πενία: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{trml.*}}\n)({{.*}}$)" to "$2 $1"
(slb)
m (Text replacement - "(?s)({{trml.*}}\n)({{.*}}$)" to "$2 $1")
 
(34 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=penia
|Transliteration C=penia
|Beta Code=peni/a
|Beta Code=peni/a
|Definition=Ion. <b class="b3">-ιη</b>, ἡ, (πένομαι) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">poverty, need</b>, πενίῃ εἴκων <span class="bibl">Od.14.157</span>; <b class="b3">οὐλομένην π</b>. <span class="bibl">Hes. <span class="title">Op.</span>717</span>; στάσις πενίας δότειρα <span class="bibl">Pi.<span class="title">Fr.</span>109.5</span>; τῇ Ἑλλάδι π. σύντροφός ἐστι, . . [ἀρετῇ] δὲ διαχρεωμένη τὴν πενίην ἀπαμύνεται <span class="bibl">Hdt.7.102</span> ; τῆς πτωχείας πενίαν φαμὲν εἶναι ἀδελφήν <span class="bibl">Ar.<span class="title">Pl.</span>549</span> ; <b class="b3">π. δὲ σοφίαν ἔλαχε διὰ τὸ συγγενές</b> (v.l. [[δυστυχές]]) <span class="bibl">E.<span class="title">Fr.</span>641</span> ; <b class="b3">ἐν πενίᾳ εἶναι, γίγνεσθαι</b>, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Ap.</span>23c</span>, <span class="bibl"><span class="title">R.</span>613a</span> ; εἰς π. πολλὴν καὶ ἀπορίαν καταστῆναι <span class="bibl">And.1.144</span> : pl. πενίαι <span class="bibl">Isoc.8.128</span>, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Prt.</span>353d</span>, <span class="bibl"><span class="title">R.</span>618a</span>, etc. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> <b class="b2">lack, need</b>, τινος <span class="bibl">Plot.2.4.16</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b3">Πενία</b> personified, <span class="title">Poverty</span>, <span class="bibl">Alc.92</span>, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Smp.</span> 203b</span>.</span>
|Definition=Ion. [[πενίη]], ἡ, ([[πένομαι]])<br><span class="bld">A</span> [[poverty]], [[need]], πενίῃ εἴκων Od.14.157; <b class="b3">οὐλομένην π.</b> Hes. ''Op.''717; στάσις πενίας δότειρα Pi.''Fr.''109.5; τῇ Ἑλλάδι π. σύντροφός ἐστι,[ἀρετῇ] δὲ διαχρεωμένη τὴν πενίην ἀπαμύνεται [[Herodotus|Hdt.]]7.102; τῆς πτωχείας πενίαν φαμὲν εἶναι ἀδελφήν Ar.''Pl.''549; <b class="b3">π. δὲ σοφίαν ἔλαχε διὰ τὸ συγγενές</b> ([[varia lectio|v.l.]] [[δυστυχές]]) E.''Fr.''641; <b class="b3">ἐν πενίᾳ εἶναι, γίγνεσθαι</b>, Pl.''Ap.''23c, ''R.''613a; εἰς π. πολλὴν καὶ ἀπορίαν καταστῆναι And.1.144: pl. πενίαι Isoc.8.128, [[Plato|Pl.]]''[[Protagoras|Prt.]]'' 353d, ''R.''618a, etc.<br><span class="bld">2</span> [[lack]], [[need]], τινος Plot.2.4.16.<br><span class="bld">II</span> [[Πενία]] personified, Poverty, Alc.92, [[Plato|Pl.]]''[[Symposium|Smp.]]'' 203b.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0555.png Seite 555]] ἡ, ion. u. ep. πενίη, <b class="b2">Armuth</b>; πενίῃ εἴκων ἀπατήλια βάζει, Od. 14, 157; στάσιν πενίας δότειραν, Pind. frg. 228, 4; Soph. frg. 681; Eur. El. 376 u. öfter; Her. u. sonst in Prosa; ἐν πενίᾳ εἶναι, γίγνεσθαι, Plat. Apol. 23 c Rep. X, 613 a, u. öfter im Ggstz von πλοῦτος; auch übertr., ὑπὸ πενίας τῆς περὶ φρόνησιν κτήσεως, Soph.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0555.png Seite 555]] ἡ, ion. u. ep. πενίη, [[Armut]]; πενίῃ εἴκων ἀπατήλια βάζει, Od. 14, 157; στάσιν πενίας δότειραν, Pind. frg. 228, 4; Soph. frg. 681; Eur. El. 376 u. öfter; Her. u. sonst in Prosa; ἐν πενίᾳ εἶναι, γίγνεσθαι, Plat. Apol. 23 c Rep. X, 613 a, u. öfter im <span class="ggns">Gegensatz</span> von πλοῦτος; auch übertr., ὑπὸ πενίας τῆς περὶ φρόνησιν κτήσεως, Soph.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />pauvreté, indigence : [[ἐν]] πενίᾳ μυρίᾳ [[εἰμί]] PLAT je suis dans la plus profonde misère ; πενίαν ἀπολείπειν PLUT ne rien laisser après soi.<br />'''Étymologie:''' [[πένης]].
