο]]<br />ii) το [[σύνολο]] τών ιδιωτικών περιουσιών<br />γ) «[[ορυκτός]] [[πλούτος]]» — ο εκμεταλλεύσιμος [[πλούτος]] του υπεδάφους μιας χώρας<br />δ) «[[λεκτικός]] [[πλούτος]]» — ο [[πλούτος]] τών λέξεων που χρησιμοποιεί ένα [[πρόσωπο]] ή που υπάρχουν σε ένα [[κείμενο]]<br /><b>6.</b> <b>παροιμ.</b> «έχεις πλούτη; έχεις [[γνώση]]» — λέγεται για να δηλώσει ότι [[εκείνος]] που έχει πλούτη έχει και τη [[δύναμη]] να επιβάλλει τη [[γνώμη]] του, [[έστω]] κι αν δεν έχει [[γνώση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[θησαυρός]] («εὐαγγελίσασθαι τὸν ἀνεξιχνίαστον πλοῦτον τοῦ Χριστοῦ», ΚΔ)<br /><b>2.</b> (ως κύριο ὁν.) <i>Πλοῦτος</i><br />ο [[θεός]] τών αγαθών της γης, [[γιος]] της Δήμητρος και του Ιασίου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. <i>πλοῦτος</i> ανάγεται στην ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>plou</i>- της ΙΕ ρίζας <i>pleu</i>- «ρέω» του ρ. [[πλέω]] με [[επίθημα]] -<i>to</i>- ( | |mltxt=<b>(I)</b><br />ο / πλοῦτος, και [[πλούτος]], το / πλοῦτος, -εος, ΝΜΑ, πληθ. ουδ. και πλούτια Ν, πληθ. αρσ. οἱ πλοῦτοι Α<br /><b>1.</b> [[αφθονία]] αγαθών, [[κυρίως]] εκείνων που [[είναι]] αναγκαία για να ζήσει [[κανείς]]<br /><b>2.</b> [[αφθονία]] οποιουδήποτε πράγματος, [[πληθώρα]], [[πλησμονή]] (α. «[[πλούτος]] γνώσεων» β. «το [[πλούτος]] της αντρείας», <b>Ερωτόκρ.</b> γ. «πλοῦτος τῆς σοφίας» <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[πολυτέλεια]] («[[πλούτος]] διακοσμήσεως»)<br /><b>2.</b> η [[τάξη]] τών πλουσίων, οι πλούσιοι<br /><b>3.</b> αρετές και προτερήματα ενός ανθρώπου («[[γεις]] [[καβαλάρης]] [[δυνατός]] και με μεγάλο [[πλούτος]]» <b>Ερωτόκρ.</b>)<br /><b>4.</b> [[ωφέλεια]] («[[ανάθεμα]] το [[διάφορο]] τών τραγουδιών το [[πλούτος]]» <b>Ερωτόκρ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «[[εθνικός]] [[πλούτος]]» — το [[σύνολο]] τών πλουτοπαραγωγικών πηγών και υλικών αγαθών μιας χώρας<br />β) «[[ιδιωτικός]] [[πλούτος]]»<br />i) ο [[πλούτος]] που ανήκει σε ένα [[άτομο]]<br />ii) το [[σύνολο]] τών ιδιωτικών περιουσιών<br />γ) «[[ορυκτός]] [[πλούτος]]» — ο εκμεταλλεύσιμος [[πλούτος]] του υπεδάφους μιας χώρας<br />δ) «[[λεκτικός]] [[πλούτος]]» — ο [[πλούτος]] τών λέξεων που χρησιμοποιεί ένα [[πρόσωπο]] ή που υπάρχουν σε ένα [[κείμενο]]<br /><b>6.</b> <b>παροιμ.</b> «έχεις πλούτη; έχεις [[γνώση]]» — λέγεται για να δηλώσει ότι [[εκείνος]] που έχει πλούτη έχει και τη [[δύναμη]] να επιβάλλει τη [[γνώμη]] του, [[έστω]] κι αν δεν έχει [[γνώση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[θησαυρός]] («εὐαγγελίσασθαι τὸν ἀνεξιχνίαστον πλοῦτον τοῦ Χριστοῦ», ΚΔ)<br /><b>2.</b> (ως κύριο ὁν.) <i>Πλοῦτος</i><br />ο [[θεός]] τών αγαθών της γης, [[γιος]] της Δήμητρος και του Ιασίου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. <i>πλοῦτος</i> ανάγεται στην ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>plou</i>- της ΙΕ ρίζας <i>pleu</i>- «ρέω» του ρ. [[πλέω]] με [[επίθημα]] -<i>to</i>- ([[πρβλ]]. [[νόστος]], [[φόρτος]]). Στη λ. [[πλούτος]] η [[ρίζα]] χρησιμοποιείται με τη σημ. «διασκορπίζομαι, [[πλημμυρίζω]], [[γεμίζω]]» για