3,274,408
edits
(CSV import) |
m (Text replacement - "(?s)({{trml.*}}\n)({{.*}}$)" to "$2 $1") |
||
(15 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=frear | |Transliteration C=frear | ||
|Beta Code=fre/ar | |Beta Code=fre/ar | ||
|Definition=ep. φρεῖαρ | |Definition=ep. [[φρεῖαρ]] Nic.''Th.''486, τό, gen. φρέᾱτος (v. sub fin.), contr.<br><span class="bld">A</span> φρητός ''IGRom.''1.1167C6 (Egypt, i A. D.), Hdn.Gr.1.409; Ep. dat. φρέᾰτι ''h.Cer.''99 ([[si vera lectio|s. v.l.]]), φρητί Call.''Cer.''15; pl. φρέᾱτα, also [[φρῆτα]] ''PCair.Zen.''499.12 (iii B. C.); Ep. pl. φρείᾰτα (v. infr.):—an [[artificial well]] (thus distinguished from [[κρήνη]], cf. [[Herodotus|Hdt.]]4.120, D.14.30; but <b class="b3">φρέαρ ἀσφάλτον</b> [[naphtha-spring]], [[LXX]] ''Ge.''14.10, cf. [[Herodotus|Hdt.]]6.119), πᾶσαι κρῆναι καὶ φρείατα μακρὰ νάουσιν Il.21.197; the stem φρεατ - first in ''h.Cer.''l.c.<br><span class="bld">2</span> later, [[tank]], [[cistern]], [[reservoir]], [[Herodotus|Hdt.]]1.68, Th.2.48,49, ''PHal.''1.98 (iii B. C.), etc.; εἰς φρέαρ [[καταβαίνειν]] καὶ [[κολυμβᾶν]] Pl.''La.''193c, cf. ''Prt.''350a; φ. ὀρώρυκται S.E.''M.''8.129; <b class="b3">ποιητὰ φ.</b>, v. [[ποιητός]] ''1'': generally, [[pit]], φρέαρ διαφθορᾶς [[LXX]] ''Ps.''54 (55). 24.<br><span class="bld">b</span> perhaps [[oil-jar]], Ar.''Pl.''810.<br><span class="bld">3</span> metaph., εἰς φρέατά τε καὶ πᾶσαν ἀπορίαν ἐμπίπτων [[Plato|Pl.]]''[[Theaetetus|Tht.]]''174c; <b class="b3">ἐν φρέατι συσχόμενος</b> ib. 165b; [[ἡ περὶ τὸ φρέαρ ὄρχησις]], [[proverb|prov.]] of persons '[[on the brink of a volcano]]', Plu.2.68b; <b class="b3">λύκος περὶ φρέατος χορεύει</b> [[proverb|prov.]] ap. [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]], Phot.; <b class="b3">πίνειν ἐξ ἀργυροῦ φρέατος</b>, i.e. a large wine-cup, Ath.5.192a, cf. Chamaeleon ap.eund.11.461c. [Att. gen. φρέᾱτος Ar.''Ec.''1004, ''Fr.'' 295, Stratt.57 (troch.), Alex.179, Apollod.Gel.1.] (Orig. frhvṛ, gen. frhvṇτος, cf. Arm. albiur 'well', Goth. and OE. brunna 'stream, burn', Lat. [[ferveo]], [[defrutum]].) | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1304.png Seite 1304]] gen. φρέατος, τό, ion. und ep. [[φρεῖαρ]], φρείατος, att. auch zsgz. φρητός, [[Brunnen]]; bei Hom. Il. 21, 197 πᾶσαι κρῆναι καὶ φρείατα μακρὰ νάουσιν vrbdn; vgl. h. Cer. 99; Her. 6, 119; Ar. Pax 569 Plut. 810 u. öfter; eine Cisterne oder ein Ziehbrunnen, im | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1304.png Seite 1304]] gen. φρέατος, τό, ion. und ep. [[φρεῖαρ]], φρείατος, att. auch zsgz. φρητός, [[Brunnen]]; bei Hom. Il. 21, 197 πᾶσαι κρῆναι καὶ φρείατα μακρὰ νάουσιν vrbdn; vgl. h. Cer. 99; Her. 6, 119; Ar. Pax 569 Plut. 810 u. öfter; eine Cisterne oder ein Ziehbrunnen, im <span class="ggns">Gegensatz</span> von [[κρήνη]], Thuc. 2, 48, wie Dem. 14, 30; übh. Wasserbehälter, εἰς [[φρέαρ]] καταβαίνοντες καὶ κολυμβῶντες Plat. Lach. 193 c, vgl. Prot. 349 e; auch Oelfaß, Ar. Übertr. sagt Plat. εἰς φρέατά τε καὶ πᾶσαν ἀπορίαν ἐμπίπτειν ὑπὸ ἀπειρίας, Theaet. 174 c. – [Α ist in den mehrsylbigen Casus bei den Epikern kurz, bei den Att. gew. lang; vgl. Buttm. Lexil. I p. 229; mit einigen Ausnahmen bei den Komikern.] | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=φρέατος (τό) :<br /><b>I.</b> | |btext=φρέατος (τό) :<br /><b>I.</b> [[puits]] : <i>◊ [[proverb|prov.]]</i> [[ἡ περὶ τὸ φρέαρ ὄρχησις]] PLUT [[la danse autour du puits]] <i>en parl. de <i>pers.</i> qui ne voient pas le danger</i>;<br /><b>II.</b> <i>p. anal.</i><br /><b>1</b> citerne, réservoir d'eau;<br /><b>2</b> [[cuve pour l'huile nouvelle]].<br />'''Étymologie:''' p. *φρέϜαρ > *φρύαρ, de *Ϝρύω, c. [[ἐρύω]], puiser. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''φρέᾰρ:''' ᾰτος и ᾱτος, эп. [[φρεῖαρ]], ᾰτος τό<br /><b class="num">1 | |elrutext='''φρέᾰρ:''' ᾰτος и ᾱτος, эп. [[φρεῖαρ]], ᾰτος τό<br /><b class="num">1</b> [[колодец]] ([[κρῆναι]] καὶ φρείατα Hom.): ἐν φρέατι συνέχεσθαι Plat. попасть в колодец, т. е. оказаться в трудном положении; τὴν περὶ τὸ φ. ὄρχησιν ὀρχεῖσθαι Plut. плясать вокруг колодца, т. е. подвергать себя опасности;<br /><b class="num">2</b> [[бассейн]], [[цистерна]] (τὸ φ. ἐλαίου μεστόν Arph.). | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''φρέαρ''': τό, γενικ. φρέᾱτος, (ἴδε ἐν τέλει), συνῃρ. φρητὸς (κατὰ τὸν Χοιροβοσκ. παρὰ τῷ Μεγ. Ἐτυμ. 800. 10)˙ Ἐπικ. πληθ. φρείᾰτα. Πηγὴ ὕδατος τεχνικὴ (διακρινόμενη κατὰ τοῦτο τῆς κρήνης, πρβλ. Δημ. 186. 16), πᾶσαι κρῆναι καὶ φρείατα μακρὰ νάουσιν Ἰλ. Φ. 197 ὁ κοινὸς [[τύπος]] πρῶτον ἐν Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 99, Ἡρόδ. 6. 119). 2) μεθ’ Ὅμηρον ὡς καὶ νῦν, κοινῶς «πηγάδι», Λατ. puteus, Ἡρόδ. 1. 68., 4. 120, Θουκ. 2. 48, 49˙ εἰς φρ. καταβαίνειν καὶ κολυμβᾶν Πλάτ. Λάχ. 193C, πρβλ. Πρωτ. 350Α˙ φρ. ὀρύσσειν Σέξτ. Ἐμπειρ. π. Μ. 8. 