}}
{{elnl
|elnltext=πενία -ας, ἡ, Ion. πενίη [πένομαι] armoede, gebrek:; ἐν πενίᾳ μυρίᾳ εἰμί ik verkeer in complete armoede Plat. Ap. 23c; personif. ἡ Πενία Armoede.
}}
{{elru
|elrutext='''πενίᾱ:''' ион. [[πενίη]] ἡ тж. pl. бедность, нужда (π. καὶ [[πλοῦτος]] Plat.): ἐν πενίᾳ μυρίᾳ εἶναι Plat. жить в крайней бедности; πενίᾳ πιεζόμενος Xen. теснимый нуждой.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''πενία''': Ἰων. -ίη, ἡ, ([[πένομαι]]) τὸ πένεσθαι, ἀνέχεια, [[ἔνδεια]], (ἀλλ’ οὐχὶ [[παντελής]]), κοινῶς «φτώχεια», πενίῃ εἴκων Ὀδ. Ξ. 157· οὐλομένην π. Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 715· [[στάσις]] πενίας [[δότειρα]] Πινδ. Ἀποσπ. 228· π. [αὐτοῖς] σύντροφός ἐστι, [[ἀρετὴ]] δὲ ... τὴν πενίην ἀπαμύνεται Ἡρόδ. 7. 102· τῆς πτωχείας πενίαν φαμὲν [[εἶναι]] ἀδελφήν, «διενήνοχε δὲ [[πτωχεία]] πενίας, ὅτι ἡ μὲν [[πενία]] μεμετρημένη ἐστὶν [[ἔνδεια]], πόνῳ τὰ χρειώδη θηρῶσα, ἡ δὲ [[πτωχεία]] παντελὴς τῆς κτήσεως [[ἔκπτωσις]]» (Σχόλ) Ἀριστοφ. Πλ. 549 (ἴδε ἐν λ. [[πένης]])· π. δὲ σοφίαν ἔλαχε διὰ τὸ δυστυχὲς Εὐρ. Ἀποσπ. 642· ἐν πενίᾳ [[εἶναι]], γίγνεσθαι Πλάτ. Ἀπολ. 23C. Πολ. 613Α· π. καὶ [[ἀπορία]] Ἀνδοκ. 18. 42· ― πληθ. πενίαι παρ’ Ἰσοκρ. 185Α, Πλάτ. Πρωτ. 353D, Πολ. 618Α, κτλ. ― Πρβλ. [[πένομαι]].
|lstext='''πενία''': Ἰων. -ίη, ἡ, ([[πένομαι]]) τὸ πένεσθαι, ἀνέχεια, [[ἔνδεια]], (ἀλλ’ οὐχὶ [[παντελής]]), κοινῶς «φτώχεια», πενίῃ εἴκων Ὀδ. Ξ. 157· οὐλομένην π. Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 715· [[στάσις]] πενίας [[δότειρα]] Πινδ. Ἀποσπ. 228· π. [αὐτοῖς] σύντροφός ἐστι, [[ἀρετὴ]] δὲ ... τὴν πενίην ἀπαμύνεται Ἡρόδ. 7. 102· τῆς πτωχείας πενίαν φαμὲν [[εἶναι]] ἀδελφήν, «διενήνοχε δὲ [[πτωχεία]] πενίας, ὅτι ἡ μὲν [[πενία]] μεμετρημένη ἐστὶν [[ἔνδεια]], πόνῳ τὰ χρειώδη θηρῶσα, ἡ δὲ [[πτωχεία]] παντελὴς τῆς κτήσεως [[ἔκπτωσις]]» (Σχόλ) Ἀριστοφ. Πλ. 549 (ἴδε ἐν λ. [[πένης]])· π. δὲ σοφίαν ἔλαχε διὰ τὸ δυστυχὲς Εὐρ. Ἀποσπ. 642· ἐν πενίᾳ [[εἶναι]], γίγνεσθαι Πλάτ. Ἀπολ. 23C. Πολ. 613Α· π. καὶ [[ἀπορία]] Ἀνδοκ. 18. 42· ― πληθ. πενίαι παρ’ Ἰσοκρ. 185Α, Πλάτ. Πρωτ. 353D, Πολ. 618Α, κτλ. ― Πρβλ. [[πένομαι]].
