3,272,956
edits
m (Text replacement - "(?s)({{trml.*}}\n)({{.*}}$)" to "$2 $1") |
|||
(30 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=spanios | |Transliteration C=spanios | ||
|Beta Code=spa/nios | |Beta Code=spa/nios | ||
|Definition=α, ον (also ος, ον | |Definition=α, ον (also ος, ον [[Aristotle|Arist.]]''[[Historia Animalium|HA]]''608b21, [[Theophrastus|Thphr.]] ''De Lapidibus'' 3, Plb.4.16.3, etc.), of persons and things,<br><span class="bld">A</span> [[rare]], [[scarce]], [[scanty]], [[Herodotus|Hdt.]]2.67, 5.29, etc.; <b class="b3">σ. θήρευμα.. λαβεῖν</b> a [[rare]] [[catch]], E.''IA''1162; of persons, [[rarely seen]], [[aloof]], <b class="b3">δυσπρόσιτος, ἔσω τε κλῄθρων σπάνιος</b> ib.345 (troch.); σ. σεαυτὸν παρέχειν [[Plato|Pl.]]'' [[Euthyphro|Euthyphr.]] ''3d, cf. Plu.''Crass.''7; <b class="b3">τῷ ὕδατι σ. χρώμενοι</b> having a [[scanty]] [[supply]] of [[water]], Th.7.4; in an Adv. sense, <b class="b3">σπάνιος ἐπιφοιτᾷ</b> he [[seldom]] [[visit]]s, [[Herodotus|Hdt.]]2.73; so <b class="b3">τοὺς σπανίους ἰδεῖν στρατηγούς</b> [[seldom]] [[see]]n, [[Xenophon|X.]]''[[Cyropaedia|Cyr.]]''7.5.46, cf. [[Plato|Pl.]]''[[Leges|Lg.]]''953c; σπάνιοι περιπεπλεύκασι Str.15.1.4; <b class="b3">σπάνιόν ἐστι</b>, c. inf., [[it is seldom]] that... [[Xenophon|X.]]''[[Cyropaedia|Cyr.]]''1.3.3, Isoc.10.13; opp. [[ῥᾴδιον]], Archyt.3; <b class="b3">σπάνιον εἴ τις..</b>[[it is rare]] for one to... Str.7.3.4: <b class="b3">τὸ σπάνιον</b> Aeschin.3.180, [[Aristotle|Arist.]]''[[Meteorologica|Mete.]]''372a23; ὁ ταὧς διὰ τὸ σπάνιον θαυμάζεται Eub.114.<br><span class="bld">II</span> Comp. σπανιώτερος [[Herodotus|Hdt.]]8.25, Th. 1.33, etc.: Sup. σπανιώτατος Id.7.68, ''Lyr.Adesp.''138.1, [[Plato|Pl.]]''[[Cratylus|Cra.]]''389a, etc.<br><span class="bld">III</span> Adv. [[σπανίως]] = [[seldom]], X.''Ages.''9.1, [[Aristotle|Arist.]]''[[Historia Animalium|HA]]''488b6, Plb.2.15.6 (so σπάνιον Str.3.5.1, Plu.''Cic.''8, etc., but [[σπανίᾳ]] is Adj. in Pl. ''Phdr.''256c, and [[σπάνιον]] in [[Aristotle|Arist.]]''[[Meteorologica|Mete.]]''372a14): Comp. σπανιώτερον Th.1.23; σπανιαίτερον [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[Historia Plantarum|HP]]'' 3.7.5 codd.—Rare in Poets, as Ion Eleg. 3.4. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0916.png Seite 916]] wie [[σπανός]], [[selten]], wenig, [[dürstig]]; [[μέρος]], Eur. Alc. 477; [[θήρευμα]], I. A. 1162, u. öfter; οὐδὲν ἐγίνετο πλοίων σπανιώτερον, Her. 8, 25; Thuc. 1, 33 u. öfter; τὸ γὰρ σπάνιον τίμιον, Plat. Euthyd. 