120˙ ποιητὰ φρ., ἴδε ποιητὸς Ι˙ ― [[καθόλου]], [[βόθρος]], [[ὄρυγμα]], Ἑβδ. (Ψαλμ. ΝΔϳ, 24)˙ ― [[ἀγγεῖον]] ἐλαίου, Ἀριστοφ. Πλ. 810. 3). μεταφορ, εἰς φρέατά τε καὶ πᾶσαν ἀπορίαν εἰσπίπτειν Πλάτ. Θεαίτ. 174C· ἐν φρέατι συνεχόμενος [[αὐτόθι]] 165Β˙ ἡ περὶ τὸ | |lstext='''φρέαρ''': τό, γενικ. φρέᾱτος, (ἴδε ἐν τέλει), συνῃρ. φρητὸς (κατὰ τὸν Χοιροβοσκ. παρὰ τῷ Μεγ. Ἐτυμ. 800. 10)˙ Ἐπικ. πληθ. φρείᾰτα. Πηγὴ ὕδατος τεχνικὴ (διακρινόμενη κατὰ τοῦτο τῆς κρήνης, πρβλ. Δημ. 186. 16), πᾶσαι κρῆναι καὶ φρείατα μακρὰ νάουσιν Ἰλ. Φ. 197 ὁ κοινὸς [[τύπος]] πρῶτον ἐν Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 99, Ἡρόδ. 6. 119). 2) μεθ’ Ὅμηρον ὡς καὶ νῦν, κοινῶς «πηγάδι», Λατ. puteus, Ἡρόδ. 1. 68., 4. 120, Θουκ. 2. 48, 49˙ εἰς φρ. καταβαίνειν καὶ κολυμβᾶν Πλάτ. Λάχ. 193C, πρβλ. Πρωτ. 350Α˙ φρ. ὀρύσσειν Σέξτ. Ἐμπειρ. π. Μ. 8. 120˙ ποιητὰ φρ., ἴδε ποιητὸς Ι˙ ― [[καθόλου]], [[βόθρος]], [[ὄρυγμα]], Ἑβδ. (Ψαλμ. ΝΔϳ, 24)˙ ― [[ἀγγεῖον]] ἐλαίου, Ἀριστοφ. Πλ. 810. 3). μεταφορ, εἰς φρέατά τε καὶ πᾶσαν ἀπορίαν εἰσπίπτειν Πλάτ. Θεαίτ. 174C· ἐν φρέατι συνεχόμενος [[αὐτόθι]] 165Β˙ [[ἡ περὶ τὸ φρέαρ ὄρχησις]], [[παροιμία]] ἐπὶ ἀνθρώπων εὑρισκομένων εἰς τὸ [[χεῖλος]] τοῦ ὀλέθρου, Πλούτ. 2. 68Α˙ πίνειν ἐξ ἀργυροῦ φρέατος, [[παροιμία]] ἐπὶ ἀνθρώπου πολυπότου, Ἀθήν. 192Α, 461C. (Πρβλ. Γοτθ. brunna, Ἀρχ. Γερμ. brunno, Γερμ. brunnen, Ἀρχ. Ἀγγλ. burn, bourne)˙ [[ἴσως]] (ὡς νομίζει ὁ Grimm) συγγενὲς τῷ fervere (brennen)˙ ἴδε Κούρτ. ἀρ. 415). [Ἀττικ. γεν. φρέᾱτος. Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 1004, ἐν «Εἰρήνῃ δευτέρᾳ» 3 (Meineke), Στράττις ἐν «Ψυχασταῖς» 1, Ἄλεξις ἐν «Παρασίτῳ» 2, [[Ἀπολλόδωρος]] ὁ Γελῷος ἐν «Ἀπολειπούσῃ» 1˙ οὕτω φρεᾱτιαῖος˙ πρβλ. [[κέρας]]]. | ||
}} | }} | ||
{{StrongGR | {{StrongGR | ||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{Thayer | {{Thayer | ||
|txtha=φρεαρατος, τό, from the [[Homer]] [[hymn]] Cer. 99 and [[Herodotus]] 6,119 | |txtha=φρεαρατος, τό, from the [[Homer]] [[hymn]] Cer. 99 and [[Herodotus]] 6,119 down; the Sept. for בְּאֵר and (in בּור (a [[pit]], [[cistern]]), a [[well]]: [[φρέαρ]] τῆς ἀβύσσου, the [[pit]] of the [[abyss]] ([[because]] the [[nether]] [[world]] is [[thought]] to [[increase]] in [[size]] the [[further]] it extends from the [[surface]] of the [[earth]] and so to [[resemble]] a [[cistern]], the [[orifice]] of [[which]] is [[narrow]]), Revelation 9:1f. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ατος, το, ΝΜΑ, και φρεῖαρ, -είατος, και συνηρ. τ. φρῆρ, -ητός, Α<br />βαθύ τεχνητό όρυγμα κυλινδρικού σχήματος για την [[άντληση]] νερού, [[πηγάδι]] («[[οὔτε]] [[ἄντλημα]] ἔχεις καὶ τὸ [[φρέαρ]] ἐστὶ βαθύ», ΚΔ)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[κάθε]] τεχνητό όρυγμα που φτάνει σε [[κοίτασμα]] μετάλλου ή ορυκτού (α. «[[φρέαρ]] ορυχείου» β. «[[φρέαρ]] άντλησης πετρελαίου»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «αρτεσιανό [[φρέαρ]]» — [[πηγάδι]] που ανοίγεται με [[γεώτρηση]] ή [[σκάψιμο]] [[μέχρι]] το υδροφόρο [[στρώμα]], [[έτσι]] ώστε να δοθεί [[διέξοδος]] στο [[νερό]] που βρίσκεται υπό [[πίεση]] και το οποίο αναβλύζει [[χωρίς]] [[άντληση]]<br />β) «[[φρέαρ]] δυναμικού»<br /><b>φυσ.</b> η [[διαμόρφωση]] της κατανομής του ηλεκτρικού δυναμικού [[γύρω]] από ένα ηλεκτρικώς φορτισμένο [[σώμα]], λ.χ. έναν ατομικό [[πυρήνα]], με τη [[μορφή]] πηγαδιού με υπερυψωμένα χείλη<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> όρυγμα, [[λάκκος]] («τίνος ὑμῶν υἱὸς ἤ [[βοῦς]] εἰς [[φρέαρ]] ἐμπεσεῖται», ΚΔ)<br /><b>2.</b> μεγάλο [[χάσμα]] στη γη («καὶ ἤνοιξε τὸ [[φρέαρ]] τῆς ἀβύσσου», ΚΔ)<br /><b>3.</b> [[δεξαμενή]] νερού<br /><b>4.</b> [[αγγείο]] για το [[λάδι]] («τὸ [[φρέαρ]] δ' ἐλαίου μεστόν», Αριοτοφ.)<br /><b>5.</b> μεγάλο [[ποτήρι]] («καὶ πίνει ἐξ ἀργυροῦ φρέατος», <b>Αθήν.</b>)<br /><b>6.</b> <b>μτφ.</b> [[δυσχερής]] [[θέση]] («εἰς φρέατά τε καὶ πᾶσαν ἀπορίαν εἰσπίπτειν ὑπὸ ἀπειρίας», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>7.</b> <b>παροιμ. φρ.</b> | |mltxt=-ατος, το, ΝΜΑ, και φρεῖαρ, -είατος, και συνηρ. τ. φρῆρ, -ητός, Α<br />βαθύ τεχνητό όρυγμα κυλινδρικού σχήματος για την [[άντληση]] νερού, [[πηγάδι]] («[[οὔτε]] [[ἄντλημα]] ἔχεις καὶ τὸ [[φρέαρ]] ἐστὶ βαθύ», ΚΔ)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[κάθε]] τεχνητό όρυγμα που φτάνει σε [[κοίτασμα]] μετάλλου ή ορυκτού (α. «[[φρέαρ]] ορυχείου» β. «[[φρέαρ]] άντλησης πετρελαίου»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «αρτεσιανό [[φρέαρ]]» — [[πηγάδι]] που ανοίγεται με [[γεώτρηση]] ή [[σκάψιμο]] [[μέχρι]] το υδροφόρο [[στρώμα]], [[έτσι]] ώστε να δοθεί [[διέξοδος]] στο [[νερό]] που βρίσκεται υπό [[πίεση]] και το οποίο αναβλύζει [[χωρίς]] [[άντληση]]<br />β) «[[φρέαρ]] δυναμικού»<br /><b>φυσ.</b> η [[διαμόρφωση]] της κατανομής του ηλεκτρικού δυναμικού [[γύρω]] από ένα ηλεκτρικώς φορτισμένο [[σώμα]], λ.