πίθος: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{trml.*}}\n)({{.*}}$)" to "$2 $1"
m (Text replacement - "d’" to "d'")
m (Text replacement - "(?s)({{trml.*}}\n)({{.*}}$)" to "$2 $1")
 
(16 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=pithos
|Transliteration C=pithos
|Beta Code=pi/qos
|Beta Code=pi/qos
|Definition=[ῐ], ὁ,<br><span class="bld">A</span> [[pithos]], [[large wine-jar]], Il.24.527, Od.2.340, 23.305, Hes.Op. 98,368, IG12.328.2, etc.: usually of [[earthenware]], πίθοι κεράμινοι Hdt.3.96, cf. Ar.Pax703, Pl.La.187b, Grg.493a; πίθοι ἀργύρεοι, sent by [[Croesus]] to [[Delphi]], Hdt.1.51; but πίθοι ξύλινοι = [[cask]]s, Str.5.1.12, cf. Hdn.8.4.5.<br><span class="bld">2</span> [[proverb|prov.]], [[εἰς τὸν τετρημένον πίθον ἀντλεῖν]] = [[to the perforated jar bale water]], [[labour in vain]], [[labor in vain]], of the [[task]] of the [[Danaids]], X.Oec.7.40, cf. Philetaer.18.5, Luc.Herm.61, DMort.11.4; applied to [[insatiable]] [[appetite]]s, Pl.Grg.493b; to [[largess|largesses]] made by [[demagogue]]s, Arist.Pol.1320a32, cf. Oec.1344b25; [[ἐκ πίθω ἀντλεῖς]] = [[you have wine by the caskful]], i.e. your [[purse]] is [[deep]], Theoc. 10.13; [[ἐν πίθῳ ἡ κεραμεία γιγνομένη]] = '[[trying to run before you can walk]]', Pl.La.187b, cf. Grg.514e, Ar.Fr.469; [[ζωὴ πίθου]] = [[a Cynic's life]], like that of Diogenes, Zen.4.14; [[πίθος φρενῶν]] = a [[cask full of wit]], Men.Mon.240 ( = IG14.699), expld. with ref. to [[Diogenes]] by Eust. 1363.40.<br><span class="bld">II</span> = [[πιθίας]], Arist.Mu.395b12, Ptol.Tetr.90. (Cf. Lat. [[fidelia]].)  
|Definition=[ῐ], ὁ,<br><span class="bld">A</span> [[pithos]], [[large wine-jar]], Il.24.527, Od.2.340, 23.305, Hes.Op. 98,368, IG12.328.2, etc.: usually of [[earthenware]], πίθοι κεράμινοι [[Herodotus|Hdt.]]3.96, cf. Ar.Pax703, Pl.La.187b, Grg.493a; πίθοι ἀργύρεοι, sent by [[Croesus]] to [[Delphi]], [[Herodotus|Hdt.]]1.51; but πίθοι ξύλινοι = [[cask]]s, Str.5.1.12, cf. Hdn.8.4.5.<br><span class="bld">2</span> [[proverb|prov.]], [[εἰς τὸν τετρημένον πίθον ἀντλεῖν]] = [[to the perforated jar bale water]], [[labour in vain]], [[labor in vain]], of the [[task]] of the [[Danaids]], X.Oec.7.40, cf. Philetaer.18.5, Luc.Herm.61, DMort.11.4; applied to [[insatiable]] [[appetite]]s, Pl.Grg.493b; to [[largess|largesses]] made by [[demagogue]]s, Arist.Pol.1320a32, cf. Oec.1344b25; [[ἐκ πίθω ἀντλεῖς]] = [[you have wine by the caskful]], i.e. your [[purse]] is [[deep]], Theoc. 10.13; [[ἐν πίθῳ ἡ κεραμεία γιγνομένη]] = '[[trying to run before you can walk]]', Pl.La.187b, cf. Grg.514e, Ar.Fr.469; [[ζωὴ πίθου]] = [[a Cynic's life]], like that of Diogenes, Zen.4.14; [[πίθος φρενῶν]] = a [[cask full of wit]], Men.Mon.240 ( = IG14.699), expld. with ref. to [[Diogenes]] by Eust. 1363.40.<br><span class="bld">II</span> = [[πιθίας]], Arist.Mu.395b12, Ptol.Tetr.90. (Cf. Lat. [[fidelia]].)  