304 b; οἴει τι σπανιώτερον εἶναι, ἤ –, Phaed. 90 a; ὁ [[νομοθέτης]] σπανιώτατος ἐν ἀνθρώποις γίγνεται, Crat. 389 a; oft bei Xen., z. B. [[σπάνιος]] [[ἰδεῖν]] Cyr. 7, 5, 46; [[γέρας]], Antiphil. 8 (VI, 252); S. Emp. oft. – Adv. σπανίως, Xen. Ag. 9, 1; auch σπανίᾳ, Plat. Phaedr. 256 c. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0916.png Seite 916]] wie [[σπανός]], [[selten]], wenig, [[dürstig]]; [[μέρος]], Eur. Alc. 477; [[θήρευμα]], I. A. 1162, u. öfter; οὐδὲν ἐγίνετο πλοίων σπανιώτερον, Her. 8, 25; Thuc. 1, 33 u. öfter; τὸ γὰρ σπάνιον τίμιον, Plat. Euthyd. 304 b; οἴει τι σπανιώτερον εἶναι, ἤ –, Phaed. 90 a; ὁ [[νομοθέτης]] σπανιώτατος ἐν ἀνθρώποις γίγνεται, Crat. 389 a; oft bei Xen., z. B. [[σπάνιος]] [[ἰδεῖν]] Cyr. 7, 5, 46; [[γέρας]], Antiphil. 8 (VI, 252); S. Emp. oft. – Adv. σπανίως, Xen. Ag. 9, 1; auch σπανίᾳ, Plat. Phaedr. 256 c. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{bailly | ||
| | |btext=α <i>ou</i> ος, ον :<br /><b>1</b> [[rare]], [[peu fréquent]], [[peu abondant]] ; [[σπάνιος]] [[ἰδεῖν]] XÉN qu'on voit rarement <i>litt.</i> rare à voir ; σπάνιον avec l'inf. XÉN il est rare de ; τὸ σπάνιον ESCHN la rareté, l'insuffisance;<br /><b>2</b> [[insuffisant]], [[chétif]], [[misérable]];<br /><i>Cp.</i> σπανιώτερος, <i>Sp.</i> σπανιώτατος.<br />'''Étymologie:''' [[σπάνις]]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=σπάνιος -α -ον [σπάνις] schaars, zeldzaam:; σπάνια πάντ’ εἶναι dat er aan alles gebrek was Xen. Cyr. 6.3.9; van personen; δυσπρόσιτος ἔσω τε κλῄθρων σπάνιος moeilijk benaderbaar en zelden binnenshuis Eur. IA 345; met inf..; τοὺς σπανίους ἰδεῖν στρατηγούς de generaals die zelden te zien waren Xen. Cyr. 7.5.46; persoonlijk geconstr. pred..; σπάνιος ἐπιφοιτᾷ σφι zelden bezoekt hij hen Hdt. 2.73.1; χρῶνται μὲν αὐτῇ, σπανίᾳ δέ ze brengen haar wel in de praktijk, maar zelden Plat. Phaedr. 256c; onpers. σπάνιόν ἐστι met inf. het is een zeldzaamheid om; subst. τὸ σπάνιον schaarste, zeldzaamheid; adv. σπανίως zelden. | |||
}} | }} | ||
{{ | {{elru | ||
| | |elrutext='''σπάνιος:''' 3, реже 2 (ᾰ)<br /><b class="num">1</b> [[редкий]], [[редкостный]] ([[θήρευμα]] Eur.): [[σπάνιον]] [[μέρος]] Eur. редкий удел; δοκεῖς [[σπάνιον]] σεαυτὸν παρέχειν Plat. ты, кажется, редко показываешься; σ. [[ἰδεῖν]] Xen. редко попадающийся (на глаза), редкостный; σ. ἐπιφοιτᾷ (τὴν Αἴγυπτον) Her. (феникс) редко посещает Египет;<br /><b class="num">2</b> [[недостаточный]], [[скудный]]: ὕδατι σπανίῳ [[χρῆσθαι]] Thuc. ощущать недостаток в воде - см. тж. [[σπάνιον]]. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-α, -ο / [[σπάνιος]], -ον, ΝΜΑ [[σπάνις]]<br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται σε μικρή [[ποσότητα]], [[λιγοστός]] («τὰς δὲ ἄρκτους ἐούσας σπανίας», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που συμβαίνει σπάνια<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[εκλεκτός]], [[ξεχωριστός]] («έχει σπάνια χαρίσματα»)<br /><b>2.</b> [[πολύτιμος]], [[ανεκτίμητος]] (α. «[[είναι]] [[σπάνιος]] [[νέος]]» β. «σπάνιο [[βιβλίο]]»)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «σπάνιες γαίες»<br /><b>χημ.</b> [[κοινή]] [[ονομασία]] μιας ευρείας ομάδας χημικών στοιχείων που ανήκουν στην [[ομάδα]] ΙΙΙb του περιοδικού συστήματος και απαρτίζονται από το [[σκάνδιο]], το ύττριο και τα 15 στοιχεία της [[σειράς]] τών λανθανιδών, σύμφωνα δε με ορισμένους μελετητές και από τα στοιχεία της [[σειράς]] τών ακτινιδών και [[κυρίως]] το [[θόριο]] και το [[ουράνιο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που εμφανίζεται [[κατά]] αραιά διαστήματα («[[δυσπρόσιτος]] ἔσω τε κλῇθρων [[σπάνιος]]», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ σπάνιον</i><br />η [[σπανιότητα]] («ὁ ταὧς διὰ τὸ σπάνιον θαυμάζεται», Εύβουλ.)<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) [[σπανίως]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «σπάνιόν ἐστι»<br />(συν. με απρμφ.) σπάνια συμβαίνει να... <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[σπανίως]] ΝΜΑ, και <i>σπάνια</i> Ν<br /><b>χρον.</b> [[κατά]] αραιά χρονικά διαστήματα, αραιά και πού (α. «σπάνια τον [[βλέπω]] πια» β. «[[σπανίως]] δὲ | |mltxt=-α, -ο / [[σπάνιος]], -ον, ΝΜΑ [[σπάνις]]<br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται σε μικρή [[ποσότητα]], [[λιγοστός]] («τὰς δὲ ἄρκτους ἐούσας σπανίας», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που συμβαίνει σπάνια<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[εκλεκτός]], [[ξεχωριστός]] («έχει σπάνια χαρίσματα»)<br /><b>2.</b> [[πολύτιμος]], [[ανεκτίμητος]] (α. «[[είναι]] [[σπάνιος]] [[νέος]]» β. «σπάνιο [[βιβλίο]]»)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «σπάνιες γαίες»<br /><b>χημ.</b> [[κοινή]] [[ονομασία]] μιας ευρείας ομάδας χημικών στοιχείων που ανήκουν στην [[ομάδα]] ΙΙΙb του περιοδικού συστήματος και απαρτίζονται από το [[σκάνδιο]], το ύττριο και τα 15 στοιχεία της [[σειράς]] τών λανθανιδών, σύμφωνα δε με ορισμένους μελετητές και από τα στοιχεία της [[σειράς]] τών ακτινιδών και [[κυρίως]] το [[θόριο]] και το [[ουράνιο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που εμφανίζεται [[κατά]] αραιά διαστήματα («[[δυσπρόσιτος]] ἔσω τε κλῇθρων [[σπάνιος]]», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ σπάνιον</i><br />η [[σπανιότητα]] («ὁ ταὧς διὰ τὸ σπάνιον θαυμάζεται», Εύβουλ.)