χ. έναν ατομικό [[πυρήνα]], με τη [[μορφή]] πηγαδιού με υπερυψωμένα χείλη<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> όρυγμα, [[λάκκος]] («τίνος ὑμῶν υἱὸς ἤ [[βοῦς]] εἰς [[φρέαρ]] ἐμπεσεῖται», ΚΔ)<br /><b>2.</b> μεγάλο [[χάσμα]] στη γη («καὶ ἤνοιξε τὸ [[φρέαρ]] τῆς ἀβύσσου», ΚΔ)<br /><b>3.</b> [[δεξαμενή]] νερού<br /><b>4.</b> [[αγγείο]] για το [[λάδι]] («τὸ [[φρέαρ]] δ' ἐλαίου μεστόν», Αριοτοφ.)<br /><b>5.</b> μεγάλο [[ποτήρι]] («καὶ πίνει ἐξ ἀργυροῦ φρέατος», <b>Αθήν.</b>)<br /><b>6.</b> <b>μτφ.</b> [[δυσχερής]] [[θέση]] («εἰς φρέατά τε καὶ πᾶσαν ἀπορίαν εἰσπίπτειν ὑπὸ ἀπειρίας», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>7.</b> <b>παροιμ. φρ.</b> «[[ἡ περὶ τὸ φρέαρ ὄρχησις]]» — λέγεται για ανθρώπους που βρίσκονται στα πρόθυρα καταστροφής, στο [[χείλος]] του γκρεμού (<b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. <i>φρέ</i>-<i>αρ</i> ανάγεται στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>bhr</i>-<i>ē</i><i>w</i>-, [[άλλη]] [[μορφή]] —με [[παρέκταση]] -<i>w</i>- και [[έκταση]] του φωνήεντος -<i>e</i>- της ρίζας <i>bher</i>- «κινούμαι ορμητικά, [[αναβράζω]], [[κοχλάζω]]» (<b>πρβλ.</b> και τη [[μορφή]] <i>bher</i>-<i>w</i>-, από όπου το λατ. <i>ferveo</i> «[[βράζω]]» και, [[κατά]] μία [[άποψη]], τα ρ. [[φύρω]], [[φορύνω]]) και εμφανίζει μια χαρακτηριστική σημασιολογική [[εξέλιξη]] από τη σημ. «[[νερό]] που αναβράζει» στη σημ. «[[πηγή]] νερού, [[πηγάδι]]». Από μορφολογική [[άποψη]], ο τ. <i>φρέ</i>-<i>αρ</i> έχει προέλθει από την απαθή [[βαθμίδα]] της ρίζας <i>bhr</i><i>ē</i><i>w</i>- (<span style="color: red;"><</span> <i>φρῆF</i>-) με το [[επίθημα]] –<i>r</i> στη συνεσταλμένη του [[μορφή]] -<i>r</i>- (> -<i>αρ</i>, <b>πρβλ.</b> <i>στέ</i>-<i>αρ</i> με τον [[εξής]] τρόπο: <i>bhr</i><i>ē</i><i>w</i>-<i>r</i>> <i>φρῆF</i>- <i>ăρ</i> > <i>φρέ</i>-<i>ᾱρ</i> (με [[αντιμεταχώρηση]], <b>πρβλ.</b> [[λεώς]] <span style="color: red;"><</span> [[ληός]] / <i>λᾱός</i>). Ο επ. τ. [[φρεῖαρ]], εξάλλου, προήλθε από τον τ. <i>φρηFᾰρ</i> με [[βράχυνση]] του μακρού φωνήεντος -<i>η</i>- [[μπροστά]] από [[άλλο]] [[φωνήεν]] [[μετά]] τη σίγηση του ενδοφωνηεντικού -<i>F</i>- (<b>πρβλ.