}}
}}
[[File:Pithos Louvre CA4523.jpg|thumb|Pithos Louvre]]
[[File:Pithos Louvre CA4523.jpg|thumb|Pithos Louvre]]
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0614.png Seite 614]] ὁ, 1) [[Faß]], [[Weinfaß]], Od. 2, 340, oder große Krüge, mit weiter Oeffnung, so daß man daraus schöpfen kann, πολλὸς δὲ [[πίθων]] ἠφύσσετο [[οἶνος]], 23, 305, worauf ein genau passender Deckel gelegt wurde, Hes. O. 98; ὥςτ' ἐκπιεῖν σε ὅλον πίθον, Eur. Cycl. 216; Ar. Par 596; bei den Alten gew. irden, [[κεράμινος]], Her. 3, 96; doch auch silbern, 1, 51; ἐν πίθῳ ἡ [[κεραμεία]] γιγνομένη, Plat. Lach. 187 b, vgl. Gorg. 493 a; sprichwörtlich ἐκ πίθου ἀντλεῖς, Theocr. 10, 13, wie wir »aus dem Vollen«; [[πίθος]] [[ἄπληστος]], sprichwörtlich, Zenob. 2, 6, der auch ζωὴ πίθου 4, 14 anführt, von einem mäßigen geben, von dem Diogenes im Fasse entlehnt; auch ὁ τετρημένος τῶν Δαναΐδων [[πίθος]], Luc. Mort. D. 11, 4 u. A. – 2) alles einem Faß Aehnliche, z. B. von feurigen Lufterscheinungen, Arist. mund. 4, wie [[πιθείας]]. – Scheint mit [[πυθμήν]], fundus, Butte, verwandt, nach Buttmann von φίδος, fidelia.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0614.png Seite 614]] ὁ, 1) [[Faß]], [[Weinfaß]], Od. 2, 340, oder große Krüge, mit weiter Öffnung, so daß man daraus schöpfen kann, πολλὸς δὲ [[πίθων]] ἠφύσσετο [[οἶνος]], 23, 305, worauf ein genau passender Deckel gelegt wurde, Hes. O. 98; ὥςτ' ἐκπιεῖν σε ὅλον πίθον, Eur. Cycl. 216; Ar. Par 596; bei den Alten gew. irden, [[κεράμινος]], Her. 3, 96; doch auch silbern, 1, 51; ἐν πίθῳ ἡ [[κεραμεία]] γιγνομένη, Plat. Lach. 187 b, vgl. Gorg. 493 a; sprichwörtlich ἐκ πίθου ἀντλεῖς, Theocr. 10, 13, wie wir »aus dem Vollen«; [[πίθος]] [[ἄπληστος]], sprichwörtlich, Zenob. 2, 6, der auch ζωὴ πίθου 4, 14 anführt, von einem mäßigen geben, von dem Diogenes im Fasse entlehnt; auch ὁ τετρημένος τῶν Δαναΐδων [[πίθος]], Luc. Mort. D. 11, 4 u. A. – 2) alles einem Faß Ähnliche, z. B. von feurigen Lufterscheinungen, Arist. mund. 4, wie [[πιθείας]]. – Scheint mit [[πυθμήν]], fundus, Butte, verwandt, nach Buttmann von φίδος, fidelia.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />grande jarre en terre pour le vin <i>ou</i> l'huile ; τετρημένος [[πίθος]] XÉN tonneau percé <i>en parl. du tonneau des Danaïdes, fig. en parl. d'un travail en pure perte</i>.<br />'''Étymologie:''' cf. [[πυθμήν]], [[πύνδαξ]] ; p. *φίδος ; cf. <i>lat.</i> [[fidelia]].