<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) [[σπανίως]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «σπάνιόν ἐστι»<br />(συν. με απρμφ.) σπάνια συμβαίνει να... <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[σπανίως]] ΝΜΑ, και <i>σπάνια</i> Ν<br /><b>χρον.</b> [[κατά]] αραιά χρονικά διαστήματα, αραιά και πού (α. «σπάνια τον [[βλέπω]] πια» β. «[[σπανίως]] δὲ τοῦθ' ὑπερβαίνουσι», <b>Πολ.</b>). | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''σπάνιος:''' [ᾰ], -α, -ον ([[σπάνις]]),<br /><b class="num">I.</b> [[σπάνιος]], αυτός που είναι σε [[έλλειψη]], [[ανεπαρκής]], [[λειψός]], [[λιγοστός]], σε Ηρόδ., Ευρ.· <i>σπάνιον ἑαυτὸν παρέχειν</i>, Λατ. difficiles [[aditus]] habere, σε Πλάτ.· <i>ὕδατι σπανίῳ χρώμενοι</i>, έχοντας ανεπαρκές, λιγοστό, περιορισμένο [[απόθεμα]] νερού, σε Θουκ.· με απαρ., [[σπάνιος]] [[ἰδεῖν]], αυτός που είναι [[σπάνιος]] στο να τον δει [[κάποιος]], [[δυσεύρετος]], [[ακριβοθώρητος]], σε Ξεν.· λέγεται για πρόσωπα με επιρρ. [[σημασία]], [[σπάνιος]] ἐπιφοιτᾷ, [[σπανίως]], [[σποραδικά]] επισκέπτεται, σε Ηρόδ.· <i>σπάνιόν ἐστι</i>, με απαρ. είναι σπάνιο να..., σε Ξεν.· τὸσπάνιον = [[σπάνις]], σε Αισχίν.<br /><b class="num">II.</b> συγκρ. <i>σπανιώτερος</i>, σε Ηρόδ., Θουκ.· υπερθ. <i>-ώτατος</i>, σε Αττ.<br /><b class="num">III.</b> επίρρ., <i>-ίως</i>, [[σπανίως]], που και που, αραιά και που, σε Ξεν.· ομοίως, <i>σπανίᾳ</i>, σε Πλάτ.· συγκρ. <i>-ιώτερον</i>, σε Θουκ. | |lsmtext='''σπάνιος:''' [ᾰ], -α, -ον ([[σπάνις]]),<br /><b class="num">I.</b> [[σπάνιος]], αυτός που είναι σε [[έλλειψη]], [[ανεπαρκής]], [[λειψός]], [[λιγοστός]], σε Ηρόδ., Ευρ.· <i>σπάνιον ἑαυτὸν παρέχειν</i>, Λατ. difficiles [[aditus]] habere, σε Πλάτ.· <i>ὕδατι σπανίῳ χρώμενοι</i>, έχοντας ανεπαρκές, λιγοστό, περιορισμένο [[απόθεμα]] νερού, σε Θουκ.· με απαρ., [[σπάνιος]] [[ἰδεῖν]], αυτός που είναι [[σπάνιος]] στο να τον δει [[κάποιος]], [[δυσεύρετος]], [[ακριβοθώρητος]], σε Ξεν.· λέγεται για πρόσωπα με επιρρ. [[σημασία]], [[σπάνιος]] ἐπιφοιτᾷ, [[σπανίως]], [[σποραδικά]] επισκέπτεται, σε Ηρόδ.· <i>σπάνιόν ἐστι</i>, με απαρ. είναι σπάνιο να..., σε Ξεν.· τὸσπάνιον = [[σπάνις]], σε Αισχίν.<br /><b class="num">II.</b> συγκρ. <i>σπανιώτερος</i>, σε Ηρόδ., Θουκ.· υπερθ. <i>-ώτατος</i>, σε Αττ.