</b> <i>ἱερ</i>-<i>ηF</i>-<i>ιον</i> > [[ἱερήϊον]] > <i>ἱερέϊον</i>) και την [[ανάπτυξη]] του -<i>ι</i>- για μετρ. λόγους, ενώ ο δωρ. τ. <i>φρῆρ</i> εμφανίζει [[συναίρεση]] τών -<i>εα</i>- όπως και οι τ.: γεν. <i>φρητός</i>, δοτ. <i>φρητί</i>, ονομ. πληθ. <i>φρῆτα</i>. Αντίστοιχος με τη λ. [[φρέαρ]] και με παρόμοιο τρόπο σχηματισμένος [[είναι]] ο αρμ. τ. <i>atbiwr</i> «[[πηγή]]» (<span style="color: red;"><</span> <i>a</i>-<i>tb</i>- <span style="color: red;"><</span> -<i>a</i>-<i>rb</i>- <span style="color: red;"><</span> <i>br</i>- <span style="color: red;"><</span> <i>bhr</i><i>ē</i><i>w</i>a<i>r</i>-), ενώ από τη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] <i>bhru</i>- της ρίζας και με [[επίθημα]] σε -<i>n</i>- (γνωστή [[είναι]] η [[εναλλαγή]] στα επιθήματα -<i>r</i> / <i>n</i>-, <b>πρβλ.</b> [[ὕπνος]]: <i>ὗπαρ</i>) έχουν σχηματιστεί τα: γοτθ. <i>brunna</i>, αρχ. άνω γερμ. <i>brunno</i> «[[πηγή]], [[πηγάδι]]» (<b>πρβλ.</b> και το νεώτερο γερμ. <i>Brunnen</i>). Τέλος, στην [[ίδια]] [[μορφή]] ρίζας <i>bhru</i> ανάγεται, [[κατά]] μία [[άποψη]], το ρ. [[φρυάσσομαι]]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
Line 38: | Line 38: | ||
}} | }} | ||
{{FriskDe | {{FriskDe | ||
|ftr='''φρέαρ''': -ατος<br />{phréār}<br />'''Forms''': pl. -ατα (att.), φρήατα (Φ 197, geschr. φρείατα; dazu sg. [[φρεῖαρ]] Nik. ''Th''. 486), kontrah. φρητός (Ägypten I<sup>p</sup>. Hdn. Gr.), -τί (Kall. ''Cer''. 15), pl. -τα (Pap. III<sup>a</sup>)<br />'''Grammar''': n.<br />'''Meaning''': [[Brunnen]] (seit Φ 197).<br />'''Composita''': Als Vorderglied in φρεατοτύμπανον n. [[Wasserrad]] (Plb.), [[φρεωρυχέω]] [[einen Brunnen graben]] (Ar., Str., Plu.), -ωρύχος [[brunnengrabend]], [[Brunnengräber]] (Plu., Them.), -ία f. (J.).<br />'''Derivative''': Davon 1. [[φρεάτιον]] n. (hell. Pap.; der Form nach Demin.), pl. φρήτια (Sizilien) ib.. 2. -ία f. [[Wasserbehälter]], [[Zisterne]] (X., Plb.), [[Öffnung]] (Apollod. ''Poliork''.), [[φρητία]] | |ftr='''φρέαρ''': -ατος<br />{phréār}<br />'''Forms''': pl. -ατα (att.), φρήατα (Φ 197, geschr. φρείατα; dazu sg. [[φρεῖαρ]] Nik. ''Th''. 486), kontrah. φρητός (Ägypten I<sup>p</sup>. Hdn. Gr.), -τί (Kall. ''Cer''. 15), pl. -τα (Pap. III<sup>a</sup>)<br />'''Grammar''': n.<br />'''Meaning''': [[Brunnen]] (seit Φ 197).<br />'''Composita''': Als Vorderglied in φρεατοτύμπανον n. [[Wasserrad]] (Plb.), [[φρεωρυχέω]] [[einen Brunnen graben]] (Ar., Str., Plu.), -ωρύχος [[brunnengrabend]], [[Brunnengräber]] (Plu., Them.), -ία f. (J.).<br />'''Derivative''': Davon 1. [[φρεάτιον]] n. (hell. Pap.; der Form nach Demin.), pl. φρήτια (Sizilien) ib.. 2. -ία f. [[Wasserbehälter]], [[Zisterne]] (X., Plb.), [[Öffnung]] (Apollod. ''Poliork''.), [[φρητία]]· [[στόμα]] φρέατος H. (vgl. Scheller Oxytonierung 57). 