}}
{{elru
|elrutext='''πίθος:''' (ῐ) ὁ пифос, (большой) глиняный сосуд (бочка) ([[κεράμινος]] Her.): εἰς τὸν τετρημένον πίθον ἀντλεῖν погов. Xen. лить в продырявленную бочку (ср. русск. черпать воду решетом); ἐν πίθῳ ἡ [[κεραμεία]] γιγνομένη погов. Plat. гончарное дело, начатое с большого сосуда (вместо маленького; о попытке браться за трудное до овладения легким).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''πίθος''': [ῐ], ὁ, ὡς καὶ νῦν, κοινῶς «πιθάρι» (πρβλ. [[ἀμφορεύς]]), Ἰλ. Ω. 527, Ὀδ. Β. 340, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 368· ἦτο δὲ ὡς καὶ νῦν [[πήλινος]] [[ὀπτός]], π. [[κεράμινος]] Ἡρόδ. 3. 96 (πρβλ. Ἀριστοφ. Εἰρ. 703, Πλάτ. Λάχ. 187Β, Γοργ. 493Α)· [[εὐρύστομος]] ὡς καὶ νῦν, Ὀδ. Ψ. 305, καλυπτόμενος διὰ πώματος [[καλῶς]] ἐφαρμοζομένου, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 98. Ὁ Κροῖσος ἔπεμψεν ἀργυροῦς πίθους εἰς τὸν ἐν Δελφοῖς ναόν, Ἡρόδ. 1. 51. 2) παροιμίαι: εἰς τὸν τετρημένον πίθον ἀντλεῖν, ἐπὶ τοῦ ἔργου τῶν Δαναΐδων, δηλ. ἐπὶ ματαιοπονίας, Ξεν. Οἰκ. 7. 40, πρβλ. Λουκ. Ἑρμότ. 61, Νεκρ. Διάλ. 11. 4· ἐπὶ ἀσθενοῦς μνήμης, Πλάτ. Γοργ. 493Β· ἐπὶ φιλοδωρημάτων προσφερομένων ὑπὸ δημαγωγῶν, Ἀριστ. Πολιτικ. 6. 5, 7, πρβλ. Οἰκ. 1, 6· ― [[ἀλλά]], ἐκ πίθω ἀντλεῖς, «[[παροιμία]] ἐπὶ τῶν ἐν περιουσίᾳ ζώντων· ἀφθόνων ἀπολαύεις τῶν πραγμάτων» (Σχόλ.), Θεόκρ. 10. 13· ἐν πίθῳ ἡ [[κεραμεία]] γιγνομένη, ἐπὶ τοῦ ἐπιχειροῦντος δυσχερεῖ ἔργῳ πρὶν ἢ πρῶτον ἀσκηθῇ εἰς κατώτερα καὶ εὐχερέστερα, Πλάτ. Λάχ. 187Β, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 81· ― ζωὴ πίθου, [[βίος]] κυνικοῦ, οἷος ὁ τοῦ Διογένους, Παροιμιογρ.· ― π. φρενῶν, [[ἀφθονία]] εὐφυΐας, Συλλ. Ἐπιγρ. 5868. ΙΙ. = [[πιθείας]]. ἴδε ἐν λ. ([[Κατὰ]] τὸν Buttm. = φίδος, [[ὅθεν]] καὶ Λατ. fidelia· συγγενὲς [[ὡσαύτως]] τῷ Ἀγγλ. butt, Γερμ. Bütte, Butte.)
|lstext='''πίθος''': [ῐ], ὁ, ὡς καὶ νῦν, κοινῶς «πιθάρι» (πρβλ. [[ἀμφορεύς]]), Ἰλ. Ω. 527, Ὀδ. Β. 340, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 368· ἦτο δὲ ὡς καὶ νῦν [[πήλινος]] [[ὀπτός]], π. [[κεράμινος]] Ἡρόδ. 3. 96 (πρβλ. Ἀριστοφ. Εἰρ. 703, Πλάτ. Λάχ. 187Β, Γοργ. 493Α)· [[εὐρύστομος]] ὡς καὶ νῦν, Ὀδ. Ψ. 305, καλυπτόμενος διὰ πώματος [[καλῶς]] ἐφαρμοζομένου, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 98. Ὁ Κροῖσος ἔπεμψεν ἀργυροῦς πίθους εἰς τὸν ἐν Δελφοῖς ναόν, Ἡρόδ. 1. 51. 2) παροιμίαι: εἰς τὸν τετρημένον πίθον ἀντλεῖν, ἐπὶ τοῦ ἔργου τῶν Δαναΐδων, δηλ. ἐπὶ ματαιοπονίας, Ξεν. Οἰκ. 7. 40, πρβλ. Λουκ. Ἑρμότ. 61, Νεκρ. Διάλ. 11. 4· ἐπὶ ἀσθενοῦς μνήμης, Πλάτ. Γοργ. 493Β· ἐπὶ φιλοδωρημάτων προσφερομένων ὑπὸ δημαγωγῶν, Ἀριστ. Πολιτικ. 6. 5, 7, πρβλ. Οἰκ. 1, 6· ― [[ἀλλά]], ἐκ πίθω ἀντλεῖς, «[[παροιμία]] ἐπὶ τῶν ἐν περιουσίᾳ ζώντων· ἀφθόνων ἀπολαύεις τῶν πραγμάτων» (Σχόλ.), Θεόκρ. 10. 13· ἐν πίθῳ ἡ [[κεραμεία]] γιγνομένη, ἐπὶ τοῦ ἐπιχειροῦντος δυσχερεῖ ἔργῳ πρὶν ἢ πρῶτον ἀσκηθῇ εἰς κατώτερα καὶ εὐχερέστερα, Πλάτ. Λάχ. 187Β, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 81· ― ζωὴ πίθου, [[βίος]] κυνικοῦ, οἷος ὁ τοῦ Διογένους, Παροιμιογρ.· ― π. φρενῶν, [[ἀφθονία]] εὐφυΐας, Συλλ. Ἐπιγρ. 5868. ΙΙ. = [[πιθείας]]. ἴδε ἐν λ. ([[Κατὰ]] τὸν Buttm. = φίδος, [[ὅθεν]] καὶ Λατ. fidelia· συγγενὲς [[ὡσαύτως]] τῷ Ἀγγλ. butt, Γερμ. Bütte, Butte.)