}}
}}
{{bailly
{{Slater
|btext=ας () :<br />pauvreté, indigence : [[ἐν]] πενίᾳ μυρίᾳ [[εἰμί]] PLAT je suis dans la plus profonde misère ; πενίαν ἀπολείπειν PLUT ne rien laisser après soi.<br />'''Étymologie:''' [[πένης]].
|sltr=[[πενία]] [[poverty]] στάσιν πενίας δότειραν fr. 109. 4.
}}
{{grml
|mltxt=η, ΝΜΑ, ιων. τ. πενίη, Α<br /><b>1.</b> η [[στέρηση]] τών αναγκαίων, η [[ανεπάρκεια]] τών απαραίτητων πόρων ζωής, [[ανέχεια]], [[ένδεια]], [[φτώχεια]]<br /><b>2.</b> η [[έλλειψη]] ενός συγκεκριμένου πράγματος, άρα και [[ανάγκη]] για το [[πράγμα]] αυτό<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>(οικον.)</b> η οικονομική και κοινωνική [[κατάσταση]] ατόμων, ομάδων, λαών και γεωγραφικών περιοχών που χαρακτηρίζεται από [[έλλειψη]] πόρων, πολύ χαμηλό επίπεδο εισοδήματος και [[αδυναμία]] κάλυψης και τών στοιχειωδέστερων [[ακόμη]] αναγκών<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[ευεργέτημα]] πενίας»<br /><b>(νομ.)</b> η προσωρινή [[απαλλαγή]] που παρέχεται με ειδική δικαστική [[απόφαση]] σε έναν διάδικο από την [[υποχρέωση]] να καταβάλει τα έξοδα μιας δίκης ή διαδικασίας λόγω απορίας του<br /><b>3.</b> <b>παροιμ. φρ.</b> «[[πενία]] τέχνας κατεργάζεται» — λέγεται για να δηλώσει το [[γεγονός]] ότι οι στερήσεις και οι δυσχερείς περιστάσεις αναγκάζουν τον άνθρωπο να επινοεί διάφορα [[μέσα]] προσπορισμού τών αναγκαίων πόρων για την επιβίωσή του<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>ως κύριο όν.</b> <i>Πενία</i><br />[[θεότητα]] προσωποποίησης της φτώχειας για την οποία αναφέρεται στο πλατωνικό <i>Συμπόσιο</i> ότι ενώθηκε με τον Πόρο και απέκτησε τον Έρωτα<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ πενίαι</i><br />οι στερήσεις, οι ελλείψεις σε ό,τι αφορά τα [[μέσα]] συντήρησης και επιβίωσης<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «ἐν πενιᾳ [[εἶναι]]» — το να ζει [[κανείς]] στερημένα<br />β) «ἐν πενίᾳ [[γίγνεσθαι]]» — το να περιπίπτει [[κανείς]] στην [[ένδεια]] και στη [[φτώχεια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πένομαι]] (<b>βλ.</b> και λ. [[πένομαι]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πενία:''' Ιων. -ίη, ἡ ([[πένομαι]]), [[φτώχεια]], [[ανάγκη]], σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[πενία]], ἡ, [[πένομαι]]<br />[[poverty]], [[need]], Od., etc.
}}
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[poverty]], [[narrow means]]
}}
}}
{{Slater
{{lxth
|sltr=[[πενία]]<br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[poverty]] στάσιν πενίας δότειραν fr. 109. 4.
|lthtxt=''[[paupertas]]'', [[poverty]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:1.141.3/ 1.141.3], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:2.37.1/ 2.37.1], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:2.42.4/ 2.42.4], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:3.45.4/ 3.45.4], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:3.84.1/ 3.84.1], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:8.45.2/ 8.45.2].