3. -ιαῖος [[vom Brunnen]], -ιαῖον [[ὕδωρ]] [[Brunnenwasser]] (Hermipp. Kom., Arist. usw.; [[φρηταῖος]] Pap. III<sup>a</sup>), -ιος ib. (sp.). 4. -ώδης [[brunnenähnlich]] (Sch.). 5. -ισμός m. Bed. unsicher; viell. [[Sturz in einen Brunnen]] (Notium II<sup>a</sup>; *-ίζω).<br />'''Etymology''': Urgr. *φρῆϝαρ, woraus mit quantitativer Metathese att. [[φρέαρ]] (Schwyzer 245), ist mit arm. ''aɫbiwr'', ''aɫbewr'' [[Quelle]] identisch: idg. *''bhrēu̯''-''r̥''. Dazu mit alternierendem ''n''-Stamm die übrigen Formen, z.B. Gen. *φρήϝατος aus *''bhrēu̯''-''n̥''- (arm. Gen. ''aɫber'' usw. mit durchgeführtem ''r''-Stamm). Eine tiefstufige Nebenform, idg. *''bhru''-''n''-, ist in dem german. Wort für [[Brunnen]] erhalten, z.B. awno. ''brunnr'', got. ''brunna'' aus urg. *''brunna''(''n'') —. Die Geminata wird auf die tiefstufige Form eines erweiternden ''en''-Suffixes (''brun''-''n''- neben *''brun''-''en''-) zurückgeführt. Diese uralte Bezeichnung für den ebenso uralten wie lebenswichtigen Begriff des Brunnens kann als Verbalnomen zu einem Verb für [[wallen]], [[sich heftig bewegen]], von Wasser usw., in lat. ''fervō'', -''eō'' [[sieden]], [[wallen]], [[kochen]] mit ''dē''-''frŭ''-''tum'' n. [[das eingekochte Most]], [[Mostsaft]] gehören; s. zu diesen Kombinationen, die für das Griech. ohne größeres Interesse sind, WP. 2, 167f., Pok. 143ff. und ganz besonders W.-Hofmann s.vv.; das ''u̯''-Element hat man indessen auch in φορύνομαι spüren wollen. — Außer [[φρέαρ]] besitzt das Griech. wahrscheinlich noch zwei alte Wörter für [[Brunnen]], [[Quelle]] in [[κρουνός]] und [[κρήνη]] (s.d.). Eine Neubildung ist dagegen [[πηγή]], -αί ‘Spring- quelle, Gewässer’ (s.d.). Über die weitere Geschichte von [[φρέαρ]] i.m Mittel- und Neugr. s. Kapsomenos Λεξικογραφ. Δελτίον Ἀκαδ. Ἀθηνῶν 1 (1939) 40ff.<br />'''Page''' 2,1040-1041 | ||
}} | }} | ||
{{Chinese | {{Chinese | ||
Line 44: | Line 44: | ||
}} | }} | ||
{{mantoulidis | {{mantoulidis | ||
|mantxt=-φρέατος τό (=πηγάδι). Ἀρχικά ἦταν φρηϝαρ. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: [[φρεατία]], ἡ (=[[δεξαμενή]]), [[φρεατιαῖος]] (=πηγαδήσιος), [[φρεατίας]], [[Φρεαττώ]] ἤ Φρεατώ ἤ Φρεαττύς (=δικαστήριο στόν Πειραιᾶ γιά δίκες ἀνθρωποκτονίας). | |mantxt=-φρέατος τό (=[[πηγάδι]]). Ἀρχικά ἦταν φρηϝαρ. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: [[φρεατία]], ἡ (=[[δεξαμενή]]), [[φρεατιαῖος]] (=[[πηγαδήσιος]]), [[φρεατίας]], [[Φρεαττώ]] ἤ Φρεατώ ἤ Φρεαττύς (=δικαστήριο στόν Πειραιᾶ γιά δίκες ἀνθρωποκτονίας). | ||