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />grande jarre en terre pour le vin <i>ou</i> l’huile ; τετρημένος [[πίθος]] XÉN tonneau percé <i>en parl. du tonneau des Danaïdes, fig. en parl. d'un travail en pure perte</i>.<br />'''Étymologie:''' cf. [[πυθμήν]], [[πύνδαξ]] ; p. *φίδος ; cf. <i>lat.</i> fidelia.
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 24: Line 27:
}}
}}
{{Slater
{{Slater
|sltr=<b>πῐθος</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[jar]] τοὶ δ' ἐπίμπλαν ἐσσύμενοι πίθους· πίθοι τε πλῆσθεν ἅπαντες *fr. 104b. 3, 5*. [[ἀνοῖξαι]] πίθον ὕμνων ?fr. 354.
|sltr=<b>πῐθος</b> [[jar]] τοὶ δ' ἐπίμπλαν ἐσσύμενοι πίθους· πίθοι τε πλῆσθεν ἅπαντες *fr. 104b. 3, 5*. [[ἀνοῖξαι]] πίθον ὕμνων ?fr. 354.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, ΝΜΑ<br />μεγάλων διαστάσεων, [[ιδίως]] πήλινο, [[αγγείο]] με παχιά τοιχώματα και χείλη [[αλλά]] με μικρές λαβές, για την [[αποθήκευση]] υγρών και ξηρών προϊόντων, [[πιθάρι]]<br /><b>2.</b> «[[ταφικός]] [[πίθος]]» — [[πίθος]] στον οποίο εναπέθεταν τα οστά νεκρού και τον έθαβαν, [[κυρίως]] [[κατά]] τους αρχαϊκούς χρόνους<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[είναι]] [[πίθος]] τών Δαναΐδων» — λέγεται προκειμένου να δηλώσει το ατελέσφορο και τη [[ματαιότητα]] μιας προσπάθειας, [[κατά]] τον γνωστό μύθο, σύμφωνα με τον οποίο οι Δαναΐδες είχαν καταδικαστεί στον Κάτω Κόσμο να κουβαλούν αιώνια [[νερό]] για να γεμίσουν ένα ή περισσότερα πιθάρια [[χωρίς]] πυθμένα, τα οποία, [[φυσικά]], δεν γέμιζαν [[ποτέ]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[πιθίας]]<br /><b>2.</b> [[ονομασία]] τάξης ουράνιων φαινομένων<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «[[πίθος]] φρενῶν» — [[ταμείο]] γνώσεων, [[πολυμαθής]]<br />β) «εἰς τὸν τετρημένον πίθον ἀντλεῖν» — το να κοπιάζει άδικα [[κάποιος]]<br />γ) «ἐν πίθῳ ἡ [[κεραμεία]] γενομένη» — επιχειρεί [[κάποιος]] [[άπειρος]], [[ανειδίκευτος]] πολύ δύσκολο [[έργο]]<br />δ) «ἐκ πίθω ἀντλεῑς» — έχεις άφθονα εφόδια, [[μεγάλη]] [[περιουσία]]<br />ε) «ζωή πίθου» — σκυλίσια ζωή, η ζωή τών κυνικών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η [[μαρτυρία]] στη Μυκηναϊκή του τ. <i>qeto</i> —[[δοχείο]], το [[μέγεθος]] του οποίου δεν μπορεί να προσδιοριστεί με [[ακρίβεια]]— (και πιθ. του παραγώγου <i>getijα</i>) οδήγησαν στην [[απόρριψη]] ρίζας με [[δασέα]] σύμφωνα <i>b</i><sup>h</sup><i>id</i><sup>h</sup>- και στην [[αποδοχή]] ρίζας με αρκτικό χειλοϋπερωικό φθόγγο και [[εναλλαγή]] φωνηεντισμού <i>e</i>/<i>i</i>, που φανερώνει δάνεια λ.].