άφθονες ποσότητες. Ο τ. [[πλούτος]] (<i>το</i>) [[είναι]] μεταπλασμένος τ. του [[πλοῦτος]] (<i>ο</i>) με [[αλλαγή]] γένους. Η λ. [[πλοῦτος]], [[τέλος]], εμφανίζεται στα ανθρωπωνύμια [[Πλούταρχος]], <i>Πλουτοκλής</i>, <i>Πλουτᾶς</i>, <i>Πλουτῖνος</i>, <i>Πλουτίων</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[πλούσιος]], [[πλουτίζω]], [[πλουτώ]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[πλούταξ]], [[πλουτηρός]], [[πλουτιαίος]], [[πλουτίνδα]], [[πλουτίνδην]], [[πλουτίς]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[πλουταίνω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[πλουτοδότης]], [[πλουτοφόρος]], [[πλουτόχθων]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[πλουθυγίεια]], [[πλούταρχος]], [[πλουτογαθής]], [[πλουτοδοτήρ]], [[πλουτοκρατούμαι]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[πλουτοποιός]], [[πλουτοτραφής]]<br /><b>μσν.</b><br />[[πλουτοβρύτης]], [[πλουτοκράτωρ]], [[πλουτολεκτώ]], [[πλουτοπράτης]], <i>πλουτοταπείνωσις</i>, [[πλουτοφανής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[πλουτοκράτης]], [[πλουτοκτησία]], [[πλουτολογία]], <i>πλουτοπαραγωγικός</i>. (Β' συνθετικό) [[βαθύπλουτος]], [[ζάπλουτος]], [[νεόπλουτος]], [[πάμπλουτος]], [[υπέρπλουτος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>αδρόπλουτος</i>, <i>ανδρόπλουτος</i>, [[άπλουτος]], [[αρτίπλουτος]], [[αρχαιόπλουτος]], [[αρχέπλουτος]], [[βαρύπλουτος]], [[διάπλουτος]], <i>εύπλουτος</i>, [[καλλίπλουτος]], [[μεγαλόπλουτος]], [[μεσόπλουτος]], [[ολβιόπλουτος]], <i>παλαι</i>(<i>ο</i>)<i>πλουτος</i>, [[υπόπλουτος]], [[φιλόπλουτος]], [[ψευδόπλουτος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[οψίπλουτος]]].<br /> <b>(II)</b><br />-εος, το, ΝΜΑ<br /><b>βλ.</b> [[πλούτος]], <i>ο</i>. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
Line 60: | Line 60: | ||
{{mantoulidis | {{mantoulidis | ||
|mantxt=Ἀπό τό [[πίμπλημι]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. | |mantxt=Ἀπό τό [[πίμπλημι]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. | ||
}} | |||
{{lxth | |||
|lthtxt=''[[divitiae]]'', [[riches]], [[wealth]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:1.38.6/ 1.38.6], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:1.80.3/ 1.80.3], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:1.123.1/ 1.123.1], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:2.40.1/ 2.40.1], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:2.42.4/ 2.42.4], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:2.62.3/ 2.62.3]. | |||
}} | }} | ||
{{trml | {{trml | ||
|trtx=Afar: gadda; Albanian: pasuri; Arabic: أَمْوَال, ثَرْوَة; Armenian: հարստություն, ինչք, բարիք; Aromanian: aveari; Azerbaijani: sərvət, dövlət, var-dövlət; Bashkir: байлыҡ; Basque: aberastasun; Belarusian: багацце, заможнасць; Bengali: ধন; Bulgarian: богатство; Burmese: ဓန, စည်းစိမ်, ဘောဂ; Catalan: patrimoni, riquesa; Chichewa: chuma; Chinese Cantonese: 財富, 财富; Mandarin: 財富, 财富; Min Nan: 財富, 财富; Czech: bohatství; Danish: rigdom; Dutch: [[rijkdom]]; Edo: ẹ̀fè; Esperanto: riĉeco; Estonian: rikkus; Finnish: varallisuus; rikkaus, rikkaudet; French: [[richesse]]; Galician: facenda, riqueza; Georgian: სიმდიდრე; German: [[Reichtum]], [[Vermögen]]; Gothic: 𐍆𐌰𐌹𐌷𐌿, 𐌲𐌰𐌱𐌴𐌹; Greek: [[πλούτος]]; Ancient Greek: [[πλοῦτος]]; Hausa: dukiya; Hebrew: עושר \ עֹשֶׁר; Hindi: धन, संपत्ति; Hungarian: gazdagság; Icelandic: auður; Igala: ídúù, ùrà, ánána; Igbo: àkụ̀, ọkụ̀, ụ̀ba; Irish: saibhreas; Italian: [[ricchezza]], [[patrimonio]]; Izon: ụngọ́, tími-èbií; Japanese: 財産, 富, 財, 富裕; Javanese: bandha; Jeju: 부; Karakhanid: نانْكْ; Kazakh: байлық; Khmer: វត្ថុ, ធន; Korean: 부유(富裕), 부(富); Krio: gentri; Kurdish Northern Kurdish: serwet, dewlet; Kyrgyz: байлык; Lao: ຄວາມຮັ່ງມີ, ຊັບສິນ, ສິນ, ຊັບ; Latin: [[ops]], [[divitiae]], [[locupletatio]]; Latvian: bagātība, turība; Lithuanian: turtas; | |trtx====[[wealth]]=== | ||
Afar: gadda; Albanian: pasuri; Arabic: أَمْوَال, ثَرْوَة; Armenian: հարստություն, ինչք, բարիք; Aromanian: aveari; Azerbaijani: sərvət, dövlət, var-dövlət; Bashkir: байлыҡ; Basque: aberastasun; Belarusian: багацце, заможнасць; Bengali: ধন; Bulgarian: богатство; Burmese: ဓန, စည်းစိမ်, ဘောဂ; Catalan: patrimoni, riquesa; Chichewa: chuma; Chinese Cantonese: 財富, 财富; Mandarin: 財富, 财富; Min Nan: 財富, 财富; Czech: bohatství; Danish: rigdom; Dutch: [[rijkdom]]; Edo: ẹ̀fè; Esperanto: riĉeco; Estonian: rikkus; Finnish: varallisuus; rikkaus, rikkaudet; French: [[richesse]]; Galician: facenda, riqueza; Georgian: სიმდიდრე; German: [[Reichtum]], [[Vermögen]]; Gothic: 𐍆𐌰𐌹𐌷𐌿, 𐌲𐌰𐌱𐌴𐌹; Greek: [[πλούτος]]; Ancient Greek: [[ἀγαθά]], [[ἄφενος]], [[ἀφθονία]], [[ἔργον]], [[εὐδαιμονία]], [[εὐδαιμονίη]], [[εὐδαιμοσύνη]], [[εὐκαιρία]], [[εὐκαιρίη]], [[εὐμοιρία]], [[εὐπορία]], [[κτῆμα]], [[ὄλβος]], [[περιουσία]], [[πιότης]], [[πλοῦτος]], [[τὸ εὔπορον]], [[ὑπόστασις]], [[χρήματα]]; Hausa: dukiya; Hebrew: עושר \ עֹשֶׁר; Hindi: धन, संपत्ति; Hungarian: gazdagság; Icelandic: auður; Igala: ídúù, ùrà, ánána; Igbo: àkụ̀, ọkụ̀, ụ̀ba; Irish: saibhreas; Italian: [[ricchezza]], [[patrimonio]]; Izon: ụngọ́, tími-èbií; Japanese: 財産, 富, 財, 富裕; Javanese: bandha; Jeju: 부; Karakhanid: نانْكْ; Kazakh: байлық; Khmer: វត្ថុ, ធន; Korean: 부유(富裕), 부(富); Krio: gentri; Kurdish Northern Kurdish: serwet, dewlet; Kyrgyz: байлык; Lao: ຄວາມຮັ່ງມີ, ຊັບສິນ, ສິນ, ຊັບ; Latin: [[ops]], [[divitiae]], [[locupletatio]]; Latvian: bagātība, turība; Lithuanian: turtas; Low German: Riekdom; Lutshootseed: ʔiʔab; Macedonian: богатство; Malay: kekayaan; Malayalam: സമ്പത്ത്; Manchu: ᡠᠯᡳᠨ; Middle English: win, wele, welthe; Ngazidja Comorian: mali; Norwegian Bokmål: rikdom; Occitan: riquesa; Old English: wela; Pashto: ثروت, دارايي, دولت; Persian: ثروت; Polish: zamożność, bogactwo, bogatość; Portuguese: [[riqueza]]; Quechua: kapuy; Romanian: avere, bogăție; Russian: [[богатство]], [[благосостояние]]; Saho: gadda; Sanskrit: धन्य; Scottish Gaelic: ionmhas, beartas, maoin; Serbo-Croatian Cyrillic: бога̀тство; Roman: bogàtstvo; Slovak: bohatstvo; Slovene: bogástvo; Somali: maal; Spanish: [[prosperidad]], [[riqueza]]; Swedish: rikedom, förmögenhet, välstånd; Tagalog: yaman; Tajik: сарват, боигарӣ, дороӣ, давлат; Tatar: байлык; Telugu: ఐశ్వర్యము, ధనము; Thai: ความรวย, ความมั่งคั่ง, ธน; Tibetan: ཕྱུག; Turkish: servet, varlık; Turkmen: baýlyk; Ukrainian: багатство, заможність; Urdu: ثروت, دھن, دولت; Uyghur: بايلىق; Uzbek: boylik, sarvat, davlat; Vietnamese: tài phúc, sự giàu có; Volapük: lieg; Yiddish: רײַכקײַט; Yoruba: ọlà, ọrọ̀; ǃXóõ: ǂkxʻái | |||