}} | |||
{{lxth | |||
|lthtxt=''[[puteus]]'', [[well]], [[pit]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:2.48.2/ 2.48.2], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:2.49.5/ 2.49.5]. | |||
}} | |||
{{trml | |||
|trtx====[[cistern]]=== | |||
Albanian: cisternë, hauz, bot; Arabic: صِهْرِيج, فِنْطَاس, حَوْض; Armenian: ցիստերն; Azerbaijani: sistern; Belarusian: цыстэрна, бак, рэзервуар, рэзэрвуар; Bulgarian: резервоар, цистерна; Burmese: ရေလှောင်ကန်; Catalan: cisterna; Chinese Mandarin: 水槽; Czech: cisterna; Dalmatian: cistierna; Danish: cisterne; Dutch: [[cisterne]], [[waterreservoir]], [[regenput]], [[regenwaterput]], [[regenbak]], [[waterkelder]]; Esperanto: akvujo, cisterno; Estonian: tsistern; Finnish: vesisäiliö, sadevesisäiliö; French: [[citerne]], [[cuve]]; Middle French: cisterne; Friulian: cistierne; Galician: canfurna, cisterna, alxube, alxibe; Georgian: ცისტერნა; German: [[Zisterne]]; Greek: [[δεξαμενή]], [[στέρνα]]; Ancient Greek: [[ἀποδοχεῖον]], [[δεξαμενή]], [[ἐκδοχεῖον]], [[ἔλυτρον]], [[κολυμβήθρα]], [[λάκκος]], [[σκεπτούριον]], [[συστάς]], [[ὑδρεῖον]], [[ὑδρίον]], [[ὑδροδοχεῖον]], [[ὑδροδόχος]], [[ὑδροθήκη]], [[ὑδροστάσιον]], [[ὑδροχοεῖον]], [[φρέαρ]], [[φρεατία]], [[ψυχαγώγιον]]; Hebrew: גֵּב; Hindi: टंकी, जलाशय, हौज़; Hungarian: ciszterna, víztároló; Ido: aquuyo; Indonesian: perigi; Irish: sistéal; Istriot: zustierna; Italian: [[cisterna]]; Japanese: 水槽, 貯水槽, タンク; Kazakh: шанаш, цистерна; Korean: 탱크, 수조(水槽); Kyrgyz: цистерна; Latin: [[cisterna]], [[lacus]]; Latvian: cisterna; Lithuanian: cisterna; Macedonian: цистерна; Maori: kurawai; Middle English: cisterne; Ngazidja Comorian: isima; Norwegian Bokmål: sisterne, cisterne; Nynorsk: sisterne, cisterne; Persian: سیسترن, حوض; Polish: cysterna; Portuguese: [[cisterna]]; Romanian: cisternă; Russian: [[цистерна]], [[бак]], [[резервуар]]; Sardinian: chisterra, cisterra, gisterra; Scots: cistren; Scottish Gaelic: amar; Serbo-Croatian Cyrillic: цѝсте̄рна; Roman: cìstērna; Sicilian: jisterna, sterna; Slovak: cisterna, rezervoár; Slovene: cisterna; Spanish: [[aljibe]], [[cisterna]]; Swedish: cistern; Tajik: систерн, ҳавз; Thai: ถังน้ำ, แท็งก์น้ำ, ถังเก็บน้ำ; Tibetan: ཆུ་སྒྲོམ; Tigrinya: ጋው; Turkish: sarnıç; Ukrainian: цистерна, бак, резервуар; Urdu: حَوضْ; Uzbek: sisterna; Welsh: seston, dyfrgist | |||
}} | }} |