|mltxt=ο, ΝΜΑ<br />μεγάλων διαστάσεων, [[ιδίως]] πήλινο, [[αγγείο]] με παχιά τοιχώματα και χείλη [[αλλά]] με μικρές λαβές, για την [[αποθήκευση]] υγρών και ξηρών προϊόντων, [[πιθάρι]]<br /><b>2.</b> «[[ταφικός]] [[πίθος]]» — [[πίθος]] στον οποίο εναπέθεταν τα οστά νεκρού και τον έθαβαν, [[κυρίως]] [[κατά]] τους αρχαϊκούς χρόνους<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[είναι]] [[πίθος]] τών Δαναΐδων» — λέγεται προκειμένου να δηλώσει το ατελέσφορο και τη [[ματαιότητα]] μιας προσπάθειας, [[κατά]] τον γνωστό μύθο, σύμφωνα με τον οποίο οι Δαναΐδες είχαν καταδικαστεί στον Κάτω Κόσμο να κουβαλούν αιώνια [[νερό]] για να γεμίσουν ένα ή περισσότερα πιθάρια [[χωρίς]] πυθμένα, τα οποία, [[φυσικά]], δεν γέμιζαν [[ποτέ]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[πιθίας]]<br /><b>2.</b> [[ονομασία]] τάξης ουράνιων φαινομένων<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «[[πίθος]] φρενῶν» — [[ταμείο]] γνώσεων, [[πολυμαθής]]<br />β) «εἰς τὸν τετρημένον πίθον ἀντλεῖν» — το να κοπιάζει άδικα [[κάποιος]]<br />γ) «ἐν πίθῳ ἡ [[κεραμεία]] γενομένη» — επιχειρεί [[κάποιος]] [[άπειρος]], [[ανειδίκευτος]] πολύ δύσκολο [[έργο]]<br />δ) «ἐκ πίθω ἀντλεῖς» — έχεις άφθονα εφόδια, [[μεγάλη]] [[περιουσία]]<br />ε) «ζωή πίθου» — σκυλίσια ζωή, η ζωή τών κυνικών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η [[μαρτυρία]] στη Μυκηναϊκή του τ. <i>qeto</i> —[[δοχείο]], το [[μέγεθος]] του οποίου δεν μπορεί να προσδιοριστεί με [[ακρίβεια]]— (και πιθ. του παραγώγου <i>getijα</i>) οδήγησαν στην [[απόρριψη]] ρίζας με [[δασέα]] σύμφωνα <i>b</i><sup>h</sup><i>id</i><sup>h</sup>- και στην [[αποδοχή]] ρίζας με αρκτικό χειλοϋπερωικό φθόγγο και [[εναλλαγή]] φωνηεντισμού <i>e</i>/<i>i</i>, που φανερώνει δάνεια λ.].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πίθος:''' [ῐ], ὁ,<br /><b class="num">1.</b> [[πιθάρι]], [[πολύ]] μεγάλο είδος δοχείου για την [[αποθήκευση]] του κρασιού (πρβλ. [[ἀμφορεύς]]), σε Όμηρ. κ.λπ.· λέγεται για πήλινα [[σκεύη]], [[πίθος]] [[κεράμινος]], σε Ηρόδ.· καλυμμένος με [[καπάκι]], σε Ησίοδ.<br /><b class="num">2.</b> παροιμ., <i>εἰς τὸν τετρημένον πίθον ἀντλεῖν</i>, για το [[έργο]] των Δαναϊδών, δηλ. για [[ματαιοπονία]], σε Ξεν.· επίσης, <i>ἐκ πίθω ἀντλεῖς</i>, δηλ. έχεις [[πολύ]] [[κρασί]], «ζεις μέσα στη [[χλιδή]]», σε Θεόκρ.