===[[opulence]]=== | |||
Catalan: opulència; Dutch: [[rijkdom]], [[weelde]]; Finnish: vauraus; German: [[Reichtum]], [[Wohlstand]]; Greek: [[χλιδή]], [[πολυτέλεια]]; Ancient Greek: [[ἀμφιλάφεια]], [[ἀμφιλαφία]], [[εὐδαιμονία]], [[εὐδαιμονίη]], [[εὐδαιμοσύνη]], [[εὐκτημοσύνη]], [[εὐχρηματία]], [[θαλία]], [[μαμωνᾶς]], [[μεγαλειότης]], [[πιότης]], [[πολυτέλεια]], [[πλοῦτος]], [[τιμιότης]]; Latin: [[opes]], [[opulentia]]; Polish: obfitość; Romanian: opulență; Russian: [[богатство]]; Spanish: [[opulencia]]; Swedish: rikedom | |||
===[[treasure]]=== | |||
Afrikaans: skat; Albanian: thesar; Arabic: كَنْز; Egyptian Arabic: كنز; South Levantine Arabic: كنز; Hijazi Arabic: كَنْز; Aragonese: tresoro; Armenian: գանձ; Azerbaijani: xəzinə; Bashkir: хазина; Basque: altxor; Belarusian: скарб; Bengali: সম্পদ; Bulgarian: съкровище, драгоценност; Burmese: ရတနာ; Catalan: tresor; Cebuano: bahandi; Chinese Mandarin: 珍寶/珍宝, 寶藏/宝藏, 金銀財寶/金银财宝, 財富/财富; Czech: poklad; Danish: skat; Dutch: [[schat]]; Esperanto: trezoro; Estonian: aare; Finnish: aarre; French: [[trésor]]; Galician: tesouro; Georgian: განძი, საგანძური; German: [[Schatz]]; Gothic: 𐌷𐌿𐌶𐌳; Greek: [[θησαυρός]]; Ancient Greek: [[ἀγκών]], [[γάζα]], [[θέμα]], [[θησαύρισμα]], [[θησαυρός]], [[κειμήλιον]], [[παραγκάλισμα]], [[πλοῦτος]], [[χρυσών]]; Hebrew: אוֹצָר; Higaonon: bahandi; Hindi: ख़िज़ाना; Hungarian: kincs; Icelandic: fjársjóður; Ido: trezoro; Indonesian: harta; Irish: taisce; Italian: [[tesoro]]; Japanese: 宝, 宝物; Kazakh: қазына; Khmer: កំណប់; Korean: 보물(寶物), 보배; Kyrgyz: кенч; Lao: ສົມບັດ, ຊັບສົມບັດ; Latin: [[thesaurus]]; Latvian: dārgums; Lezgi: хазина; Lithuanian: lobis; Macedonian: богатство, благо; Malagasy: harena; Malay: khazanah; Maori: taonga, puiaki, puipuiaki; Middle English: tresour, garisoun, gersom; Mingrelian: განძი; Mongolian Cyrillic: баялаг; Norwegian: skatt; Occitan: tresaur; Old English: goldhord; Ossetian: хӕзна; Pashto: خزانه, کونډال, ګنجينه; Persian: گنجینه, گنج; Plautdietsch: Schauz; Polish: skarb; Portuguese: [[tesouro]]; Romanian: comoară, tezaur; Russian: [[сокровище]], [[драгоценность]], [[клад]]; Samoan: ʻoloa; Sanskrit: कोश; Scottish Gaelic: ionmhas; Serbo-Croatian Cyrillic: бла̑го, драго̀цено̄ст, драго̀цјено̄ст; Roman: blȃgo, dragòcenōst, dragòcjenōst; Slovak: poklad; Slovene: zaklad; Spanish: [[tesoro]]; Swedish: skatt, rikedom; Tagalog: kayamunan; Tajik: ганҷ, ҷавохирот; Tatar: хәзинә; Thai: สมบัติ; Turkish: hazine, define; Turkmen: hazyna; Ukrainian: скарб; Urdu: خزانہ; Uyghur: خەزىنە; Uzbek: xazina; Vietnamese: kho báu, châu báu; Volapük: div; Walloon: trezôr; Welsh: trysor, amguedd, amgueddau; Yiddish: אוצר; Zazaki: xazina, define | |||
}} | }} |