<br /><b class="num">III.</b> επίρρ., <i>-ίως</i>, [[σπανίως]], που και που, αραιά και που, σε Ξεν.· ομοίως, <i>σπανίᾳ</i>, σε Πλάτ.· συγκρ. <i>-ιώτερον</i>, σε Θουκ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''σπάνιος''': [ᾰ], -α, -ον, ([[ὡσαύτως]] ος, ον, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 1, 9, Θεοφρ. π. Λίθ. 3, Πολύβ., κλπ.), ἐπὶ προσώπων καὶ πραγμάτων, [[σπάνιος]], [[ὀλίγος]], πρῶτον παρ’ Ἡρόδ. 2. 67., 5. 29· σπ. [[θήρευμα]] λαβεῖν..., ὀλιγοστόν, Εὐρ. Ι. Α. 1162· [[δυσπρόσιτος]], ἔσω τε κλῇθρων [[σπάνιος]] [[αὐτόθι]] 345· σπάνιον ἑαυτὸν παρέχειν, ὡς τὸ Λατ. difficiles aditus habere, Πλάτ. Εὐθύφρων 3D· ὕδατι σπανίῳ χρώμενοι, ἔχοντες ὀλίγον [[ὕδωρ]], ἐφωδιασμένοι μὲ ὀλίγον [[ὕδωρ]], Θουκ. 7. 4· - μετ’ ἀπαρ., σπ. [[ἰδεῖν]], [[σπάνιος]] εἰς τὸ νὰ τὸν ἴδη τις, Ξεν. Κύρ. 1. 3, 3· - ἐπὶ προσώπων μετ’ ἐπιρρημ. σημασίας, [[σπάνιος]] ἐπιφοιτᾷ, σπανίως ἔρχεται εἰς ἐπίσκεψιν, Ἡρόδ. 2. 73· οὕτω, σπ. φανῆναι, σπανίως φαίνομαι, ὁρῶμαι, Ξεν. Κύρ. 7. 5, 46, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 953C· σπάνιοι περιπεπλεύκασι Στράβ. 686· - σπάνιόν ἐστι, μετ’ ἀπαρεμφ., [[εἶναι]] σπάνιον νά.., Ξεν. Κύρ. 1. 3, 3, Ἰσοκρ. 210 C· σπάνιον εἴ τις, [[εἶναι]] σπάνιον [[πρᾶγμα]] νά.. τις, Στράβ. 297· - τὸ σπάνιον, = [[σπάνις]], Αἰσχίν. 79. 27, Ἀριστ. Μετεωρ. 3. 4, 8· ὁ ταὧς διὰ τὸ σπ. θαυμάζεται Εὔβουλ. ἐν «Φοίν.» 1. ΙΙ. Συγκρ. σπανιώτερος, Ἡρόδ. 8. 25, Θουκ. 33. κτλ.· - ὑπερθετ. -ώτατος, ὁ αὐτ. 7. 68, Πλάτ., κλπ. ΙΙΙ. Ἐπίρρ. -ίως, ἀντίθετον τῷ [[συχνάκις]], Ξεν. Ἀγησ. 9, 1, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 1, 30· οὕτω σπανίᾳ, Πλάτ. Φαῖδρ. 256C· καὶ σπάνιον Ἀριστ. Μετεωρ. 3. 2, 6. Στράβ. 168, Πλούτ.. κλπ.· συγκρ. -ιώτερον Θουκ. 1. 23· -ιαίτερον διάφορ. γραφ. παρὰ Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 7, 5· ὑπερθ. -ιώτατα Αἰν. Τακτ. 37· -ιαίτατα Κλήμ. Ἀλ. 202. - Σπάνιον παρὰ ποιηταῖς, [[οἷον]] παρ’ Ἴωνι τῷ Χίῳ 3. 4. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=σπᾰ́νιος, η, ον [[σπάνις]]<br /><b class="num">I.</b> [[rare]], [[scarce]], [[scanty]], Hdt., Eur.; σπάνιον ἑαυτὸν παρέχειν, Lat. difficiles [[aditus]] habere, Plat.; ὕδατι σπανίῳ χρώμενοι having a [[scanty]] [[supply]] of [[water]], Thuc.; c. inf., σπ. [[ἰδεῖν]] [[rare]] to [[behold]], Xen.: of persons in an adv. [[sense]], [[σπάνιος]] ἐπιφοιτᾷ he [[seldom]] visits, Hdt.:— σπάνιόν ἐστι, c. inf., it is [[seldom]] that . ., Xen.:— τὸ σπάνιον = [[σπάνις]], Aeschin.<br /><b class="num">II.</b> comp. σπανιώτερος, Hdt., Thuc.: —Sup. -ώτατος, [[Attic]]<br /><b class="num">III.</b> adv. -ίως, [[seldom]], Xen.; so σπανίᾳ, Plat.: comp. -ιώτερον, Thuc. | |||