|lsmtext='''πίθος:''' [ῐ], ὁ,<br /><b class="num">1.</b> [[πιθάρι]], [[πολύ]] μεγάλο είδος δοχείου για την [[αποθήκευση]] του κρασιού (πρβλ. [[ἀμφορεύς]]), σε Όμηρ. κ.λπ.· λέγεται για πήλινα [[σκεύη]], [[πίθος]] [[κεράμινος]], σε Ηρόδ.· καλυμμένος με [[καπάκι]], σε Ησίοδ.<br /><b class="num">2.</b> παροιμ., <i>εἰς τὸν τετρημένον πίθον ἀντλεῖν</i>, για το [[έργο]] των Δαναϊδών, δηλ. για [[ματαιοπονία]], σε Ξεν.· επίσης, <i>ἐκ πίθω ἀντλεῖς</i>, δηλ. έχεις [[πολύ]] [[κρασί]], «ζεις μέσα στη [[χλιδή]]», σε Θεόκρ.
}}
{{elru
|elrutext='''πίθος:''' (ῐ) ὁ пифос, (большой) глиняный сосуд (бочка) ([[κεράμινος]] Her.): εἰς τὸν τετρημένον πίθον ἀντλεῖν погов. Xen. лить в продырявленную бочку (ср. русск. черпать воду решетом); ἐν πίθῳ ἡ [[κεραμεία]] γιγνομένη погов. Plat. гончарное дело, начатое с большого сосуда (вместо маленького; о попытке браться за трудное до овладения легким).
}}
}}
{{etym
{{etym
Line 47: Line 47:
|woodrun=[[cask]], [[large jar]]
|woodrun=[[cask]], [[large jar]]
}}
}}
==Wikipedia EN==
{{wkpen
Pithos (/ˈpɪθɒs/, Greek: πίθος, plural: pithoi πίθοι) is the Greek name of a large storage container. The term in English is applied to such containers used among the civilizations that bordered the Mediterranean Sea in the Neolithic, the Bronze Age and the succeeding Iron Age. Pithoi were used for bulk storage, primarily for fluids and grains; they were comparable to the drums, barrels and casks of recent times. The name was different in other languages; for instance, the Hittites used harsi-. Secondarily, discarded pithoi found other uses. Like the ceramic bathtubs of some periods, the size of a pithos made it a convenient coffin. In Middle Helladic burials in Mycenae and Crete, sometimes the bones of the interred were placed in pithoi. The ancient Iberian culture of El Argar used pithoi for coffins in its B phase (1500-1300 BC). The external shape and materials were approximately the same: a ceramic jar about as high as a man, a base for standing, sides nearly straight or generously curved, large mouth with a lid, sealed for shipping. Jars of this size could not be handled by individuals, especially when full. Various numbers of handles, or lugs, or some combination, gave a purchase for some sort of harness used in lifting the jar with a crane.
|wketx=Pithos (/ˈpɪθɒs/, Greek: πίθος, plural: pithoi πίθοι) is the Greek name of a large storage container. The term in English is applied to such containers used among the civilizations that bordered the Mediterranean Sea in the Neolithic, the Bronze Age and the succeeding Iron Age. Pithoi were used for bulk storage, primarily for fluids and grains; they were comparable to the drums, barrels and casks of recent times. The name was different in other languages; for instance, the Hittites used harsi-. Secondarily, discarded pithoi found other uses. Like the ceramic bathtubs of some periods, the size of a pithos made it a convenient coffin. In Middle Helladic burials in Mycenae and Crete, sometimes the bones of the interred were placed in pithoi. The ancient Iberian culture of El Argar used pithoi for coffins in its B phase (1500-1300 BC). The external shape and materials were approximately the same: a ceramic jar about as high as a man, a base for standing, sides nearly straight or generously curved, large mouth with a lid, sealed for shipping. Jars of this size could not be handled by individuals, especially when full. Various numbers of handles, or lugs, or some combination, gave a purchase for some sort of harness used in lifting the jar with a crane.