}}
}}
{{Slater
{{trml
|sltr=[[πενία]]<br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[poverty]] στάσιν πενίας δότειραν fr. 109. 4.
|trtx====[[poverty]]===
Albanian: varfëri; Arabic: فَقْر‎; Egyptian Arabic: فقر‎; Armenian: աղքատություն; Asturian: probeza; Azerbaijani: yoxsulluq, kasıblıq, səfalət; Bashkir: ярлылыҡ, фәҡирлек; Belarusian: бедната, беднасць, убоства, галеча, галота, нэ́ндза, бяднота, бядота; Bengali: দারিদ্র্য; Bulgarian: бедност, нищета, мизерия, немотия, сиромашия; Burmese: ဆင်းရဲခြင်း; Catalan: pobresa; Chinese Cantonese: 貧窮, 贫穷; Mandarin: 貧窮, 贫穷, 貧困, 贫困; Classical Nahuatl: icnōpillōtl, icnōtlācayōtl, icnōyōtl; Corsican: puvertà, puvartà; Czech: chudoba; Danish: fattigdom, armod; Dutch: [[armoede]]; Esperanto: malriĉeco; Estonian: vaesus; Finnish: köyhyys, puute; French: [[pauvreté]]; Friulian: puaretât; Galician: pobreza; Georgian: სიღარიბე, სიდუხჭირე, სიღატაკე; German: [[Armut]]; Gothic: 𐌿𐌽𐌻𐌴𐌳𐌹; Greek: [[φτώχια]], [[αδεκαρία]]; Ancient Greek: [[ἀκληρία]], [[ἀκτημοσύνη]], [[ἀπορία]], [[ἀπορίη]], [[ἀσθένεια]], [[ἀσθένεια βίου]], [[ἀχρημοσύνη]], [[ἔνδεια]], [[λυπρότης]], [[μετριοσύνη]], [[πενία]], [[πενίη]], [[πενιχρότης]], [[πτωχεία]], [[πτωχηΐη]], [[πτωχότης]], [[χέρνα]], [[χέρνη]], [[χρεία]], [[χρείη]], [[χρημοσύνη]], [[χρησμοσύνη]]; Gujarati: ગરીબાઈ, દળદર; Hebrew: עוני \ עֹנִי \ עֳנִי‎, דַּלּוּת‎; Hindi: ग़रीबी; Hungarian: szegénység, nyomorúság, nincstelenség; Hunsrik: Aarmut; Icelandic: fátækt; Ido: povreso; Indonesian: kemiskinan; Interlingua: povressa; Irish: bochtaineacht; Italian: [[povertà]]; Japanese: 貧乏, 貧困; Kannada: ಬಡತನ; Kazakh: кедейлік, жарлылық; Khmer: ភាពក្រ; Korean: 가난, 빈곤(貧困); Kurdish Central Kurdish: ھەژاری‎; Northern Kurdish: xizanî, hejarî, feqîrî; Kyrgyz: кедейлик, жакырчылык; Ladino: provedad; Lao: ຄວາມທຸກຍາກ; Latin: [[paupertas]], [[pauperies]]; Latvian: nabadzība; Lithuanian: skurdas; Macedonian: сиромаштија; Malay: kemiskinan; Malayalam: ദാരിദ്ര്യം; Maltese: faqar; Maore Comorian: usikini; Maori: pōharatanga, tuakokatanga, hāhoretanga, hahoretanga; Mongolian Cyrillic: ядуурал; Mongolian: ᠶᠠᠳᠠᠭᠤᠷᠠᠯ; Navajo: téʼéʼį́; Ndzwani Comorian: shizaya; Ngazidja Comorian: umasikini; Norman: pouôrreté; Norwegian: armod; Bokmål: fattigdom; Nynorsk: fattigdom; Occitan: pauretat; Old English: iermþu; Oromo: hiyyummaa; Pashto: فقيري‎, فقر‎; Persian: فقر‎; Plautdietsch: Oamoot; Polish: bieda, ubóstwo, niedostatek; Portuguese: [[pobreza]]; Quechua: muchuy, usuy; Romanian: sărăcie, mizerie, paupertate; Russian: [[бедность]], [[нищета]], [[нужда]], [[беднота]]; Scots: puirtith; Scottish Gaelic: bochdainn, truaighe; Serbo-Croatian Cyrillic: сиромаштво, неимаштина; Roman: siromáštvo, neimáština; Sicilian: puvirtà, puvirtati; Sinhalese: දිළිඳුබව; Slovak: chudoba, bieda; Slovene: revščina; Sorbian Lower Sorbian: chudoba; Upper Sorbian: chudoba; Spanish: [[pobreza]], [[pauperismo]]; Swahili: ufukara, umaskini; Swedish: fattigdom; Tagalog: karukhaan; Tajik: фақр, факирӣ, камбағалӣ; Tamil: வறுமை; Tatar: ярлылык, фәкыйрьлек; Telugu: పేదరికం, బీదరికం; Thai: ความจน, ความยากจน; Turkish: fakirlik, yoksulluk; Turkmen: garyplyk; Ukrainian: біднота, бі́дність, мізерність, убозтво; Urdu: غریبی‎, فقر‎; Uyghur: نامراتلىق‎, يوقسۇللۇق‎; Uzbek: kambagʻallik, faqirlik, qashshoqlik; Vietnamese: sự nghèo nàn; Yiddish: דלות‎, אָרעמקייט‎
===[[need]]===
Afrikaans: need sg; Albanian: nevojë; Arabic: حَاجَة‎, ضَرُورَة‎, اِحْتِيَاج‎; Armenian: կարիք, անհրաժեշտություն; Azerbaijani: ehtiyac, zərurət; Bashkir: ихтыяж, кәрәклек; Basque: behar; Belarusian: патрэба, нужа; Bengali: দরকার, প্রয়োজন; Bulgarian: нужда, потребност, необходимост; Catalan: necessitat; Chinese Mandarin: 需求; Czech: potřeba; Danish: behov; Dutch: [[behoefte]]; Esperanto: bezono; Faroese: tørvur, tarvur, trongd; Finnish: tarve, syy; French: [[besoin]], [[nécessité]]; Friulian: bisugne, necessitât; Galician: necesidade; German: [[Notwendigkeit]], [[Bedarf]], [[Bedürfnis]]; Gothic: 𐌸𐌰𐍂𐌱𐌰, 𐌽𐌰𐌿𐌸𐍃; Ancient Greek: [[χρεία]]; Haitian Creole: bezwen; Hebrew: צורך \ צֹרֶךְ‎; Hindi: ज़रूरत; Hungarian: szükség; Ido: bezono; Interlingua: necessitate, besonio; Irish: gá, riachtanas; Istriot: bazuogno; Italian: [[bisogno]], [[necessità]], [[requisito]], [[esigenza]]; Japanese: 必要; Korean: 필요; Latin: [[necessitudo]], [[necessitas]], [[opus]]; Latvian: vajadzība; Ligurian: bezéugno; Lombard: bisogn; Macedonian: потреба, нужда, зорт; Magahi: 𑂏𑂩𑂔, 𑂔𑂩𑂳𑂃𑂞; Malay: keperluan; Malayalam: ആവശ്യം, വേണം; Maltese: bżonn; Ngazidja Comorian: hadja; Norman: bésouogn; Occitan: besonh; Old Church Slavonic Cyrillic: ноужда; Old East Slavic: нужа; Old English: þarf; Old French: besoing; Old Saxon: tharf; Persian: نیاز‎, ضرورت‎, احتیاج‎; Plautdietsch: Muss, Bederfniss; Polish: potrzeba; Portuguese: [[necessidade]]; Romanian: necesitate, cerință, nevoie; Romansch: basegn; Russian: [[нужда]], [[потребность]], [[необходимость]], [[потреба]]; Scottish Gaelic: feum; Serbo-Croatian Cyrillic: потреба, нужда; Roman: potreba, nužda; Sicilian: bisognu; Slovak: potreba; Spanish: [[necesidad]], [[necesidades]]; Swahili: uhitaji, haja; Swedish: behov; Tagalog: pangangailangan; Tajik: ниёз, зарурат, талабот; Tamil: தேவை; Telugu: అవసరము; Turkish: gereksinim, ihtiyaç, eksik, gereklilik; Ukrainian: нужда, потреба, необхі́дність, нужа; Urdu: ضرورت‎; Uyghur: ئېھتىياج‎, لازىملىق‎, كېرەكلىك‎, زۆرۈرىيەت‎, ھاجەت‎; Uzbek: ehtiyoj, lozimlik; Venetian: bixogno; Vietnamese: nhu cầu; Yiddish: באַדאַרף‎
}}
}}