}} | |||
{{WoodhouseReversedUncategorized | |||
|woodrun=[[infrequent]], [[insufficient]], [[occasional]], [[rare]], [[scanty]], [[spare]], [[sparse]] | |||
}} | |||
{{lxth | |||
|lthtxt=''[[rarius]]'', [[more rarely]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:1.23.3/ 1.23.3]. | |||
}} | }} | ||
{{ | {{lxth | ||
| | |lthtxt=''[[rarus]]'', [[unusual]], [[uncommon]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:3.56.5/ 3.56.5], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:7.4.6/ 7.4.6],<br>COMP. [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:1.33.2/ 1.33.2],<br>SUP. [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:7.68.3/ 7.68.3]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{trml | ||
| | |trtx=Albanian: rrallë; Arabic: نَادِر; Egyptian Arabic: نادر; South Levantine Arabic: نادر; Asturian: raru; Azerbaijani: nadir; Bashkir: һирәк; Belarusian: рэ́дкі; Bulgarian: рядък, необикновен; Catalan: rar; Chinese Mandarin: 稀少, 稀疏, 稀有, 罕見, 罕见; Czech: vzácný, řídký; Danish: sjælden; Dutch: [[zeldzaam]]; Esperanto: malofta, rara; Estonian: haruldane, erakordne; Faroese: sjáldsamur, rárur; Finnish: harvinainen; French: [[rare]], [[peu commun]]; Friulian: râr; Galician: raro; German: [[selten]], [[rar]]; Greek: [[σπάνιος]]; Ancient Greek: [[σπάνιος]]; Hebrew: נדיר; Hindi: दुर्लभ, नायाब, नादिर, कमयाब, अप्राप्य; Hungarian: ritka; Ido: rara; Indonesian: jarang, langka; Irish: annamh; Italian: [[raro]]; Japanese: 珍しい, 稀な; Korean: 드물다, 희귀(稀貴)하다; Kurdish Central Kurdish: نایاب; Latin: [[rarus]]; Latvian: rets; Lithuanian: retas; Macedonian: редок; Malay: jarang, nadir; Maori: onge, ongeonge, mokomokorea, mokorea, mōmōhanga; Navajo: bídin hóyééʼ; Norman: rare; Norwegian: skjelden; Occitan: requist, rar, rare, escàs, arrarit; Old Church Slavonic Cyrillic: рѣдъкъ; Old English: selden, seldlic; Persian: کمیاب, نایاب, شاذ; Polish: rzadki; Portuguese: [[raro]]; Romanian: rar; Romansch: rar, rer; Russian: [[редкий]]; Sanskrit: विरल, दुर्लभ; Sardinian: raru; Scottish Gaelic: gann, ainneamh; Serbo-Croatian Cyrillic: редак, риједак; Roman: rédak, rijédak; Sicilian: raru; Slovak: riedky; Slovene: rédek; Sorbian Lower Sorbian: rědki; Spanish: [[escaso]], [[raro]]; Swedish: sällsynt, ovanlig; Tagalog: bihira; Telugu: అరుదు, దుర్లభము; Turkish: nadir, ender, nadide; Ukrainian: рідкий, рі́дкісний; Venetian: raro; Vietnamese: hiếm; Welsh: prin; Zazaki: nadir | ||
}} | }} |