==Wikipedia IT==
}}
Il Pithos (plurale pithoi) è un'antica parola greca (πίθος, πίθοι) che significa grande giara per immagazzinamento avente una forma caratteristica. Originariamente veniva usato dagli archeologi classici occidentali per significare le giare scoperte negli scavi a Creta e in Grecia; attualmente il termine è stato preso nella lingua inglese americana in un senso più generale per significare una giara di immagazzinamento proveniente da un orizzonte culturale qualsiasi.
{{wkpit
==Wikipedia DE==
|wkittx=Il Pithos (plurale pithoi) è un'antica parola greca (πίθος, πίθοι) che significa grande giara per immagazzinamento avente una forma caratteristica. Originariamente veniva usato dagli archeologi classici occidentali per significare le giare scoperte negli scavi a Creta e in Grecia; attualmente il termine è stato preso nella lingua inglese americana in un senso più generale per significare una giara di immagazzinamento proveniente da un orizzonte culturale qualsiasi.
Der Pithos (griechisch πίθος, píthos), Plural Pithoi (πίθοι píthoi), ist ein großes Vorratsgefäß des Altertums beispielsweise für Wein, Öl oder Getreide, das im gesamten mediterranen Kulturraum vorkam, insbesondere aber in der Ägäis und in Kreta. Die Herstellung solcher bis zu mannshohen Vasen oder Krüge erforderte besonderes Können des Töpfers.
}}
==Wikipedia PT==
{{wkpde
Pito (em grego: πίθος; transl.: Píthos; plural em grego: πίθοι; transl.: Píthoi) refere-se, na Grécia Antiga, a grandes vasos de armazenamento com forma característica. A palavra estava, em certo ponto, sendo usada pelos arqueólogos clássicos ocidentais para designar os vasos descobertos por escavações em Creta e Grécia. No entanto, atualmente adota-se a mesma como uma palavra geral que designa um vaso de armazenamento de qualquer cultura. O pito é melhor conhecido em sua forma latina como o fisco (em latim: fiscus), por vezes tomado no sentido de um lugar onde os fundos foram armazenados.
|wkdetx=Der Pithos (griechisch πίθος, píthos), Plural Pithoi (πίθοι píthoi), ist ein großes Vorratsgefäß des Altertums beispielsweise für Wein, Öl oder Getreide, das im gesamten mediterranen Kulturraum vorkam, insbesondere aber in der Ägäis und in Kreta. Die Herstellung solcher bis zu mannshohen Vasen oder Krüge erforderte besonderes Können des Töpfers.
==Translations==
}}
be: піфас; bg: питос; ca: pitos; cs: pithos; cv: пифос; de: Pithos; en: pithos; eo: pithos; es: pithos; fi: pithos; fr: pithos; hr: pitos; hy: պիֆոս; it: pithos; ja: ピトス; mk: питос; no: pithos; pl: pitos; pt: pito; ru: пифос; sk: pithos; sl: pitos; sq: pitos; sr: питос; uk: піфос
{{wkppt
|wkpttx=Pito (em grego: πίθος; transl.: Píthos; plural em grego: πίθοι; transl.: Píthoi) refere-se, na Grécia Antiga, a grandes vasos de armazenamento com forma característica. A palavra estava, em certo ponto, sendo usada pelos arqueólogos clássicos ocidentais para designar os vasos descobertos por escavações em Creta e Grécia. No entanto, atualmente adota-se a mesma como uma palavra geral que designa um vaso de armazenamento de qualquer cultura. O pito é melhor conhecido em sua forma latina como o fisco (em latim: fiscus), por vezes tomado no sentido de um lugar onde os fundos foram armazenados.
}}
{{lxth
|lthtxt=''[[dolium]]'', [[large wine jar]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:4.115.2/ 4.115.2].
}}
{{trml
|trtx=be: піфас; bg: питос; ca: pitos; cs: pithos; cv: пифос; de: Pithos; en: pithos; eo: pithos; es: pithos; fi: pithos; fr: pithos; hr: pitos; hy: պիֆոս; it: pithos; ja: ピトス; mk: питос; no: pithos; pl: pitos; pt: pito; ru: пифос; sk: pithos; sl: pitos; sq: pitos; sr: питос; uk: піфос
}}